Η θεραπευτική που εφάρμοζαν οι Σαρακατσιαναίοι για τις αρρώστιες σ' ανθρώπους και σε πράματα είναι, πιστεύω, άξια έρευνας και καταγραφής. Κι αυτό γιατί ήταν περσότερο μαγεία και λιγότερο θεραπεία. Θα γράψω όσα θυμάμαι κι όσα μου είπε ο πατέρας μου τώρα κοντά, το 1966.

Ποιες αρρώστιες κόλλαγαν τα πράματα και πως τις γιάτρευαν;

Μάτιασμα: Άμα ένα πράμα κι ιδίως αυτά πούταν εκεί στα κονάκια (μανάρια, άλογα) έδειχνε αδιαθεσία και δεν έβοσκε, ο νους τους πάαινε στο μάτιασμα, ιδίως αν το πράμα ήταν καλό, γερό κι όμορφο. Και λίγο-πολύ όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες ήξεραν με λίγο νεράκι και δυό στάλες λάδι να το σταυρώσουν. Θυμώμαι μια βολά οι Πετροκορκαίοι που είχαν δυο-τρείς φοραδούλες με τρία τέσσερα μουλαράκια, όλα απόκοντα άλλα παχουλά και στρουμπουλά, κι έτυχε να περάσει ο αδερφός μου ο Γιώργος, μελαχρινός και σμιχτοφρύδης, εκεί πώβοσκαν και κάποιο κάπως αδιαθέτησε ύστερα, έφτασαν στο σπίτι μας και τώβαλαν τα δυό ποδάρια σ' ένα τσαρούχι, να πάει να το φτύσει και πήραν και χώμα από πατημασιά του και με λίγο νερό το πότισαν το άρρωστο. Οι Σαρακατσιαναίοι πίστευαν ότι μερικοί άνθρωποι έχουν βαρύ μάτι κι ιδίως οι σμιχτοφρύδηδες.

Το ίδιο πίστευαν και για βαρύ χέρι. Άμα ένας είχε βαρύ χέρι, και μ' ένα μικρό λιθαράκι ακόμα μπορούσε να σκοτώσει πράμα. Το ίδιο και στο σφάξιμο. Το πράμα που τόσφαζε άνθρωπος μ' αλαφρό χέρι δεν ξεψύχαγε εύκολα. Αν τόσφαζε όμως άνθρωπος με βαρύ χέρι, τα κακάρωνε αδέ τότε.

Φίδιασμα: στη βοσκή κανιά βολά το φίδι τσίμπαγε πρατίνες και περσότερο γίδες στο κεφάλι κι ιδίως στη μουτσούνα όπως έβοσκαν, ή στο μαστάρι. Βάρ(ε)γαν με βελόνι, ή αγκάθι από γκορτζιά και τέτοια, το φιδιασμένο μέρος να βγάλει αίμα , το σφούγγαγαν αρμεχτά και σφιχτά να βγει το αίμα και να φύγει το φαρμάκι και το ξέπλεναν και με γάλα. Τα φιδιασμένα δεν ήταν σπάνια, ιδίως την Άνοιξη, πούχαν γάλα τα πράματα και κρέμονταν τα μαστάρια τους.

Μασταράς: Ερεθίζεται, πρήζεται το μαστάρι απ’ το πράμα και φλογίζεται. Κόβεται, λιγοστεύει το γάλα, αλλά κόβεται και σα γάλα, γίνεται σα νερό, το πράμα αρρωσταίνει και ψοφάει κιόλας. Μασταρά παθαίνουν προπαντός τα γαλαχτερά τα πράματα. Τσάκιζαν αυγό απάνω στο μαστάρι και το πασάλειφταν. Και τόκαναν και ιτέματα και ξόρκια. Γένονταν και καλά, αλλά άλλες βολές χάλαγε και το μαστάρι, ανάλογα. Και να ψοφήσει μπόρ(ε)γε το πράμα.

