Ας προσπαθήσουμε να ζωγραφίσουμε μερικούς ανθρώπους της Καρυάς.
Η θειά μ' η Σφοντύλω: Την έλεγαν Καλομοίρα, ήταν αδερφή του πατέρα μου, είχε άντρα το μπάρμπα Μητράκο τον Αραπίτσα, τρία-τέσσερα παιδιά κι ένα κορίτσι. Ήταν σβόϊρας, κοντακιανή κι ασιγούρευτη, σταματημό δεν είχε, κι όλο έφερνε γύρα σα σβούρα, σα σφοντύλι, γι’ αυτό και την έβγαλαν Σφοντύλω. Ήταν βασανισμένη ψυχούλα, είχε χάσει δυό παιδιά άντρες, ένα στο στρατό κι ένα από αρρώστια. Κι όλη η έννοια κι ο καημός της ήταν τα δυό παιδιά που της απόμειναν, ο Τώλης κι ο Αλέκος. Ήταν τσιοπαναραίοι κι αυτή ήταν όλο φόβο τι κάνουν και πως είναι. Θυμώμαι, άμα ο Αλέκος άργηε λίγο το βράδυ να φανεί με τα γίδια, έφτανε απ’ τον πέρα μαχαλά, στλώνει δίπλα απ’ το σπίτι μας, πούταν καραουλάκι κι αρχίναγε και χούϊαζε: «Αλέκουου... έεε Αλέκουου...», να την ακούσει ο Αλέκος από πέρα απ’ την Παπατσάβρα να της κρίνει, να συχάσει...
Άμα αρρώσταινε καένα, αναστατώνονταν. Μόνο για το γέροντα της το μπάρμπα Μητράκο δεν παρανοιάζονταν και τόσο, ή έδειχνε ότι δεν παρανοιάζονταν. Λίγο τον θυμήθηκα.. Ήταν ψηλός, μαύρος, χοντροκόκαλος, καλόκαρδος κι αθώος.
Και πως πέθανε ο μπαρμπα-Μητράκος, μου τόλεγαν, δεν το είδα. Είχε αρρωστήσει από πνευμονία, συνηθισμένη αρρώστια στους Σαρακατσιαναίους, που την πάθαιναν απ’ τα κρύα που τράβαγαν, κι όταν έφτασε στο τέλος του, χάλεψε απ’ τη γριά του να τον βγάλει λίγο όξω, να ιδεί και να πάρει αέρα. Τον ανασήκωσαν ως τη ρούγα του καλυβιού, στη Νταουτζιά, στήθηκε λίγο, τήραξε γυροβολιά κι εκεί ξεψύχησε.
Τον θυμάμαι στην Ταρασού, ένα β'νό απάν' απ’ τη Νταουτζιά, φύλαγε τα γίδια, είχε χιόνι πολύ, και το βράδυ που γύρναγε στα μαντριά κι έμπαινε στην καλύβα του, με τη σκούλη, την ανάποδη του χατζιαριού του, έξυνε απ’ το πανωβράκι του τις λάσπες και τα χιόνια, έβγανε τα τσαρούχια του και τα τίναζε να φύγει το χιόνι και σφούγγαγε τα ποδάρια του. Δεν έβανε τσουράπια, έτσι περπάταγε με τα τσαρούχια μέσα στο χιόνι.
Η θειά μ' η Σφοντύλω τυραγνιώνταν κι απ’ τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, δε θυμώμαι όμως συγκεκριμμένα πράματα. Και κάθε χρόνο, όπως είπαμε, θα νάφινε νιά γίδα στους καλόερους, τάμα στον αη-Σεραφείμ, στο μαναστήρι της Κορώνας. Αυτά όμως δεν την αμπόδαγαν, άμα τύχαινε κι έφερναν τα παιδιά κάνα κλεμένο κοψίδι, να το βάλει στο κακάβι της.
