Το δέντρο που κυριαρχεί στ’ Άγραφα είναι ο έλατος ο αθάνατος. Ελατιάδες ολούθε. Εκεί σε μάς υπήρχε και οξιά στα ψηλώματα. Αλλά κι άλλα κλαριά, αριά αυτά, που όμως εκείνα τα χρόνια τα σακάτευαν και με το κόψιμο για κλαρί για τα πράματα: Νεραντζιά, λίπα, σφένταμος, νεροσφένταμος, δέντρος (δρυς), αγριοκερασιά, αγριοκορομηλιά, αγριοκαστανιά, πλάτανος, νεροπλάτανος, μέλιγος (κάνιγια στεφάνια για τα κυπροκούδουνα, αλλ’ αυτόν μου φαίνεται δεν τον τρων τα πράματα), αρκουδοπούρναρο (το γκι που πουλάν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα, που κάνει πολύ καλά κλιτσόξυλα και προπαντός πλάστες για τα φύλλα της πίτας), κρανιά (κάνει πολύ γερά κλιτσόξυλα και τα κράνια), τρικουκιά, που κάνει τα νόστιμα τα τρίκοκα, ιταμός, μαλόκεδρος, κέδρος (κάνει απέθαντη ξυλεία για κουφώματα, αλλά και για βαρέλια, καρδάρια και τέτοια).

Τ’ αγριοκάστανο τούχαν και για φάρμακο σε άρρωστα πράματα. Ύπαρχε κι ένας θάμνος, ο φράξος, που τον χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στο βάψιμο, έβαφαν πράσινα μ’ αυτόν. Κι η σκόρτσα πώβραζαν το τυρόγαλο για να βγάλουν μυτζήθρα. Χορτάρια ποώδη βγαίνουν σε αφθονία, η φτέρη, η σκάρφη, τα καλογιάννια. Και χαμοκερασιές μέσ' στα φτερούσια, μικρά χορτάρια με τα πεντανόστιμα τα χαμοκέρασα.

Βότανα, το σκ'ροποχόρτι και στα ψηλώματα τσάι. Και ρίγανη άφθονη. Αλλά και μόσχος, αρωματικό κίτρινο λουλούδι, που τόβαναν στα ρουχικά για μυρουδιά και μάλιστα σε προικιά. Κι αμάραντος που τον κρέμαγαν στο σπίτι κι αυτός πέταγε βλαστάρια και τράνευε χωρίς νερό και χώμα.

Τα χρόνια τα παλιά, του Άη Γιαννιού, του Καψοκαλύβα όπως τον έλεγαν, μαζώνονταν με το σουρούπωμα τα λιανοπαίδια κι άναφταν φωτιές και τις πήδαγαν. Και κάπως το συνέδεαν αυτό με τα καλογιάνια, που μύριζαν όμορφα, μα δε θυμάμαι πώς.

Απ’ τα χορτάρια για τα πράματα τα καλύτερα εκεί είναι το σιδεροχόρτι, η τούφα (σιδερότουφα και ψιλή) και το ψιλό χορτάρι στα σπανά, το σπανίσιο.

Εκεί στα κονάκια είχαμε και κάτι λίγα καρποκλάρια. Λίγες κερασιές και κορομηλιές και κάναν πλατανάκο.

Στα β'να και στα ψηλώματα δε λείπουν οι Άη Λιάδες. Δεν έλειπε κι απ’ την Καρυά μας τέτοια τοποθεσία. Ήταν το διασελάκι που βγαίνεις κι αράζεις στην Καρυά, άμα έρχεσαι απ’ τον Καϊπη. Και το συνεχούμενο υψωματάκι με τα έλατα. Σ’ αυτό το υψωματάκι, κατάκορφα, ύπαρχε ένας παλιός έλατος, αστραποκαμένος, με καψαλισμένη την κορφή του, αλλά με τρανά και χοντρά κλωνάρια. Ήταν απανοιξιού, γιόμα, ζέστα και στάλιζαν πρότα από κάτω. Έπιασε άξαφνα μπόρα, βουνά τα σύγνεφα, αστραπές και μπουμπουνητά και ξαφνικά ένα κοντινό αστροπελέκι τάραξε τον κόσμο. Έπεσε ακριβώς σ’ αυτόν τον έλατο κι έκαψε κανιά δεκαριά πρότα κι ένα τραϊ γκεσέμι, δικό μας, θυμάμαι. Από τότε τώμεινε «ό αστραποκαμένος ο έλατος» κι ήταν σημαδιακός.