Στρουμπάριασμα ή στρουμπάρα: Αρρώστια που την παθαίνουν τα πρότα απ' τον τόπο, το χορτάρι φαίνετα είναι αψύ, ιδίως στις βελαώρες και τις καψάλες. Σταματάει το πράμα να βόσκει, δυσκολεύεται να περπατήσει, τρικλίζει και σιγά-σιγά πέφτει. Στρουμπαριάζεται. Τα στρουμπαριασμένα τάκαιγαν στο κεφάλι, στη μπάλα (το μέτωπο) με πυρωμένο σίδερο. Δύσκολα γιατρεύονταν. Την πρατίνα, που είτε από στρουμπάριασμα, είτε από άλλον λόγο, ήταν πιασμένη απ’ τα ποδάρια της, ιδίως τα πισινά κι απ’ τη μέση της και δε μπόρεγε να περπατήσει, την έλεγαν «κωλοντανιάρα».

Τρέλα: Τρέλα πάθαιναν τα ζυγούρια. Κι έφερναν γυροβολιά σα χαζά. Οι Σαρακατσιαναίοι πίστευαν ότι τα τρελά την τρέλα την έχουν στο μυαλό, ανάμεσα μυαλό και καύκαλο (κρανίο), κάτι σα μικρή φούσκα (κύστη). Τάπαιρναν στα κονάκια και τα μανάριζαν. Κανιά βολά τους έβγαναν και την τρέλα. Λίγοι όμως την ήξεραν αυτήν την τέχνη. Έκοβαν απ’ το καύκαλο με το μαχαίρι ένα κομματάκι κόκκαλο στρογγυλά, ίσια με δεκάρα, έβγαναν από μέσα την τρέλα (τη φούσκα) και το ματακόλλαγαν το κόκκαλο στη θέση του. Δύσκολα πετύχαινε αυτή η δουλειά και τις περσότερες βολές το πράμα ψόφαγε.

Πολλές βολές οι Σαρακατσιαναίοι τα τρελά τάσφαζαν και τάτρωγαν. Θεωρούσαν ότι το κρέας τους είναι καλό, αφού η τρέλα βρίσκονταν στο κεφάλι, κι αυτό το πέταγαν, δεν τότρωγαν.

Ίσκιωμα: Ήταν η αρρώστια πώκανε, άμα έπεφτε στα πρότα, μεγάλη θράψη (θραύση). Κι οι Σαρακατσιαναίοι την αντιμετώπιζαν δεισιδαιμονικά. Μου φαίνεται την έλεγαν και νταουλά και νταούτι. Πρόκειται για τον άνθρακα, που οφείλεται σε μικρόβιο και προλαβαίνεται αποτελεσματικά με εμβόλιο. 'Ενώ οι Σαρακατσιαναίοι τότε τη θεώραγαν διαολική ενέργεια, σατανική επέμβαση. Πίστευαν ότι ο διάολος ρίχνεται στα πράματα και τα πνίγει. Τους έκαναν ένα σωρό ξόρκια και μαέματα, και αγιασμό με τον άγιο, αλλά άμα έπεφτε, θέριζε κοπάδια ολόκληρα. Το μόνο σωστό πώκαναν κανιά βολά, ήταν που τους άλλαζαν γρέκι, κι αυτό γιατί το μικρόβιο του άνθρακα αναπτύσσεται στην κοπριά των ζώων. Κι έβλεπες εκεί που πάαιναν να τα σκαρίσουν απ’ το στάλο, έβρισκαν μαζωμένα πέντε και δέκα ψόφια. Να μια θεραπεία που θυμώμαι εφαρμόστηκε νιά βολά στην Καρυά, όπως μου τάπε κι ο πατέρας μου. Έπεσε ίσκιωμα στα στέρφα τα πρότα στην Παπατσάβρα, που τα φύλαγε ο ξάδερφος μου Κώστας Μποτός και ψόφαγαν αράδα. Τον διάταξαν λοιπόν να φυλάξει, άμα τη νύχτα στο γρέκι προγκίσουν, να τουφεκίσει με το ζερβί το χέρι κι άκριτος (αμίλητος). Φύλαξε, πρόγκισαν, δοκίμασε να τουφεκίσει, μα το κουμπούρι του δεν έβγανε βρόντο, έβραζε μέσα κι έσκασε (ποιος ξέρει τι είχε, μπορεί η σφαίρα να μην ήταν δική του, ή το κουμπούρι νάταν σκουριασμένο). Ύστερα απ’ αυτό έκαμαν άλλο. Τα πήγαν στο Μουστάκα, πίσω απ’ τα σπίτια μας, χαμηλά, έφκιασαν με πεσμένα έλατα μια τρύπα και τα πέρασαν όλο το κοπάδι απ’ την τρύπα, νύχτα κι άκριτοι.

