Τα παλιά τα χρόνια, άμα φορτώναμε απ’ την Καρυά, πάαιναμε, πρότα και κονάκια, απ' του Καραμανώλη. Υστερότερα τα κονάκια πάαιναν απ’ την κάτω στράτα, απ’ το Νεχώρι. Και τα τελευταία χρόνια, δηλαδή απ’ το τριάντα, πίσω μπροστά, κι εδώθε, πρότα και κονάκια πάαιναν όλα απ’ την κάτω στράτα, απ’ το Νεχώρι.

Όταν πρωταρχίνησαν τα κονάκια να πααίνουν απ’ το Νεχώρι, θυμώμαι στο φόρτωμα, μια διαφορά του πατέρα μου με το μπάρμπα Κολιό.

Ο πατέρας μου έλεγε να πάμε, τα κονάκια, απ' κάτω, ήταν συντομότερος και πιο ξιαπόστατος ο δρόμος. Όμως παρέκει απ’ το Χώλιανο είναι νιά σκάλα, βράχος, στένωμα κι επικίνδυνο στο πέρασμα για τ’ άλογα κι ο μπάρμπα Κολιός έλεγε να πάμε απ' του Καραμανώλη. Επέμεινε ο ένας, επέμεινε ο άλλος, φασάρισαν, φασάρισαν και τελικά απ’ το πείσμα τους, εμείς πήγαμε απ' κάτω κι οι Νικολαίοι από πάνω απ' του Καραμανώλη.

Ας είναι. Θυμώμαι το πως κατεβαίναμε απ' του Καραμανώλη, κονάκια και πράματα, πρός τη Νεβρόπολη, όσο πάαιναμε ακόμα απ’ την απάν' τη στράτα. Κατεβαίνοντας απ' του Καραμανώλη, χαμηλά προς τη Νεβρόπολη, έπεφταμε μέσα στο ζάβατο το νεχωρίτικο, λόγγος από καστανιές. Μπελάϊα το λέν το μέρος. Οι καστανιές εκείνες ήταν μισοάγριες κι έφκιαναν κάτι κούτσικα κάστανα, που όμως τα μάζωναν οι Νεχωρίτες και τα πούλαγαν στην Καρδίτσα. Δεν ήταν σαν τα κάστανα τα πηλιορίτικα, κι είχαν όλο ίνες. Όμως για μάς, που Χειμώνα Καλοκαίρι φαΐ μας είχαμε το ψωμοτύρι, ήταν γλύκισμα. Κι όταν έμπαιναμε μέσα στο ζάβατο, σκρόπαγε εκεί μέσα το καραβάνι, κι ήταν σα να πέρναγε ακρίδα. Χύμαγαν άντρες και γυναίκες, τσιοπαναραίοι, παιδιά, κορίτσια και μάζωναν με χέρια και ποδάρια και γιόμωναν σακούλια, τροβάδια, τσέπες, ποδιές, μαντήλια κι ό,τι άλλο είχαν πρόχειρο. Και σαν κατεβαίναμε και στη Νεβρόπολη, εκεί ριχνόμασταν στις πατάκες. Τις πατάκες τις είχαν βγαλμένες απ’ τα χωράφια τέτοιον καιρό, αλλά εμείς μαζώναμε τ’ απομεινάρια. Και σαν ξεφορτώναμε και στένονταν οι τσιατούρες, έβλεπες μπροστά σε κάθε τσιατούρα κακάβια στη φωτιά γιομάτα κάστανα και πατάκες να βράζουν κι οι Βλάχοι ανακούκουρδα γυροβολιά με τις κάπες και τα κατστουλάρια τους να ξεφλουδάν και να τρών. Κι οι γυναίκες να ψένουν τη μπομπότα στα ταψιά, που με το τομαρίσιο το τυρί ήταν πεντανόστιμη. Στη Νεβρόπολη απολάβαιναμε κι ένα άλλο φρούτο, τα τσάπουρνα. Είχε πολλές τσαπουρνιές τότε η Νεβρόπολη, και τον καιρό που πέρναγαν τα κονάκια ήταν φορτωμένες τσάπουρνα. Έτρωγαμε όμως και τσιάτσια στη Νεβρόπολη απ’ τις τσιατσιές. Οι τσιατσιές είναι ένα κλαράκι σαν τον πυράκανθο κι ακριβώς και τέτοιον καρπό κάνει, σαν του πυράκανθου.

Εδώ πρέπει να πω ότι δε θυμώμαι, αν απ’ την Καρυά στη Νεβρόπολη το κάναμε ένα κονάκι, ή ξεφορτώναμε ενδιάμεσα και στου Καραμανώλη. Στη Νεβρόπολη το Χινόπωρο ξεφορτώναμε εκεί γυροβολιά στο Τσιαρδάκι, δηλαδή στο ανατολικό μέρος της Νεβρόπολης, στο βακούφικο, «Κουκουριάκο», αν δεν κάνω λάθος, την έλεγαν την τοποθεσία. Ενώ την Άνοιξη ξεφορτώναμε στο Μεσενικολίτικο το μέρος της Νεβρόπολης, εκεί στ' Άσπρα Λιθάρια».

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.