Στην Καρυά εκείνα τα χρόνια, δηλαδή πριν το 1930, έβγαιναμε τρία σόϊα: οι Μποταίοι (Κολιός, Άλέξαντρος, Λίας), οι Αραπιτσαίοι (Γώγος, Μητράκος, Κώστας, Θανάσης, Βασίλης, Θοδώραινα κι ένας γαμπρός του Γώγου Αραπίτσα, Τζιοβάρας ή Αλογάρης λέονταν) και οι Κορκκαίοι (Πέτρος, Γιώργαινα, Άλέξαινα, Μήτρο Ρουπακιάς, Νικρλάκαινα και Χαραλάμπαινα), δηλαδή δεκάξη κονάκια. Κι είμασταν όλοι σκεδόν συγγενείς μεταξύ μας. Οι παπούληδές μας, πούταν ντίπ και ντίπ σκηνίτες, χωρίς πουθενά δικό τους μέρος και μόνιμη κατοικία, μόλις έγινε το ελληνικό και ξέροντας φαίνεται κι από πριν που είναι τα καλά ξεκαλοκαιριά, ήρθαν και κατοίκεψαν στα Βραγγιανά, στην αρχή νοικιάζοντας τα λιβάδια απ’ τον έπαρχο (τον αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης ή απο υπεκμισθωτές) κι ύστερα σιγά-σιγά και λίγο πολύ και με το άστε ντού απόχτησαν δικαιώματα, έγιναν δημότες.
Όπως κι άλλοι Σαρακατσιαναίοι σ' άλλα άγραφιώτικα χωριά: Οι Πατσιαουραίοι, Τσιγαριδαίοι, Ψαλιδαίοι, Αραπογιαναίοι, κι άλλοι στ’ Άγραφα (Νιάλες και Καμάρια), οι Ψαρογιωργαίοι, Σταφυλαίοι, Μπανακαίοι, Ζαγαλιωταίοι, Αργυραίοι κι άλλοι στον Καρβασαρά, οι Ζυγογιανναίοι στο Μπελοκομήτου κι άλλοι αλλού. Για τους Τσιγαριδαίους όμως έχω ακούσει ότι δεν ήταν απ’ την άρχή Σαρακατσιαναίοι αλλά παλιοχωρίσιοι απ’ το χωριό τ’ Άγραφα και το παλιό τους όνομα Χόντας.
Στα Βραγγιανά που έχουν μεγάλη περιφέρεια και καλά λιβάδια (το χωριό αυτό έχει και κάποια ιστορία με τη Σχολή της Γούβας του Ευγένιου Γιαννούλη, Γόρδιου κλπ.) Κι ακριβώς επειδή ύπαρχαν τα λιβάδια αυτά μαζώχτηκαν πολλοί Σαρακατσιαναίοι, ο Μαλαμούλης, Ακρίβος κι άλλοι. Όλοι αυτοί κι εμείς, στα πρώτα χρόνια για ν' αποχτήσουν δικαιώματα αγόρασαν και κάνα ξωχώραφο κι έφκιασαν και σπίτια και μέσα στο χωριό, βόσκοντας τα πράματα όξω στα λιβάδια. Γιατί έτσι ήταν ο νόμος, για να θεωρηθεί ένας μέλος της κοινότητας, έπρεπε νάχει σπίτι στο χωριό. Θυμώμαι τώρα τελευταία, πριν το 1935, που πουλήσαμε ένα οικόπεδο μέσα στο χωριό, το σπίτι είχε πέσει, βρίσκονταν από κείνη την εποχή, πρέπει να τούχε φκιάσει ο παπούλης μου. Όταν όμως με τα χρόνια σιγούρεψαν τα δικαιώματα της βοσκής στην Κοινότητα, έπιασαν κι έχτισαν σπίτια και στις άκρες, εκεί πώνοιωθαν ότι είναι καλύτερα για τα πράματα και στο μέρος που ο καθένας τους είχε αγοράσει χωράφια. Έτσι έπιασαν ο Μαλαμούλης στα Κριθάρια, ο Ακρίβος στον Έλατο, εμείς στην Καρυά, οι Αλεξαίοι στη Γούβα (Μπουρμπουτσιλιά), αν κι αυτοί οι τελευταίοι ήταν ντόπιοι Βραγγιανίτες, όχι Σαρακατσιαναίοι, που σιγά-σιγά με το να κάνουν το βλάχικο, πήραν τη σειρά τη βλάχικη, έγιναν Βλάχοι και βγήκαν κι αυτοί και κατοίκεψαν όξω απ’ το χωριό, στη Γούβα. Και με τον καιρό οι Σαρακατσιαναίοι αγόρασαν κι άλλα χωράφια και κτήματα. Ο Μαλαμούλης, πούταν νοικοκύρης άβαρος, πολλά λιβάδια και τσιφλίκια Κανταρέλα τόνα με τ’ άλλο, το ίδιο κι ο Ακρίβος αγόρασε κάποιο λιβάδι στο Τροβάτο, κι ο παπούλης μου ο γέρο Γιαννάκης κάμποσα χωράφια. Aλλά τα χωράφια αυτά με τον καιρό τ’ απαράτησαν ακαλλιέργητα. Έτσι εμείς δε θυμήθηκα να σπέρουμε χωράφια κι ας είχαμε πολλά, εκτός κάτι λίγα που τάδωναμε σε χωριάτες τριτάρικα, στην Κρανιά και στο Παλιομάντρι. Ενώ όσο έζηγε ο παπούλης μου, πέθανε το 1919, τάσπερνε.
