Το Καλοκαίρι οι Σαρακατσιαναίοι είχαν πολύ λιγότερες δουλειές απ’ ό,τι το Χειμώνα, είχαν «αραλίκι», «άδειαζαν» περσότερο, «έβγαιναν κι αυτοί στον απαν’ κόσμο», όπως έλεγαν, γιατί δεν είχαν την «πρατοχλίψη» πούχαν το Χειμώνα. Εκτός απ’ τους τσιοπαναραίους, οι άλλοι ένα άρμεμα είχαν, κι αυτό, όπως είπαμε, όλο κι άρειωνε από δυό βολές τη μέρα στην αρχή, στη μίνια ύστερα και πάρα πέρα μέρα παρά μέρα (τριτόημερα) και κράτηγε ως τον Αλωνάρη.

Ύστερα τα πράματα στερφογάλιαζαν, δηλαδή στέρφευαν. Το πολύ-πολύ να τα «στράγγιζαν» κανιά βολά και στις αρχές Αυγούστου. Έτσι το Καλοκαίρι μπορούσαν νάναι και πιό κοινωνικοί. Να παν κανιά φ(ι)λιά σε κάναν συγγενή ή φίλο τους, να γένουν προξενιές, συβάσματα, γάμοι, γκουρμπάνια, χαρές και γλέντια. Μ’ έναν λόγο, οι Σαρακατσιαναίοι απ’ την άποψη αυτή περσότερο έζηγαν το Καλοκαίρι και πολύ λιγότερο το Χειμώνα.

Όπως το Καλοκαίρι έβγαιναν στο ίδιο βουνό συγγενείς που το Χειμώνα ξεχείμαζαν αχώρια, άλλος στη Θεσσαλία κι άλλος στη Λειβαδιά, ή αλλού, οι φιλιές έδωναν κι έπαιρναν. Θα πάαινε η νιόπαντρη στα γονικά της, ή οι γονέοι στη δυχατέρα και το γαμπρό τους, ο αδερφός στον αδερφό ή την αδερφή, ο ξάδερφος στον ξάδερφο, ο μπατζιανάκης στο μπατζιανάκη. Θα πάαινε, θα φιλεύονταν νιά βραδυά, το πολύ δυο, και την άλλη θα γύρναγε. Θυμώμαι πως έρχονταν νιά-δυό βολές κάθε Καλοκαίρι, όσο στέκονταν στα ποδάρια της, η γιαγιά μου η Κολοβίνα, η μάνα της μάνας μου. Οι μπαρμπάδες μου ο Νίκος κι ο Λίας, πως πάαινε η μάνα μου στην Καρύτσα, πως έρχονταν η θειά μ’ η Πανάϊου κι ο μπάρμπα Σπύρος ο Σταφύλης, τα παιδιά τους τα ξαδέρφια μου, η θειά μ' η Αντρέαινα η Ψαρογιώργαινα, αδερφή του παππούλη μου του Μητρολία, η θειά η Αγορίτσα, κάνας Τσιγαρίδας, πούταν ξαδέρφια της μάνας μου, κι άλλοι. Θυμάμαι καλά τη χαρά πούχαμε, ιδίως όταν έρχονταν η γιαγιά μου. Την είχαμε πολύ καλή (δηλαδή την αγάπαγαμε πολύ). Και τι καλούδια μας έφερνε! Όταν μας έρχονταν τέτοιοι μουσαφιραίοι, έστρωνε η μάνα μου απόξω απ’ το σπίτι, στα πεζούλια, βελέντζες φλοκιαστές και κάθονταν και κουβέντιαζαν. Κι έφκιανε πίτα με βούτυρο πολύ. Κανιά βολά έσφαζε κιόλας ο πατέρας μου. Και τι δεν κουβέντιαζαν η μάνα κι ο πατέρας μου με τους συγγενείς μας πώρχονταν να μας ιδούν. Δεν άφηναν τίποτα που να μην το κουβεντιάσουν. Θυμώμαι τον ξάδερφό μου το Χριστόφορο το Σταφύλη απ’ τον Καρβασαρά, έναν πουτσαρά καράβλαχο, παιδί (δηλ. ανύπαντρος) φύλαγε τα γίδια του και πολλές βολές τ’ παράταγε εκεί στο ίσιωμα ή στις Πόρτες (τοποθεσίες) και πετάονταν τα μεσημέρια στα κονάκια μας στην Καρυά, να μας ιδεί και να φιλευτεί.

Και τα κουρμπάνια τα θυμώμαι. Η θειά μ’ η Καλομοίρα των Αγίων Αποστόλων, που γιόρταζε ο Τόλης της, έσφαζε ολοένα γκουρμπάνι και το βράδυ μαζώνονταν στο σπίτι της όλοι οι άντρες, όχι οι γυναίκες, κι έστρωνε τάβλα κι έτρωγαν και τραγούδαγαν και της ευκιόνταν για τον Τόλη. Και στους Κορκαίους, το μπάρμπα Μήτρο το Ρουπακιά και την Αλέξαινα, θυμάμαι κάθονταν ακόμα στο σπίτι που τους το πήρε το χιόνι (χιονοστιβάδα) το Χειμώνα, θυμώμαι που έσφαζαν κουρμπάνι και μαζώνονταν οι άντρες, για τα παιδιά τους, τον Κώτσιο και τον Κωσταρούλα...

Και τώρα για τις παντρειές:
Οι Σαρακατσιαναίοι παντρεύονταν με προξενιά. Κι ούτε το παιδί, ούτε το κορίτσι ρώταγαν. Όλα τ’ αποφάσιζαν οι τρανοί. Ξέταζαν την κατάσταση του γαμπρού ή της νύφης, Τι βιό δηλαδή είχε, πολύ τα νιάτα, τα «ικάλια», τα «ειδήσια», όπως τάλεγαν. Ακόμα για το κορίτσι ρώταγαν, μην έχει «ακ(ου)στεί», μην είνι ακ(ου)σμένου», δηλαδή μην έχει κάμει ηθικά παραπατήματα. Όπως επίσης μην έχει πάει σε γιατρό, γιατί το νάχει πάει σε γιατρό, σήμαινε ότι δεν είναι γερό κι απορρίπτονταν. Μα πιο πολύ απ’ όλα ξέταζαν το σόι, σ’ αυτό έδωναν ιδιαίτερη σημασία. «Πάρι σκύλα απού μαντρί κι νύφ(η) απού σόι» έλεγαν. Και μπορούσε παιδί καλό κι εχούμενο, αλλά από κατώτερο σόι, να χαλέψει κορίτσι από σόϊ, έστω και φτωχεμένο, και να μην το δώκουν. Και τ’ αντίστροφο, κορίτσι καλό και με προίκα, να μην το θέλουν, γιατί ήταν από παρακατιανό σόϊ. Ξέρω περίπτωση, τώρα μετά τον πόλεμο, γύρω στα 1960, που παιδί καλό και πολύ εχούμενο, αλλά από παρακατιανό σόι, ζήτησε κορίτσι καλό κι από σόϊ καλό, αλλά φτωχό πιά, κι όταν ζητήθηκε η γνώμη ενός συγγενή του κοριτσιού, πούξερε το παιδί, είπε τούτο: «τι, πάχινι του σκλί μας, θα τού ψήσουμι να τού φάμι;». Και δεν έγινε η δουλειά. Για το σόι!

Τον προξενητή έκαναν συγγενείς και φίλοι ή κοινοί γνωστοί. Και με πολύ διακριτικότητα. Δεν ήθελε καένας να ρίξει την υπόληψη του στον άλλον. Ήθελε κάποιος ένα κορίτσι για το παιδί του, θα νάβανε κάποιον έμπιστο του να «καταπατήσει», να «αγοράσει», δηλαδή να βολιδοσκοπήσει απόξω-απόξω, χωρίς να φανεί, χωρίς να το δείξει, τον πατέρα ή συγγενή του κοριτσιού, αν το δίνει, ή τι προίκα έχει, ή αντίστροφα, τους συγγενείς του παιδιού αν παίρνει το κορίτσι. Κι αν το έδαφος ήταν ευνοϊκό προχώραγαν πάρα πέρα. Όσο για να ιδούν ένα κορίτσι, αυτό θα γένονταν σε γάμο, στη βρύση απ’ όπου πέρναγαν τάχα τυχαία, ή στο ρέμα πώπλενε, στη στράτα πανταμώνονταν τα καραβάνια τους, αλλά πάαιναν και κανονικά και τόγλεπαν το κορίτσι στο κονάκι του, κι αν τους άρεθε γένονταν η δουλειά, εφ’ όσον βέβαια είχαν κανονιστεί τα’ άλλα, προίκα και τέτοια.

Πάντοτε με τρόπο, που να μη δίνει λαβή σε παρεξήγηση. Τώρα βέβαια είναι άλλο ζήτημα ως ποιο σημείο κατορθώνονταν όλα αυτά, γιατί ο καθένας καταλάβαινε πολλές βολές το «καταπάτημα» και πού την πάαινε την κουβέντα ο άλλος ο «καταπατητής», ο «τσιασίτης», ας πούμε.

Το σπουδαίο είναι ότι τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους υποψήφιους νύφη και γαμπρό δεν τους ρώταγαν. Βέβαια μπορεί νάξεραν κι αυτοί, ιδίως το παιδί, που μπορεί και να του τόλεγαν για την προξενιά που γίνεται, ή και το κορίτσι να μάθαινε απ’ τη μάνα του, όχι απ’ τον πατέρα, μα να τους ρωτήσουν, να πάρουν τη συγκατάθεσή τους, δεν τους ρώταγαν, ιδίως το κορίτσι. Και πολλές βολές γένονταν οι αρραβώνες χωρίς οι αρραβωνιασμένοι να ιδούν ο ένας τον άλλον, δηλαδή να πάει ο πατέρας κι οι συγγενείς του γαμπρού και να αρρεβωνιάσουν, χωρίς νάχουν και το γαμπρό μαζί τους. Τον ξάδερφο μου το Χριστόφορο, πανάφερα παραπάνω, τον αρρεβώνιασε ο πατέρας του και τη νύφη την είδε, όπως και κείνη αυτόν, όταν στεφανώθηκαν. Αυτό έγινε μετά το 1930. Η γυναίκα του αδερφού μου του Γιώργου μώλεγε, ότι ο πατέρας της, Αργύρης Ρούσσας, έτσι παντρεύτηκε. Ο Γρηγόρης Λιούπης (μένει τώρα στη Λάρισα) μώλεγε τούτο το ωραίο ανέκδοτο για τον πατέρα του, το γέρο Χριστόδουλο, μπροστά του και θέλοντας να τον πειράξει: ο γέρο Χριστόδουλος φύλαγε νιός τα γίδια, τώγινε νιά προξενιά, έκλεισαν, πήγαν οι δικοί του κέρασαν τη νύφη. Σα γύρισαν στα κονάκια, τόρριξαν στο γλέντι κι αρχίνησαν το τουφεκίδι, ο γαμπρός ιδέα δεν είχε. Ακούοντας τις τουφεκιές ρωτάει το σύντροφό του: «Ωρέ τι τ’φικάν στα κουνάκια»; - «Σ’ αρριβώνιασαν, ωρέ, σ’ αρριβώνιασαν». «Είνι κανιά καλή;» - «Καλή ‘νι, καλή». - «Άειντι ωρέ…».

Κι άλλες περιπτώσεις τέτοιες ξέρω. Και μ’ αυτό, το να μη βλέπονται, γένονταν κανιά βολά κι άλλα. Άμα είχαν κάνα κορίτσι άσκημο και το προξένευαν πουθενά, όταν έρχονταν να το ιδούν, στα «ειδήσια», δεν έβγαναν αυτό, αλλά άλλο ομορφότερο, και στα στέφανα έφερναν την πραγματική τη νύφη. Αλλά και με το γαμπρό μπορούσε να γένει αυτό , πολύ σπανιότερα όμως. Μώλεγαν ότι ένας υποψήφιος ήταν γκαβός απ’ τόνα μάτι και πήγαν τον αδερφό του που τάχε και τα δυο. Αυτό γίνηκε με κάποιον Μπακοστέριο στα μέρη της Θήβας-Λειβαδιάς. Εδώ όμως πρέπει να σκεφτούμε και τούτο. Κι αν οι συμπεθέροι καταλάβαιναν εκ των υστέρων, δηλαδή στα στέφανα, την απάτη, ίσως νάκαναν και την ανάγκη φιλοτιμία και να καμόνωνταν πως δεν κατάλαβαν, γιατί οι άλλοι θα νάχαν πάρει τα μέτρα τους, να τους αναγκάσουν με το στανιό. Δηλαδή μπορεί να προβλέπονταν φασαρία και κακό και μπροστά σ’ αυτό υποχώραγαν οι απατημένοι.

Έτσι γένονταν τα πράματα κατά κανόνα. Μα όπως είναι και φυσικό, υπήρχαν κι εξαιρέσεις. Ο παππούλης μου απ’ τη μάνα μου, ο Μητρολία Κολοβός (Μήτρο τον έλεγαν, τον πατέρα του Λία και γι’ αυτό τον νομάτιζαν Μητρολία), ήταν πολύ όμορφος άντρας, μαναχοπαίδι, πλούσιο τσελιγκόπουλο κι από σόϊ τρανό, τους Κολοβέους. Η γιαγιά μου η Μάρω, το ίδιο όμορφη κι από τρανό σόϊ κι αυτή, τους Ακριβαίους, με τέσσερα αδέρφια και πολλές αδερφάδες. Απ’ τα κορίτσια ήταν της παντριάς αυτή κι απ’ τα παιδιά ο αδερφός της ο Γιώργος. Κάποιος λόγος είχε γένει να πάρει ο Γιώργος τη δυχατέρα μιας χήρας Κολοβίνας, της Θύμιαινας. Όμως τη γιαγιά μου την έτρωγε ο καημός για το Μητρολία. Κι άμα ο Γιώργος έπαιρνε Κολοβοπούλα, «σταυρώνονταν, τα σόϊα», δε μπορούσε να πάρει κι αυτή το Μητρολία. Κι όπως έλεγαν, το τόλμησε, «κότησε» και τούπε ορθά κοφτά τ’ αδερφού της: «Γιώργου, ισύ Βασίλου (ας πούμε την έλεγαν έτσι την Κολοβοπούλα) βρίσκ’ς κι άλλ(η), ιγώ Μητρουλία δε βρίσκου άλλουν». Κι υποχώρησε ο αδερφός της και πήρε αυτή το Μητρολία.

Στα συβάσματα γένονταν γλέντι, σχετικά στενό όμως, έσφαζαν και χόρευαν και γλένταγαν. Και το κορίτσι ήταν «συβασμένο», καθώς και το παιδί. Κι άκουγες και ρώταγαν στου γαμπρού τα κονάκια για τη νύφη που σύβασαν: «Eίvι καλή η νύφ(η);», εννοώντας με το «καλή», όμορφη. Κι απάνταγαν: «η νύφ(η) στα κάλια (τα κάλη) είνι πουλύ όμορφ(η)», ή «στα ειδήσια (στην εμφάνιση, από το είδη», υποθέτω) είνι καλή», ή είνι πέρδικα γραμμέν(η), ή «έχ(ει) ένα πρόσουπου μήλου-κούμαρου» (δηλαδή ροδαλό σαν το μήλο και το κούμαρο). Στα συβάσματα ο γαμπρός κι οι άνθρωποί του που πήγαιναν και σύβαζαν κέρναγαν χρήματα τη νύφη, ή της πάαιναν και κάνα χρυσαφικό, ανάλογα, που σήμαινε ότι επισημοποιήθηκε ο αρραβώνας. Κι η νύφη τους μαντήλωνε όσους είχαν πάει να τη συβάσουν κι έστελνε μαντηλώματα και στους στενούς συγγενείς του γαμπρού.