Παρμάρα: Αρρώστια κολλητική. Κόβεται (λιγοστεύει) και χαλάει το γάλα. Κολλάει γίδια και πρότα κι είναι καταστροφή για το μαξούλι. Και μπορεί να σέρνεται χρόνια. Καμπόσες βολές τα παίρνει βαρειά, πρήζονται τα κόμπια στις κλείδωσες, τους αρμούς, απ’ τα ποδάρια τους και κουτσαίνουν κιόλας. Τότε τη λεν δραγκοπαρμάρα γιατί δραγκώνονται, κουτσαίνουν δηλαδή. Πολλές βολές τα παρμένα τάρμεγαν καταή στο χώμα, όξω απ’ το καρδάρι. Δε θυμώμαι να τάκαναν κανιά γιατρειά. Εκτός κι αν τα χώριζαν, άμα ήταν λίγα, να μην κολλήσουν και τ’ άλλα.

Φούσκωμα: Φουσκώνει, πρήζεται η κοιλιά απ’ το πράμα, γίνεται νταούλι. Μάλλον από χορτάρι, ιδίως λαψάνες. Τα μάτωναν. Το αίμα τόπαιρναν με τη μύτη του μαχαιριού, από πάνω απ’ το μάτι, έχει μια τρυπούλα και πήδαγε το αίμα τζουρνάρα καθώς την άνοιγαν με το μαχαίρι. Τα πότιζαν και σκροποχόρτι, σκορπίδι, ένα χορτάρι σα μικρή-μικρή φτέρη που φυτρώνει στα βράχια. Και πολλές βολές μας έστελνε η μάνα μου και μαζώναμε, γιατί με το παραμικρό, άμα παρουσίαζε ένα πράμα φούσκωμα η κοιλόπονο, τα ποτίζαμε με αυτό. Με σκροποχόρτι πότιζαν και τα βαρεμένα, τα χτυπημένα. Σκορπάει το βάρεμα, έλεγαν.

Τσιρλιό: Άμα έπιανε ένα πράμα τσιρλιό, διάρροια, το πότιζαν, αν θυμάμαι καλά, ζεστό κρασί με λάδι, όπως πότιζαν και όσα γένναγαν, ιδίως γίδια το πάθαιναν αυτό και δε μπόρεγαν να ρίξουν το κιτάρι, το ύστερο. Ο πατέρας μου μώλεγε, ότι τα πότιζαν καφέ και βουρλιά, ρίζα από βούρλο.

Κολλιάντζα: Κόλλαγε τα γίδια. Τα ξεπάτωνε. Τσιρλιώνταν συνέχεια και ψόφαγαν.

Πλεμονάς: Κολλάει προ παντός τα γίδια. Κολλάει το πλεμόνι τους στα πλευρά και ψοφάν. Γι’ αυτό οι Σαρακατσιαναίοι τ’ αχαμνά τα γιδόπρατα τάλεγαν και κολλημένα και γκιμένα (υποθέτω απ’ το αγγίζω).

Βροντότριχα: Προέρχεται απ’ την ξερασία, άμα τα πράματα τρων' όλο ξερό χορτάρι. Πααίνει στα πλεμόνια.

Κμάν(ι): Πληγιάζουν τα πράματα ανάμεσα απ’ τα νύχια τους, βγάνουν ένα πράμα σα σπυράκι. Έμαζε στο σημείο εκείνο όμπυο (πύο), πρήζονταν, έσπαγε και κούτσαινε το πράμα. Το κμάν(ι) τόβγαναν με βελόνι και κλωστή, κάπως σαν επέμβαση, για να μην προκάμει και μάσει. Τόριχναν και λίγο αλατάκι να ψηθεί. Το κμάν(ι) προέρχονταν προπαντός απ’ τις δροσιές κι άμα πέρναγαν τα πράματα σε κοπρισιές.

