Ξεκινώντας για το τελευταίο κονάκι, την τελευταία πορεία του ταξιδιού, οι Σαρακατσιαναίοι είναι όλο χαρά. Φτάνουμε πια στο κατ(οι)κιό μας, στην Καρυά μας την όμορφη, τη ζηλευτή, την πολυαγαπημένη. Απ' του Καραμανώλη ροβολάν τον κατήφορο με σαματά κοπάδια και κονάκια, και να σε λίγο φαίνεται ο Καρβασαράς, το διπλανό μας χωριό, που και κει βγαίνουν πολλοί Σαρακατσιαναίοι, οι Ψαρογιωργαίοι, Αργυραίοι, Σταφυλαίοι, Μπανακαίοι, Βλαχακαίοι, Ζαγαλιωταίοι κι άλλοι.
Φτάνουμε στο κονάκι μας. Ξεφορτώνουμε και πετάμε τις μεριές απ' όξω απ’ το σπίτι, στα πεζούλια, στις πλάκες, σε μπάτσες πώκοψαμε στη στράτα. Δε βιαζόμαστε τώρα να συμμάσουμε τα πράματα. Τώρα, έφτασαμε και ταχειά δε μας καρτερεί πάλι η στράτα. Ξεσαμαρώνουμε τ' άλογα και κείνα τα καημένα τρέχουν και κυλιώνται, κυλιώνται, σα να καταλαβαίνουν κι αύτα, και πιστεύω ότι καταλάβαιναν, ότι το μεγάλο ταξίδι τελείωσε.
Η ζωή της στάνης τις πρώτες μέρες ήταν, ας πούμε, αδιαμόρφωτη ακόμα. Αυτό γένονταν σε μας και σε πολλές στάνες στ' Άγραφα, που οι Σαρακατσιαναίοι ήταν δημότες στις Κοινότητες κι είχαν δικαιώματα, κι ο καθένας έβγαινε όποτε ήθελε κι έβοσκε όθε ήθελε στην περιφέρεια της Κοινότητας. Όπου όμως τα λιβάδια τα καλοκαιρινά ήταν ξένα και τα νοίκιαζε ο τσέλιγκας όπως τα χειμωνιάτικα, ή ήταν -σπάνιο αυτό- ιδιοχτησία του, εκεί η στάνη ήταν συγκροτημένη απ’ τον τσέλιγκα από πρωτύτερα κι έτσι συγκροτημένη έφτανε στα βουνά και συνέχιζε τη ζωή της εκεί. Εμείς εδώ λέμε για την Καρυά, που άνηκε στην πρώτη περίπτωση.
Στην Καρυά εκείνα τα χρόνια, δηλαδή πριν το 1930, έβγαιναμε τρία σόϊα: οι Μποταίοι (Κολιός, Άλέξαντρος, Λίας), οι Αραπιτσαίοι (Γώγος, Μητράκος, Κώστας, Θανάσης, Βασίλης, Θοδώραινα κι ένας γαμπρός του Γώγου Αραπίτσα, Τζιοβάρας ή Αλογάρης λέονταν) και οι Κορκκαίοι (Πέτρος, Γιώργαινα, Άλέξαινα, Μήτρο Ρουπακιάς, Νικρλάκαινα και Χαραλάμπαινα), δηλαδή δεκάξη κονάκια. Κι είμασταν όλοι σκεδόν συγγενείς μεταξύ μας. Οι παπούληδές μας, πούταν ντίπ και ντίπ σκηνίτες, χωρίς πουθενά δικό τους μέρος και μόνιμη κατοικία, μόλις έγινε το ελληνικό και ξέροντας φαίνεται κι από πριν που είναι τα καλά ξεκαλοκαιριά, ήρθαν και κατοίκεψαν στα Βραγγιανά, στην αρχή νοικιάζοντας τα λιβάδια απ’ τον έπαρχο (τον αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης ή απο υπεκμισθωτές) κι ύστερα σιγά-σιγά και λίγο πολύ και με το άστε ντού απόχτησαν δικαιώματα, έγιναν δημότες.