Πολλές βολές όμως το κέρασμα προηγούνταν απ’ τα συβάσματα. Άμα δεν τους κάλιαζε να κάμουν αμέσως αρραβώνα, ή βιάζονταν, πάαιναν δυό-τρείς μαναχά, μπορεί νάχαν και καμιά εκκρεμότητα, προίκα και τέτοια, που την έκλειναν την τελευταία στιγμή, ή έβλεπαν το κορίτσι κι αποφάσιζαν εκείνη τη στιγμή το ναί ή το όχι. Μάλιστα άμα έρχονταν η δουλειά έτσι, πώπρεπε ν’ αποφασίσουν εκείνη την ώρα, αν ήταν μεν καταφάνερα φχαριστημένοι όλοι τους απ’ το κορίτσι που είδαν, συννοϊώνταν με τη ματιά ένας με τον άλλον, πετάγονταν ο τρανύτερος, συνήθως ο πατέρας του γαμπρού κι έλεγε «η δ’λειά μας είνι τιλειουμέν(η) συμπέθιρι, να μας ζήσουν». Αν όμως υπήρχε δισταγμός, τότε έβγαιναν όξω απ’ το κονάκι του κοριτσιού, πάαιναν παρέκει σε κανιά άκρη και κει το συζήταγαν κι αποφάσιζαν. Και κανιά βολά έκαναν και ψηφοφορία και μάλιστα πρωτότυπη, Για να μην επηρεαστούν ο ένας απ’ τη γνώμη του αλλουνού, έλεγαν, όποιος είναι στο ναι, να κρατήσει δυο χαλικάκια στο χέρι του, κι όποιος στο όχι, ένα. Άνοιγαν τα χέρια, μέτραγαν τα κουκιά κι έπαιρναν την απόφαση. Η ψηφοφορία γένονταν και μ’ άλλους τρόπους. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί, είναι ότι το κέρασμα σήμαινε κλείσιμο της συμφωνίας, ισοδύναμο με τους επίσημους αρραβώνες, που ακολούθαγαν.

Να διαλυθεί αρραβώνας ήταν κάτι το δύσκολο και σπάνιο, κι όχι χωρίς κίντυνο για κείνον που τα χάλαγε, ιδίως αν ήταν ο γαμπρός κι αν δεν είχε και πλάτες γερές, δηλαδή σόι πολύ και δυνατό . Γιατί ήταν προσβολή για τον απαρατημένον κι ιδίως για το κορίτσι, που απαράταγαν.

Και τώρα για το γάμο. Ο γάμος δεν ήταν σπουδαίο γεγονός και σταθμός στη ζωή μαναχά του γαμπρού και της νύφης. Ήταν το ίδιο και για όλη τη στάνη.

Για τους Σαρακατσιαναίους που έζηγαν όλη τους τη ζωή μακριά απ’ τον άλλο κόσμο, στη στάνη, στα λόγγια και τα βουνά, μέρα-νύχτα κοντά στα πράματα, που δεν έβλεπαν οι περσότεροι και την ίδια τη φαμελιά τους παρά στη χάση και στη φέξη, όταν θα πάαιναν ν’ αλλάξουν ή για κάποιον σοβαρό λόγο, αρρώστια και τέτοια, ένας γάμος στα κονάκια τους σημάδευε τη ζωή. Ήταν μάζωξη τρανή, σωστό πανηγύρι και χαρά. Άγριο βδομαδιάτικο φαγοπότι, γλεντοκόπισμα και ξέσπασμα, με όλες τις εκδηλώσεις πληθωρικές και πρωτόγονες. Απ’ το φαγοπότι, το τραγούδι, το χορό, το τουφεκίδι ως τα μεθύσια και τους καυγάδες ακόμα. Χαρά μεγάλη. Και χαρά την έλεγαν. Και συχνά άκουγες την ευκή: «στ’ χαρά σ’ πιδί μ’», ή «στ’ς χαρές σας π’τσαράδις μ’». Έτσι όταν ήθελαν να προσδιορίσουν χρονικά κάποιο συμβάν, τους άκουγες να λεν: «τ ‘χρουνιά π’ παντρεύουνταν ού τάδι...», ή «στου γάμου τ’ τάδι...»Ο γάμος κράτηγε νιά βδομάδα σωστή. Κι έλεγαν’ για το παιδί ή το κορίτσι που παντρεύονταν «μπήκι στ’ βδουμάδα τ’».

Να ποιο ήταν το χρονικό της βδομάδας του γάμου:
Στης νύφης τη στάνη πρώτα: Τη Δευτέρα και Τρίτη όλες οι γυναίκες απ’ το κονάκι της νύφης, αλλά και συγγένισσές τους, απόρραφταν κι αποτελείωναν τα προικιά και τη φορεσιά της νύφης. Τις ίδιες αυτές μέρες όλα τα κορίτσια της στάνης και κατά προτίμηση αυτά πούχαν και μάνα και πατέρα, πάαιναν κι έφερναν τα ξύλα που χρειάζονταν για το γάμο, για να ψηθεί το ψωμί, για μαέρεμα, για τα ψητά και λοιπά. Κι όταν γύρναγαν απ’ το λόγγο και ξεφορτώνονταν τα ξύλα στο κονάκι της νύφης, όλο και κάτι θα τα κέρναγαν, κάνα λουκούμι με νεράκι και τέτοια. Και στο λόγγο που μάζωναν τα ξύλα όλο τραγούδαγαν.

Την Τετράδη πάαιναν στο ρέμα κι έπλεναν τα προικιά. Δεν πάαινε η νύφη, αλλά οι αδερφάδες, ξαδερφάδες κι άλλα κορίτσια. Τα προικιά βέβαια ήταν καινούρια, αλλά όσο νάναι ήθελαν ένα φρεσκάρισμα. Κοπάναγαν τα χοντρά, τα βελεντζικά με τον κόπανο και ξεπέρναγαν στο νερό τ’ άλλα. Μπορεί και κάνα καινουριοραμένο νάθελε και περσότερο πλύσιμο. Έπλεναν τα κορίτσια και πάαιναν τα τραγούδια, τα κάρκαρα και τα πειράγματα πέντε παράδες, σηκώνονταν το ρέμα. Το βράδυ γύρναγαν, τα κέρναγαν, μπορεί και να τα φίλευαν κιόλας στο κονάκι της νύφης. Τα προικιά τα δίπλωναν, τα κάλιαζαν όμορφα-όμορφα και τα σάκιαζαν στα χαράρια, τα όμορφα, ρηγωτά και ψιλογνεσμένα τρανά σακιά.

Την Πέφτη γένονταν η ίδια δουλειά και στη νύφη και στο γαμπρό. Έπιαναν τα προζύμια για το ψωμί του γάμου. Αυτή η δουλειά γένονταν το βραδάκι. Μαζώνονταν στο κονάκι (του γαμπρού και της νύφης) όλο το σόϊ, κι έβαναν δυο παιδιά κι ένα κορίτσι, που να ζουν απαραίτητα και οι δυο οι γονέοι τους (θεωρούνταν πιό τυχερά, καλόμοιρα, σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις), και κράτηγαν τη σίτα και κοσκίναγαν συμβολικά τ’ αλεύρι, κι ύστερα ανακάτωναν μέσα σε νιά σκαφίδα τ’ αλεύρι με το νερό. Κι όπως ήταν τα χέρια τους με ζυμάρια, πάαιναν και πασάλειφταν τα γένεια του πατέρα του γαμπρού ή της νύφης και τα μάγουλα της μάνας τους, λέοντας ευκές «να σας ζήσουν και στα μικρότερα και πάντα τέτοια νάχετε». Την απόλαψα πολλές βολές αυτή τη χαρά. Κι ήταν πανηγύρι μέσα στα γέλια και τα κάρκαρα απ’ τα κορίτσια κι‘ ολουνούς. Όταν έπιαναν τα προζύμια έλεγαν και τραγούδι επίτηδες, ετούτο:

Ανάχλια ανάχλια το νερό κόρη ξανθή τ’ ανάπιανε κι αφράτο το προζύμι με μάνα και πατέρα.

Σχετικά με τα προζύμια πρέπει να πούμε και ένα σαν παροιμία, που λέν οι Σαρακατσιαναίοι, αλλά και γενικά ο λαός. Όπως τα προζύμια είναι ο προάγγελος, ο πρόλογος του γάμου, έτσι κι ένα κάποιο επεισόδιο ή γεγονός μπορεί νάναι προάγγελος κάποιου σοβαρότερου γεγονότος. Και γι’ αυτό άμα κάποιος έκανε κάτι που μπορούσε να οδηγήσει σε φασαρία, σε διχόνοια ή σε μπελιάδες, έλεγαν «αυτός έπιασε προζύμια». Ή άμα κουβέντιαζαν για κάποιο γεγονός, κακό το περσότερο, σκοτωμό και τέτοια, και θέλοντας να προσδιορίσουν την αφορμή ή τα αίτια, έλεγαν «τα προζύμια πιάστηκαν από τότε πού...».

Ματαγυρνάμε στο γάμος μας.
Την Παρασκευή ζύμωναν το ψωμί για το γάμο. Κι όπως χρειάζονταν πολύ ψωμί, πάλι μαζώνονταν κι άλλες γυναίκες κι ιδίως κορίτσια και το ζύμωναν. Τόφκιαναν κουλούρες και πολλές τις κένταγαν κιόλας. Και τραγούδαγαν. Και για να το ψήσουν άναφταν φωτιά κι έβαναν γάστρο και σ’ άλλα κονάκια, συγγενικά ή γειτονικά. Το ζύμωμα του ψωμιού γένονταν το πρωΐ, ώστε ως τ’ απομεσήμερο νάχει τελειώσει και το ψήσιμο, γιατί είχαν κι άλλη δουλειά να κάμουν τη μέρα αυτή. «Έβγαναν», αυτή ήταν ή έκφραση, τα προικιά και τάδειχναν, έκαναν αυτό που λέμε τώρα «έκθεση των προικιών». Έστρωναν στην αυλή μπάτσες ή φτέρες, άπλωναν βελέντζες και 'κει απάνω ξεσάκιαζαν τα προικιά από ένα-ένα και τάδειχναν. Σ’ αυτό το «βγάλσιμο» πάαιναν μαναχά οι γυναίκες και τα κορίτσια, και βέβαια και τα λιανοπαίδια για να κάμουν χάζι. Τάπιαναν οι γυναίκες στα χέρια τους με λαίμαργη περιέργεια, τα τήραγαν, τα ξέταζαν, τα σύγκριναν μέσα τους με τα δικά τους, αναστενάζοντας από ζήλεια αν ήταν καλύτερα ή από ικανοποίηση αν ήταν κατώτερα και φεύγοντας και τα κουτσομπόλευαν, σα γυναίκες. Πάντως οι ευκές έδωναν κι έπαιρναν.

Το Σαββάτο, στη νύφη είμαστε ακόμα, αυγή-αυγή μαζώνονταν οι άντρες απ’ το στενό συγγένειο κι έσφαζαν τα σφαχτά για το γάμο. Κι άλλα, τα πέρναγαν στις σούφλες και τάψεναν κι άλλα, τα αχαμνώτερα, τα κομμάτιαζαν και τα μαέρευαν στα καζάνια. Στο μεταξύ κι οι γ’ναίκες δεν κάθονταν. Τοίμαζαν όλα όσα χρειάζονταν για το γάμο, πιατικά, κουτάλια, κακάβια, ταψιά, προσκέφαλα, στρώματα, μεσάλια, τάβλες και τέτοια, μαζώνοντας κι απ’ τ’ άλλα κονάκια, γιατί τα δικά τους δεν έφταναν. Τοίμαζαν και τη νύφη. Ως το δειλινό το Σαββάτο έρχονταν κι οι πιό αλαργινοί καλεστάδες της νύφης, δηλαδή συγγενείς κι άλλοι καλεσμένοι της. Κι αργά το δειλινό έπρεπε νάναι όλα κι όλοι έτοιμοι να καρτερέσουν το συμπεθεριακό.

Και τώρα στο γαμπρό. Εδώ τις δυο-τρείς πρώτες μέρες, Δευτέρα ως Τετράδη, γένονται γενικές ετοιμασίες. Το νοικοκυριό, φορεσιές και μάλιστα του γαμπρού, ξύλα για το γάμο και τέτοια. Την Πέφτη πιάνουν κι εδώ τα προζύμια, όπως ακριβώς και στη νύφη. Την Παρασκευή κι εδώ ζυμώνουν και ψένουν το ψωμί. Εδώ όμως, στου γαμπρού το κονάκι, έραφταν και το φλάμπουρα τη μέρα εκείνη, την Παρασκευή. Με τραπέζωμα, τραγούδια και χορό στην αυλή. Ο φλάμπουρας ήταν ένα τετράγωνο φλώρο πανί, αγοραστό, μπορεί και μεταξωτό. Η γριά Χριστοδουλίνα Λιούπαινα μώλεγε, ότι ήταν πανί αγοραστό ταμτελίσιο. Κι ο γέρο Χριστόδουλος Λιούπης ότι έραφταν στο φλάμπουρα ταμτέλες κόκκινες. Στη μέση με δυό κομμάτια απ’ άλλο πανί τώφκιαναν σταυρό. Γύρω-γύρω στην άκρη έβαναν ταμτέλα κι έραφταν και γουργούρια, μικρά-μικρά βρονταράκια σαν αυτά πώχουν οι Δεσποτάδες στα λαμπερά τους άμφια. Τον έραφταν σ’ ένα ξύλο ίσιο, με σταυρό στην άκρη του και στις τρεις άκρες του σταυρού έμπηχναν απ’όνα μήλο. Αν δεν ύπαρχαν μήλα έβαναν ρόιδα. Το φλάμπουρα τη μέρα που τον έραφταν, τον τραγούδαγαν και τον χόρευαν. Χόρευαν μπροστά με το φλάμπουρα στο χέρι κι όπως τον ανέμιζαν ακούονταν τα γριγκαρίδια του, όλοι με την αράδα, και πρώτος ο φλαμπουριάρης, αμούστακο παληκαράκι τις περσότερες βολές, με μάνα και πατέρα κι εδώ, που θα τον κρατάει όταν θα πααίνει το συμπεθεριακό να πάρει τη νύφη. Και φυσικά και στο γύρισμα.

Να και το τραγούδι πώλεγαν στο ράψιμο του φλάμπουρα:
Ράψτε το φλάμπουρα καλά, ράψτον γερά, ράψτον δασειά, θα γείρει ράχες και βουνά, θα τον ξεκλίσουν τα κλαριά, θα τον γελάσουν τα χωριά θα τον γελάσει η πεθερά, δε θα μας δώσει τα προικιά. 
(Κατίνα Τέζα)

Τα φλάμπουρα αφού τον τραγούδαγαν και τον χόρευαν, τον έμπηχναν απάνω απ’ τη ρούγα του κονακιού του γαμπρού ως την άλλη μέρα, που θα ξεκίναγαν για τη νύφη.

Το κάλεσμα:
Το κάλεσμα, ή πρόσκληση, γένονταν και στις δυο μεριές, την Πέφτη. Δυο παιδιά (αγόρια) κι ένα κορίτσι, πάλι με μάνα και πατέρα, με νιά κόφα κρασί γύρναγαν σ’ όλα τα κονάκια και «κάλεγαν» κερνώντας. Έπαιρνε την κόφα ο νοικοκύρης που καλιώνταν, τη γύρναγε, τράβαγε κάνα-δυό καταπιές κι ευκιόνταν: «Οι ώρες οι καλές. Και στα θ‘κά σας!», για τα παιδιά. Για τους συγγενείς και φίλους σε άλλες στάνες έστελναν μικρά κόκκινα κουφετάκια, μικρά σα σκάγια, τυλιγμένα σε κόκκινο χαρτάκι. Αυτά τα καλέσματα τάστελναν από μπροστύτερα.

Στα κονάκια που γένονταν ο γάμος καλιώνταν όλοι ανεξαίρετα. Κάθε καλεσμένος που θα πάαινε στο γάμο, θα νάφερνε δώρο σφαχτό ολόκληρο ψημένο και μια κουλούρα ψωμί κεντημένη. Εκείνος πώκανε το γάμο έσφαζε πολλά και δέκα και πάρα πάνω κανιά βολά. Αλλά και πολύ λιγότερα αν του έφερναν πολλά οι καλεσμένοι. Κι ανάλογα και με τα έχοντά του ο καθένας. Στους γάμους πάαιναν πολλές βολές και κλεμμένα σφαχτά. Ήταν ευκαιρία για όσους τούχαν συνήθειο να κλέβουν. Γιατί μέσ’ στα πολλά που σφάζονταν στο γάμο, κρύβονταν και τα κλεμμένα και δε βρίσκονταν άκρη. Πάντως άμα τώλειπαν κανενός πράματα, το πρώτο που αναρωτιώνταν ήταν αν και που έγινε αυτές τις μέρες γάμος, για να ερευνήσει προς τα ‘κει.