Βλοϊά: Κόλλαγε τα πρότα κι ήταν η φοβερότερη αρρώστια. Έβγανε το πράμα καντήλες, γκαβώνονταν. Είναι κολλητικιά. Άμα κόλλαγε τα πράματα, για να κοπεί, οι Σαρακατσιαναίοι φύλαγαν, δε ζεμάταγαν ρούχα, δηλαδή δεν πλένονταν, δεν άλλαζαν, δεν έβραζαν γάλα. Άμα ένα κοπάδι σαράντιζε, χωρίς να φανεί καένα άρρωστο, αυτό ήταν, κόπηκε η αρρώστια. Έφερναν και τον Άγιο και στο μπροστοστρούγκι κράτηγαν από πάνω οι Βλάχοι τις κλίτσες τους, έφκιαναν σαν κρεβάτι, έβαναν τον Άγιο (την κάρα) από πάνω και πέρναγαν από κάτω ανθρώποι και πράματα. Έτσι έκαμαν ούλα τα κοπάδια νιά βολά στη Νταουτζιά. Και τελευταία ένα μπ(ου)λουκάκι πούταν τα μολεμένα τάχαν χώρια αυτά, τα κολύμπησαν σ' ένα βύραγκα (βαθειά γούρνα) στο ρέμα στις Κουπούλες κι έφυγε μετά ο Άγιος, και αυτό ήταν, γέρεψαν. Όταν πρωτοφαίνονταν ένα άρρωστο, το αναμέραγαν, το φύλαγαν να μη ντουνιάσουν (συμπουχνιάσουν) δηλαδή να μην κολλήσουν και τ’ άλλα. Έτσι μου τάλεγε ο πατέρας μου για τη βλοϊά.

Κλαμπάτσα: Την πάθαιναν απ’ τα χορτάρια στα βαρκά. Τα τελευταία χρόνια όμως μεταχειρίζονταν για θεραπεία κάτι κάψουλες ειδικές για την κλαμπάτσα.

Σκουλήκιασμα: Το Καλοκαίρι πολλά πράματα σκουλήκιαζαν. Κάθε πληγή κιντύνευε να τη «φτύσει» η μύγα και να σκουληκιάσει. Για να μη σκουληκιάσει μια πληγή, την άλειφαν με κατράνι (κατράμι), δεν ζύγωνε η μύγα. Άμα όμως σκουλήκιαζε, έριχναν στην πληγή κρυολίνη ή φονικό και τελευταία και μια σκόνη, δε θυμάμαι τι. Επίσης έτριβαν ρίζα από σκάρφη (είναι ένα χορτάρι με πλατιά φύλλα, στα βουνά) και έριχναν στην πληγή.

Στα σκουληκιασμένα τα σκυλιά κρέμαγαν στο λαιμό τους παλιοτσάρουχο, δηλαδή κομμάτι πετσί από παλιό πεταμένο τσαρούχι. Πίστευαν ότι διώχνει τα σκουλήκια.

Σ' όλες τις αρρώστιες, εκτός απ’ τις γιατρειές που αναφέραμε, όπως μώλεγε ο πατέρας μου, έκαναν και μαέματα.

Όλες οι πάρα πάνω αρρώστιες είναι αρρώστιες στα γίδια και στα πρότα. Γενικά όμως τα γίδια είναι απ’ την άποψη αυτή πιο ντελικάτα. Αρρώσταιναν πιο εύκολα και μάλιστα από αρρώστιες κολλητικές. Γι’ αυτό κι οι Σαρακατσιαναίοι και μικρότερη υπόληψη τους είχαν, πράμα που δικαιολογιόνταν κυρίως απ’ τη μικρότερη οικονομική απόδοση που είχαν, αλλά τάλεγαν και «κολλιάντζες» και «σακαές» κι οι πραταραίοι απόφευγναν ν’ ανακατώνουν τα κοπάδια τους με τα γίδια κι ιδίως να βόσκουν σε γιδόγρεκα.