Μ’ άλλά λιανοπαίδια πολλές βολές λημέριαζαμε σ’ αυτόν τον έλατο. Έφκιαναμε απάνω του γιατάκ(ι), βάνοντας απάνω στα χοντρά κλωνάρια του, άλλα μακρυά ξύλα σταυρωτά και στρώνοντας μπάτσες πολλές. Το γιατάκι μας αυτό ήταν τρανό και μπόλικο, χώραγε πέντ-έξη και κάθε μεσημέρι πάαιναμε εκεί, πολλές βολές και με βελέντζες, για ύπνο. Μαύρον ύπνο! δε σύχαζαμε. Πότε πελέκαγαμε, πότε πάλευαμε, πότε πιανόμασταν, όμως τον καθαρό αέρα που χαιρόμασταν εκεί, δύσκολα τον βρίσκεις όπου και να πας. Έρχονταν ρουή απ’ τη Σουφλερή και το στένωμα που σχημάτιζαν χαμηλά στην Ξεροκαμάρα, το Βραγγιανίτικο με το Καρυτσιώτικο το βουνό, δροσερός, χαϊδευτικός κι αρωματισμένος απ’ το λατορέτσινο και φούσκωνε τα πλεμόνια μας με οξυγόνο και ζωή. Αχ, γιατάκι στον αη-Λιά, δε θα ματαγένομαν ακόμα νιά βολά παιδί, να σε ματαπολάψω!

Η Κοτρώνα: Εκεί στη λάκκα, στην απάνω μεριά, προς το Μαυροστέφανο, ήταν, κι είναι βέβαια, νιά θερία κοτρώνα, τετράγωνη σα μακρουλό λουκούμι, με 5-6 και πάρα πάνω μέτρα μάκρος και 3-4 ύψος. Ποιος ξέρει πως και πότε ξέκοψε απ’ το Μαυροστέφανο και κύλησε τον κατήφορο κι ήρθε και ρίζωσε εκεί στη λάκκα. Πόσες βολές δε λημέριαζαμε σ’ αυτήν την κοτρώνα απάνω. Και πόσες βολές, άμα έκανα κανιά ζαβολιά και σκιάζομαν τον ερχομό του πατέρα μου, δεν έπιανα αυτήν την κοτρώνα και καραούλιζα να ιδώ τη θα γένει στο κονάκι μας.

Ο ελατάκος: Εκεί στην πετρόστρουγκα, ακριβώς στο σημείο που ανταμώνονταν το ρεματάκι, πούναι δίπλα της, με τη στράτα πώρχεται απ’ τον αη-Λιά για τα κονάκια, ύπαρχε ένας ελατάκος. Ήταν σημαδιακός, γιατί ήταν ξεμαναχιασμένος εκεί στη λάκκα κατάστρατα. Κι έμενε όνομα και πράμα «ελατάκος», μικρός χωρίς ν’ αυξαίνει, γιατί όπως ήταν κατάστρατα και πρόχειρος, τον κούρευαν, τον κουτστούμπλαγαν όλοι κόβοντας τις μπάτσες του. Οι άνθρωποι έκοβαν κι αυτός ο καημένος έβγανε κάθε χρόνο καινούρια κλαδιά. Κι αυτό συνεχίζονταν χρόνια και χρόνια κι ο «ελατάκος» έμενε «ελατάκος», μα δεν τόβανε κάτω.

Οι βρύσες: Τα κονάκια έπαιρναν νερό από δυο βρύσες, την Κούπα και την Κλεφτόβρυση. Η Κούπα ήταν πάρα κάτω απ’ τα κονάκια, απ' κάτ’ απ’ τη στράτα που πάαινε για την Παπατσάβρα και τα Βραγγιανά. Η Κλεφτόβρυση είναι στο ρέμα πώρχεται απ’ τη Γενέτσου, πίσω απ’ τον αη-Λιά. Η Κούπα, την έλεγαν έτσι γιατί ήταν με πέτρινη κούπα, ήταν πιο σιμά, αλλά το Καλοκαίρι το νερό της λιγόστευε πολύ, έτρεχε όσο κατουράει ένα κατσίκι. Γι’ αυτό οι γυναίκες άμα βιάζονταν, πάαιναν στην Κλεφτόβρυση. Άμα πάαιναν στην Κούπα, επειδή το νερό ήταν λίγο και δε τζουρνάραγε, δεν έτρεχε απ’ την κούπα, έβαναν ένα φύλλο από κερασιά η σκάρφη κι έτρεχε νιά μικρή τζουρνάρα. Έβαναν από κάτω τη βαρέλα τους κι έπιαναν τη ρόκα τους κι έγνεθαν καρτερώντας πότε θα γιομώσει, να τη φορτωθούν να γυρίσουν στο κονάκι τους. Η Κλεφτόβρυση πούταν με ξύλινο κάναλο είχε μπόλικο νερό και γέμιζαν γλήγορα. Πολλές βολές οι γυναίκες κι ιδίως τα κορίτσια πάαιναν δυο καί τρεις αντάμα στη βρύση, έπιαναν την κουβέντα γνέθοντας και καρτερώντας να γεμίσουν και να γυρίσουν.