Το Σαββάτο πιά και οι δυο οι στάνες ήταν στο ποδάρι. Όσοι ήταν τσιοπαναραίοι τα κανόνιζαν με τους συντρόφους τους, ή έκαναν κολληγιές με αλλουνούς, ή και πλέρωναν κανιά βολά κάναν παλιοχωρίσιο για κάνα-δυό μέρες, για να βολέψουν εκείνες τις μέρες τα κοπάδια τους, να μπορέσουν να παν στο γάμο. Στο μεταξύ, κι από μέρες, όλο και προσπάθαγαν να μάθουν χορό όσοι δεν ήξεραν, ιδίως τα μ(ε)σοπαίδια. Πιάνονταν από κλωνάρια ελατίσια και δώστου να πηδάν και να κάνουν κωλοκαθιές και να φέρνουν γυροβολιές και σφροήλες, να μάθουν.

Και στις δυο τις στάνες η ζωή αναταράζονταν. Έσφαζαν, έγδερναν, έψεναν, μαέρευαν, ιδίως στης νύφης αυτή η δουλειά, γιατί στο γαμπρό αυτά γένονταν περσότερο την άλλη μέρα, την Κυριακή. Θυμώμαι κάτι μαείρους, μεσόκοπους άντρες με τα τσαρούχια τους, ζωσμένοι νιά ποδιά μπροστά και δώστου ν’ ανακατώνουν με κάναν κεπτσέ ή τρανή χούλια τα κοψίδια με πατάκες ή μακαρόνια στα καζάνια.

Στη στάνη του γαμπρού η κίνηση είναι μεγαλύτερη. Πιάνονται τ’ άλογα, σαμαρώνονται ή σελώνονται και πεταλώνονται και λαμπροστολίζονται με γκέμια και με καραμελωτές, οι συμπεθέροι λούζονται και μπαρμπερίζονται, οι γυναίκες βγάνουν απ’ τα χαράρια τους και βάνουν τις πιό ψιλούφαντες και πλουμιστές αρματωσιές τους. Όλα αλλάζουν όψη. Ως και τα σκυλιά απ’ την πολύ οχλοβοή τα χάνουν, μερεύουν και δεν αλυχτάν. Δεν αδειάζουν κιόλας, γιατί δεν προφταίνουν να ροκανάν κόκκαλα και να τρων τις μπροστούρες (κοιλιές) που πετάν απ’ τα σφαχτά. Η ζωηρότερη όμως προετοιμασία γίνεται στο κονάκι του γαμπρού. Θα τον ξουρίσει και θα τον κουρέψει ο πιο τεχνίτης της στάνης. Και την ώρα που τον ξουρίζουν τον τραγουδάν κιόλας:

Ασπροσυγνέφιασε ο ουρανός τώρα ξουρίζεται ο γαμπρός. Ξουράφια από τα Γιάννενα ψαλίδια από την Πρέβεζα (ή κι’ ακόνια από την Πρέβεζα)
(Κατίνα Τέζα)

Στα παλιά τα χρόνια οι γαμπροί έβαναν φουστανέλα. Πρόκαμα και γώ κάνα δυο γαμπρούς με φουστανέλα. Και τη γαμπριάτικη τη φουστανέλα του πατέρα μου τη φύλαγε η μάνα μου ως το τριάντα τόσο και τη χάλασε για να μας φκιάσει κοντά (πουκάμισα) και βρακιά. Κι είχαν παντρευτεί το 1912!

Κι η νύφη στο κονάκι της τοιμάζονταν. Της έβαναν φουστάνι ψιλούφαντο, γαλάζιο, φκιασμένο από ψιλό σκουτί μ’ ατέλειωτες δίπλες-πλισέδες κι ένα σωρό πολύχρωμες δαντέλες, «ταμτέλες» τις έλεγαν, χαμηλά, πολκάκι και σαλιούρα τριανταφυλίσια, κεντητή και μεταξένια, ποδιά κεντημένη κι άλλα πολύχρωμα και χρυσοκέντητα πισλιά και στολίδια και πελεντζίκια στα χέρια και σταυρούς μ’ αλυσίδες, που την έκαναν πολύ φανταχτερή. Μόνο που η καημένη, σ’ όλη τη διάρκεια του γάμου, απ’ την ώρα που την άλλαζαν και της έβαναν τα νυφιάτικα ως τη Δευτέρα που χάλαγε ο γάμος, δε σήκωνε μάτια να ιδεί κόσμο. Και την περσότερη ώρα σταλικώνονταν λόρθη. «Προσκύναγε», όπως τόλεγαν. Γι’ αυτό κι είχαν την έκφραση οι Σαρακατσιαναίοι: «προσκυνάει σα νύφη», ή «προσκυνάει σά νύφη από Δευτέρα». Έχω ακούσει, ότι για να μη χρειάζεται να πααίνει για την ανάγκη της, την τάιζαν τη νύφη με αυγά βραστά!

Ανάλογα και με τη στράτα ως τα κονάκια της νύφης, το συμπεθεριακό θα ξεκίναγε πριν τ’ απόγιομα, ή τ’ απόγιομα του Σαββάτου. Μαζώνονταν ούλο το συμπεθεριακό μπροστά στο κονάκι του γαμπρού, έφερναν νιά γυροβολιά, με το φλάμπουρα ο πρώτος, λέοντας και τούτο το τραγούδι:

Βασιλικέ μου φλάμπουρα, μαντήλι μ’ ασημένιο, τι κάθεσαι και δεν κινάς και δεν κινάς φουσάτα. Μόν’ καρτερώ τη μάνα μου, να μ’ δώκει την ευκή της, του θεού και τη δική της...

(Όμως μάλλον δεν είναι ολόκληρο το τραγούδι).

Ή έλεγαν ετούτο το τραγούδι:
Τι καρτερείς ρε φλάμπουρα και δεν κινάς να φύγεις. Τους συμπεθέρους καρτερώ και το γαμπρό ν’ αλλάξει. Ο ήλιος είναι ο γαμπρός και το φεγγάρι η νύφη και τ’ αστεράκια τα λαμπρά είναι οι συμπεθέροι.

Το τραγούδι αυτό μπορεί νάναι και στίχοι απ’ το προηγούμενο.

Και ξεκίναγαν με τουφεκιές. Και τραγουδώντας:
Κίνησαν τα τσιαμόπουλα και τα καπετανόπουλα,
να παν στον πέρα μαχαλά, που ‘ν’ τα κορίτσια τα καλά.
Τους έπιασε ψιλή βροχή και μιά μεγάλη ταραχή
και βράχ(η)καν τα τσιαμόπουλα και τα καπετανόπουλα.

(Αυτό που λεν τώρα διάφορα χορευτικά συγκροτήματα συλλόγων Σαρακατσιαναίων, αντί: «κίνησαν τα τσιαμόπουλα και τα καπετανόπουλα», λεν: «κίνησαν τα τσιαμόπουλα, τα σαρακατσιανόπουλα», δεν είναι σωστό . Το τραγούδι λέονταν όπως το γράφω, το ρώτησα.).

Μπροστά ο φλαμπουριάρης με το φλάμπουρα, στη μέση του συμπεθεριακού ο γαμπρός, ντροπαλός, σοβαρός και λιγομίλητος. Άμα η απόσταση ήταν μεγάλη, έκαναν και κανιά στάση να μαζωχτούν, να ξανασάνουν άνθρωποι κι άλογα, μα και να πουν και κάνα τραγούδι μαζωμένοι και να φέρουν και κανιά γυροβολιά. Κι όταν ήταν πολύ αλάργα, έτρωγαν κιόλας. Το ψημένο το κριάσ(ι) το κουβάλαγαν στα σακιά και κρασί στις κόφες. Στη στράτα όποιον κι αν απάνταγαν, θα τον κέρναγαν με την κόφα, θα τους ευκιόνταν τις «ώρες καλές» και θα τον ευκιόνταν κι αυτοί ανάλογα.

Φτάνοντας και ξιαγναντίζοντας στα κονάκια της νύφης, κοντοστέκονταν, έστηναν χορό, μαζώνονταν όλο το συμπεθεριακό και ξεκίναγαν αργά-αργά και τραγουδώντας, ενώ την ίδια στιγμή ξεκόβονταν δύο-τρείς. Το περσότερο παιδιά, με καλά άλογα, οι «σ(υ)χαριάτες» κρατώντας και νιά κόφα με λουρί με πούλιες και μαντήλι στο λουρί, γιομάτη κρασί κι αδρόμαγαν με τ’ άλογα στα τέσσερα, παραβγαίνοντας ποιος να περάσει τον άλλον, να παν ν’ αλλάξουν τις κουλούρες στη νύφη. Εκεί τους υποδέχονταν μ’ ατέλειωτες μπαταριές, τ’ άλογα φυσομάναγαν και πρόγκαγαν, γένονταν σαματάς, τελικά όμως τους δέχονταν, άλλαζαν τις κουλούρες, αλληλοκερνιώνταν με τις κόφες τους, τους έδεναν μαντήλια στ’ άλογα και τρέχοντας πάλι στα τέσσερα γύρναγαν στο υπόλοιπο συμπεθεριακό, να τους πουν πως είναι, δεχτοί. Και τότε τράβαγαν όλοι, τραγουδώντας τραγούδια της ώρας κι έφταναν. Καλωσορίσματα, ευκές, κεράσματα (τους κέρναγαν τσίπουρο με το φιρφιρί, το μολυβένιο παγούρι και λουκούμι), να βολευτούν τ’ άλογά τους κι ύστερα η πρώτη δουλειά, τα στέφανα. Στ’ άλογο του γαμπρού, καθώς ξεπέζευε αυτός, ανέβαζαν ένα παιδί. Το ξέταζαν, για να κάνει το ζευγάρι παιδιά (αγόρια).

Κι εδώ μού φαίνεται «ξαγόραζαν» τ’ άλογο του γαμπρού. Δηλαδή για να κατέβει το παιδί απ’ τ’ άλογο, ο γαμπρός ή οι δικοί του τώδωναν κάτι χρήματα. Πριν γένουν τα στέφανα, στενοί συγγενείς του γαμπρού, τ’ αδέρφια του, θα πόδεναν τη νύφη με παπούτσια πώφερνε ο γαμπρός, αφού της έδωναν κι έπινε κρασί από μέσα απ’ το παπούτσι κι έπινε και κείνος που την πόδενε κι έλεγαν κι ευκές. Η πράξη αυτή να πίνουν κρασί νύφη κι αδέρφια του γαμπρού απ’ το ίδιο παπούτσι, ήταν για να στεριώσει η αγάπη κι η ομόνοια ανάμεσα στη νύφη και τ’ αδέρφια της. Ακόμα, κείνη την ώρα μπορεί να της πέρναγαν και κάνα δώρο-κόσμημα, αλυσίδα και τέτοια. Την ώρα που γένονταν το πόδεμα, έλεγαν και τούτο το τραγούδι:

Άνοιξε χρυσό κουτί, βγάλε τα στολίδια σου και τα πελετζίκια σου. Να στολίσω τη νυφούλα, να τη φκιάσω περδικούλα. Της νυφούλας τα στολίδια απ’ την Πόλη είναι φερμένα κι απ’ τήν θάλασσα βγαλμένα. 
(Κατίνα Τέζα)

Σε συνέχεια τα στέφανα, που μόλις τελείωναν, έδωναν κι έπαιρναν πάλι οι χαιρετιστήριες ντουφεκιές. Στα στέφανα ο κουμπάρος έριχνε στις πλάτες των νιόνυμφων ένα ύφασμα αγοραστό , το «στεφανοπάνι» όπως τόλεγαν, ενώνοντας τους μ’ αυτό. Ήταν το γαμήλιο δώρο του κουμπάρου στο ζευράρι, εκτός βέβαια απ’ το σφαχτό και την κουλούρα.

Μετά τα στέφανα τη νύφη την έπαιρναν οι γυναίκες οι δικές της σ’ άλλο κονάκι, δηλαδή καλύβι ή κάμαρη, όπου πάαιναν κι οι συμπεθέρες, ενώ ο γαμπρός κάθονταν με τους άντρες. Την τελευταία βραδυά στο πατρικό της κονάκι η νύφη θα την περάσει με τους δικούς της. Ήταν κι οι συμπεθέρες απ’ το γαμπρό μαζί της, αλλά ακόμα τη νύφη την είχαν στη δικαιοδοσία τους οι δικές της γυναίκες, που θα την τραγουδήσουν, θα τη χαρούν και θα την καμαρώσουν όλη τη νύχτα, και την άλλη μέρα που θα φύγει το συμπεθεριακό, θα την παραδώκουν με κλάματα στους συμπεθέρους.

Μετά τα στέφανα, τάλεγαν και «στέψεις» κι αφού χαιρέταγαν όλοι τα νιόγαμπρα και τον κουμπάρο κι άλλαζαν ευκές: «να σ’ ζήσουν νουνέ», «πάντα άξιος νουνέ», «να ζήσητε γαμπρέ», «να μας ζήσουν συμπέθιρι», «Στ’ς χαρές σας οι μ’κρότιροι», «στιριουμένους γαμπρέ», «να ζήσητι σαν τούν Έλυμπου», «να ζήσητι. Σαν τα β’νά», «να ζήσητι, να γιράσιτι και ν’ ασπρίσιτι σαν τα ψ(η)λά βουνά, ή σαν τ’ λαγού τούν κώλου», «να ζήσουν να τ’ς χαίριστι» κι άλλα πολλά, ακολούθαγε ομηρικό, πλουσιοπάροχο φαγοπότι και γλεντοκόπιμα ως την αυγή.

Σε νιά κάμαρη του σπιτιού της νύφης, την τρανύτερη, και κανιά βολά κι όξω στην αυλή ή στο φριτζιάτο άμα κάθονταν σε καλύβια, είχαν στρωμένες μπάτσες από έλατα ή φτέρες κι από πάνω απλωμένα τραγομαλλίσια τσιόλια και βελέντζες. Ολόγυρα προσκέφαλα, μαλλίσια υφαντά, πολύχρωμα, γεμισμένα με ξερά χορτάρια. Εκεί κάθονταν σταυροπόδι στην αράδα οι συμπεθέροι και στη μέση της σειράς ο κουμπάρος έχοντας το γαμπρό δίπλα του, τον πατέρα της νύφης, ή καέναν άλλον στενό συγγενή της αν δεν είχε πατέρα και τον πατέρα ή στενό συγγενή του γαμπρού. Στην ίδια κάμαρη κάθονταν κι οι συμπεθέροι απ’ τη νύφη, ανακατωμένοι με τους άλλους, όχι ξεχωριστά. Αυτοί που περέταγαν το γάμο, οι βλαμάδες, άπλωναν μπροστά στους καθισμένους μεσάλια, δηλαδή πανιά μακρουλά, Αυτό ήταν το τραπέζι. Τα μεσάλια τάλεγαν και τάβλες κι ήταν συνήθως λαζουριστό ύφασμα. Έφερναν χλιάρια και πηρούλια και τάφιναν πολλά αντάμα εδώ κι κεί, όχι στον καθέναν το δικό του, κι ο καθένας έπαιρνε. Έφερναν πιάτα (καπάκια) με μαειρεμένο φαΐ στην αρχή, κρέας με μακαρόνια ή πατάτες, πάλι όχι σε καθέναν το δικό του, αλλά όπως τύχαινε και μπορούσε να φαν και δυό και τρεις από ένα. Ύστερα έφερναν ψημένο λιανισμένο. Κράταγε ένας το ταψί γιομάτο ψημένο κι ο άλλος δίπλα του, όπως προχώραγαν μπροστά στους καθισμένους, έπαιρνε με τα δυό του χέρια χούφτες κοψίδια και τα σώριαζε απάνω στο μεσάλι. Κι έβλεπες σωροί-σωροί τα κοψίδια στην αράδα.

Σ’ όλο αυτό το «σερβίρισμα» πρόσεχαν ιδιαίτερα το νουνό με το γαμπρό κι όσους ήταν εκεί κοντά τους στην τιμητική θέση.

Στο γαμπρό, εκτός απ’ το κρέας και μάλιστα διαλεχτά κομμάτια, θα τώφερναν και την «πίτα του γαμπρού», τυρόπιτα, ακέρια και σταζάτη απ’ το πολύ το βούτυρο, μέσα στο ταψί που ψήθηκε. Αυτός θα φάει ντροπαλά και θα δώκει και στο νουνό και τους άλλους που κάθονταν σιμά του.

Στο μεταξύ έρχονταν κι οι κόφες με το κρασί και ποτήρια, γυαλιά τάλεγαν. Εκείνος πούχε το γάμο, θα νάχε πάει από δυο-τρείς μέρες μπροστά στο Μεσενικόλα (μιλάω για τις δικές μας στάνες, Βραγγιανά, Καρβασαρά εκεί γύρα), ήταν Αμπελοχώρι, και θα νάφερνε σε ασκιά ένα φόρτωμα κρασί, από πενήντα μέχρι και εκατό οκάδες, ανάλογα. Ξοδεύονταν πολύ κρασί.

