Άλλη σκληρή και μόνιμη δουλειά για τη Σαρακατσιάνα ήταν τα ξύλα και το ζαλίκι. Χειμωνοκαλόκαιρο, όπου κι αν βρίσκονταν κι όπου κι αν στέκονταν το κονάκι, τα ξύλα θα τάκοβαν και θα τα μάζωναν στο λόγγο και θα τα κουβάλαγαν στην πλάτη τους, ζαλίκι με τριχιά περασμένη στο λαιμό και δεμένη στο στήθος τους, οι γυναίκες. Και για το πιο νοικοκυροκόνακο εκείνα τα χρόνια, ήταν κάτι που δε μπόρεγε να το βάλει ο νους, να πάει να φέρει ξύλα ο άντρας ή να πλερώσει, όσο και να δύνονταν, να του τα φέρουν.
Θα πάαινε υποχρεωτικά η γυναίκα. Θυμάμαι τις ζαλικάρες που κουβάλαγε η μάνα μου, φαμελίτισσα και μικρομάνα και μαναχή, πριν ακόμα μεγαλώσουν οι αδερφάδες μου, μ' ένα σωρό δουλειές, και κόβεται η ανάσα μου. Κατέβαινε χαμηλά στο Μουστάκα, πίσω απ’ τα σπίτια μας, με κανιά ξαδέρφη μου, κόρη του μπάρμπα Κολιού, κι έφερνε κατά ίσια τον ανήφορο ολόκληρο κάρο «γκρίζια», χοντρά κλωνάρια ξεριζωμένα από πεσμένα ξερά ελάτια. Κι έβλεπες το δειλινό, άμα μάζωνε η ώρα, πέταγαν τις ρόκες ή έβγαιναν απ’ τον αργαλειό κι απολυώνταν παρέες-παρέες οι γυναίκες κατά το Μουστάκα, τη Σουφλερή και τον Άη-Λιά με τις κλαδευτήρες και τις τριχιές στα χέρια και γύρναγαν ίσια-ίσια με την ώρα, φορτωμένες θεόρατα ζαλίκια, που τις έπαιρναν ως τα μάτια. Τα ξύλα τα πόστιαζαν στην άκρη της αυλής της ή κάθε μίνια και τάφκιανε τρακάδα. Και τώχε ντροπή η κάθε νοικοκυρά, να μην έχει τρανή και καλή τρακάδα.
Χρειάζονταν τα ξύλα κι ας ήταν Καλοκαίρι. Και για φωτιά το βράδυ και για μαέρεμα και να βράσουν γάλα, να κόψουν το κλωτσοτύρι, να ζεματίσουν γνέματα κι άλλες δουλειές.
Θυμώμαι και τούτο: Δίπλα μας ο Καρβασαράς δεν είχε κοντά λόγγο για ξύλα. Κι οι Καρβασαριώτισες έρχονταν πολλές βολές κατά το Καρυώτικο το μέρος να μάσουν ξύλα. Και αυτές από κει, οι δικές μας από δω, ανταμώνονταν στο λόγγο, εκεί κατά τα Παλιοκόνακα ή το Βετ(ου)λόγρεκο και τάλεγαν. Κι όπως κορίτσια Καρυώτικα ήταν παντρεμένα στον Καρβασαρά και Καρβασαριώτικα στην Καρυά κι υπήρχαν συγγένειες, πολλές γυναίκες έβαναν καβούλι εκεί στα ξύλα, ν' ανταμωθούν να κουβεντιάσουν.
Άλλη δουλειά πούχαν οι γυναίκες ήταν το νερό, που τόφερναν στη βαρέλα, φορτωμένη στις πλάτες, πότε απ’ την Κούπα και πότε απ’ την Κλεφτόβρυση, αυγή και βράδυ, δυο και τρεις και τέσσερις βολές τη μέρα. Και για να πάν στη βρύση οι γυναίκες κι ιδίως τα κορίτσια, συμμαζώνονταν λίγο, ευπρεπίζονταν, δεν πάαιναν όπως ήταν. Θυμάμαι κάτι που μώλεγε η γιαγιά μου η Μητρολίαινα και που δείχνει ότι η γυναικεία φιλαρέσκεια δε λείπει από πουθενά: «Όταν ήμαν κουρίτσ(ι), ντένουμαν σαν τ' σαλαμέντρα (δηλ. φανταχτερά) κι κάθι λίγου κι λιγάκ(ι) πάϊνα μι τ' βαρέλα μ' στ 'βρύσ(η). Ήφιρνα του νιρό κι του χάλαγα (σπατάλαγα) ιά να ματαπά(ου)». Κι όταν τη ρώτησα, γιατί τώκανε αυτό, «Ιά να δείχνουμι πιδί μ'», μ' απάντησε!
Κάπου-κάπου άλειφαν, παλάμιζαν και τα σπίτια με χώμα, γιατί δεν είχαν πάτωμα. Κι όταν τ' άλειφαν, έπρεπε να φέρουν και φτέρες ή μπάτσες, για να το στρώσουν για κάνα-δυο μέρες, όσο να στεγνώσει.
Κι αυτές πάλι άρμεγαν τα γίδια, βάρεγαν το γάλα για να βγάλουν το βούτυρο, έβαναν στη φωτιά το ξινόγαλο κι έκοβαν το κλωτσοτύρι, έπλεναν στο ρέμα, μπάλωναν, έραφταν, ζύμωναν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»