Το Καλοκαίρι στ Άγραφα οι περσότερες οι στάνες δεν έβαναν γαλατά. Είναι τσακιστός ο τόπος και δε μπόρ(ε)γαν να μαζωχτούν πολλά κοπάδια ν' αρμεχτούν στην ίδια στρούγκα, ώστε να στηθεί γαλατάτικο (τυροκομείο). Στη Μακεδονία όμως κι αλλού, που υπάρχει περσότερη άπλα και πολλά λιβάδια είναι σαν τσιαϊρια, έβαναν γαλατά κι αρμέονταν σε μιά στρούγκα χίλια και δυό και τρεις χιλιάδες πρότα. Στ’ άγραφα απ’ όσο ξέρω μόνο στο πετριλιώτικο το Γκαβέλου πάαινε πάντοτε γαλατάς. Είναι ένα όμορφο σπανό, που το βόσκησε νοικιάζοντάς το κι ο παππούλης μου, όταν ακόμα η Θεσσαλία, όπου υπάγεται το Πετρίλιο, ήταν τούρκικο. Και πιο πέρα στο Αφεντικό, στην Καράβα κι ίσως κι αλλού έβαναν γαλατά.
Απ' το πρόβιο το γάλα έφκιαναν, όπως είπαμε, τυρί και μυτζήθρα. Κι απ' το γίδινο βούτυρο και κλωτσοτύρι.
Θυμώμαι, στο μαντρί, εκείνος πώπαιρνε το γάλα και τόπηζε, όταν κόντευε η ώρα, ανασήκωνε το σκέπασμα απ’ το καζάνι και με την ανάστροφη του χεριού του δοκίμαζε να ιδεί αν είχε γένει. Αν δεν είχε γένει, κόλλαγε το χέρι του και το ματασκέπαζε. Αν όμως είχε γένει, τότε είχε «ιδρώσει», δηλαδή είχε βγάλει υγρό στην επιφάνεια και το χέρι δεν κόλλαγε. Έπαιρνε τότε τον τρίφτη (ξύλο σα μακρουλή σπάτουλα), το σταύρωνε και το «τσάκιζε». Και μ' ένα καπάκι τόρριχνε στην τσαντίλα. το τυρόγαλο που στράγγιζε απ’ τις τσαντίλες, τόβραζαν όπως είπαμε κι έβγαναν μυτζήθρα.
Το Καλοκαίρι τα πράματα δεν έχουν μεγάλο κόπο, πέρα απ’ το φύλαμα και το μαξούλεμα. Δεν ήταν όπως το χειμώνα. Όμως ήταν και το Καλοκαίρι ένα πράμα που το πρόσεχαν οι Βλάχοι. Ο μαρκάλος. Γιατί απ’ το μαρκάλο το Καλοκαίρι, αν ήταν καλός ή όχι, εξαρτιόταν το βιό για το πως θα νάβγαινε και το χειμώνα. Αν μαρκαλιώνταν τα πράματα πρώιμα και γλήγορα, δηλαδή σε λίγο διάστημα, θα νάταν το χειμώνα κι ο γένος πρώιμος κι οι γαλαροκοπές θα κόβονταν γλήγορα και τ' αρνιά θα πουλιόνταν καλύτερα και μαζωμένα και το μαξούλι περσότερο κι ο αποκομός γληγορώτερος και καλύτερος.
Τα πράματα (πρότα και γίδια) οι Σαρακατσιαναίοι, όπως κι όλοι οι κτηνοτρόφοι, τα σημάδευαν στ’ αφτιά. Κι ο καθένας είχε το σημάδι του να τα γνωρίζει. Το ίδιο έκαναν κι οι Βυζαντινοί, όπως μας πληροφορεί ο Φ. Κουκούλες στο έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμος Ε' 1952 σελ. 310 και 320.