Τσάκισμα: Πολλές βολές το Καλοκαίρι στα βουνά με τα τσακιστά μέρη, τα τσιουγκάνια και τα λιθάρια που κύλαγαν, «τσακίζονταν», «τσακιώνταν» τα πράματα, δηλαδή έσπαγαν τα ποδάρια τους. Γένονταν όμως εύκολα καλά. Τάδεναν. Πελέκαγαν δυο σανιδάκια μακρουλά, γύρω στους δεκαπέντε πόντους, και στρογγυλεμένα στις άκρες, με διπλές (από δω κι από κει) εγκοπές σε τρεις μεριές και με δυο-τρείς τρύπες στη μέση και στη σειρά. Τάλεγαν κλάπες. Έπιαναν το πράμα, τόβαναν καταή, ψαχούλευαν το ποδάρι, εύρισκαν το μέρος πούταν τσακισμένο το κόκκαλο, τη θλάση, τόφερναν στον τόπο του, το ίσιωναν, κάλιαζαν από δω κι από κει τις κλάπες, τράβαγαν από μέσα απ’ τις τρύπες το μαλλί, το τέντωναν κι ανασηκώνονταν από μέσα απ’ την τρύπα το τομάρι, το δέρμα, με μικρά ξύλινα σουφλάκια το τρύπαγαν κι έτσι κρατιώνταν οι κλάπες κολλητά, έβαναν και λίγο μαλλί ανάμεσα κλάπα και ποδάρι για να μη γίνεται πληγή, έδεναν τις κλάπες κι απ' όξω με μαλλίσιο σκοινί και τ’ άφηναν. Άμα πρήζονταν το ποδάρι, σήμαινε ότι έπιασε και ξέσφιγγαν λίγο τις κλάπες. Στην αρχή το πράμα «μάτιαζε» λίγο το ποδάρι, δηλαδή πάταγε με την άκρη, τη μύτη και αγάλια-αγάλια γένονταν καλά κι έβγαναν τις κλάπες.

Τ’ άλογα πάθαιναν «σακαή» και τάλεγαν «σακαϊάρικα». Την έλεγαν και ξεροσακαή. Έτρεχαν οι μύτες τους κι έβηχαν. Για την αρρώστια αυτή έτριβαν αγριοκάστανο μέσα στο αλάτι και τα τάιζαν μ’ αυτό. Άλλα άλογα πάλι ήταν «τεκνοφέσικα». Τα τεκνοφέσικα τ’ άλογα βαρούν δυνατό τα λαγγόνια τους όταν τρέχουν, λεν ότι είναι αναμένα, έτσι μώλεγε ο πατέρας μου.

Γενικά για τις αρρώστιες στα πράματα οι Σαρακατσιαναίοι τον κτηνίατρο δεν τον ήξεραν τι σόι πράμα είναι. Ήξεραν μαναχά τίποτα πρακτικά κι ιδίως βότανα, σταυρώματα, ξόρκια και ητέματα, τον «άϊου» και για τα χοντρικά (αλογομούλαρα) τον αλμπάνη. Θυμώμαι που ο πατέρας μου άμα κάνα άλογο δε μπόρεγε να κατουρήσει, «τόγραφε» στο νύχι του και τόφερνε τρεις γυροβολιές στο σπίτι. Τώρα, τι έγραφε κι έλεγε κι έκανε, δεν ξέρω.

Αρρώστιες στους ανθρώπους:
Κι οι Σαρακατσιαναίοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, αρρώσταιναν κι αυτοί από πολλές αρρώστιες. Όμως αυτοί για λίγες τις ήξεραν: Θέρμες, πονοκέφαλο, πονόματο και πονόδοντο, πληγές, σφάχτες και πούντα, μέση κι απάκια. Και σπάνια λύσσα και σελήνιασμα. Ακόμα το ανεμοπύρωμα και τις επιδημίες, γρίπη, βλοϊά, ανεμοβλοϊά, καρκαλέτσι.

Σφάχτη όμως έλεγαν κάθε πόνο, απ’ το απλό κρυολόγημα ως την πλευρίτιδα. Για τα μικρά, κάθε αδιαθεσία την απόδωναν στο κακό μάτι και το σταύρωμα πάαινε πέντε παράδες.

Για τους σφάχτες είχαν τις πλάκες τις ζεστές, τα ζεστά πίτουρα και το τσάι που μάζωναν στα σπανά. Στα δόντια, άμα πόνεγαν, έβαναν σκάρφη. Με τη σκάρφη σταματάει ο πόνος, αλλά τα δόντια καταστρέφονται. Άμα πόνεγε το αφτί, εκτός απ’ το μπουρμπούλωμα του κεφαλιού για να μην κρυώνει το αφτί, τόριχναν μέσα και γάλα από γαϊδούρα κι αν θυμάμαι καλά κι από γυναίκα. Επίσης χρησιμοποιούσαν κεροπάνι, έλυωναν κερί στο τηγάνι κι έβαναν ένα πανί και μούσκευε με το κερί, τάφιναν και κρύωνε, τόκαναν χωνί, τόχωναν με τη μύτη στο αφτί, το άναφταν απ’ την άλλη μεριά κι όταν κόντευε να καεί όλο και τόβγαναν απ' τ’ αφτί, είχε τραβήξει όλη τη ζούρα, τη λέρα. Ανακούφιζε τον πόνο. Μου τόκαμαν και το θυμώμαι.