Το γενικό πρόσταγμα στο τραπέζι και στο γλέντι, αλλά και γενικά στο γάμο, το είχε ο νουνός. Ό,τι έλεγε αυτός, εκείνο και θα γένονταν. Ήταν το πιο σεβαστό πρόσωπο στην περίσταση αυτή. Κι απ’ αυτόν αρχίναγε το περίφημο «γιομάτο». Το γιομάτο ήταν ένα όμορφο έθιμο. Γύρω απ’ αυτό κύλαγε η ώρα ευχάριστα, κεφάτα κι άναφτε το γλέντι.

Άμα μπούκωναν λίγο από φαΐ, γιόμωνε ο νουνός ένα, αλλά κανιά βολά και δυό αντάμα, τρανό κατοστάρι (εκατό δράμια) ποτήρι κρασί, το σήκωνε ψηλά, γι’ αυτό κι έλεγαν «σήκωσε γιομάτο», κι έκανε «πρόποση» για τα νιόγαμπρα: «Αυτό το ποτηράκι πώχει λίγο κρασάκι και πολύ αγάπη το πίνω στην υγειά των νιόνυμφων. Να ζήσουν και ν’ ασπρίσουν σαν τον Έλυμπο (ή σαν τα β’νά). Το πίνω και βρίσκω κατάλυμα τον τάδε... Καλώς να σ ‘ εύρω ταδε...» Κι κείνος απάνταγε: «Καλώς νάρθ’ς». Κι άμα τα γιομάτα ήταν δυο αντάμα, στο δεύτερο θα νάκανε πρόποση για κάποιον άλλον, ας πούμε τον πεθερό του γαμπρού. Λέονταν αυτά πούπαμε, μα δε βιάζονταν ο κουμπάρος να το πιει. Θα τώλεγαν πρώτα κάνα τραγούδι και κάνα αστείο κι ύστερα θα τόπινε. Κι αφού τόπινε θα νάλεγαν κι άλλα τραγούδια. Πέρναγε λίγη ώρα και σηκώνονταν εκείνος, που τον είχε βρει κατάλυμα ο νουνός. Έκανε κι αυτός την ίδια πρόποση, αλλά βάνοντας στην αρχή: «Ετούτο το ποτηράκι πώχει λίγο-πολύ κρασάκι και πολύ αγάπη και το διέταξε ο κουμπάρος να το πιούμε στην υγειά των νιόνυμφων, το πίνω....» και στο τέλος έλεγε: «Πίνω και ζητάω κατάλυμα». Ο κουμπάρος, που σ’ αυτόν αποτείνονταν, γιατί αυτός σήκωνε το γιομάτο, τώλεγε ποιόν να βρει κατάλυμα: «Τουν ξάδιρφό σου τουν τάδι... ή του συμπέθιρου τούν ταδι...». Κι αυτός πούχε το γιομάτο, γύρναγε αμέσως κατά κείνον που υπόδειξε ο κουμπάρος: «καλώς να σ’ εύρου ξάδιρφι...», ή «καλώς να σ’ εύρου συμπέθιρι..!». Και κείνος απάνταγε: «Καλώς νάρθ’ς». Και τα ποτήρια έκαναν το γύρο και πίνονταν απ’ όλους με την ίδια διαδικασία, με τραγούδια, αστεία και πειράγματα. Έτσι το γιομάτο γύρναγε σ’ όλους κι ήταν υποχρεωτικό. Στο μεταξύ την ώρα που γύρναγε το γιομάτο κι οι άλλοι δεν κάθονταν, όλο κι έπιναν ένας με τον άλλον. Κι εκεί πολλοί τάπιναν σταυρωτά. Τελείωνε το γιομάτο του νονού, αυτός θα το παράδωνε στον πεθερό, σ’ έναν απ’ τους δυό, εκείνος σε κάποιον άλλον, πάντα πρόσωπο σεβαστό, είτε λόγω ηλικίας είτε λόγο εκτίμησης. Κι έτσι σηκώνονταν και τρία και τέσσερα γιομάτα ως την αυγή, κι όπως στο μεταξύ κι όλοι έπιναν, αρκετοί μέθαγαν.

Ο γέρο Λία Ψαρογιώργος μώλεγε ότι, παρά το ότι ο νουνός ήταν βέβαια το πιό σεβαστό πρόσωπο, για το γιομάτο «δίκαζαν», «ψήφιζαν», έναν Πρόεδρο κι αυτός σήκωνε το γιομάτο. Σήκωνε το πρώτο για το νουνό, μετά για τα νιόνυμφα και ούτω καθεξής. Γι’ αυτό κι έλεγαν: «Το παρόν ποτηράκι... το διέταξε ο Πρόεδρος...». Με το γιομάτο διασκέδαζαν καθιστοί, όλοι σταυροπόδι κι ήταν ησυχία σα σ’ εκκλησιά. Ο Πρόεδρος είχε και αστυνομία για τους παραβάτες. Όποιον έκανε κάποιο λάθος, ας πούμε στις ευκές, τον δίκαζε να πιει δυό ποτήρια. Άμα έφερνε αντίρρηση διέταζε και τον έδενε η αστυνομία. Και γένονταν δικαστήριο με δημόσιο κατήγορο, υπερασπιστή κλπ. Και τον απάλλαζαν ή τον (κατα)δίκαζαν. Πολλοί γερόντοι έκαναν κι επίτηδες λάθος για να τους δικάσουν να πιούν και δεύτερο ποτήρι. Στο τέλος σήκωναν γιομάτο και για τον Πρόεδρο, επειδή κουράστηκε, «ήταν δίκαιος» κλπ. Στη διεύθυνση του γλεντιού. Έπιναν κι έτρωγαν πολύ, «κριατούρια» πολλά. Κι όσο κράτηγε το γλέντι και το γιομάτο, δεν επιτρέπονταν να βγει καένας όξω. Αυτά μώλεγε ο γέρο Ψαρογιώργος κι αυτός ξέρει καλύτερα κι ίσως να μη θυμάμαι εγώ καλά. Αυτή η συνήθεια να ορίζεται πρόεδρος, κουμανταδόρος στο πιοτό και γενικά στο γλέντι, μπορεί να κρατάει απ’ τους αρχαίους Έλληνες, γιατί στο βιβλίο «Η ζωή στην αρχαία Ελλάδα» των Κολόμποβα-Οζερέτσκαγια (έκδοση Δρακόπουλου) σελ. 72, οι συγγραφείς γράφουν: Οι συνδαιτημόνες εκλέγανε έναν «Πρόεδρο» του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιούν...».

Οι Σαρακατσιαναίοι τούχαν καμάρι να μεθύσουν κάποιον. Πολύ τους ικανοποιούσε αυτό και κοντραρίζονταν ποιος θα μεθύσει τον άλλον. Σηκώνουν το γιομάτο, πίνουν και το τραγούδι δε σταμάταε όλη τη νύχτα. Όπως είναι καθισμένοι, το λέει η μια πλευρά, το παίρνει άλλη. Λεν τραγούδια της τάβλας και στο τέλος κάθε τραγουδιού και κανιά ζωηρή στροφή: «Βρε ντουνιά μου παινεμένε, δε σε γλέντησα καημένε», ή «Αρβανίτες παινεμένοι, πούναι ο Αλή Πασιάς καημένοι», ή «Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα, θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα», ή «Κέρνα παπαδιά γιομάτα τα γυαλιά» κι άλλα τέτοια μικροτράγουδα, δίστιχα, τρίστιχα. Κι ανάμεσα στα άλλα τα τραγούδια. Και με τα δίστιχα και τρίστιχα χάλαγε ο κόσμος, όπως τα τραγούδαγαν όλοι αντάμα, στον ίδιο ρυθμό και δυνατά. Να κι άλλα μερικά: «Ντελμπεντέρισσα Βασίλω, στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω. Στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω, ντελμπεντέρισα Βασίλω». «Τ’ έχεις κόρη μου και κλαίς και μένανε δεν μου το λες. Με μάλωσε η μάνα μου και μ’ έδειρε ο πατέρας μου». «Ω πω-πω ποιά είν’ αυτή, με το γαρούφαλο στ’ αφτί» - «Το τι προγκάν τα πρόβατα τώρα στα ξημερώματα. Τώρα στα ξημερώματα το τι προγκάν τα πρόβατα» - «Άειντι τα πή- βλάχα μ‘ τα πήρανε τα πρόβατα και τάβαλαν στη στρούγκα, βλάχα τσελιγκοπούλα. Άειντι τ’ αρμέ- βλάχα μ’ τ’ αρμέξανε τα ξαρμέξανε, σε νια παλιοκαρδάρα, παλιά μου φιληνάδα». Και πάει το χουϊατό πέντε παράδες. Κι οι κουμπουριές. Και κάνα σπάσιμο ποτηριού.

Κι όταν είχαν κι όργανα, ακόμα καλύτερα. Θυμώμαι, εκεί στις στάνες τις δικές μας είχαμε το Μητσιάκο το Μπούκα με τη μάνα του την Παναϊωτάκαινα. Αυτός έπαιζε βιολί κι ή μάνα του ένα μικρό ντέφι. Ο πατέρας του, ο Παναϊωτάκης, ήταν «γύφτος», σιδεράς στα Βραγγιανά κι είχε μάθει ο Μητσιάκος βιολί, πρακτικός ήταν. Κι όταν πέθανε ο πατέρας του, αυτός με τη μάνα του έκαναν τους οργανοπαίχτες. Τον θυμάμαι με τι μεράκι έπαιζε το βιολί του και τραγούδαγε. Μερακλώνονταν τόσο πολύ, που λούζονταν στον ιδρώτα. Βέβαια τον πότιζαν και κρασί οι Βλάχοι, αλλά είμαι σίγουρος, ότι απ’ το μεράκι του μούσκευε στον ίδρωτα. Κι οι Βλάχοι πάθαιναν έκρηξη απ’ τον ενθουσιασμό τους. «Να ζήσεις ωρέ Μητσιάκου»! Και δώστου να κατεβάζουν ποτήρια και να ρίχνουν κουμπουριές και να κολλάν λεπτά στη μπάλα του. Τον αγάπαγαν πολύ, γιατί πολύ τους ευχαρίσταγε. Αλλά, όπως είπαμε, το περσότερο τραγούδαγαν με το στόμα. Τόπαιρναν οι μισοί κι ύστερα οι άλλοι μισοί. Το Μητσιάκο τον είχαν περσότερο να συνοδεύει τα τραγούδια τους με το βιολί του. Κι η μάνα του με το ντέφι της, έδινε στο χορό το ρυθμό. Τα τραγούδια που τραγούδαγαν και χόρευαν ήταν γενικά τα ρουμελιώτικα. Κλέφτικα, της αγάπης, σκωπτικά, αλλά και μερικά ιδιόρρυθμα δικά τους ή με παραλλαγές απ’ τα γνωστά πρότυπα: Κατσιαντώνη, Μάρκο Μπότσιαρη, Δέσπω, Σουλιώτες, Αλή Πασιά, Σούφ Αράπη, Αητό, Δυσσέα, Κολοκοτρωναίικα, Διαμαντούλα μ’ τ’ είσαι τέτοια.., Του Κίτστου η μάνα κάθεται..., Ροϊδούλα..., Γιάννινα μωρ’ Γιάννινα..., Βλαχούλα..., στην κεντησμένη σου ποδιά..., Νεραντζούλα φουντωμένη..., Λαγκάδι ξερολάγκαδο..., Στάζουν τα κεραμίδια σου μαύρα γλαρά είν’ τα φρύδια σου..., Στης ματζιουράνας τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ..., Λεβέντης είσαι μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις..., Νιά βλάχα, νιά παλιόβλαχα και του Νταβέλη η μάνα..., το τραγούδι του Γιαγκούλα..., Λιάκαινα..., σε τούτην την τάβλα πούμαστε..., Τ’ ακούς μαυριδερούλα μου..., σαν κίνησαν τρεις λυγερές και δέκα μαυρομάτες..., Μάρμαρο θα πελεκήσω, κρύα βρύση θε να στήσω..., Ένα πουλί Χαράλαμπε, ένα πουλί θαλασσινό..., Ντολμπέρι..., Κει πέρα βγαίνει ένας καπνός, σαν τι καπνός να είναι..., Γιαϊδέστε το Μαργιόλικο το αθεματισμένο, πως σέρνει το φεσάκι του σα νάναι μεθυσμένο..., Περδικούλα γκιορντινάτη κι όμορφο πουλί..., Σούπα μάνα μ’ πάντρεψέ με..., Μην είν’ του Μάμαλ(η) τα τραϊά, μην είν’ του Ζυγουγιάννη..., Απ’ την Πόλη έρχομαι κι από τα νησιά..., Κατακαημένη Αράχοβα..., Τέσσερα χρόνια στο στρατό , στη Λάρ’σα και στο Δομοκό..., Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά..., κι άλλα πολλά.

Οι γυναίκες, όπως είπαμε, ήταν αχώρια σ’ άλλη κάμαρη ή σ’ άλλο καλύβι. Και τις έδωναν να φαν, αφού πρώτα έδωναν στους άντρες. Έτρωγαν κι έπιναν κι αυτές λίγο κρασάκι, πάντα συμμαζωμένα, κι έλεγαν και τα τραγουδάκια τους. Επειδή τις είχαν δεύτερες στο φαΐ, άκουγες κανιά βολά κάναν γέροντα να λέει: «Ωρέ ικείνις τ’ς γναίκις τ’ς έδουκι καένας να φαν τίπουτα;» Κι άλλα άκουγες εκεί στους άντρες. Όταν πέρναγε η ώρα και τύχαινε και σώνονταν τα κοψίδια, άκουγες καέναν να λέει: «Ωρέ ιδώ στούν Καρβασαρά (ας πούμε) δεν έχουν τα σφαχτά κιφάλια;», δηλαδή ζήταγε να φέρουν και κάνα κεφαλάκι, αφού σώθηκε το κρέας.

Δε βιάζονταν οι Σαρακατσιαναίοι να χορέψουν. Τόβγαζαν για τα καλά όλη τη νύχτα με το φαί, το κρασί, τα τραγούδια, τα γιομάτα, τα βιολιά, τα ξεφωνητά, τα χουϊατά, τις κουμπουριές, τα πειράγματα. Σιμά την αυγή σηκώνονταν για χορό. Και κανιά βολά άμα ήταν στενάχωρα μέσα, έβγαιναν κι όξω στην αυλή. Άναφταν φωτιά στη μέση της αυλής και χόρευαν γυροβολιά. Οι χοροί τους ήταν «στα τρία», τον έλεγαν κι «απλωτόν », ή «απόλυτον», καλαματιανό και τσιάμικο. Απ’ τούς τρεις αυτούς χορούς, ο χορός «στα τρία», πρέπει νάταν ο πιό δικός τους, ο πιο οικείος τους χορός. Τον χόρευαν όλοι, άντρες και γυναίκες, μικροί-μεγάλοι, κι αυτόν πρωτομάθαιναν μικροί. Στον κύκλο έμπαιναν πρώτα οι άντρες κι ακολούθαγαν οι γυναίκες. Οι γυναίκες χόρευαν στα τρία και λίγο καλαματιανό. Και πολύ σπάνια να χορέψει, τότε, γυναίκα τσιάμικο. Χόρευαν μερικοί και γκαραγκούνα. Και σπάνια καγκέλι και σταυρωτό. Αυτά τα δυο δεν τα είδα να τα χορεύουν, άκουσα όμως να λεν.

Καθένας πώμπαινε μπροστά χόρευε ένα τσιάμικο κι ένα καλαματιανό ή στα τρία. Χόρευαν αργά, περήφανα, όμορφα. Όχι με πολλές φιγούρες. Οι καλοί χορευτάδες έκαναν όμορφες κωλοκαθιές, έφερναν σιγανά γυροβολιές, βάρεγαν με την παλάμη τους ή με τη σκούφια τους, που την ανέμιζαν, τη φτέρνα ή τη φούντα του τσαρουχιού τους και κάθε τέτοια κίνηση τη συνόδευαν και μ’ επιφωνήματα: «ιιι... έςτα... Τπρρρ...» κι άλλα. Κι άλλοι πάλι χόρευαν με ποτήρι κρασί στο κεφάλι κι έκαναν όλες αυτές τις κινήσεις. Κι όπως χόρευε ο κύκλος, έρχονταν και τους κέρναγαν. Οι γυναίκες χόρευαν πολύ ταπεινά, «συμμαζωμένα». Βλέπω τώρα κανένα συγκρότημα σαρακατσιαναίϊκο να χορεύουν οι γυναίκες πηδώντας, κουνιστές και λυγιστές, σα μπαλαρίνες και με πιάνουν τα γέλια, συγκρίνοντάστες με τις Σαρακατσιάνες που είδα, μικρό παιδί, να χορεύουν στα κονάκια.