Οι καημένες οι Σαρακατσιάνες όλο το χειμώνα τους έβγαινε το λάδι στη δουλειά. Να κόψουν και να κουβαλήσουν τον κερεστέ και σε συνέχεια να φκιάσουν τα καλύβια. Και τα μαντριά, να στρώνουν όλον το χειμώνα τα μαντριά, να κουβαλάν τα γεννημένα τ' αρνιά, να φέρνουν τα ξύλα για τη φωτιά, να κάνουν το νοικοκυριό τους, να πλένουν στο ρέμα, να παιδοκομάν. Όμως και το Καλοκαίρι δεν ήταν λίγες οι δουλειές που τις καρτέρεγαν, αλλά είχαν και κάποια χαρά, γιατί ήταν δουλειές περσότερο γυναικείες, να φκιάσουν σκ(ου)τιά, φορεσιές, ειδήσματα και προικιά γι' αυτές τις ίδιες και τις φαμελιές τους.
Άλλη σκληρή και μόνιμη δουλειά για τη Σαρακατσιάνα ήταν τα ξύλα και το ζαλίκι. Χειμωνοκαλόκαιρο, όπου κι αν βρίσκονταν κι όπου κι αν στέκονταν το κονάκι, τα ξύλα θα τάκοβαν και θα τα μάζωναν στο λόγγο και θα τα κουβάλαγαν στην πλάτη τους, ζαλίκι με τριχιά περασμένη στο λαιμό και δεμένη στο στήθος τους, οι γυναίκες. Και για το πιο νοικοκυροκόνακο εκείνα τα χρόνια, ήταν κάτι που δε μπόρεγε να το βάλει ο νους, να πάει να φέρει ξύλα ο άντρας ή να πλερώσει, όσο και να δύνονταν, να του τα φέρουν.
Παζαρευόμασταν στην Καρδίτσα. Η Καρδίτσα τότε, καθώς δεν ύπαρχαν συγκοινωνίες, ήταν μεγάλο παζάρι. Κατέβαιναν εκεί και πούλαγαν ό,τι είχαν κι αγόραζαν ό,τι χρειάζονταν, εκτός απ’ τα καμπίσια τα χωριά της περιοχής της και τα ριζά, κι όλα τ’ Άγραφα, απ’ την Αργιθέα ως το χωριό τ’ Άγραφα και πέρα ακόμα, Φουρνά, Ρεντίνα και κάμποσα χωριά του Δομοκού. Μέρα Τετράδη που γένονταν το παζάρι, δεν έσκιζες να περάσεις απ’ την πολυκοσμία. Εξόν απ’ ό,τι είχαν τα μαγαζιά και τ' αργαστήρια, έβγαναν εκεί και πούλαγαν οι χωριάτες κι οι Βλάχοι από λιανά σφαχτά μέχρι αλογομούλαρα και γαϊδούρια, κότες κι άλλα πουλερικά, λαχανικά, μπουστανικά, οπωρικά, γεννήματα, τυριά και βουτύρατα, μέχρι μαλλιά και σκουτιά και βελέντζες κι ό,τι άλλο ήθελες.
Το παζάρι στην Καρδίτσα ήταν ταχτικό, βδομαδιάτικο, κάθε Τετράδη. Όμως ύπαρχε κι ένα άλλο παζάρι, ξεχωριστό, που γένονταν νιά βολά το χρόνο, το «Παζαράκι», έτσι τόλεγαν. Γένονταν στη Νεβρόπολη, στη θέση «Άσπρα Λιθάρια», στο Μεσενικολίτικο το μέρος, γι' αυτό τόλεγαν και «Στ' Άσπρα Λιθάρια», στις 22 Αυγούστου με το παλιό, δηλαδή στις 4 Σεπτέμβρη. Τώρα το μέρος εκείνο έχει πνιγεί απ’ τη λίμνη του Μέγδοβα. Ήταν ένα ιδιότυπο, τελείως υπαίθριο παζάρι και πανηγύρι μαζί. Μαζώνονταν εκεί κόσμος και κοσμάκης απ' όλα τ' Άγραφα κι έμποροι απ’ την Καρδίτσα και ζωέμποροι απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ήταν ξεχωριστό γεγονός για τις βλαχόστανες. Για μικρούς και τρανούς.