Το ρέμα και το πλύσιμο: Όπως σε δυο βρύσες έπαιρναν νερό, έτσι και σε δυο ρέματα έπλεναν. Στο ρέμα απ’ τη Γενέτσου, πίσω απ’ τον αη-Λιά πούταν η Κλεφτόβρυση και στη Γκούρα, πούταν αλαργότερα, πέρα στη στράτα για τα Βραγγιανά. Το πρώτο στέρφευε γλήγορα και γι’ αυτό ύστερα πάαιναν στη Γκούρα πούχε ολοένα νερό μπόλικο. Φορτώνονταν οι γυναίκες στην πλάτη τα σκ(ου)τιά, αλλαξίματα και βελεντζικά, και από πάνω το καζάνι με τον κόπανο και πάαιναν. Και το βραδάκι γύρναγαν με βαρύτερο φόρτωμα, ήταν βρεμένα ακόμα πολλά σκ(ου)τιά και καταποσταμένες. Στο ρέμα άναφταν φωτιά, έβραζαν νερό στο καζάνι, ζεμάταγαν εκεί μέσα τις αλλαξιές αλλά και τα τσιολικά κανιά βολά, κι ύστερα τάπλεναν σαπουνίζοντας και τρίβοντας τα απάνω σε πλάκα γυαλιστερή και καθαρή. Τα πιο χοντρά και τα βελεντζικά τα στούμπαγαν και με τον κόπανο. Πλένοντας κι απλώνοντας, στέγνωναν τα περσότερα ως το βράδυ. Μικρός πολλές βολές πάαινα με τη μάνα μου στο ρέμα κι έπαιζα στο νερό και σκαρφάλωνα στα διπλανά τσι(ου)κάρια και τους γκρεμούς. Και νιά βολά θυμώμαι, στη Γκούρα, μέσα σε νιά βαθειά γούρνα, θέλησα να κάμω και το βαρκάρη. Ηύρα ένα κούτσουρο ξερό από έλατο, τόριξα στη γούρνα και προσπάθαγα να κάτσω απάνω χωρίς να βουλιάξω. Το μόνο που κατάφερα ήταν να πέφτω συνέχεια στο νερό κι έγινα μούσκεμα κι αναγκάστηκε η μάνα μου να με ματαλλάξει. Μεγάλο πανηγύρι γένονταν στο ρέμα, άμα πάαιναν να πλύνουν τα προικιά κανενός κοριτστού που παντρεύονταν. Πάαιναν πολλά κορίτσια και βόηθαγαν και σηκώνονταν ο τόπος απ’ τις φωνές, τα τραγούδια και τα κάρκαρα.