Με το χορό, κι ώσπου να χορέψουν όλοι, πέρναγε η ώρα κι έπρεπε να γένουν τα τελευταία «αντέτια», πριν φύγει το συμπεθεριακό. Έπρεπε να βάλουν και τη νύφη στο χορό. Κι αυτή με τη σειρά της θα κράτηγε τους στενούς συγγενείς της, πατέρα, αδέρφια κλπ., να χορέψουν. Ήταν ο αποχαιρετιστήριος χορός της, που συνοδεύονταν πολλές φορές κι από κλάματα. Έφερναν κι ετοίμαζαν τ’ άλογα. Κι όταν όλα θα νάταν έτοιμα, θα να ‘ζωναν το γαμπρό. Ο πατέρας της νύφης κι άμα δεν ύπαρχε πατέρας, ο αδερφός ή μπάρμπας της, θα καλέσει το γαμπρό και μπροστά σε όλους θα του τυλίξει στη μέση ζουνάρι φλώρο, θα τον ζώσει. Θα κάμει πως τον ανασηκώνει λίγο πιάνοντας τον απ’ τη μέση και θα τον ευκηθεί: «στεριωμένος γαμπρέ». Μπορεί να του δώκει και κανιά αλαφριά μπατσούλα (μπάτσο, μπατσαλιά) για το καλοστέριωμα. Όλα πιά είναι έτοιμα. Φορτώνουν τα προικιά. Τα βγάνουν όπως είναι στα σακιά στην αυλή, απάνω σε μπάτσες. Κάποιος συγγενής, αδερφός ή ξάδερφος της νύφης θα κάτσει απάνω στα σακιά και θα ζητάει ξαγορά. Ο γαμπρός ή συγγενής του κάτι θα δώκει, χρήματα, για να τα ξαγοράσει κι αφού γένει αυτό είναι λεύτερος να τα φορτώσει. Φέρουν τη νύφη να τη βάλουν καβάλα, γυναικεία όμως, όχι αντρικά. Τη συνοδεύουν οι συγγένισσες κι οι συγγενείς της και την ξεβγάνουν ως παρέκει, τραγουδώντας το γνωστό :

Νιά Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ,
η μάνα μου μ’ έδιωχνε κι ο πατέρας μου
κι αυτό ς μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίοντας, φεύγω παραπονιώντας,
παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι,
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε στης αγάπης μου την πόρτα.
(ο τελευταίος στίχος έχει κι άλλη παραλλαγή: «βρίσκω ένα
δεντρί...», μα δεν τον ξέρω).

Άλλο τραγούδι πώλεγαν ξεκινώντας τη νύφη:

Άσπρη κάτασπρη βαμπακιά πούχαμε στην αυλή μας. 
Ήρθαν ξένοι παντάξενοι, ήρθαν και μας την πήραν, 
ξεϊσκιωσε το σπίτι μας και ίσκιωσε το ξένο.
Άσπρη κάτασπρη βαμπακιά, σιαπού θα μείνεις βράδυ; 
Στου πεθερού μου την αυλή, στης πεθεράς μ’ το σπίτι 
και στ’ άντρα μ’ το νοικοκυριό θα πάου να ‘πηρετήσου. 
(Βαγγέλη Μποτού)

Κι αποχαιρετώντας την με κλάματα τρανταχτά, κι όχι απλώς αναφιλητά:

Βαστάν τα χιόνια τα βουνά
βάστα πατέρα μ’ την καρδιά,
καθώς βαστάω και ‘γώ την ξενιτιά.....

Ή κι άλλα παραπονιάρικα και πονετικά, πριν και κατά την αναχώρηση της νύφης:

Στο ‘πα μάνα πάντρεψε με, σπιτονοικοκύρεψέ με,
και στα ξένα μη με δώκεις, μάνα μ’ θα το μετανιώσεις, 
‘γώ στα ξένα θ’ αρρωστήσω, τη μανούλα μ’ θα ζητήσω,
να ζητήσεις την κουνιάδα και την πρώτη συννυφάδα.
(τσάμικο).

Μάνα μου, γλυκεία μου μάνα, πότε μάλλωσαμε αντάμα και με στέλνεις τόσο αλάργα, γω τον κόσμο δεν γνωρίζω και τον τόπο δεν τον ξέρω, μάνα μου, θα υποφέρω.

Όμως, κανιά βολά, την τελευταία στιγμή γένονταν παρεξηγήσεις και φασαρίες. Βρίσκονταν άλογα του συμπεθεριακού με κομμένες νουρές. Ήταν μεγάλη προσβολή. Έμπαιναν στη μέση οι γεροντότεροι κι άλλοι μυαλωμένοι και σεβαστοί άνθρωποι κι αποσοβιώνταν τα χειρότερα. Δεν θυμάμαι τέτοια περίπτωση, μα θυμάμαι που μολόγαγαν.

Με τα πολλά, το συμπεθεριακό ξεκίναγε. Και φεύγοντας, έχοντας και τη νύφη, τραγουδάν:

Βγάτε παρέα του γαμπρού και σεις αδέρφια της νύφης, 
Βγάτε να πολεμήσουμε με ταδέρφια της νύφης, 
ίσως και τους νικήσουμε και πάρουμε τη νύφη. 
Εμείς τη νύφη πήραμε και το χωριό δικό σας.

Ο γαμπρός σε απόσταση από τη νύφη, που τη συνοδεύουν πιά οι συγγένισσες, αδερφές καν ξαδέρφες, του γαμπρού. Κι αυτή μάτια δε σηκώνει, όλο «προσκυνάει». Κατά το γιόμα, ανάλογα και με την απόσταση, φτάνουν στα κονάκια. Αν η απόσταση είναι μεγάλη, θα σταθούν σε κανιά μεριά να φαν. Μούλεγε ο Στέργιος Ακριβάκης (είναι απ’ τους Ακριβαίους που σιγά-σιγά έγιναν Ακριβακαίοι), ότι το 1917 παντρεύονταν ο Μήτσο Μαλαμούλης και πήγαν απ’ τα Κριθάρια τα Βραγγιανίτικα να πάρουν τη νύφη στη Μπελάϊα του Νεχωριού. Γυρνώντας την Κυριακή με τη νύφη για τα Κριθάρια στάθηκε το συμπεθεριακό στην Καραμανώλη σε μια βρύση κι έφαγαν. Είχαν κοντά τους κρέατα ψημένα απ’ του γαμπρού μέσα σε σακιά και θυμάται πως ο γέρο Γιώργο Μαλαμούλης, ο πατέρας του γαμπρού, έπαιρνε απόνα τρανό κομμάτι κρέας και τυρί και τα «πέταγε» στον καθέναν.

Φτάνοντας στα κονάκια του γαμπρού ματατρέχουν πάλι σ(υ)χαριάτες, τους υποδέχονται με χαρές και τραγούδια, κι όταν η νύφη φτάσει μπροστά στο κονάκι του γαμπρού, πρέπει ο πεθερός να της τάξει για να ξεπεζέψει. Ξεπεζεύοντας θα της δώκουν μια κουλούρα ψωμί να τη σπάσει στο κεφάλι της στα τέσσερα, θα αλείψει με βούτυρο τη ρούγα του κονακιού τρεις σταυρούς για να τρέχουν τα μαξούλια και θα πατήσει σίδερο να μπει μέσα στο κονάκι, για νάναι σιδεροκέφαλη, γερή, την έβαναν και πάταγε σ’ ένα τσεκούρι, κλαδευτήρα, πυρουστιά, κάτι σιδερικό, λέοντας της και τραγούδι:

Πάτα, πάτα, περδικούλα, στου γαμπρού την πορτοπούλα.

Κι ακόμα της κρέμαγαν στη μέση ένα μικρό στατέρι, για να κάνει παιδιά κι όχι κορίτσια. Τη σημασία της πράξης μου την είπε η θειά μου η Λίαινα Κολοβίνα, και πιστευω ότι αυτό είναι το σωστό κι όχι για το μαξούλι, που γράφει ο Λουκόπουλος στο βιβλίο του «Στα Βουνά του Κατσαντώνη» σελ. 112-113. Και μάλλον για την ομοιότητα του βαριδιού απ’ το στατέρι με το λιμπό του αρσενικού.

Πρίν γένουν όλα αυτά, στην αυλή τραγούδαγαν:
Έβγα κυρά και πεθερά, να καλοδεχτείς την πέρδικα.

Άλλο τραγούδι πώλεγαν, φέρνοντας τη νύφη:
Πούσαν πέρδικα γραμμένη κι ‘ήρθες το πρωί βρεμένη. 
Ήμουνα πέρα στα πλάϊα, στις δροσιές και στα χορτάρια. 
Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάϊα, στις δροσιές και στα χορτάρια. 
Έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.

Κι άλλο:
Για μεριάστε, για μεριάστε,
να διαβεί ο γαμπρός κι η νύφη,
να διαβεί τ’ αρχοντηλίκι.

Κι άλλο:
Καλά έκαμες, νυφούλα μου, κι’ ήρθες στο σπιτικό μας. 
Σαν κυπαρίσι να σταθείς, σα δέντρο να ριζώσεις, 
και σα μηλιά, γλυκομηλιά, ν’ ανθίσεις, να καρπίσεις, 
να κάμεις γιους σα σταυραητούς, κορίτσια περδικοϋλες.

Όταν έφερναν τη νύφη, την Κυριακή, στο κονάκι του γαμπρού κι αφού γένονταν όσα είπαμε, μόλις την έβαναν και κάθονταν, της έδωναν και κράτηγε στην αγκαλιά της ένα παιδί. Πάλι για να κάμει παιδιά (αγόρια). Και το κέρναγε κιόλας η νύφη ασημένια, κέρματα. Πολλές βολές το ίδιο έκαναν και στο γαμπρό. Επίσης την ίδια μέρα, όταν ξεφόρτωναν τα προικιά, έπαιρναν ένα παιδί και το κύλαγαν τρεις βολές απάνω στα σακιά με τα προικιά. Για τον ίδιο λόγο. Ο Λουκόπουλος, στο ίδιο βιβλίο και σελίδες αναφέρει και τούτα: «...Στο γάμο τη νύφη της την καρτερεί η πεθερά στην πόρτα του κονακιού και την οδηγεί μέσα. Κι αυτή μπαίνοντας, το πρώτο που έχει να κάμει είναι: Πάει ίσια στο τομάρι με το βούτυρο, λύνει τη γούλη του, βάζει το χέρι της μέσα και βγάζει αλοιφή» (το άρτυμα)... Η νύφη πριν φορέσει τα νυφικά της, περνάει ανάμεσα απ’ τα ξυλόχτενα του αργαλειού. Το ίδιο κάνει κι ο γαμπρός πριν αλλάξει, να βγάλει δηλαδή τα παλιά του και να φορέσει τα γαμπριάτικα».

Οι Σαρακατσιαναίοι είχαν πολλά παράξενα έθιμα και συνήθειες γύρω απ’ το γάμο, μα δεν τα ξέρω.

Ύστερα απ’ τα πρώτα κεράσματα κι αφού μεσολαβήσει μια μικρή ανάπαυλα, καθώς πολλοί, εκτός απ’ τους στενούς συγγενείς κι όσους είναι απ’ άλλη στάνη, πααίνουν για λίγο ο καθένας στα κονάκια τους, αρχινάει και πάλι το γλέντι ως τη Δευτέρα την αυγή, με γενναίο φαγοπότι, μεσημέρι και βράδυ της Κυριακής, γιομάτα, τραγούδια και χορούς...

Πολλές βολές, φεύγοντας το συμπεθεριακό απ’ τα κονάκια της νύφης ακολούθαγαν μαζί του και συγγενείς της νύφης, τα «ρεέμια» ή «μποχτσιάδες», όπως τους έλεγαν. Και στου γαμπρού γλένταγαν κι αυτοί και τους περιποιόνταν.

Το πρωί της Δευτέρας τελειώνει, «μπιτίζει» ο γάμος. Γέννονται τα τελευταία αντέτια. Θα βάλουν τη νύφη και το γαμπρό στο χορό και θα τους κρατήσει ο κουμπάρος και αντίστροφα. Και ρίχνονται και οι τελευταίες τουφεκιές. Και το τελευταίο αντέτι είναι το ξεσάκκιασμα των προικιών. Όπως έγινε στη νύφη, έτσι θα γένει κι εδώ. Θα τα ξεσακκιάσουν από ένα-ένα, να τα ιδεί ο κόσμος.

Κι ένα παράξενο, καθαρά διονυσιακό: Την ώρα που ξεσακκιάζουν τα προικιά, παιδιά άντρες, παίρνουν και βάνουν απ’ τα προικιά ρούχα γυναικεία, φουστάνια, μαντήλια, ποδιές και τέτοια. Κι όχι μόνον αυτό , αλλά και παριστάνουν τις γυναίκες με φωνές, κινήσεις και χειρονομίες γυναικείες. Και προχωράν κι άλλο. Κάνουν άσεμνες χειρονομίες και κινήσεις, κάθονται πως κάθονται οι γυναίκες να κάμουν την ανάγκη τους κι άλλα. Θυμώμαι ότι οι γερόντοι τους μάλωναν όταν έκαναν αυτά τα πράματα.

Τελείωσαν με τα προικιά, αρχινάν και φεύγουν οι καλεσμένοι. Όλοι τους κερνάν τη νύφη χρήματα, χαρτονομίσματα ή ασημένια, εκείνη τους φιλάει το χέρι, και τα μικρά παιδιά ακόμα, και τους «μαντηλώνει», δηλαδή τους δίνει ένα δώρο απ’ τα προικιά της, τρουβά, πουκάμισο, τσουράπια, προσκέφαλο και τέτοια. Μάλιστα αυτά τα μαντηλώματα, όταν μαζώνουν τα προικιά μετά το βγάλσιμο, δεν τα σακκιάζουν, τα κρατάν όξω. Και δεν κανονίζει η νύφη τι θα μαντηλώσει, αλλά ή πεθερά κι οι κουνιάδες, ή οι συνυφάδες της. Το χειροφίλημα και το κέρασμα γένονταν έτσι: ο άνθρωπος που κερνάει απλώνει το χέρι του στη νύφη κρατώντας σ’ αυτό και το χαρτονόμισμα, η νύφη του το πιάνει, της λέει ευκές, του φιλάει το χέρι και παίρνει ταυτόχρονα και το χαρτονόμισμα, όπως δηλαδή γίνεται με τον παπά, μόνο που εδώ φιλάει το χέρι αυτός που παίρνει τα χρήματα κι όχι αυτός που τα δίνει. Πολλές βολές αυτά τα «μαντηλώματα» ήταν τόσα πολλά, που η δόλια η νύφη έμενε ρέστη από προικιά κι έπρεπε να ματαφκιάσει ό,τι της χρειάζονταν για το νοικοκυριό της. Θυμώμαι με πόσο παράπονο η μάνα μου μολόγαγε ότι, όταν παντρεύτηκε και τους στεφάνωσε ένας Χρήστο Μήτσος απ’ το Μεσενικόλα, είχε φέρει μαζί του και καμιά κοσπενταριά άλλους Μεσενικολίτες, την κέρασαν όλοι από ένα ασημένιο πενηνταράκι και τους μαντήλωσε όλους απόνα φλώρο τρουβά, και με όσα τρουβάδια είχε μαντηλώσει κι άλλους συγγενείς, έμεινε χωρίς τρουβά και την άλλη χρονιά ματάφκιασε τρουβάδια.

Το μεσημέρι θα φαν στο κονάκι του γαμπρού σε στενό οικογενειακό κύκλο, μπορεί να πουν και κάνα τραγούδι, τ’ απόγιομα όμως τελείωσαν όλα.