Άμα χρειάζονταν πάγος για κάναν άρρωστο, πάαιναν κι έφερναν χιόνι απ’ τις κανάλες στα ψηλώματα.

Όσο για Δίαιτα, το πολύ-πολύ καθάριο ψωμί, κάνα ζεστό , λίγα νερστά (για ζεστό ) και κάνα πορδοκάλι απ’ το παζάρι, που τόδωναν μέρες στον άρρωστο από φελί-φελί. Ο γιατρός ήταν πολύ δύσκολο πράμα εκεί στην Καρυά και σίγουρα και σ' όλες τίς στάνες. Έπρεπε να πας στην Καστανιά να φέρεις το γέρο Λαζαρίδη, ή να μπορεί να σταθεί καβάλα ο άρρωστος να τον πας εκεί ή στην Καρδίτσα, ώρες κι ώρες και κακόστρατα. Ο Λαζαρίδης ήταν καλός. Ήξερε το «χαβά», έλεγαν οι Βλάχοι, εννοώντας ότι ήξερε το κλίμα και τις αρρώστιες που πάθαινε ο κόσμος εκεί. Δύσκολο πράμα ο γιατρός, αλλά άμα τους μάζωνε η ανάγκη, πάαιναν, τι να κάμουν.

Θραύση έκαναν οι παιδικές αρρώστιες. Τάπαιρναν «συρμές». Λέοντας συρμή εννοούσαν μάλλον την επιδημία. Άκουγες κι έλεγαν «σέρνεται συρμή». Καρκαλέτσι (κοκύτης, που άκουγες και λάλαγαν σαν κοκότακια όλα τα μικρά της στάνης), ιλαρά, βέμπελη, πονόκοιλος (τα πότιζαν και σκορπίδι) και τέτοια.

Εκεί όμως που ήταν απελπιστική η στάση των Σαρακατσιαναίων απέναντι στην αρρώστια, ήταν στα μάτια. Είχαν τόσο βαθιά ριζωμένη προκατάληψη και δεισιδαιμονία, ότι άμα πας σε γιατρό θα σε στραβώσει, ώστε ήταν των αδυνάτων αδύνατο να πείσεις Σαρακατσιάνο τα παλιά τα χρόνια, να πάει σε οφθαλμίατρο. Θυμώμαι γριές που κόντευαν να στραβωθούν και περίμεναν πότε θα περάσει ένας πρακτικός κομπογιαννίτης, ο Δημάκης απ’ το Θραψίμι της Καρδίτσας, να τις κάμει καλά. Πέρναγε νιά βολά το χρόνο. Αυτός ο Δημάκης ήταν πρακτικός, προπαντός για τις πληγές. Όπως μολόγαγε ο πατέρας μου, κάποτε είχε ο Βασιλάκος Αραπίτσας νιά πληγή πώτρεχε και τούπε κι έφαγε σκατζόχοιρο ψημένον κι έβαλε και ωμό κρέας απ’ το σκατζόχοιρο στην πληγή κι έγινε καλά, γιατί, λέει, ο σκατζόχοιρος κλείνει τις πληγές. Όμως όπως είπα έκανε και τον οφθαλμίατρο ο Δημάκης.

