Τούτο που θα πω τόζησα ο ίδιος μικρός-μικρός. Ο Τζιαναρλής είναι ο Ενιπέας ποταμός. Τον περνάγαμε κάθε Χινόπωρο, κάπου εκεί στο Κουκλόμπασι, ενώ την Άνοιξη τον περνάγαμε, μου φαίνεται, πάρα κάτω σε γεφύρι. Γέφυρα όμως το Χινόπωρο δεν ύπαρχε είπαμε εκεί που περνάγαμε. Και νιά βολά είμασταν ξεφορτωμένοι κατά από δώθε απ’ τον Τζιαναρλή κι ήθελαμε να περάσουμε από πέρα. Περασμένος Χινόπωρος, θα νάταν Χαμένος, έβρεχε μέρες και το ποτάμι ήταν κατεβασμένο θάλασσα και θελό σαν αγραφάμα. Πέρασαν μπροστά τα κοπάδια. Τα στρίμωναν, θυμώμαι, στην άκρη στο ποτάμι και με τουφεκιές τ’ ανάγκαζαν να ρίχνωνται στο νερό.

Τα καημένα, σαν τα θυμάμαι. Ίσια-ίσια το κεφαλάκι τους φαίνονταν καθώς κολύμπαγαν μέσ' στο νερό, οι τστοπαναραίοι κι όλοι οι άντρες να χουϊάζουν, να σιουράν, να χαλάν τον κόσμο και να τουφεκάν σπρώχνοντας και βαρώντας τα και με τις κλίτσες να ριχτούν όλα στο νερό, να τα τραβάει το νερό πρός τα κάτω, οι άντρες να τρέχουν κι αυτοί στο νόχτο και να σαλαγάν και να χουϊάζουν, κάτι ζυγουράκια κακορίζικα να τα τραβάει το ποτάμι σαν πλατανόφυλλα κάτω και κάτω, κατοσταριές μέτρα αλάργα, κι οι Βλάχοι να ρίχνουν με τα κουμπούρια τους στον αέρα κι από ένα-ένα να φτάνουν στον άλλον το νόχτο και να βγαίνουν, με κολλημένο το μαλλί τους στο κορμί, τρέμοντας σαν τσιροπούλια και να τινάζωνται, να τινάζωνται...

Πέρασαν τα πρότα, ήρθε η αράδα για τα κονάκια. Έπρεπε όμως να δοκιμάσουν το ποτάμι, να βρουν πόρο, γιατί υπήρχε κίντυνος να πνιγούμε, άλογα κι ανθρώποι. Και να ο πατέρας μου μ' έναν Γιάννη Αραπίτσα διαλέν ένα πέρασμα, και πιασμένοι ο ένας με τον άλλον απ’ τις πλάτες και με μαζωμένα τα παντελόνια ως απάνω κι ακουμπώντας στις κλίτσες τους μπαίνουν μέσα και σιγά-σιγά και δοκιμάζοντας με τις κλίτσες τους το πέρασμα, περνάν και ματαγυρνάν. Ήταν παλληκάρι ο πατέρας μου και δε λύγαγε το μάτι του εύκολα. Γύρισαν και, μπρος, τ’ άλογα με τα φορτώματα και τραβώντας τα απ’ το καπίστρι.

Ο Κοκκίνης μας, δυνατός όπως ολοένα, τον πήρε η μάνα μου, την Τσεβούλα ο πατέρας μου, σιγά-σιγά τα πέρασαν κι αυτά και τα άλλα. Η βαβά μ' και μείς τα λιανοπαίδια από δώθε απ’ το ποτάμι, καρτερούμε να περάσουν μπροστά τα φορτώματα. Κι όταν τα πέρασαν όλα και τα ξεφόρτωσαν από πέρα, και ματαγύρισε ο πατέρας μου με τον Κοκκίνη, έβαλε καβάλα τ' βαβά μ', εμένα στα καπούλια και τον Κοκκίνη απ’ το καπίστρι και κρατώντας και τη βαβά καλά, μπαίνουμε και μείς στο ποτάμι. Το νερό τον έπαιρνε τον Κοκκίνη ως την κοιλιά, βουερό, θελό, κόκκινο και φόβιο σαν το χάρο. Εγώ γαντζώθηκα απ’ τα κουτσάκια, κόλλησα στο σαμάρι χέρια και κορμί, τα ποδάρια αναμαζωμένα κι αυτά απάν' να μη βραχούν, και να σκιάζομαι, να σκιάζομαι, μέχρι που σκουτουριάστηκα (ζαλίστηκα) απ’ το βουητό και το θελό νερό και κόντευε να πέσω απ’ τη ζαλάδα, ευτύχημα όμως έφτασαμε και β(γ)ήκαμε, μας κατέβασαν, πέρασαν κι άλλα γυναικόπαιδα, ματαφόρτωσαμε τ’ άλογα και τραβήξαμε και ξεφορτώσαμε στ’ Αναπατλή. Δε θυμώμαι πως πέρασαν τ’ άλλα τ’ αδέρφια μου. Στ’ Αναπατλή το θυμώμαι αυτό το κονάκι σαν τώρα. Έβρεχε. Κάτι είχε πάθει νιά πρατίνα μας και την έσφαξε ο πατέρας. Ήταν πολύ παχειά, κι εκτός από κείνο πώτρωγαμε είχε κόψει ο πατέρας μου και λουρίδεςς παχύ κρέας, το είχαν μου φαίνεται αλευρώσει και το κρέμασαν μέσα στην τέντα, στις τεντόφουρκες. Θυμάμαι τόλεγαν παστρουμά αυτό το κρέας, μα χωρίς νάχει καμιά σκέση με τον ανατολίτικον παστουρμά, που τρών οι πρόσφυγες. Τόκοβαμε έτσι όπως ήταν αλευρωμένο, αλατισμένο και στεγνωμένο απ’ τον αέρα και τον καπνό και το ψέναμε στα κάρβουνα κι ήταν νόστιμο-νόστιμο.

Τ’ Αναπατλή δεν είναι αλάργα απ’ τη Νταουτζιά. Έτσι την άλλη ή την παράλλη έφταναμε. Κι είμασταν πάλι όλο χαρά, γιατί, όπως την Άνοιξη έτσι και τώρα το τελευταίο κονάκι ήταν το πιο χαρούμενο.

Και ματαρχίναγαμε πάλι τα ίδια. Να φκιάσουμε τα καλύβια, τα μαντριά, ν’ αρχινήσει ο γέννος κι η πρατοχλίψη, όσο να περάσει ο Χειμώνας, να βγούμε σε σαλαμέτι και να ματακ(ι)νήσουμε πάλι για τα β'να μας....
Αυτός ήταν ο κύκλος της ζωής των Σαρακατσιαναίων σ' ένα χρόνο, απ’ τον κάμπο στα βουνά κι απ’ τα βουνά στον κάμπο...

Τα κονάκια απ’ την Καρυά ως τη Νταουτζιά το Χινόπωρο, όπως μου τάπε ο πατέρας μου ήταν ετούτα: Καραμανώλη ή απ' ευθείας, το συχνότερο, στη Νεβρόπολη - Προσηλάκι - Καλιφώνι - Παναϊά (Ανώϊ) - Κουπριτζή - Βάλτος - Κάτζια -μπορεί ενδιάμεσα Κουκλόμπαση ή Αναπατλή - Νταουτζιά.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.