Ο γάμος όμως είχε και τα μεθεόρτιά του, τα «πιστρόφια». Την πρώτη, ή μιά άλλη Κυριακή μετά το γάμο, η νύφη με το γαμπρό και κάναν άλλο στενό συγγενή, θα παν να φιλευτούν στα γονικά της και κει θα γένει πάλι ένα μικρό γλεντάκι με κάνα σφαχτό και λίγο κρασάκι, που μπορεί και να περίσεψε απ’ το γάμο. Με τα πιστρόφια πολλές βολές τελείωνε και νιά άλλη δουλειά. Έδωναν στο γαμπρό την προίκα, που ήταν τις περσότερες βολές σφαχτά. Οι Σαρακατσιαναίοι παντρεύονταν με προίκα. Ανάλογα με το έχος του καθενός και τη συμφωνία, από είκοσι μέχρι εκατό πρότα και κανιά βολά και περσότερα. Ή χρήματα. Σε λίγες όμως περιπτώσεις τα παλιά χρόνια, δίνονταν για προίκα παράδες. Τουλάχιστον όσο εγώ θυμήθηκα παντρεύονταν με προίκα. Κι ο πατέρας μου που παντρεύτηκε το 1912, ξέρω ότι παντρεύτηκε με προίκα και μάλιστα παράδες. Έβγαιναν λοιπόν την τελευταία ώρα παρέκει σε κανιά λάκκα και κει ο πεθερός ξεχώριζε τα πρότα τα προικιάρικα του γαμπρού, ή κόβοντας ένα «φτερό» απ’ το κοπάδι του αν τάχε μονοσήμαδα, ή πιάνοντας τα από ένα-ένα, αν τάχε σμιμένα με άλλους, πούταν και το συνηθέστερο. Και κάποιος απ’ τους συγγενείς του γαμπρού που ήταν μαζί του, τα μάζωνε και τα πάαινε στη στάνη του. Για τα προικιάρικα τα πρότα (σπάνια ήταν γίδια) λέονταν και γένονταν και τούτο: ο πεθερός εύρισκε ευκαιρία να «ξεσμετίσει», δηλαδή να ξεδιαλέξει, να ξεσκαρτίσει τα πρότα του, δίνοντας στο γαμπρό παλιόπρατα, γέρικα, κι ο δόλιος ο γαμπρός από φιλοτιμία δεν έλεγε τίποτα τις περισσότερες φορές.

Και κάτι για το γάμο, που μου μολόγαγε η ανεψιά μου Κούλα Κωσταρά: Το 1952 στο Μπακλαλί τ’ Αρμυρού παντρεύονταν ένας Καλλές κι έπαιρνε ενός Τετριμίδα κορίτσι, στα ίδια κονάκια, στο Μπακλαλί. Ήταν τα σπίτια τους κοντά-κοντά. Τα στέφανα, επειδή ήταν κοντά, θα γένονταν την Κυριακή. Το Σαββάτο το βράδυ είχαν τραπέζι και στο γαμπρό και στη νύφη και γλένταγαν χωριστά. Όμως αν κάποιος απ’ το γλέντι του γαμπρού πάαινε στης νύφης, τότε εκεί προσπάθαγαν και τον καρβούνιζαν με μουτζούρα από μαυρισμένα κακάβια, καζάνια κλπ. Το ίδιο γένονταν κι αντίστροφα, αν πάαινε καένας απ’ της νύφης στου γαμπρού. Αυτό γένονταν επειδή ήταν ακόμα αστεφάνωτη η νύφη, τέτοιο έθιμο υπήρχε.

Μερικές θύμησες από γάμους στα κονάκια μας στην Καρυά:

Γένονταν γάμος στο Κορκαίϊκο το σπίτι. Κάποιο κορίτσι πάντρευαν του μπάρμπα Μήτρου του Ρουπακιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως είπαμε, τα σκυλιά λούφαζαν. Οι Ρουπακαίοι όμως είχαν νιά σκύλα του διαόλου, πολύ ζαβή. Ακόμα και στις γυναίκες ρίχνονταν, που τα σαρακατσιαναίϊκα τα σκυλιά δεν τις πείραζαν, όπως και τα λιανοπαίδια. Αυτή όμως και με το γάμο ακόμα δεν άφινε την αγριάδα της. Κι όπως πάαινα απ’ το σπίτι μας κατά το γάμο, πιανούμενο παιδί πιά, ξένοιαστος και χωρίς τίποτα στα χέρια μου, μου ρίχτηκε ίσια. Κι όπως δεν κράταγα ξύλο στα χέρια μου να την εμποδίσω, πήδησε καταπάνω στο στήθος μου. Σάστισα, αλλά μπροστά στον κίντυνο να με σκίσει με τα δόντια της, δεν χάνω καιρό, την αρπάζω με τα δυο τα χέρια απ’ το λαιμό, τη σφίγγω δυνατα, να την πνίξω, και της δίνω μίνια, με τόση δύναμη, πώπεσε με τη ράχη ανάσκελα, ούρλιαξε και βάρεσε τόσο δυνατά και πήρε τέτοιον φόβο, πώγινε καπνός και μόνο το σκούξιμό της ακούονταν ώρα από κει που πήγε και λούφαξε.

Ο παλιότερος, ίσως, γάμος που θυμώμαι, ήταν του ξάδερφου μου του Αλέξαντρου Σταφύλη απ’ τον Καρβασαρά. Έπαιρνε νύφη απ’ τα Καμάρια, απ’ τους Τσιγαριδαίους, και πέρασε το συμπεθεριακό απ’ την Καρυά. Θυμώμαι το γαμπρό, όλο νιάτα κι ομορφιά, γραμμένος λεβέντης, καμαρωτό ς στο σελάτο ψαρή του και με κάτασπρη φουστανέλα. Θυμώμαι που ακολούθησαν το συμπεθεριακό ο πατέρας μου κι άλλοι άντρες και β(γ)ήκαν εκεί στη λάκκα που πέρναγε το συμπεθεριακό και κοντοστάθηκε κι οι γυναίκες, η μάνα μου, η θειά μ’ η Νικολάκαινα κι άλλες και τους ευκήθηκαν.

Είναι ο παλιότερος γαμπρός με φουστανέλα που θυμάμαι. Άλλον έναν ακόμα θυμάμαι, του Χρήστου Ραπίτσα. Παντρεύονταν το Χινόπωρο στη στράτα, στη Νεβρόπολη πούμασταν ξεφορτωμένοι, στις τσιατούρες. Έπαιρνε τη Γαλανή του μπάρμπα Μήτρου του Ρουπακιά. Θυμάμαι πως λίγες μέρες πριν φορτώσουμε απ’ την Καρυά, τα παιδιά, ο Κωσταντάκος της θειάς μου της Καλομοίρας κι άλλα, έφερναν απ’ τουν Τσαρ(ου)χά απ’ τον Καρβασαρά τα καινούρια αδιάβροχα και με τρίχινες φούντες τσαρούχια και τοιμάζονταν για το γάμο. Στη Νεβρόπολη τα στέφανα έγιναν μέσα στην τσιατούρα, κι ο γαμπρός κατακάλεσιος γραμμένος, με μουστάκι στριμένο και μαύρο καραμπο(γ)ιά και με φουστανέλα. Κι η νύφη ακόμα ομορφότερη.

Είχαν αφίκει πιά οι Σαρακατσιαναίοι τις φουστανέλες κι έβαναν παντελόνια, αλλά γαμπροί γένονταν ακόμα με φουστανέλα, σαν πιό επίσημη, ας πούμε, φορεσιά.

Παντρεύονταν κάποτε μιά ανεψιά του πατέρα μου από πρώτον ξάδερφό του, η Παναϊού του μπάρμπα Νάστου Ραπίτσα. Στα στέφανα λοιπόν κάποια στιγμή κουτσουκεφαλιάστηκε η νύφη και πήγε να λιγοθυμήσει και να πέσει. «Την έπιασαν τα γράμματα», δηλαδή τα όσα διάβαζε ο παπάς, έτσι το ξήγαγαν. Ο πατέρας μου, που δεν έλειπε από καέναν γάμο κι από καένα γιομάτο, έτυχε νάναι κοντά και την κράτησε να μην πέσει. Τι ήταν να το κάμει! Τον πείραζαν για τη χειρονομία αυτή. Και να σκεφτεί κανείς ότι ήταν ανεψιά του κι αυτός σχετικά ηλικωμένος και μ’ ένα κοπάδι παιδιά. Δεν έπρεπε, λέει, αφού ήταν εκεί άλλοι στενότεροι συγγενείς της νύφης.

Το νοστιμότερο όμως που θυμάμαι από γάμο είναι το πάθημα του γέρο Καϊπη. Παντρεύονταν ο Βασιλάκος του μπάρμπα Νάστου του Αραπίτσα κι έπαιρνε την Κόνα του Χρήστου Ψαρογιώργου απ’ τον Καρβασαρά. Και, μαναχογιός ο Βασιλάκος, έκαμε τρικούβερτον γάμο. Τον είχε βαφτίσει ο γέρο Καϊπης, πούταν παλιοχωρίστος κι έμεινε χαμηλά απ’ την Καρυά στο ρέμα, κι απ’ αυτόν έλεγαν και την τοποθεσία «στον Καϊπη». Υποχρεωτικά λοιπόν τον κάλεσαν να στεφανώσει. Ήμαν παιδόπουλο τότε και πήγα συμπέθερος και τα θυμώμαι καλά. Πήγαμε, έγιναν τα στέφανα, έκατσαμε οι άντρες σε νιά κάμαρη, η νύφη με τις γυναίκες σ’ άλλη, έφαγαμε, αρχίνησε και προχώραγε το γλέντι. Κι αγάλια-αγάλια άρχισαν να σηκώνουν και τα γιομάτα. Το γιομάτο όμως είναι υποχρεωτικό να το πιούν όλοι, θέλουν δε θέλουν, μπορούν δε μπορούν. Κάποιος λοιπόν, απάνω στο γλέντι, θέλοντας δήθεν ν’ αποφύγει το γιομάτο, είπε πως θέλει δήθεν να πάει πρός νερού του. «Απαγορεύεται» του λεν. «Βάλτι φρουρά στην πόρτα». «Μα θέλου να κατρήσου», ο ανθρωπος. «Τίπουτα, δεν επιτρέπιτι να βγεις απού δω». «Μα έχου ανάγκ(η)». - «Κατούρα ιδώ μέσα». - «Βρε καλέ μ’», δόστου, πάρτου ο ανθρωπος, τίποτα. Με τα πολλά, μπροστά στην προσποιητή επιμονή του να βγει πρός νερού του, η κωμωδία έφτασε, να πάρει ένας ένα βαθύ καπάκι και να τον παν σε νιά γωνιά, δήθεν να κατουρήσει. «Να, ιδώ κατούρα». Κι όπως είχε γυρίσει εκείνος δήθεν να κατουρήσει, κάποιος τρίτος, χωρίς να φαίνεται, αρχίνησε να ρίχνει μ ‘ένα τσουκάλι από ψηλά νερό στο καπάκι, κι ακούονταν τζουρνάρα, σα να κατούραγε ο φίλος μας. Ε!, τότε δε βάσταξε ο κουμπάρος, ο γέρος Καϊπης και πιστεύοντας αληθινό το κατούρημα, φρύαξε μπροστά στην ιεροσυλία να βρωμίσουν, να «μαγαρίσουν» το καπάκι και σηκώθηκε και χούϊαξε απελπισμένος: «Καλά τι κάνιτι ουρέ κουμπάρι, να λουβγιάσιτι τ’ αγγειό, αμαρτία μουρέ»! Ε, τι ήταν εκείνο. Έσκασαν, λιγοθύμησαν όλοι απ’ τα γέλια, κι έμειναν μύθος τα λό(γ)ια του γέρο Καϊπη.

Κι ένα άλλο, που δείχνει τη νοοτροπία και την ευθιξία πούχαν οι Σαρακατσιαναίοι. Μου τόλεγε ο Γιάννης Ψαρογιώργος το 1966 στην Καρύτσα: Κάποτε στον Καρβασαρά ο Χαράλαμπο Αργύρης, συνομήλικος του πατέρα μου, είχε δώκει την αδερφή του στον Αγγέλη, τσέλιγκα που κατοίκεψε στο Παλιούρι του Βελεστίνου. Κι όταν ήρθαν στα πιστρόφια, ο Χαράλαμπος δεν κάλεσε καέναν Καρβασαριώτη στο γλέντι, όπως το καλούσε η σειρά, το έθιμο. Οι άλλοι Καρβασαριώτες θίχτηκαν, παρεξηγήθηκαν, κι ο γέρο Βασίλης ο Μπανάκας, ένας πολύ χωρατατζής και γλεντζές γέροντας, λέει: «Ωρέ τουν κιαρατά, να σφάξουμι ένα να γλιντίσουμι (γ)ιά ινάτ(ι). - «Να σφάξουμι, να σφάξουμι» προθυμοποιήθηκαν οι άλλοι. «Τι να σφάξουμι;» - «Του μανάρ(ι) τ’ Αλέξαντρ’ Μπουτού» λέει ο μπάρμπας μου ο γέρο Σπύρο Σταφύλης (ήταν ξεκομένο εκεί από δυο-τρείς μέρες). Δε χασομεράν, τόσφαξαν, έτρωγαν κι ο γέρο Μπανάκας έπινε νερό -δεν είχαν κρασί- και χούϊαζε: «Βίβα (γ)ιά ν’ ακούν στ’ Χαράλαμπαργύρ(η)», όπως και πράγματι ακούστηκαν, και μάλιστα ένας συμπέθερος, ο Χρήστο Κόκκαλης ο λεγόμενος Τσιώνης ένας τετραπέρατος και θεριακωμένος αρχοντόβλαχος, κατάλαβε ότι κάποια παρεξήγηση είναι στη μέση. Τόλεγε ύστερα από πολλά χρόνια στο Γιάννη Ψαρογιώργο όταν συμπεθέριασαν (αδερφός του Γιάννη πήρε κορίτσι του).

Γύρω απ’ το γάμο οι Σαρακατσιαναίοι είχαν και πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Μια απ’ αυτές ήταν ο φόβος μην τους «φκιάσουν μά(γ)ια». Σκιάζονταν το αμπόδεμα, σχετικά με τη σεξουαλική ικανότητα. Ο μπάρμπας μου ο Λία Κολοβός μου μολόγαγε στην Καρύτσα τον Αύγουστο του 1977, χρονών 77 τότε, ότι ο Ζάγκας (Ζαχαρίας) του Στέφου Κολοβού απ’ την Καρύτσα, που πήρε την Αικατερίνη Ζαρογιάννη απ’ τον Έλατο, παντρεύτηκε χωρίς να μαθευτεί ο γάμος. Πήγαν τρείς-τέσσεροι ανθρώποι νύχτα απ’ την Καρύτσα στον Έλατο (είναι απέναντι), έγιναν τα στέφανα και γύρισαν νύχτα κι όχι απ’ την κανονική στράτα, για να μην τους πάρουν χαμπέρι. Ούτε προικιά πήραν, ούτε η νύφη ήταν στολισμένη. Πήραν τα ρούχα της μέσα σ’ ένα δισάκι. Την Πέφτη πήγαν και πήραν τα προικιά, το φανέρωσαν κι έκαμαν γλέντι. Όλα αυτά έγιναν έτσι, γιατί σκιάζονταν το αμπόδεμα, μήπως τον είχαν φκιάσει το γαμπρό. Αυτό έγινε γύρω στα 1915. Ο μπάρμπας μου είχε πάει στα στέφανα, ήταν μικρός, αλλά δεύτερος ξάδερφος του γαμπρού και πρώτος της νύφης. Άλλη πρόληψη πούχαν, ήταν να μην ανταμωθούν στην στράτα τους δυό συμπεθεριακά και σταυρώσει η μίνια νύφη την άλλη νύφη, αν και σπάνιο εκεί στις ερημιές. Το ξέταζαν ότι η μία απ’ τις δυό θα πεθάνει.

Αυτός περίπου ήταν νιά βολά κι έναν καιρό ο γάμος ο σαρακατσιαναίϊκος. Στην περιοχή τη δική μας, στ’ Άγραφα. Αλλού θα υπήρχαν και παραλλαγές, αλλά και μπορεί και επί μέρους διαφορετικά έθιμα και συνήθεια. Αλλά και στο γάμο που περιγράφω σίγουρα υπήρχαν κι άλλες λεπτομέρειες και συνήθειες και αντέτια, που ούτε τα θυμάμαι, ούτε τώρα μπόρεσα να τα πληροφορηθώ από παλιακούς. Τα τραγούδια που αναφέρω κι όσα γράφω πάρα κάτω, τα θυμήθηκαν οι αδερφάδες μου Κωστάντω, Μαρία, Κατίνα, και προ παντός αυτή τα θυμώνταν πολύ κι ας ήταν η μικρότερη απ’ όλους μας. Και οι νυφάδες μου Βαγγελή και Πολυξένη. Και άλλα τάκουσα από επαγγελματίες, τώρα, Σαρακατσιαναίους τραγουδιστές κι ιδίως τον Κώστα Νάκα.