Ο μπάρμπα Βασίλης ο Αραπίτσας: τον θυμήθηκα χήρο. Είχε δυό-τρία κορίτσια κι ένα παιδί, το Γιάννη. Γιάννη Μύτα τον έλεγαν, γιατί είχε νιά μύτη γρυμπή και λίγο στραβή. Ένας μονόλυκος και τρανός κατσικοκλέφτης, καθώς έλεγαν. Ό μπάρμπα Βασίλης είχε κήλη, ήταν σπασμένος κι όλο έσκυφτε και χώνοντας τα χέρια στο πανωβράκι του μάζωνε το σπάσιμο του. Ήταν αθώος, μπόσικος και κακία και μυστικό δε μπόρ(η)γε να κρατήσει. Αδέ κει μάλωνε μ' έναν και την άλλη μέρα τώκρενε. Αυτός είναι που βλαστήμαγε τη δημοκρατία, γιατί περιόρισε την κλεψιά και δεν έφερναν τα παιδιά κάνα κοψίδι να φάει. Έλεγε και πολλές ιστορίες παλιακές.
Ο γέρο Πέτρο Κόρκος κι η γέρω Πέτραινα. Είχαν δυό παιδιά κι ένα κοπάδι κορίτσια, τέσσερα-πέντε δε θυμώμαι, και κάμποσο βιό. Ο μπάρμπα Πέτρος ήταν λιγάκι ασκοίνιαγος κι ασυλλόϊαστος. Κι η γριά του έκανε περσότερο Κουμάντο στο κονάκι τους. Τα παιδιά φύλαγαν τα πρότα. Αυτή πάαινε εδώ και κει, ολούθε και σ' όλες τις δουλειές κι άμα χάλευε κάτι και σε κόλλαγε, δεν ξεκόλλαγε όσο να το πάρει. Γι’ αυτό την έλεγαν Μοίρα, το είχε όλο στο χάλεμα. Ήταν νιά κοντούλα, σα σφούρλα. Όμως είχε κορίτσια προκομένα και τα παιδιά της καλά ήταν κι αυτά. Ντίπ αλλοιώτικος ήταν ο γέρο Πέτρος. Ξεσυλλόϊαστος. Κι όλο καυγάδες είχαν. άμα κουβέντιαζαν και για το παραμικρό πράμα, αυτός έβανε κάτι χουϊατά, που ταράζονταν όλα τα κονάκια.
Ό μπάρμπα Πέτρος, ψηλός, λόρθος σαν κυπαρίσι, με τα μαλλιά καταφλώρα και κουρεμένα σύρριζα κι όλα ως την τελευταία τρίχα, είχε νού και σκέψη μαναχά για τα πράματα. Όλος ο κόσμος γι’ αυτόν ήταν οι ζυγούρες του, οι πρατίνες του, τα μουλάρια κι οι φοράδες του, και τίποτ’ άλλο. Στο παζάρι σπάνια πάαινε, κι ούτε για τα κορίτσια είχε σκοτούρα πως θα παντρευτούν. Γι’ αυτόν άμα το βιό ήταν καλά, ούλα καλά ήταν. Πολλά χρόνια αυτός με τα παιδιά του, καθώς κι ο ανεψιός του ο Γιάννο Κόρκος, ήταν τσιοπαναραίοι στο Μαλαμούλη και κει έπιασαν, δηλαδή έφκιασαν, κάμποσα πρότα, όπως θυμώμαι όμως πώλεγαν στην Καρυά, αυτουνών ήταν τα πρότα, αλλά «τ 'άρμεγε» δηλαδή τα εκμεταλλεύονταν, ο Μαλαμούλης. Κι ένα άλλο θυμώμαι πώλεγαν. Ο Μαλαμούλης για να πάρει το κτήμα το Μουσαφακλή (Κοκκίνα το λέν τώρα), πούταν πολύ και θα του τόπαιρναν, είχε βάλει σαν συναγοραστές στα συμβόλαια και τους Κορκαίους, χωρίς βέβαια αυτοί να ξέρουν τίποτα. Έτσι φαίνονταν πολλοί ιδιοχτήτες και δεν ύπαρχε φόβος να του το πάρουν. Κάποτε κάτι έμαθαν κι αυτοί και θέλησαν οι δόλιοι να διεκδικήσουν δικαιώματα απ’ το κτήμα, μα που να τα βγάλουν πέρα με το Μαλαμούλη. Όλες οι αρχές, αστυνόμοι, αγρονόμοι, δασικοί, όλοι ήταν δικοί του και τους κιντύνευαν και τους κατάτρεχαν και τελικά τους ξέμπηξε απ’ το κτήμα ο Μαλαμούλης. Έτσι είχα ακούσει να τα λέν.