Το Καλοκαίρι οι Σαρακατσιαναίοι είχαν πολύ λιγότερες δουλειές απ’ ό,τι το Χειμώνα, είχαν «αραλίκι», «άδειαζαν» περσότερο, «έβγαιναν κι αυτοί στον απαν’ κόσμο», όπως έλεγαν, γιατί δεν είχαν την «πρατοχλίψη» πούχαν το Χειμώνα. Εκτός απ’ τους τσιοπαναραίους, οι άλλοι ένα άρμεμα είχαν, κι αυτό, όπως είπαμε, όλο κι άρειωνε από δυό βολές τη μέρα στην αρχή, στη μίνια ύστερα και πάρα πέρα μέρα παρά μέρα (τριτόημερα) και κράτηγε ως τον Αλωνάρη.
Σ' όλον το ζυγό των Αγράφων, απ’ το Καρπενήσι ως τη Μεσοχώρα (παλιά, μου φαίνετα, την έλεγαν Βιτσίστα) όλος ο πληθυσμός ήταν κι είναι ελληνόγλωσσος. Εκείνα τα χρόνια όμως διακρίνονταν, ας πούμε, σε δυο μιλέτια, σε Βλάχους και χωριάτες. Χωριάτες ήταν οι ντόπιοι κάτοικοι, πώμεναν σε χωριά Χειμώνα Καλοκαίρι και πρέπει νάταν ριζωμένοι εκεί τουλάχιστον απ’ το Μεσαίωνα. Βλάχοι ήταν οι Σαρακατσιαναίοι πώβγαιναν στα βουνά μόνο το Καλοκαίρι. Άλλα μιλέτια δεν υπήρχαν, γιατί στα βουνά αυτά δεν ξεκαλοκαίριαζαν άλλοι σκηνίτες κτηνοτρόφοι εκτός από Σαρακατσιαναίους.
Κείνα τα χρόνια στ’ Άγραφα οργίαζε η ζωοκλοπή. Δεν άκουγες τίποτ’ άλλο, παρά ότι σήμερα κλέφτηκαν τόσα εδώ και ταχειά τόσα εκεί. Πολλές βολές έκλεφταν ολόκληρα μπ(ου)λούκια. Και οι μόνοι που δεν τους παράκλεφταν ήταν οι ίδιοι οι ζωοκλέφτες, γιατί σκιάζονταν οι άλλοι, μην τους κάμουν τα ίδια.
Εκεί στην Καρυά πολλές βολές, παλιότερα, σώσπαζε τη μύτη η τσίκνα από τα κριάσια που ψένονταν στα ταψιά, μέσα στα ίδια τα σπίτια.