Όμως ξεμακρύναμε απ’ το θέμα μας. Λοιπόν εκείνα τα χρόνια όλοι οι Καρυώτες, αδιάφορο απ’ το που ξεχείμαζε ο καθένας, όταν έβγαιναν στην Καρυά, το βιό τόφκιαναν μια στάνη, τάσμιγαν όλοι τα πρότα τους. Έφκιαναν δυό-τρία κοπάδια γαλάρια και τάρριχναν ένα στη Γενέτσου, πούναι ένα σπανό πάνω απ’ την Καρυά κάπως πατητό, ομαλό και γι' αυτό έρριχναν εκεί τα πιό ηλικιωμένα πρότα τα «μ'στόπρατα» (μεστόπρατα, δηλαδή μεστά, ηλικιωμένα) όπως τάλεγαν, ένα στη Μπουρλέρου και τ’ άλλο στην Κρανιά. Τα στέρφα πώχουν ποδάρια και περπατούν τόπο, τάριχναν στην Παπατσάβρα πούναι τσακιστός ο τόπος και τα ζυγούρια στην Κρανιά, στο Σαμάρι.
Το Καλοκαίρι οι Σαρακατσιαναίοι στα βουνά τα πρότα τάφκιαναν τρανύτερα κοπάδια απ’ ό,τι το χειμώνα. Από τρακόσια και τετρακόσια, ανάλογα βέβαια και με τον τόπο.
Στα γαλαροκόπαδα, τις γαλαροκοπές, πάαιναν τζιομπαναραίοι τρανοί (ηλικιωμένοι) και καλοί αρμεχτάδες. Στα στέρφα νιοί κι αλαφροί, γιατί τα στέρφα είναι γερά πρότα, έχουν ποδάρια και περπατούν τόπο. Στα ζυγούρια πάαινε ένας γέροντας κι ένας νιότερος, γιατί τα ζυγούρια θέλουν τζιομπάνο τεχνίτη, θέλουν χάϊδεμα. Στα παλιόπρατα πάαιναν κάπως γεροντώτεροι τσιοπαναραίοι. Στα μπλιόρ(ι)α (τις μηλιώρες) νιοί και γεροί. Στα γίδια νιοί κι ας μην ήταν και πολύ τεχνίτες, γιατί τα γίδια, «οι σακαές», όπως τάλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι, δεν έχουν ανάγκη. Και στα βετούλια πάαινε νιός.
Στα γαλάρια έριχναν κι αποδότες, που το Καλοκαίρι τους έλεγαν περσότερο αρμεχτάδες, γιατί η δουλειά τους ήταν μαναχά τ’ άρμεμα, όχι όπως το χειμώνα πούταν για ένα διάστημα, όσο να πουληθούν τ' αρνιά, κανονικοί τσιοπαναραίοι.
Στην Καρυά, που όπως είπαμε είχαν όλοι τα ίδια δικαιώματα και δεν υπήρχε τσέλιγκας με εξουσία, ο καθένας έπρεπε να δώκει και τους τσιοπαναραίους που αναλόγαγαν στο βιό του, έναν τσιοπάνο στα εκατό περίπου πρότα, γιατί ο τόπος είναι πολύ τσακιστός και τα κοπάδια εδώ γένονταν από διακόσια το πολύ τρακόσια πρότα το καθένα. Τρανύτερα κοπάδια δε μπόρεγαν να «γυρίσουν». Και σε κάθε τσιοπάνο αναλόγαγε, για τα γαλάρια, κι ένας αποδότης, αρμεχτάρης.