Για τα μάτια, καλύτερα ας διηγηθώ τι έπαθα και τι κόντεψα να πάθω εγώ. Ήμαν παιδαρέλι 11-12 χρονών, πάαινα στο Ελληνικό Σχολείο στην Καρδίτσα, και το Καλοκαίρι στην Καρυά είχε κολλήσει ένα μπαμπαλάκι, ένα τσάχαλο, στο μάτι μου, που σιγά-σιγά δημιούργησε κατάσταση γύρω του κι άρχισε να με πονάει. Μου το σταύρωσαν, το ματασταύρωσαν, όμως αυτό τίποτα. Τότε μ' έστειλαν στον Καρβασαρά στον Αντώνη Ψαρογιώργο. Αυτόν που λέγαμε για τον κάμπο και τα βουνά, που φημίζονταν για το σταύρωμα που έκανε με μαυρομάνικο σουγιά και σκόρδο. Με την ευκαιρία πρέπει να πούμε ότι οι Σαρακατσιαναίοι πολλές θεραπευτικές και μαγικές ιδιότητες απόδωναν στο μαυρομάνικο μαχαίρι. Πάω λοιπόν στο μπάρμπα Αντώνη, με βάνει κάτω, κόβει στα δυο ένα λουβί σκόρδο κι αρχινάει να τρίβει μ’ αυτό το βολβό του ματιού μου και να το σταυρώνει με μια μαυρομάνικη σουγιά. Τόδωκε, τόδωκε, το σταύρωσε, είπε μέσα του τα ξόρκια πούξερε κι έφυγα. Μα τίποτα. Το κακό προχώραγε. Έλεγα της μάνας μου (ο πατέρας μου έλειπε), να πάω στο γιατρό, πού αυτή, μ’ απόπαιρνε. «Τι λες πιδάκι μ', σι γιατρό να πας, να σι στραβώσ(ει);». Κόλωνα. Όμως το μάτι με πόναγε. με στέλνει στο Βαγγέλη Βλάχο, το μυλωνά, αυτόν που κάτι είπαμε πάρα πάνω, πούταν πολύξερος και πολυτεχνίτης. Ένα και δυο πάω στο μύλο του, τον βρίσκω, και τι λέτε μώκαμε ο αθεόφοβος. Πααίνει εκεί παρέκει, στάλιζαν κάτι πρότα, πιάνει νιά πρατίνα και μαζώνει απ’ το κορμί της κάμποσες πρατόψειρες, κατσιαμπόρες τις λεν, με κάτι μακριά ποδάρια, αρπάγες. Με βάνει κάτω, πιάνει την κατσιαμπόρα με μια μικρή λαβίδα απ’ τη μέση κι αρχινάει να την τραβάει απάνω στο μάτι μου. Γατζώνονταν η κατσιαμπόρα με τα ποδάρια της στο μάτι μου, την τράβαγε αυτός και κείνη λανάριζε με τα ποδάρια το μάτι μου πληγιάζοντας και ματώνοντας το. Άλλαξε δυο-τρείς κατσιαμπόρες, το πάλαιψε κάμποση ώρα έτσι κι έφυγε αίμα κι όταν σηκώθηκα αιστάνομαν κάπως ξαλαφρωμένο το μάτι. Ευτύχημα που δεν έπαθα κανιά μόλυνση. Έφυγα, αλλά το μάτι μου, φυσικά, καλά δεν έγινε. Χειροτέρευε. Απελπίστηκα και παρά τις αποτροπές της μάνας μου, που σε καμιά περίπτωση δε δέχονταν να πάω σε γιατρό, το μαζώνω κι ένα και δυό παδαρόδρομο, κοντά δέκα ώρες στράτα, πήγα χωρίς ανάσα στην Καρδίτσα. Και κατ' ευθείαν στον οφθαλμίατρο τον Τσικρίκη, ένα θαυμαστόν άνθρωπο. Του λέω το και το γιατρέ. Το κοίταξε και με ρώτησε αν πήγα σε κανέναν πρακτικό. Όχι γιατρέ. Που να του πω τι είχε γίνει. Σκιάζομαν μη δε με καταπιαστεί. Τόριξε ένα φάρμακο, κάτι τόκαμε και με μια βελόνα η κάτι τέτοιο, δε θυμώμαι και δεν κατάλαβα, κι ένα φακό έβγαλε το μπαμπαλάκι. Πέντε λεπτά υπόθεση. Αν αργούσες, μου είπε, θάχανες το μάτι σου. Μου τόδεσε πρόχειρα με μια γάζα και βαμπάκι και μούπε να το κρατήσω έτσι σκεπασμένο κανιά ώρα. Μου πήρε πενήντα δραχμές, αφού με ρώτησε τι δουλειά κάνω και του είπα μαθητής. Καλή του ώρα, καλότατος άνθρωπος, πολύ άνθρωπος. Κι όταν όμως γύρισα κατακαλά στα κονάκια, η μάνα μου και πάλι δεν άλλαξε γνώμη για τους γιατρούς. Απόδειξη, ότι και τώρα κοντά, ύστερα από τόσα χρόνια, μετά το 1950, υπόφερνε απ’ τα μάτια και σε γιατρό δεν πάαινε. Μώλεγαν οι αδερφάδες μου, την κατάφεραν μια φορά να πάει, την τοίμασαν αποβραδίς να πάν’ το πρωί με το γέροντα της στο Βόλο. Όταν όμως ξημέρωσε τόχε μετανιώσει. «Δεν πααίνου κουρίτσιαμ’ να μι στραβώς(ει)) ου γιατρός»!