Οι Σαρακατσιαναίοι καμιά υπόληψη δεν είχαν και καένα καλό αίστημα δεν έτρεφαν για το κράτος, την ψωροκώσταινα, όπως έλεγαν, και τα όργανά του. Και τι νάχουν οι δόλιοι! Κανιά απολαυή και καένα καλό δεν έγλεπαν. Το εναντίο, όλοι τους «άρμεγαν» κι όλοι τους τζερεμέταγαν, τους κιντύνευαν και τους κατάτρεχαν. Ο σπράχτορας τους κηνύγαγε για τα χρέη στο Δημόσιο, ο αστυνόμος τους «άρμεγε» κι ο χωροφύλακας τους έπιανε ή τους έβανε σε μπελιά να του δώκουν κατάλυμα και να τον ταϊσουν, ο πταισματοδίκης τους έκαιγε, όλοι τους ζημίωναν κι από καέναν καλό δεν έγλεπαν. «Τι καρτηρείς, μωρέ, απ' του κλιφτουβασίλειου», έλεγαν, «αφού κλέφτις τώφκιασαν, τι θα νάνι;»
Τα παλιά τα χρόνια οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήταν πουθενά και σε καένα χαρτί γραμμένοι, ήταν όπως έλεγαν «ντιπ και ντιπ άγραφοι», «αδήλωτοι» και σπάνια πάαιναν και στρατιώτες. Επί Βενιζέλου όμως, όπως είχα ακούσει να λένε, υποχρεώθηκαν να γραφούν, και πολλοί γράφτηκαν στα Τρίκαλα, γιατί εκεί τους τράβηξε ο Χατζηγάκης, παλιά κοτζαμπάσικη οικογένεια απ’ το βλαχοχώρι το Περτούλι του Κόζιακα, Βλάχος όμως όχι Σαρακατσιάνος, με την οποία οι Σαρακατσιαναίοι είχαν από παλιά σχέσεις, απ’ τον καιρό του Τούρκικου ακόμα, που τους κατάτρεξε και τους εκτόπισε για τη Βουλγαρία γιατί φύλαγαν τους κλέφτες κι ο Χατζηγάκης τους υποστήριξε κι υπάρχει και το σχετικό δημοτικό τραγούδι.
Οι Σαρακατσιαναίοι σαν πρωτόγονος κόσμος που ήταν και ζούσαν μια πρωτόγονη ζωή, εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό απ’ τη φύση, τα καπρίτσια της και τις καιρικές μεταβολές κι εποχές, ήταν πολύ δεισιδαίμονες και προληπτικοί. Όμως θρησκόληπτοι δεν ήταν, κι ούτε και στο παπαδαριό είχαν και τόσο μεγάλη υπόληψη, εκτός όσο το καλούσε η ανάγκη τους για καέναν αγιασμό στα πράματα, για καμιά αρρώστια, ή για κάναν γάμο, κηδεία, βαφτίσια και τέτοια.
Τα κονάκια είχαν και την «αγορά» τους. Έρχονταν μπακάληδες, ταχτικοί κι έκτακτοι. Ταχτικοί ήταν οι Νταϊραίοι. Μόνο που δεν ήταν μπακάληδες, αλλά νιά πεντάφτωχη φαμελιά απ’ το Χώλιανο της Καρύτσας, πώφερνε κολοκυθοκορφάδες, παστάλες (φασολάκια), πατάκες, λουβουδιές, κεράσια, ξυνοκόρομ(η)λα, ρόκες (καλαμπόκια) για ψήσιμο, αγ(ου)ρίδες από κληματαριές και τέτοια φτωχοπράματα, για να πάρει λίγη αρτ(υ)μή (κλωτσοτύρι), ξυνόγαλο, γάρο για τραχανά, μέχρι και αλάτι, τέτοια φτώχεια είχε. Έρχονταν η γέρω Νταΐρω, παλιά, με το γέροντά της το γέρο Γιάννη, κι αργότερα τα παιδιά τους, ιδίως ο Γιώργος με τη γυναίκα του, κι έπιαναν έναν έλατο απ' κάτ’ απ’ τ’ αλώνι το δικό μας.
Στην Καρυά έρχονταν και ραφτάδες. Έρραφταν τις αντρικές φορεσιές αλλά και κάτι γυναικεία, λίγα γ’ αυτές. Έρραφταν παντελόνια, γιλέκια και πατατούκες. Τα παντελόνια και τα γιλέκια τάραφταν όπως κι οι φραγκοραφταδες. Όμως οι πατατούκες ήταν άλλο πράμα. Κάτι σαν σακάκι, αλλά μακρύτερο, λίγο λαγκιολάτο, με πέτα μεγάλα στρογγυλά, όχι μυτερά, και κολλημένα στο ρούχο, με μανίκια με λίγο άνοιγμα (σχιστά) στην άκρη και ανασκουμπωμένα.