Για εκδίκηση, ένα Καλοκαίρι, τα παιδιά του γέρο Πέτρου πήγαν στο Βοϊδολίβαδο, κι όπως λέονταν, πήραν κανιά εικοσαριά πρότα του Μαλαμούλη και πήγαν και τα γκρέμισαν σ' ένα ρέμα στη Σκάλα, εκεί που πέταξα εγώ το καζάνι. Έφαγε τον τόπο χαλεύοντας να τα βρει ο Μαλαμούλης, όλοι οι κλέφτες ήταν φίλοι του και μη βρίσκοντας σύρτα πουθενά, υποψιάστηκε φαίνεται, πήγε κι έφερε χωριάτες πλερωτούς, τους κρέμασε με τριχιές και ταύρε τουμπανιασμένα στο φαράγγι. Ήταν τόσο βαθύ, που ούτε όρνια δεν πάαιναν να τα φαν. Τους έπιασαν τους Κορκαίους, τους προφυλάκισαν στο Καρπενήσι. Τα πλέρωναν μου φαίνεται τα πρότα, αλλά χρειάζονταν εγγύηση για να βγουν όσο να γένει το Δικαστήριο. Παράδες δεν είχε ο γέρο Πέτρος, είχε απομείνει και μαναχός του με το βιό, τον έμασε η σφίξη, αναγκάστηκε να πουλήσει μερικά πρότα. Τ’ αγόρασε ο Πέτρο Ακρίβος, ακριβά μάλιστα, γιατί ήταν πολύ καλό νταμάρι πρότα. Είναι σα να την έχω ολοζώντανη μπροστά μου τη σκηνή κι ας μου τη μολόγαγαν άλλοι: Μόλις τα χώρισαν ένα μπλουκάκι εκεί στη λάκκα τα πρότα που πούλησε και πήρε τον παρά ο γέρο Πέτρος, έπεσε μπρούμυτα κατάλακκα και δερνοχτυπιώνταν και τράβαγε τα μαλλιά του κι έκλαιγε κι αναστέναζε: «Άχ πρατάκια μ’ τ’ έπαθα... αχ πρατ'νούλις μ’...» Κι όταν υστερότερα βγήκαν τα παιδιά του απ’ τη φυλακή και πήρε πίσω την εγγύηση, με τα λεπτά στο χέρι ο γέρο Πέτρος, μέσα στο καταχείμωνο, κίνησε απ’ το Φτελιό του Αρμυρού (εκεί μου φαίνεται ξεχείμαζε) και πήγε στα Ούγγρα, στη Φήβα, στον Ακρίβο, χαλεύοντας να πάρει τα πρότα πίσω. Γίνηκε μολόημα. Γουστόζικος ήταν ο μπάρμπα Πέτρος κι όταν λογαριάζονταν οι Καρυώτες. Φασαρία, σαματάς και να τον ακούς αυτόν να λέει: «Απ’πούθι ωρέ δικηούμι ιγώ να δώκου τόσα;», εννοώντας με το «δικαιούμαι» ότι χρωστάει.
Η θειά η Γιώργαινα, η Δικηόραινα: Ήταν συννυφάδα της γέρω Πέτραινας, χήρα. Και τις δυο αυτές τις φαμελιές τους έλεγαν «δικηοραίους». Ο άντρας της ο Γιώργος, πούταν τρανύτερος απ’ το γέρο Πέτρο, ήξερε κάτι γραμματάκια κι από μικρόν τον γέλαγαν «δικηόρο» και τους έμεινε το «δικηοραίοι», όπως μου τάλεγε ο πατέρας μου.
Η θειά η Γιώργαινα ήταν νιά βασανισμένη γριά με καταφλώρα μαλλιά, σα φλώρα τουλούπα, γιατί είχε μαναχά ένα παιδί, το Γιάννο της, που πάαινε στα πρότα, δεν ήταν και πολύ στενάχωρος, έτρεφε περσότερο νιάτα κι οι μπούκες του ήταν κατακόκκινες. Είχε και πολλά κορίτσια, που τρόμαξε να τα παντρέψει, καθώς δεν είχε και μεγάλη κουρουνιά (προκοπή). Πέρα απ’ τα πρότα που τα φύλαγε ο Γιάννος, όλες τις άλλες δουλειές και τις ευθύνες τις είχε αυτή. Στο παζάρι κι ολούθε αυτή πάαινε. Όμως η θειά η Γιώργαινα ήταν από καλό σόι, δε θυμώμαι από ποιανούς, και το κονάκι της ήταν νοικοκυρεμένο και κοινωνικό.