Θυμώμαι μια βολά έναν λαβωμένον εκεί στα κονάκια μας, που τον γιατροκόμαγε μ’ αλοιφές και βότανα ένας γέρο Πεσλής απ’ το Νεχώρι. Ήταν ακουστός αυτός ο γέρο Πεσλής και φαίνεται η τέχνη του κράτηγε από κείνους τους παλιούς πρακτικούς που γιάτρευαν τις λαβωματιές στους κλέφτες και τα παλληκάρια του Εικοσιένα. Φόρεγε και φουστανέλα, τον θυμώμαι.

Πολύ εκτίμαγαν για τις πληγές και για κάθε μικροτραύμα οι Σαρακατσιαναίοι το κάτουρο. Άμα κοβόμασταν κανιά βολά ή βάρ(ε)γαμε, μας έβανε ο πατέρας μου και το κατουράγαμε. Αλλά και για αλλουνών πληγές ή για πληϊασμένα πράματα έβαναν εμάς τα μικρά και κατουράγαμε μέσα σ' ένα τσαρούχι, προς τη φτέρνα, και μ' ένα φτερό έβρεχαν την πληγή με το κάτουρο. Έλεγαν ότι το κάτουρο απ’ τα μικρά είναι πιο καλό κι αποτελεσματικό, σαν πιο καθαρό. Και θυμώμαι ο πατέρας μου μας μολόγαγε και τούτο: Ήταν δυο κλέφτες σύντροφοι και λαβώθηκε ο ένας από σφαίρα πέρα-πέρα, διαμπερές δηλαδή, στο μπούτι. Ό άλλος κάθε μέρα έβανε τη φύση του και κατούραγε την πληγή απ’ τη μια άκρη στην άλλη, και γίν(η)κε καλά. Στις πληγές, άμα δεν προέρχονταν από τραύμα, αλλά από άλλη παθολογική αιτία, έβαναν και κοπρισιά από σκυλί, «σκλιόσκατο». Του απέδιδαν θεραπευτική ιδιότητα. Μου φαίνεται το χρησιμοποιούσαν και για φυλαχτό.

Για τη μέση άμα τους πόνεγε ή το κορμί, έβαναν μικρά και τους πάταγαν. Ή τους τράβαγαν τ' απάκια, άμα είχαν καέναν να ξέρει αυτή τη δουλειά.

Μεγάλο κακό όμως ήταν ετούτο: Για να σταματήσουν το αίμα από κανιά μικροπληγή έξυναν απ’ τη λουρίδα (ζώνη) τους χνούδι και τόβαναν απάνω, ή καπνό και χώμα ακόμα.

Κι άλλα πολλά που δεν τα θυμάμαι.

Ένα όμως το θυμάμαι κι αξίζει να το πούμε. Ο αδερφός μου ο Γιώργος μικρός είχε αργήσει να μιλήσει. Τον πήγε ο πατέρας μου στα Φέρσαλα σε μια γριά και κάτι τώκαμε, μαέματα βέβαια. Τούπε όμως να πάρει κι ένα κυπράκι αφόρετο, δηλαδή καινούριο, να πίνει νερό μ’ αυτό. Και θυμώμαι, όπου και να πάαιναμε να παίξουμε, το κυπράκι στην τσέπη του ο Γιώργος. Φαίνεται απόδιναν μαγική ικανότητα στο κυπρί για το μίλημα, γιατί το ίδιο βγάνει ήχο.

Ακόμα, κάναν άρρωστον ψυχικά η πνευματικά, αλλά κι από συνηθισμένη αρρώστια, τον «έταζαν» σε κάνα μαναστήρι. Όχι βέβαια να γένει καλόερος, καλοέροι δε γένονταν οι Σαρακατσιαναίοι, ούτε παπάδες, αλλά να πηρετήσει το Μαναστήρι, τσιοπάνος και τέτοια, για ένα διάστημα. αλλά, για νάχουμε και το νου μας, ο «ταμένος» πάαινε στο Μαναστήρι, αφού γένονταν πρώτα καλά!

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.