Η θεραπευτική που εφάρμοζαν οι Σαρακατσιαναίοι για τις αρρώστιες σ' ανθρώπους και σε πράματα είναι, πιστεύω, άξια έρευνας και καταγραφής. Κι αυτό γιατί ήταν περσότερο μαγεία και λιγότερο θεραπεία. Θα γράψω όσα θυμάμαι κι όσα μου είπε ο πατέρας μου τώρα κοντά, το 1966.
Ποιες αρρώστιες κόλλαγαν τα πράματα και πως τις γιάτρευαν;
Έχουμε πει εδώ και κει για τα σύνεργα του κανακιού, αλλά ας τα γράψουμε πιο καταλεπτώς:
Βαρέλα για το νερό, με δούγες από έλατο η κέδρο, και τσ(ου)κάλ(ι) χαλκωματένιο απάνω στη βαρέλα, που μ’ αυτό έπιανε απ’ τη βαρέλα κι έπινε νερό όλη η φαμελιά. Κι η κάθε νοικοκυρά είχε ξεχωριστή τριχιά για να φορτώνεται τη βαρέλα, τη «βαρελοτριχιά». Κανιά βολά είχαν κι ασκί. Αυτό όμως το χρησιμοποιούσαν περσότερο οι τσιοπαναραίοι.
Πολλά παιγνίδια έπαιζαμε, μα δεν τα θυμώμαι καλά. Κι ούτε πως τάπαιζαμε το θυμώμαι καλά-καλά.
Η τσιλίκα: Παίζονταν μ' ένα ξύλο κάπως μακρύ και με το τσιλικάρι, ένα κοντόξυλο, κομμένο στις δυο άκρες του λοξά, έτσι που όταν ήταν καταή και το χτύπαγες στην άκρη του, να τινάζεται απάνω. Ήταν το πιο συνηθισμένο παιγνίδι και γι’ αυτό οι Σαρακατσιαναίοι, άμα ήθελαν να πουν ότι δεν αστειεύονται, ότι σοβαρολογούν, έλεγαν: «τι, τ'ν τσιλίκα, θα παίξουμι;» ή «δεν παίζουμι τ'ν τσιλίκα».
Πίσω (δυτικά) απ’ την Καρυά είναι η Κρανιά, τοποθεσία της περιφέρειας Βραγγιανών. Είχαμε χωράφια εκεί. Βρίσκονταν απ’ τον παππούλη μου, όπως κι όλα τα άλλα χωράφια μας στα Βραγγιανά. Είχαμε και σπίτι εκεί με πετράλωνο. Τα χωράφια αυτά τάδωναμε τριτάρικα σε κάτι Κουστεσιώτες, απ’ το συνοικισμό Κουστέσα, τους Μουστακαίους, τους λεγόμενους Φαναίους. Τα σπαρτά άργηγαν να γένουν κι αλωνίζονταν πέρα τον Αύγουστο.
Οι Σαρακατσιαναίοι σ' όλη τους τη ζωή, Χειμώνα-Καλοκαίρι, Άνοιξη-Χινόπωρο είχαν να κάμουν με τα χορτάρια. Και γι’ αυτά τα χορτάρια κρέμονταν απ’ το θεό και τον καιρό. Γι’ αυτό και προσπάθαγαν να μαντέψουν τον καιρό. Και στις πλάτες απ’ τα σφαχτά ακόμα τήραγαν, εκτός απ’ τ’ άλλα να ιδούν τι Χειμώνα θα κάμει, αν θα νάναι βαρύς, αν θα τα βγάλουν καλά τα πράματα, ή θα τα χάσουν. Τις πλάτες τις ξέταζαν και για πολλά άλλα πράματα. Πρώτα-πρώτα για το βιό, πως είναι και πως θα πάει. Έπειτα για τον κόσμο.