Θυμώμαι που μολόγαγαν, νιά βολά που αρρεβώνιαζε ένα κορίτσι της, την Αργύρω, σ' έναν παλιοχωρίσιο απ’ το Κνίσεβο, πούχε φκιάσει κάμποσα πρατάκια κι έκανε το βλάχο. Είχε κλείσει η προξενιά κι ήρθε ο γαμπρός με συγγενείς του να ιδούν και ν' αρρεβωνιάσουν. Όμως ο γαμπρός ήταν λίγο κακομούτσουνος και μόλις τον είδε η Αργύρω τα στύλωσε, δεν τον ήθελε. Χτυπιώνταν η Αργύρω, κι η μάνα της μ' έναν ανεψιό της την παρακάλαγαν και προσπάθαγαν να την πείσουν ότι είναι καλός, να την καταφέρουν να πάει στη διπλανή κάμαρη, που κερτέρ(η)γαν οι συμπεθέροι να τους χαιρετήσει και ν’ αλλάξουν δαχ(τυ)λίδια. Τον πήρε τελικά η καημένη. Κι ήταν και καλός άνθρωπος, πέρασε καλά. Ήταν καλά τα κορίτσια της γέρω Γιώργαινας και νοικοκυρεμένα, αλλόρφανα και σχετικά φτωχά. Θυμώμαι πούχε γίνει μόλογος στα κονάκια ο θρήνος της Αργύρως για το γαμπρό που δεν της άρεθε. Η θειά η Γιώργαινα ήταν και πολύ επιδέξια προξενήτρα.
Ο γέρο Ρουπακιάς: Ο μπάρμπα Μήτρος ο Κόρκος, ο Ρουπακιάς που τον έλεγαν, ήταν ένας γέροντας βαρύς, σοβαρός, λιγόλογος, μούτα σωστή και παλληκάρι, όπως μολόγαγαν, και στα νιάτα τ' και στα γέρατα τ'. Ήταν περήφανος άνθρωπος, αυτό που λέμε σήμερα αξιοπρεπής. Πολλοί τον έλεγαν αιμοβόρο. Ο μπάρμπα Μήτρος ήταν πρώτος ξάδερφος του παπpούλη μου, του γέρο Γιαννάκη. Ο πατέρας του, ο Κωσταντούλα Κόρκος κι ο γέρο Γιαννάκης, ο πατέρας του γέρο Πέτρου, είχαν αδερφή τη μάνα του παππούλη μου, την Κορκομόρφω, πώμεινε χήρα με τον παπpούλη μου κοιλάρφανον. Η Κορκομόρφω ήταν πρώτη ξαδέρφη του Μήτρου Μαλαμούλη και πέθανε στο Περσουφλί του Βελεστίνου.
Ο Κωσταντούλα Κόρκος σκοτώθηκε στη στράτα (Το δρομολόγιο μετακίνησης) σε φασαρία με τον Αριστείδη Ζιαζιά ή Γυαλιά. Κι οι Κορκαίοι τότε σκότωσαν δυο-τρείς απ’ τους Ζιαζαίους κι ο παππούλης μου έκατσε στη φυλακή υπόδικος δυο χρονιά στη Λαμία, σαν ηθικός αυτουργός. Συνηθισμένα τότε πράματα για τους Σαρακατσιαναίους οι φασαρίες κι οι σκοτωμοί. Αυτός ο Ζιαζιάς ήταν τζιομπάνος στο Μαλαμούλη, πέρασαν κλέφτες και τους ακολούθησε, πήγε στην Τουρκιά, έκαμε ξαγορές κι έφερε λίρες. Τ’ αδέρφια του τον είχαν για πεθαμένον και τώκαμαν μνημόσυνο. Στην Τουρκία πήγε από κάποιο νησί με βάρκα, κάποιος μεσίτης τους πήγε. Μάλιστα δείλιασαν οι σύντροφοί του κι αυτός πείσμωσε και τόλμησαν κι εκείνοι ύστερα. Ξαγόρασαν κάποιον τρανόν πρόξενο. Μετά τη ληστεία σκόρπισαν μέσ' στην Τουρκιά κι ο Ζιαζιάς έκατσε μέρες σκαρφαλωμένος σ' ένα φουντωτό κλαρί. Αυτά μώλεγε ο πατέρας μου. Ήταν τρανό σόι οι Κορκαίοι. Αλλά ξεμακρύναμε πολύ.