Για τους τσιοπαναραίους πρέπει να πούμε και τούτο: Όσοι φύλαγαν αντάμα ένα κοπάδι, λέονταν μεταξύ τους, αλλά κι απ’ τους άλλους «σύντροφοι», όπως και για τους κλέφτες. Οι Σαρακατσιαναίοι τον ίδιο όρο χρησιμοποιούσαν, «ήταν δυό κλέφτες σύντροφοι», άκουγες κι έλεγαν. Για τους τσιοπαναραίους άκουγες και μολόγαγε καένας κι έλεγε: «Την τάδι χρουνιά φύλαγα τα στέρφα κι είχα σύντρουφου τούν τάδι», ή Είχα καλόν σύντρουφου». Οι σύντροφοι που φύλαγαν ένα κοπάδι δένονταν με φιλία. Και την παρέα, όλους που είχε ένας σε κάποιο λιβάδι χειμώνα ή Καλοκαίρι, τους έλεγε «συντροφιά»: Είχα συντρουφιά τους τάδι». Ο κάθε τσιοπάνος ήθελε κι ήταν σπουδαίο γι’ αυτόν νάχει καλόν σύντροφο στα πράματα, και για τα πράματα και γι' αυτόν τον ϊδιο, γιατί πλάνταζε μαναχός του στην ερημιά και μάλιστα χωρίς καλόν σύντροφο. Να και κάτι σχετικό, σαν παροιμία, πώλεγαν κι έδειχνε την ανάγκη αυτών των ανθρώπων να δουν κάποιον άνθρωπο: «Άγραφα σύ καημένο διάσελο, δε σκας (δεν εμφανίζεις, δεν παρουσιάζεις) κάναν διαβάτη». Θάταν μαναχός του κάνας τσιοπάνος κι είχε πλαντάξει να ιδεί άνθρωπο. Φυσικά η μαναξιά για την οποία γίνεται λόγος εδώ, δεν πρέπει, νομίζω, νάχει και πολύ σχέση με τη μοναξιά της εποχής μας.
Στα Βραγγιανά όμως εξόν απ’ τις άλλες βοσκές πούταν λεύτερες για τον καθένα, ύπαρχε και το βοϊδολίβαδο, που τόλεγαν το ίδιο κι αλογολίβαδο, ένα πανέμορφο κι αγναντερό σπανό, από πάνω απ’ την Καρυά, με πάρα πολλά νερά και μπόλικο χορτάρι, μ' έναν λόγο λιβάδι σπάνιο. Όμως αυτό ήταν απαγορεμένο για τα γιδόπρατα και τ’ αλογα. Εκεί έβοσκαν μαναχά τα γελάδια του χωριού, τα καματερά. Κι έβοσκαν εκεί ως τις 15 Αυγούστου, που θερίζονταν τα σπαρτά, άνοιγε ο τόπος στα χαμηλώματα και τάπαιρναν οι νοικοκυραίοι τους. Και τότε μόνο απολυόνταν το βοϊδολίβαδο και με τα γιδόπρατα. Όμως πλερώνονταν στο χωριό, στην Κοινότητα, κάπου πέντε χιλιάδες δραχμές, που αναλογιόνταν στα κεφάλια τα πράματα πώμπαιναν μέσα κι έβοσκαν. Όμως οι Βλάχοι δεν καρτεριόνταν νάρθει ο δεκαπενταύγουστος για να μπουν μέσα και προσπάθαγαν με χίλιους δυό τρόπους να το βοσκάν κι από νωρίτερα. Πλέρωναν τους αγροφύλακες και τους γελαδαραίους, πώκαναν κι αυτοί τον αγροφύλακα, βούλωναν τη νύχτα τα κουδούνια απ’ τα κοπάδια κι ένα σωρό άλλα τερτίπια μεταχειρίζονταν.