Μια τοπογραφία της Καρυάς και μερικές ιστορίες: Η λάκκα της Καρυάς είναι γούπατο και γυροβολιά όλο βουνά. Ένα άνοιγμα μαναχά έχει προς την ανατολή, το στενό ανάμεσα βραγγιανίτικο και καρυτσιώτικο βουνό, την Ξεροκαμάρα, που περνάει το ποτάμι που το σχηματίζουν το καρβασαριώτικο το ρέμα και το ρέμα της Γκούρας πώρχεται απ’ το Βοϊδολίβαδο. Τα βουνά που κυκλώνουν την Καρυά και τα βλέπεις από κει, είναι το Καρυτσιώτικο και η Καραμανώλη, συνέχεια η Πετσαλούδα και η Μπουν του Καρβασαρά με το Μπουτσικάκι στο βάθος, πούναι το ψηλώτερο βουνό εκεί γύρω στ’ Άγραφα, μετά οι Πόρτες κι η Γενέτσου και προχωρώντας απ’ τη Γενέτσου κατά το Βοϊδολίβαδο το ζυγό-ζυγό το ψηλότερο σημείο το λένε Μίχο. Παρέκει, το βουνό, όπως τηράμε από Καρυά, πούναι ανάμεσα Γενέτσου και Βοϊδολίβαδο, δηλαδή το βουνό που ορθώνεται πάνω από το Μπιτζινήσι κι έχει και τσάϊ στην κορφή του, το λένε Αητοφωλιά και Πλάτη. Ανάμεσα Αητοφωλιά και Μίχο, χαμηλά, είναι το Μαυροστέφανο της Καρυάς, σωστός, φόβιος και τρανός απέτακας. Συνέχεια απ’ την Αητοφωλιά είναι το Βοϊδολίβαδο. Ανάμεσα Βοϊδολίβαδο και Κριθάρια του Μαλαμούλη είναι το Σιντίμη η Σιντίμια. Από δώθε, κατά την Καρυά, είναι οι λάκκες το Μπιτζινήσι με το πετράλωνο του παππούλη μου. Και πιο δώθε απάνω απ’ την Καρυά, το Λημέρι. Και σε συνέχεια γυρνώντας ζερβότερα βλέπουμε να ορθώνεται καταλόρθη η Παπατσάβρα. Είναι τόσο κοφτό , καταλόρθο βουνό, που ο πατέρας μου μώλεγε, για τον ανήφορό, της που τον ανεβοκατέβαινε όταν ήταν παιδί και φύλαγε πρότα εκεί: «αυτήν η Παπατσάβρα, πιδί μ', μ’ έκαμι τόσουν. Θα ν' άξινα λίγου ακόμα κι θα νάχα κανιά παλάμ’ μπόϊ ακόμα».

Η Παπατσάβρα είναι τρανό β'νί κι έχει πολλές τοποθεσίες. Αν αρχινήσουμε απ’ τον Έλατο, πούταν τα κονάκια τ’ Ακρίβου και προχωρέσουμε τη στράτα προς τα Βραγγιανά, φτάνουμε στη Σκάλα, ένα βράχο απότομον, δύσκολο πέρασμα. Θυμώμαι που είδα απ’ την Καρυά, όπως γύρναγαν Βραγγιανίτες απ’ το παζάρι απ’ την Καρδίτσα και πέρναγαν εκεί, κύλησε πράμα φορτωμένο κι έσκουζαν οι ανθρώποι. Σκάλα στα βουνά λεν, κάθε δύσκολο κι επικίνδυνο πέρασμα σε απότομο βράχο. Η Σκάλα είναι πολύ αγνάντιο μέρος, μέχρι την Καράβα βλέπεις από κει. Ίσια απάνω απ’ τη Σκάλα είναι ο Κακόσταλος. Ζερβά απ’ τον Κακόσταλο, τηρώντας απ’ την Καρυά, κατά τον Ακρίβο, είναι η Πλάτη. Προχωρώντας τη στράτα, φτάνουμε στου Ντηληγιάννη, εκεί από κάτω έχει βρύση με το καλύτερο νερό. Πιο πέρα είναι ο Κουκουβγέλος, με βρύση κι αυτός. Και προχωρώντας, πάντα τη στράτα, φτάνουμε στα Κριθάρια του Μαλαμούλη, κι από κει προχωρώντας περνάμε το διάσελο του αη-Νικόλα, μοναδικό πέρασμα σ' όλον το ζυγό εκεί, και γέρνουμε κατά τα Βραγγιανά. Απάνω απ’ τον Έλατο και τα κονάκια τ’ Ακρίβου είναι η Κοκκινόλακκα. Πιο πέρα ζερβά, όπως τηράμε απ’ τη Βρυσαλώνα της Καρύτσας, είναι η Μπουρλέρου, λημέρια του Κατσιαντώνη. Μπουρλέρου και Κοκκινόλακκα δε φαίνονται απ’ την Καρυά. Πάνω απ’ το Μπουρλέρου είναι η κορφή της Παπατσάβρας, ο Μπαχλαβάς, ή Μπιτχαβάς το ψηλώτερο σημείο, με 2020 υψόμετρο, το λέν Κατάψυχον ή Γαλαζούλα. Από κει αν γείρουμε προς τον Μαλαμούλη, πέφτουμε στην Αρχόντω.

Όλα τα ονόματα και τις τοποθεσίες, που τάξερα και γω λίγο-πολύ, μου τα ξεκαθάρισε ο ξάδερφός μου ο Αλέκος Αραπίτσας, το 1978.