Και δυο λόγια για τη θέση του κοριτστού που παντρεύονταν.

Στο καινούργιο της κονάκι, αλλά και σ’ όλη τη στάνη, τ’ όνομά της χάνονταν. Όλοι την έλεγαν, τον πρώτο καιρό, νύφη, κι ύστερα με τ’ όνομα του αντρός της, Γιώργαινα, Κώσταινα, Δημήτραινα... Τη μάνα μου την έλεγαν Θεσσαλία, αλλ’ αυτό τ’ όνομα τ’ άκουγα μαναχά όταν πάαινα με τη μάνα μου στην Καρύτσα, στη γιαγιά μου. Στα κονάκια μας όλοι την έλεγαν Αλέξαινα ή Αλεξαντρίνα.

Τα πεθερικά της η νύφη τα αποκαλούσε πατέρα και μάνα. Τ’ αντραδέρφια της, έστω και λιανοπαίδια νάταν, τάλεγε «αφέντη». Και τις αντραδέρφες της «κυρά». Στον άντρα της δεν αποτείνονταν ποτέ με τ’ όνομά του. Ντρέπονταν είτε απ’ τον ίδιον, είτε απ’ τους άλλους. Κι άμα ήθελε να τον φωνάξει, να τον καλέσει για κάτι, πάλι θ’ απόφευγε να τον φωνάξει με τ’ όνομά του, τουλάχιστον μπροστά σ’ άλλους. Γύρναγε κατά κει πούταν ο άντρας της και τώλεγε τι ήθελε να του πει, αλλά τ’ όνομά του δεν το χάραζε. Αυτό όσο ήταν νιοί, άμα αρχίναγαν και γέραζαν, και τότε γέραζαν γληγορώτερα, τον έλεγε με τ’ όνομά του και μάλιστα το περσότερο «γέροντα» και κείνος «γριά».

Αν νιά παντρεμένη, αλλά κι ανύπαντρη, απάνταγε στη στράτα της έναν ξένο και τη ρώταγε ποιά είναι, εκείνη θα νάλεγε, ας πούμε, Σταφυλαίοι, όχι Σταφύλαινα.

Κι ένα άλλο ντέρτι τράβαγαν οι καημένες οι Σαρακατσιάνες. Τύχαινε να παντρεφτούν, ή να παν ύστερα, πολύ αλάργα απ’ τη μάνα τους και τον τόπο τους και δε ματά τους έγλεπαν. Τ’ αδέρφια της μάνας μου ξεχείμαζαν στην Κωπαϊδα, στο Στροβίκι, όπου μεγάλωσε τους χειμώνες κι η μάνα μου, κορίτσι. Έ! απ’ το 1912 που παντρεύτηκε, ως το 1962 που πέθανε, πενήντα χρόνια, δε ματάειδε το Στροβίκι. Και το είχε καημό μεγάλον. Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Η μάνα μου δεν ξανάειδε τον τόπο, έβλεπε όμως τουλάχιστον τους δικούς της το Καλοκαίρι. Άλλες δε ματάειδαν ούτε τόπο, ούτε κόσμο δικό τους.

Όπως είπα, ο καθ’ αυτού σαρακατσιαναίϊκος χορός πρέπει νάταν ο χορός «στα τρία», που τον χόρευαν όλοι, άντρες και γυναίκες. Να μερικά τραγούδια που χορεύονταν συχνά, θυμώμαι, στα κονάκια, στα τρία:

Βγήκα ψηλά - Παπαδούλα μου,
βγήκα ψηλά – να – κι αγνάντεψα.
ωρέ κατακαμπίς στον κάμπο, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Βλέπω κομμά- Παπαδούλα μου, βλέπω κομμά – να - τι σύγνεφο, ωρέ βλέπω κομμάτι αντάρα, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Μ’ αυτό δεν εί- Παπαδούλα μου, μ’ αυτό δεν είννι σύγνεφο, ωρέ ουδέ κομμάτι ανταρα, μωρ Παπαδημοπούλα.
Μόν’ ειν’ η κό- Παπαδούλα μου, μόν είν’ η κό-νό-ρη του παπά, ωρέ πούρχεται από τ’ αμπέλι, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Φέρνει τα μή- Παπαδούλα μου, φέρνει τα μή-νί-λα στην ποδιά, ώρέ τα κίτρα στο μαντήλι, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Δυό μήλα τή- Παπαδούλα μου, δυό μήλα τή-νί-ς εζήτησα, ωρέ κι αυτή μου δίνει πέντε, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Δε θέλω γώ- Παπαδούλα μου, δε θέλω γώ-νό-τα μήλα σου, ωρέ τα τσαλαπατημένα, μωρ’ Παπαδημοπούλα.
Μον’ θέλω δυο- Παπαδούλα μου, μόν’ θέλω δυό-νό- απ’ τούν κόρφο σου ωρέ τα μοσκομυρισμένα, μωρ’ Παπαδημοπούλα..

Όταν τραγουδιώνταν, εκείνη η λέξη «ωρέ», πολλές φορές λέονταν «άειντε». Έλεγαν ή «ωρέ» ή «άειντε». Άλλο τραγούδι, που χορευονταν στα τρία:

Λαγκάδι ξερολάγκαδο λαγκάδι, γέμου με την κατεβασιά σου, ρούσα κόρη τα μαλλιά σου.
Ποτές δεν σε θυμήθηκα λαγκάδι, γέμου να κατεβάσεις τόσο, κόρη μου να σ’ ανταμώσω.
Και τώρα πως κατέβασες λαγκάδι, γέμου κατεβασιά μεγάλη, σάν και σένα δεν εϊν’ άλλη.
Φέρνεις λιθάρια, ριζιμιά λαγκάδι, γέμου δέντρα ξεριζωμένα, σύ ‘σουν κόρη μου για μένα.
Φέρνεις και μιά γλυκομηλιά λαγκάδι, γέμου τα μήλα φορτωμένη, σύ ‘σουν κόρη μου γραμμένη.

Η λέξη λαγκάδι σε κάθε δεύτερο στίχο, όταν προηγείται φωνήεν και γίνεται αυτό σε όλα τα τετράστιχα εκτός απ’ το τρίτο, προφέρεται «ιλαγκάδι», παίρνει ένα ι μπροστά. Κι άλλο:

Απάνου στα ψηλά βουνά,
στα βλάχικα κονάκια, χήρας ο γιός αγάπησε
μια ‘μορφη βλαχοπούλα
κι όταν την πρωταγάπησε
Βλάχα μ’ και Βλαχοπούλα μ’.
Κι όταν την απαράτησε
παλιόβλαχα της λέει. 
Βλάχα μ’ για δεν παντρεύεσαι
κι άλλον άντρα δεν παίρνεις. 
Για δε μού λες να πάω να πνιγώ
κι άγρια βουνά να πάρω, μόνο μου λές να παντρευτώ
κι άλλον αντρα να πάρω.

Κι άλλο:

Βλαχούλα ν’ εροβόλαγε ν’ από ψηλή ραχούλα,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Κι ο βλάχος την κερτέρεσε σε μιά ψηλή ραχούλα,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Βλαχούλα μ’ πούθε ν’ έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου. 
Από τη μάνα μ’ έρχομαι, στα πρόβατα πηγαίνω,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Πάω ψωμί του μπιστικού, τσαρούχια του τζιομπάνη,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Βλαχούλα μ’ δός μας φίλημα, δός μας και μαύρα μάτια,
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Το πως να δώκω φίλημα, το πως τα μαύρα μάτια, 
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.
Πού μ ‘έχει η μάνα μ’ μοναχή, μ’ έχει μαναχοκόρη, 
μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ, βλαχοπούλα μου.

Ο στίχος «μπω-μπω-μπω, λε-λε-λε, τρα-λα-λα, μαύρη ιγώ» είναι εμβόλιμος και ίσως λέγεται και σε παραλλαγές. Μπαίνει συνήθως όταν το τραγούδι τραγουδιώται, χωρίς να χορεύεται. Στο χορό τους ο στίχος «βλαχοπούλα μου» συνήθως δε λέγεται. 
Αυτό και τα δυό που ακολουθούν τα κατάγραψα απ’ τον ανεψιό μου το Νίκο Καλλέ.

Δεν είναι χιόνια στα βουνά, μαρή ξεπατωμένη, δεν ειν’ πανιά απλωμένα,
δεν ειν’ καμιά στη γειτονιά, να λέει καλό για σένα. 
Τον αργαλειό σου τον ακού', μαρή ξεπατωμένη, και σένα δε σε βλέπω,
Θέ’ μου να τσακιστεί τ’ αντί σ’, να σπάσει και το χτένι, να πάς στη ρούγα για τα’ 
αντί, στη γειτονιά για χτένι.

Πως νάταν τους γένονταν όλες οι ράχες κάμποι,
η Πρέβεζα παλιόκαστρο κι η Άρτα περιβόλι,
να πάταγα ν’ ανέβαινα, Λένη μου, σε νερατζιάς κλωνάρι.

Άλλα τραγούδια στα γλέντια και τους γάμους:

Σε τούτη την τάβλα πούμαστι, σε τούτο το τραπέζι,
τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε 
και την κυρά την Παναϊά διπλά την προσκυνάμε, 
να τους χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου.

Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω,
μα ιγώ τους λέω δε μπορώ, κι αυτοί μου λεν’ όσο μπορείς.

Τραγούδι ειδικά για το γάμο:

Καινούργιος γάμος γένεται, με γειά του, με γειά, του.
Καινούριος ειν’ και πρώτος, με γειά του με χαρά του. 
Τον χαίρονται οι γονήδες του, με γειά του, με γειά του, 
τον χαίρονται τ’ αδέρφια του, με γειά του με χαρά του, 
χαίρεται ο κόσμος όλος, με γειά του, με γειά του.

Τα δυό προηγούμενα είναι της τάβλας και τάλεγαν στην αρχή του γλεντιού και περσότερο σε άλλα γλέντια κι όχι στο γάμο.

Τώρα ειν’ ο Μάης κι Άνοιξη, μωρέ πράσινο δεντρί,
Μήτρο καημένε Μήτρο, τώρα ειν’ το Καλοκαίρι. 
Τώρα κι ο ξένος βόλεσε, μωρέ πράσινο δεντρί, 
Μήτρο καημένε Μήτρο, στον τόπο του να πάει. 
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, μωρέ πράσινο δεντρί, 
Μήτρο καημένε Μήτρο, νύχτα το καλιγώνει. 
Βάζει τα πέταλα χρυσά, μωρέ πράσινο δεντρί, 
Μήτρο καημένε Μήτρο, καρφιά μαλαματένια. 
Και τα καλιγοσφύρια του, μωρέ πράσινο δεντρί, 
Μήτρο καημένε Μήτρο, αγνό μαργαριτάρι.

Χειμώνας και Χινόπωρος αντάμα τρων και πίνουν, 
κάλεσαν και την Άνοιξη, να πάει να τη φιλέψουν 
κι η Άνοιξη καμάρωνε, πώχει πολλά λουλούδια. 
Μην καμαρώνεις Άνοιξη, πώχεις πολλά λουλούδια, 
θαρθεί πάλι Χινόπωρος, θαρθεί πάλι Χειμώνας,
θα σού μαράνει τα κλαριά, θα σ’ πέσουνε τα φύλλα.

Ανάρια ανάρια τάρι(χ)ναν οι κλέφτες τα ντουφέκια, 
ήταν οι μαύροι λιγοστοί, πέντ’ έξη οχτώ νομάτοι, 
κι ο καπετάνιος έλειπε με δυο με τρεις νομάτους. 
Πάει να βαφτίσει ένα παιδί, να πιάσει κουμπαριά, 
να τόχει ο μαύρος γύρισμα....

Κίνησα ο μαύρος κίνησα στο Καρπενήσι να πάω, 
στη στράτα ν’ απού πάαινα, στη στράτα που πααίνω, 
πικρό καρτέρι μώκαμαν, πικρό φαρμακωμένο,
και ρίξαν και με λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι 
και στο μικρό το δάχτυλο πούχα την αρραβώνα

Και τα τέσσερα αυτά τραγούδια είναι της ταβλας. Και μερικά χορευτικά:

Ένας αητός καθότανε, στον ήλιο και λιαζόντανε 
και με τα νύχια τ’ μάλωνε και με τα νύχια τ’ λέει: 
Νύχια μου κι νυχάκια μου κι νυχοποδαράκια μου, 
την πέρδικα που πιάσατε, να μην τηνε χαλάσετε, 
θέλω τη βάλω στο κλουβί, να μου λαλεί πάσα πρωί.

Είναι παραλλαγή απ’ το γνωστο τραγούδι.

Τ’ έχουν οι κάμποι και βροντούν, μωρ αράπη, 
Σούφη καημένε Αράπη, και τα βουνά και τρίζουν. 
Ο Σούφ’ Αράπης πολεμάει, μωρ’ Αράπη, 
Σούφη καημένε Αράπη, με δυό με τρεις χιλιάδες. 
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, μωρ’ Αράπη, 
Σούφη καημένε Αράπη, τα τόπια σα χαλάζι. 
Πάψε Αράπή μ’ τον πόλεμο, μωρ’ Αράπη, 
Σούφη καημένε Αράπη, πάψε και το ντουφέκι. 
Να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, μωρ’ Αράπη, 
Σούφη καημένε Αράπη, να μετρηθούν τ’ ασκέρια. 
Μετριώνται νιά βολά, μωρ’ Αράπη,
Σούφη καημένε Αράπη, και λείπουν δυό χιλιάδες.
Μετριώνται δυό βολές, μωρ' Αράπη,
Σούφη καημένε Αράπη, και λείπουν τρεις χιλιάδες.

Στάζουν τα κε- κι αμάν αμάν, στάζουν τα κεραμίδια σου, 
στάζουν τα κεραμίδια σου, μαύρα γλαρά είν’ τα φρύδια σου. 
Στάζουν κι αν δε- κι αμάν αμάν στάζουν κι αν δε σταλάζουνε, 
στάζουν κι αν δε σταλάζουνε, μέσ’ στην καρδιά με σφάζουνε. 
Στάζει και με- κι αμάν αμάν στάζει και με η καρδούλα μου, 
στάζει και με η καρδούλα μου για μια γειτονοπούλα μου. 
Γειτονοπού- κι αμάν αμάν γειτονοπούλα μου να ζεις, 
γειτονοπούλα μου να ζεις κι αν σε ρωτήσω να μου πεις. 
Ποιο δέντρο κά- κι αμάν αμάν ποιό δέντρο κάνει τον ανθό, 
ποιο δέντρο κάνει τον ανθό, ποιά μάνα τον καλόν υγιό. 
Μηλίτσα κά- κι αμάν αμάν μηλίτσα κάνει τον ανθό, 
μηλίτσα κάνει τον ανθό κι η μάνα τον καλόν υγιό.

Στης μαντζιουρά- μαντζιουράνα μου στης μαντζιουράνας τον ανθό,
στης μαντζιουράνας τον ανθό, έγειρα ν’ αποκοιμηθώ, 
γιέμ’ λίγον ύπνο να πάρω, στα τριαντάφυλλα από πάνω.
Κι αν δε σ’ αρέ- μαντζιουράνα μου κι αν δε σ’ αρέσει ο ύπνος μου,
κι αν δε σ’ αρέσει ο ύπνος μου, κόψε μου το κεφάλι μου και ρίξτο μέσ’ στη θαλασσα, 
να το βαρούν τα κύματα, τ’ς αγάπης μου τα κρίματα....

Κάθεται η Μάρω κάθεται, γυαλένια-γυαλένια, γυαλένια κρουσταλένια, στου 
Γιάννου το κρεβάτι. 
Γυαλί κρατεί στα χέρια της, γυαλένια-γυαλένια, γυαλένια κρουσταλένια, τα ικάλη της κυταζει. 
Αϊ κάλη αϊ κάλη όμορφα, γυαλένια-γυαλένια, γυαλένια κρουσταλένια, κι αφρύδια μου γραμμένα. 
Νάξερα ποιος θα σας χαρεί, γυαλένια-γυαλένια, γυαλένια κρουσταλένια και ποιος θα σας γλεντήσει.