Τι έτρωγαμε το Καλοκαίρι στα κονάκια στην Καρυά; Ό,τι έτρωγαν ολούθε οι Σαρακατσιαναίοι. Με τις διαφορές που μπορεί να οφείλονται στη ντόπια παραγωγή του κάθε ξεκαλοκαιριού. Πρώτ’ απ' όλα και πάσα μέρα και κάθε ώρα, ψωμοτύρι. Όποια ώρα νάταν θα νάκουγες το λιανοπαίδι να λέει: «Μάνα, να μ’ ψουμί κι τυρί» και θα νάγλεπες τους τρανούς να κόβουν ένα κομμάτι ψωμί, μπομπότα τις περσότερες βολές, να παίρνουν κι έναν σβώλο τυρί και κρατώντας τον απ’ τόνα χέρι και τ’ άλλο στ’ άλλο, να τρων’, λόρθοι, καθιστοί, περπατώντας, δουλεύοντας, όπως νάταν.
Ας προσπαθήσουμε να ζωγραφίσουμε μερικούς ανθρώπους της Καρυάς.
Η θειά μ' η Σφοντύλω: Την έλεγαν Καλομοίρα, ήταν αδερφή του πατέρα μου, είχε άντρα το μπάρμπα Μητράκο τον Αραπίτσα, τρία-τέσσερα παιδιά κι ένα κορίτσι. Ήταν σβόϊρας, κοντακιανή κι ασιγούρευτη, σταματημό δεν είχε, κι όλο έφερνε γύρα σα σβούρα, σα σφοντύλι, γι’ αυτό και την έβγαλαν Σφοντύλω. Ήταν βασανισμένη ψυχούλα, είχε χάσει δυό παιδιά άντρες, ένα στο στρατό κι ένα από αρρώστια. Κι όλη η έννοια κι ο καημός της ήταν τα δυό παιδιά που της απόμειναν, ο Τώλης κι ο Αλέκος. Ήταν τσιοπαναραίοι κι αυτή ήταν όλο φόβο τι κάνουν και πως είναι. Θυμώμαι, άμα ο Αλέκος άργηε λίγο το βράδυ να φανεί με τα γίδια, έφτανε απ’ τον πέρα μαχαλά, στλώνει δίπλα απ’ το σπίτι μας, πούταν καραουλάκι κι αρχίναγε και χούϊαζε: «Αλέκουου... έεε Αλέκουου...», να την ακούσει ο Αλέκος από πέρα απ’ την Παπατσάβρα να της κρίνει, να συχάσει...
Το δέντρο που κυριαρχεί στ’ Άγραφα είναι ο έλατος ο αθάνατος. Ελατιάδες ολούθε. Εκεί σε μάς υπήρχε και οξιά στα ψηλώματα. Αλλά κι άλλα κλαριά, αριά αυτά, που όμως εκείνα τα χρόνια τα σακάτευαν και με το κόψιμο για κλαρί για τα πράματα: Νεραντζιά, λίπα, σφένταμος, νεροσφένταμος, δέντρος (δρυς), αγριοκερασιά, αγριοκορομηλιά, αγριοκαστανιά, πλάτανος, νεροπλάτανος, μέλιγος (κάνιγια στεφάνια για τα κυπροκούδουνα, αλλ’ αυτόν μου φαίνεται δεν τον τρων τα πράματα), αρκουδοπούρναρο (το γκι που πουλάν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα, που κάνει πολύ καλά κλιτσόξυλα και προπαντός πλάστες για τα φύλλα της πίτας), κρανιά (κάνει πολύ γερά κλιτσόξυλα και τα κράνια), τρικουκιά, που κάνει τα νόστιμα τα τρίκοκα, ιταμός, μαλόκεδρος, κέδρος (κάνει απέθαντη ξυλεία για κουφώματα, αλλά και για βαρέλια, καρδάρια και τέτοια).