Τα πιο τρανά βουνά γύρω και κοντά στην Καρυά είναι η Γενέτσου, το Βοϊδολίβαδο κι η Παπατσάβρα. Γι’ αυτό κι οι Καρυώτες, όπως μώλεγε ο Αλέκος και επειδή τους έγευαν αυτά τα βουνά να τ’ ανεβοκατεβαίνουν, είχαν φκιάσει κι ένα τετράστιχο:

Γενέτσ' και Βοϊδολίβαδο,
Καρυά και Παπατσάβρα,
πως νάταν να ενώνονταν
μέσ' στην Καρυά στη λάκκα. 

Ο πατέρας μου μώλεγε, ότι η θέση Ντεληγιάννη στην Παπατσάβρα πήρε τ' όνομα απόναν Ντεληγιάννη, ταξιδιώτη, πώρχονταν απ’ την Πόλη με το μουλάρι του κι έναν υπηρέτη, και κει ο υπηρέτης θέλησε να τον σκοτώσει να του πάρει τα χρήματα. Και τον σκότωσε, μα χρήματα δεν ηύρε, τάχε ο Νταληγιάννης μέσα σ' ένα π(ι)ταρι κερί. Είχε λειώσει το κερί, τάρριξε μέσα κι έχυσε κι άλλο κερί από πάνω. Η γυναίκα του σαν έμαθε το σκοτωμό του, πήγε και τον πήρε και σύμμασε και τα πράματά του, και το πιτάρι το κερί και τώφκιανε κεριά. Και σιγά-σιγά, κόβοντας κερί απ’ το πιτάρι έφτασε και ηύρε και τα χρήματα!

Τον Κουκουβγέλο τον έβγαλαν έτσι, γιατί άρμεγε εκεί κάποιος ονόματι Κουκουβγέλος. Επίσης ο Αλέκος μώλεγε ότι γύρω στο Ντεληγιάννη - Κακόσταλο, τα τελευταία χρόνια έψαχναν για χρήματα της Βασίλω Αρχόντισας. Τι ήταν αυτή, και πώς, δεν ήξερε όμως.

Με την ευκαιρία πρέπει να πούμε ότι εκείνα τα χρόνια πολλοί έψαχναν κι έσκαφταν να βρουν καζάνια και κακάβια γιομάτα λίρες, παραχωμένα. Το πράμα έχει τη βάση του, γιατί επί Τουρκοκρατίας όσοι είχαν χρήματα, κι ιδίως οι κλέφτες άμα είχαν από ξαγορές, τα παράχωναν μέσα σε χαλκωματένια αγγειά σε σημαδιακόν τόπο. Θυμώμαι πώλεγαν ότι στην Ξεροκαμάρα, εκεί που σμίγουν η Γκούρα και το ρέμα απ’ τον Καρβασαρά κι είναι ένα γιοφύρι πέτρινο, που δεν περνάει πιά από κάτω του το νερό και γι’ αυτό το λεν Ξεροκαμάρα, είχαν βρει χρήματα παραχωμένα. Και πραγματικά είχα ιδεί και το σκάψιμο, αλλά αν ηύραν και χρήματα, δεν ξέρω.

Η Καρυά τώρα: Δεν άλλαξε βέβαια η τοπογραφία της. Πήγα και την είδα τρεις τέσσερες φορές απ’ το 1964 κι εδώθε. Και το 1977 πήγα με αυτοκίνητο, έφκιασαν δασικό δρόμο, στη Σκάλα της Παπατσάβρας και την απόλαψα πανοραματικά κι αυτήν και τα γύρω βουνά της. Όμως άλλαξε η Καρυά. Τα περσότερα τα σπίτια έπεσαν, δε ματαβγήκαν βλέπεις οι Βλάχοι, τρείς-τέσσερες οικογένειες βγαίνουν κι αυτές περσότερο για τον αέρα και για λίγον καιρό, και λιγότερο για κάτι λίγα πράματα που βγάνουν. Η λάκκα δεν είναι πια καθαρόλακκα, γιόμωσε φτέρες, είναι λίγα τα πράματα. Και το χειρότερο την καταχαράκιασαν νεροφαγώματα απ’ τα νερά πώρχονται απ’ το λημέρι και το Μαυροστέφανο, γιατί είχαν καταστραφεί τα ελάτια που κράταγαν τον τόπο. Και τα νερά φέρνουν και λιθάρια και γιόμωσε και χαλιάδες η λάκκα. Ο έλατος της Νταίρως είναι πιά ξέρακας, που στέκεται ακόμα λόρθος, μα σε λίγα χρόνια θα πέσει. Ο ελατάκος όμως εκεί, ακόμα, κουτστουμπλός, αλλά λόρθος!

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.