Για ιδέστε το Μαργιώλικο, τ’ αναθεματισμένο,
που σέρνει το- ωρέ το φεσάκι του, που σέρνει το φεσάκι του σα νάναι μεθυσμένο.
Αυτό δεν εί- ωρέ δεν είναι μέθυσμα, αυτό δεν είναι μέθυσμα, ουδέ κρασοπιωμένο.
Η αγάπη το- ωρέ το βαλάντωσε, η αγάπη το βαλάντωσε κι είναι βαλαντωμένο.

Για την καλή- ντολμπεράκι μου για την καλή-νίμου συντροφιά, ντολμπέρι ντολμπεράκι, ωρέ θα πω ένα τραγουδάκι. Ήμαν και λί- ντολμπεράκι μου, ήμαν και λί-νί-γο ν’ άρρωστος, ντολμπέρι ντολμπεράκι, και λίγο λαβωμένος. Με λάβωσε- ντολμπεράκι μου- με λάβωσε μιά λυγερή, ντολμπέρι ντολμπεράκι, μιας χήρας δυχατέρα, πώχει κορμί - ντολμπεράκι μου - πώχει κορμί σα λεμονιά, ντολμπέρι ντολμπεράκι, ψηλό σαν κυπαρίσι.

Ξεκίνησαν τρεις λυγερές και δέκα μαυρομάτες, παν να λευκάνουν τα πανιά, 
παν να κάνουν τ’ άσπρα. Στο δρόμο ν’ απού πήγαιναν, στο δρόμο που πηγαίνουν, 
μίνια την άλλην έλεγαν, μίνια την αλλη λένε: 
Μαρή που πάμε μαναχές, γυναίκες δίχως αντρες, εδώ ήταν κλέφτες νιά βολά, ήταν παλιά λημέρια.
Το λόγο δεν απόσωσαν το λόγο δεν απούπαν κι η κλεφτουριά ν’ αφάνηκε ν’ από ψηλή ραχούλα.

Σημ. Ο πρώτος στίχος έχει και παραλλαγή:

«Ξεκίνησαν τρεις λυγερές και τρεις καλές κυράδες».

Τ’ έχουν της Γού- Γουριώτισα, τ’ έχουν της Γούρας τα βουνα και στέκουν μαραμένα. 
Μήπως βοριά- Γουριώτισα, μήπως βοριάς τα μπέρδεψε, μήπως κρύος αέρας. 
Μηδέ βοριά- Γουριώτισα, μηδέ βοριάς τα μπέρδεψε, μηδέ κρύος αέρας. 
Τα μπέρδεψε Γουριώτισα, τα μπέρδεψε μιά λυγερή, μιας χήρας δυχατέρα.

Σημ: σε κάθε τρίστιχο, ο μεσαίος στίχος, όταν τραγουδιώται στο χορό, επαναλαμβάνεται δυό φορές.

Υπάρχει και η παρακάτω παραλλαγή του τελευταίου τρίστιχου:

Εβγήκε ένας γερόβλαχος κι ένας παλιός σκουτέρης, 
βαρεί, τσακίζει κόκκαλα, παίρνει κοτσιαμπασάδες, 
θέλει τους κλέφτες ζωντανούς και τους καπεταναίους.

Όλα τα πάρα πάνω τραγούδια είναι τσάμικα. Και μερικά συρτά καλαματιανά:

Στη Λειβαδιά θε να διαβώ, στη Φήβα να περάσω, 
εκεί θέλω να παντρευτώ, θέλω ν’ αρρεβωνιάσω, 
πώχουν σιτάρια αθέριστα μαζί με θεριστάδες, 
πώχουν αμπέλια ατρύγητα μαζί με τρυγητάδες, 
πώχουν κορίτσια όμορφα μαζί με τις μανάδες. 

(Βαγγέλη Μποτού).

Γιάννινα μωρ’ Γιάννινα, Γιάννινα Γιαννάκινα, 
Γιάννινα Γιαννάκινα, κοντογιαννακάκινα,
να μην πας μωρ’ Γιάννινα να μην πάς για λάχανα, 
να μην πας για λάχανα και μας φέρεις βάσανα. 
Ιγώ θα πά- μωρ’ Γιάννινα ιγώ θα πάου για λάχανα, 
ιγώ θα πάου για λάχανα κι ας σάς φέρω βάσανα. 
Να μην πας μωρ’ Γιάννιννα μην πας και για πουρνάρια, 
να μην πας και για πουρνάρια και σου κόψουν τα ποδάρια.
Ιγώ θα πά- μωρ’ Γιάννινα ιγώ θα πάου και για πουρνάρια, 
ιγώ θα πάου και για πουρνάρια κι άς μου κόψουν τα ποδάρια. 
Να μην πας μωρ’ Γιάννινα να μην πας για λαχανίδες, 
να μην πας για λαχανίδες και σου κόψουν τις κοτσίδες. 
Ιγώ θα πά μωρ’ Γιάννινα ιγώ θα πάου για λαχανίδες, 
ιγώ θα πάου για λαχανίδες κι ας μου κόψουν τις κοτσίδες.

Τα λιβάδια πρασινίζουν, τα ματακια μου δακρύζουν, 
για μιας χήρας δυχατέρα, που φορεί τα λερωμένα. 
Βγάλε αυτά τα λερωμένα κι έλα δώ κοντά σε μένα.

Κάτω στο ρέ- Ρίνα Ρινάκι μου, κάτω στο ρέμα στις μηλιές, 
κάτω στο ρέμα στις μηλιές πλένουν δυο-τρείς μελαχρινές. 
Και πάρα κα- Ρίνα Ρινάκι μου και πάρα κάτω στο βαθύ, 
και πάρα κάτω στο βαθύ πλένει ή Ρινούλα μαναχή. 
Δεξιά μεριά, Ρίνα Ρινάκι μου, δεξιά μεριά είναι η πλύστρα της, 
δεξιά μεριά είναι η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της.

(Χορεύεται στα τρία).

Άειντε κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βρονταν κουδούνια, Βαζούρα, Βαζούρα.
Μην είν’ του Μάμαλ(η) τα τραϊά, μην είν’ του Ζυγουγιάννη, Βαζούρα, Βαζούρα,
Δεν είν’ του Μάμαλ(η) τα τραϊά, ουδέ του Ζυγουγιάννη, Βαζούρα, Βαζούρα,
μόν’ είν’ του Κούτρα τα Τραϊά με τα χοντρά, κουδούνια, Βαζούρα, Βαζούρα,

Να και μιά παραλλαγή του τραγουδιού, που πρέπει νάναι σωστότερη:

Κάπου βελάζουν πρόβατα, Βαζούρα, Βαζούρα, 
κάπου βροντάν κουδούνια, μωρέ Γιάννο Βαζούρα. 
Μην είν’ τα Μαμαλέϊκα, μην είν’ του Ζυγουγιάννη. 
Δεν είν’ τα Μαμαλέϊκα, μηδέ του Ζυγουγιάννη,
μόν’ είν’ του Κούτρα τα τραϊά με τα χοντρά κουδούνια. 
Ν’ έβγα και μέτρα τα και πάρε το χαράτσι.

Δεν θυμάμαι αν χορεύεται το τραγούδι αυτό. Πάντως είναι καθαρά σαρακατσιαναίϊκο τραγούδι, που αναφέρεται σε κάποιο γεγονός, όπως μούλεγαν Μαμαλαίοι. Ο Γιάννο Βαζούρας, πρωτοπαλίκαρο κάποιου αρματωλού, καρτέραγε τα κοπάδια τα Μαμαλαίϊκα να πάρει το χαράτσι. Όμως στα χρόνια μας το τραγούδι λέγεται περσότερο για τις γνωστές αυτές παλιές οικογένειες Σαρακατσιαναίων τσελιγκάδων και δείχνει παράβγαλμα μεταξύ τους στη φήμη, τ’ όνομα, στα κοπάδια, τα κυπριά και τα κουδούνια. Πράμα συνηθέστατο στους Σαρακατσιαναίους. Αποδείχνει όμως, ότι υπάρχουν οικογένειες σαρακατσιαναίϊκες πολύ παλιές, όπως βέβαια κι οι ίδιοι οι Σαρακατσιαναίοι.

Καθαρά σαρακατσιαναίϊκο τραγούδι πρέπει νάναι και το «Γιάννινα μωρ’ Γιάννινα...», που χορεύεται συρτό , γιατί πουθενά αλλού δεν τόχω ακούσει να το τραγουδάν, εκτός από Σαρακατσιαναίους.

Κι ένα άλλο, της τάβλας, που τ’ άκουσα, το τραγούδησε πολύ όμορφα ένας ηλικιωμένος σχετικά Σαρακατσιάνος, στο δεύτερο πανελλήνιο αντάμωμα των Σαρακατσιαναίων στο Περτούλι του Κόζιακα, 24 Μάη 1981:

Πέρα δω, πέρα στον έλατο και στον κοντοέλατο, 
βόσκουν χιλιάδες πρόβατα κι άλλα τόσα γίδια!

Σαρακατσιαναίϊκο τραγούδι είναι και το τραγούδι του Ζιαζιά:

Σύρε γκιζέρα, μωρ’ Αριστείδη μου, σύρε γκιζέρα, μωρ’ Αριστείδη μου,
σύρε γκιζέρα το ντουνιά και τον απάνου κόσμου, 
κι αν εύρεις σαν και μένα, μωρ’ Αριστείδη μου, 
καλύτερη από μένα, τζιουβαϊρη μου, 
πάρε το ντουφεκάκι σου, ρίξε και σκότωσέ με, 
κόψε μου το κεφάλι μου, μωρ’ Αριστείδη μου, 
και ρίξτο στο ποτάμι, τζιουβάιρη μου.

Χορεύεται στα τρία.

Ο Αριστείδης Ζιαζιάς ήταν Σαρακατσιάνος ληστής. Είχε αρρεβωνιάσει και μετά την απαράτησε. Οι Ζιαζαίοι σκότωσαν τον Κωσταντούλα Κόρκο στη στράτα, στο Δραχμάναγα. Το τραγούδι μου τόπε ο Λία Ψαρογιώργος.

Και το τραγούδι του Σπανοβαγγέλη κι άλλα που αναφέρονται σε ληστές πρέπει νάσαι σαρακατσιαναίϊκα.

Επίσης και τούτο:

Παιδιά μ’ πήρε Χινόπωρος, παιδιά μ’ πήρε Χειμώνας, 
πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, τα φύλλα από τα δέντρα, 
πέσαν κι ελατοκλώναρα ν’ απ’ τα βαριά τα χιόνια,
και μείς παιδιά μ’ να φύγουμε...

Να και μερικά άλλα τραγούδια, όπως μου τάπε η ανεψιά μου Κούλα Κωσταρά:

Νιά βλάχα, νιά παλιόβλαχα και του Νταβέλη η μάνα, 
πέτρα την πέτρα περπατεί, λιθάρι το λιθάρι,
να μη λερώσει η κάλτσα της, το άσπρο της ποδάρι.

Αναφέρεται στη μάνα του Σαρακατσιάνου ληστή Νταβέλη και χορεύεται στα τρία.

Οι κάμποι πρασινίσανε, γέμ’ και βγάλανε λουλούδια, γειά σου αγάπη μου καινούρια.
Δε βγαίνεις όξω να σε ιδώ, γέμ’ και γω μέσα δε μπαίνω, πες μ’ αγάπη μ’ τι να γένω.
Γιατί είναι η μάνα σου κακιά, γέμ’ κι η αδερφή σου σκύλα, 
και με παίρνουν με τα ξύλα. 
(Χορεύεται τσάμικο).

Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά, τα χελιδονάκια ζευγαρωτά, 
Το ‘ρημο τ’ αηδόνι, το μοναχό, περπατεί στους κάμπους με τον αητό ,
περπατεί και λέει και διαλαλεί, άντρα μου πολίτη, πραματευτή,
που την εδιάλεξες αυτήν τη νιά, την ξανθομαλλούσα, την Πατρινιά,
απ’ την Πόλη ερχόμαν κι απ’ τα νησιά κι απ’ τη γειτονιά της επέρασα,
την είδα μέσ’ στον κήπο που πότιζε, τα βασιλικά της εδρόσιζε.
(Χορεύεται καλαματιανό).

Περδικούλα γκιορντινάτη κι όμορφο πουλί, περδικούλα μ’ κι όμορφο πουλί,
που κοιμάσαι αυτύ στα πλάϊα και στα πετρωτα, περδικούλα μ’ κι όμορφο πουλί,
δε φοβάσαι τα γεράκια και το σταυραητό, περδικούλα μ’ κι όμορφο πουλί,
τα γεράκια τάχω αδέρφια κι άντρα σταυραητό , περδικούλα μ’ κι όμορφο πουλί,
και με βάζουνε στη μέση και δε σκιάζομαι, περδικούλα μ’ κι όμορφο πουλί.
(της τάβλας)

Θέλω να πάω στην Αραπιά, να πιάσω ένα αραπάκι, 
να στέκω ορθός να το ρωτώ, πως πιάνεται η αϊγάπη. 
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει,
κι από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δε βγαίνει.
(της τάβλας)

Στη Λειβαδιά είναι ‘να δεντρί, στη Φήβα κυπαρίσσι 
κι ανάμεσα απ’ αυτά τα δυο είναι μια κρύα βρύση, 
παν τα κορίτσια για νερό κι οι λυγερές, να πλύνουν, 
διαβάτης πέρναγα και γω και δίψασα ο καημένος, 
δώστε μ’ κορίτσια μου νερό, να πιώ να ξεδιψάσω, 
σκύψε λεβέντη μου να πιείς, να πιείς να ξεδιψάσεις.
(αργό τσιάμικο)

Κι άλλα δυο που πρέπει νάναι καθαρά σαρακατσιαναίϊκα:

Τα γρέκια χορταριάσανε, ρήμαξαν τα κονάκια, 
ρημάξανε τα πρόβατα και τα σκυλιά γαυγίζουν, 
πέθανε ο γέρο τσέλιγκας....

Κράτα καημένε Έλυμπε και σεις καημένα Χάσια,
κράτα τους Βλάχους πώρχονται, τους Σαρακατσιαναίους, 
άλλ(οι) έρχονται απ’ τον Αρμυρό κι άλλ απ’τήν αλασσώνα. 
Σαν πήγαν και ξεφόρτωσαν στα ‘μορφο Λειβαδάκια.

Τα Λειβαδάκια μου είπαν ότι ήταν όνομα λιβαδιού. Χορεύεται τσιάμικο. 

Και δυο που χορεύονται στα τρία:

Φίλοι μ’ καλώς ορίσατε, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα,
και γω καλώς σας ηύρα, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα.
Περάστε απάνω φίλοι μου, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα,
να φάμε και να πιούμε, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα.
Δεν ήρθαμε για φάει για πιει, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα,
είπαν πως είναι όμορφες, Ροϊδούλα-Ροϊδούλα, 
Ροϊδούλα με τα ρόϊδα,
ξανθές και μαυρομάτες, 
Ροϊδούλα - Ροϊδούλα, Ροϊδούλα με τα ρόϊδά.

Πέρα στον πέρα μαχαλά, στον πέρα και στον δώθε, 
περπατάς ανάρια-άνάρια, σαν την πάπια στα λιβάδια...

Κι ακόμα ένα, μάλλον συρτό :

Σιγανά κι αμάν αμάν, σιγανα βρέχει ο ουρανός, 
σιγανά βρέχει ο ουρανός, σιγανός ψιχαλισμός, 
σιγανά πάω και γω, την αγάπη μου να βρω,
και τη βρίσκω λυπημένη και βαριά βαλαντωμένη.
Τι έχεις κόρη μου και κλαις και μένανε δε μού το λες.
Με μάλωσε η μάνα μου και μ’ έδειρε ο πατέρας μου.

Τα τελευταία χρόνια βγήκαν στο μουσικό στίβο και Σαρακατσιαναίοι επαγγελματίες τραγουδιστές κι έβγαλαν και κασσέτες με σαρακατσιαναίϊκα τραγούδια κι αυτό θα βοηθήσει να διασωθούν πολλά απ’ αυτά. Μόνο που μερικές φορές τα νοθεύουν από σκοπιμότητες της στιγμής. Κι ο Κρυστάλλης στο «Γάμο της στάνης» («Άπαντα», έκδοση Κολλάρου, επιμέλεια Μ. Περάνθη, σελ. 590-597) παραθέτει κάμποσα τραγούδια σαρακατσιαναίϊκα σχετικά με το γάμο, το φλάμπουρα, το ξούρισμα του γαμπρού κλπ.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.