Ο γέρο Ρουπακιάς είχε δυό-τρία κορίτσια κι ένα γιό, τον Κώστα, που αντίθετα όμως απ’ τον πατέρα του, ήταν μικρός, μαραζιάρης, κολλιατζιάρης, κι ούτε κοντά σε πράματα μπόρ(η)γε μικρός να πάει, ούτε κανιά άλλη δουλειά να κάμει. Κάθονταν εκεί στο κονάκι του απόξω και μείς τα λιανοπαίδια τον αναγέλαγαμε και τον πετροβόλαγαμε. Κάτι είχε, φαίνεται. Όμως κοντύτερα ξεντζούρωσε, πήγε στα πράματα, άλλαξε, τον πάντρεψε κιόλας ο μπάρμπα Μήτρος με νιά φτωχούλα κι έφκιασε μάλιστα κι ένα κοπάδι παιδιά, που θάμαζαν όλοι. Και ήταν καλά.
Ο μπάρμπα Μήτρος ούλα τα χρόνια τ' τα πέρασε κοντά στα πράματα, θυμώμαι, άμα πάαινα κανιά βολά στο μαντρί, που μώλεγε: «Τήρα πιδάκι μ’, ικεί στ'ν πόλ(η) μη σι γιλάσουν ικείνις οι ξιβράκουτις. Είναι γιουμάτου αλάνια ικεί». Το νόστιμο είναι ότι εκείνα τα χρόνια οι Σαρακατσιάνες δεν έβαναν βρακί, αλλ' ο μπάρμπα Μήτρος λέοντας ξεβράκωτες εννοούσε εύκολες, παρδαλές. Όσο για τ’ αλάνια, που πολλές βολές έλεγαν κι «αλάνια του Περαία», οι Σαρακατσιαναίοι είχαν την ιδέα, ότι οι άνθρωποι στις πόλεις είναι κατεργαραίοι, σε γελάν (εξαπατούν). Και έκρινε (μίλαγε) ο Μπάρμπα Μήτρος με τη μύτη. Τώρα κοντά όμως στα βαθιά γεράματα τ' στραβώθηκε ο καημένος ο μπάρμπα Μήτρος και δεν έβλεπε καθόλου. Ποιος ξέρει, κάναν καταρράχτη θα είχε. Και τον θυμώμαι, τον έσερναν τ’ αγγόνια του σε νιά άκρη, στα χορτάρια, παρέκει απ’ το σπίτι του και κει μαζωμένος με την κάπα του κάθονταν όλη τη μέρα σκαλίζοντας το χώμα με την κλίτσα του και χουϊάζοντας τ’ αγγόνια τ' και τη νύφη τ' να του παν νερό ή τίποτ’ άλλο. Σα ριζιμιό δέντρο, πούχε πέσει κι είχε γένει σαπίλι, έτσι είχε καταντήσει ο μπάρμπα Μήτρος ο Ρουπακιάς.
Η θειά μ' η Ν'κολάκαινα: Η γριά του μπάρμπα μου του Κολιού, απ’ τους Πολυζαίους, ήταν λίγο αθώα και ξιαστοχιάρα. Όπως τα σπίτια μας είχαν νιά αυλή, κάθονταν όλες οι γυναίκες αντάμα , αυτή, η μάνα μου, οι ξαδέρφες κι οι αδερφές μου κι έγνεθαν και κουβέντιαζαν. Εκεί η θειά μ', όπως έγνεθε, χωρίς να το καταλαβαίνει, την έπαιρνε ο ύπνος και προσκύναγε και καρκαριώνταν τα κορίτσια και ξύπναγε!
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"