Νιά χρονιά μάλιστα, κατά το χίλια εννιακόσια είκοσι πέντε θα νάταν, το χάλασαν φανερά κι επίσημα και με το ζόρι, ζητώντας να καταργήσουν το έθιμο και το ιδιαίτερο προνόμιο για τα γελάδια και θέλοντας να το κάμουν και το βοϊδολίβαδο σαν τις άλλες κοινοτικές βοσκές. Όμως το χωριό αντέδρασε, τους πήγε στο δικαστήριο στο Καρπενήσι, τους καταδίκασε, και μάλιστα το δικαστήριο τους επέβαλε και ποινική ρήτρα πολύ τσουχτερή για τυχόν νέα παραβίαση, κι από τότε το πήραν απόφαση και δε ματακότησαν να το χαλάσουν το βοϊδολίβαδο. Όταν απολυόνταν τον Αύγουστο, τόπαιρναν μισό οι Καρυώτες, μισό οι Αλεξαίοι. Παλιότερα έπαιρναν κι ο Μαλαμούλης κι οι Ακριβαίοι.
Το βοϊδολίβαδο ήταν πληγή αγιάτρευτη για τους Καρυώτες, όπως τούχαν στο κεφάλι τους, ήταν κοντά τους δηλαδή. Κάθε τόσο είχαν φασαρίες με τους αγροφύλακες. Άσε τι γένονταν με τα γουμάρια της στάνης, που καθώς έβοσκαν μαναχά τους στα σπανά και κάθε τόσο ροβόλαγαν απ’ τη Γενέτσου στο βοϊδολίβαδο. Θυμώμαι πολλές βολές πλερώναμε δεκάρικα και κοσάρικα πεδοκόπι για ένα γαϊδούρι πούχαμε.
Για το βοϊδολίβαδο μώλεγε ο πατέρας μου και τούτο: Παλιά, τον καιρό της τουρκοκρατίας, δεν τόλεγαν βοϊδολίβαδο, αλλά αλογολίβαδο. Και τέτοιο ήταν. Έβοσκαν εκεί τ' αλογομούλαρά τους οι ταξιδιώτες του χωριού. Κι είχαν πολλούς ταξιδιώτες, πραματευτάδες και τεχνίτες τα Βραγγιανά, που πάαιναν ως την Πόλη. Τ’ άφηναν εκεί στ’ αλογολίβαδο κι έβοσκαν ως τ' Λιός. Τ’ αη Λιός ανέβαιναν όλοι αυτοί στ' άλογολίβαδο μ' ένα μανάρι ο καθένας, τόψεναν, γλένταγαν, έπιαναν τα πράματα τους και την άλλη μέρα ξεκίναγαν για το ταξίδι τους. Γι' αυτό τότε απολύονταν τ’ αη Λιός με το παλιό. Ύστερα, που φαίνεται να έπαψαν να πααίνουν ταξιδιώτες, φυλάγονταν μέχρι την πρώτη Αυγούστου κι αργότερα ως το δεκαπενταύγουστο, κι έγινε και βοϊδολίβαδο από αλογολίβαδο. Και τόλεγαν και το λέν ακόμα και αλογολίβαδο και βοϊδολίβαδο.
Έτσι φκιάνονταν το βιό, πρό παντός τα πρότα, εκείνα τα χρόνια. Περίπτωση να κρατήσει ένας τα πρότα του αχώρια μόνο μίνια ύπαρχε. Αν είχαν αρρώστια, ας πούμε βλοϊά, για να μην κολλήσουν και των αλλονών. Κανιά βολά και με την παρμάρα τα κράτηγαν αχώρια.
Και τα πιο παλιά ακόμα χρόνια, όπως μολόγαγαν, αν τύχαινε κάνας φτωχός να τα χάσει, δηλαδή να ψοφήσουν, όχι κι ασυνήθιστο πράμα καθώς κρέμονταν απ’ το Θεό, τον καιρό και το χορτάρι και χωρίς ταές και χωρίς μαντριά της προκοπής, την Άνοιξη σαν έβγαιναν στα β'νά, όλη η στάνη και προ παντός οι συγγενείς τώβγαναν από κάνα-δυό πρότα ο καθένας, να πιάσει μα(γ)ιά, συρμαϊά, να «μη μείνει με την κλίτσα», όπως έλεγαν και πεινάσει η φαμελιά του.
Όλα όσα είπαμε για το βιό αφορούσαν τα πρότα. Αυτά τάσμιγαν όλοι κι έπιαναν τα σπανά. Τα γίδια όμως γρέκιαζαν κι αρμέονταν εκεί στα κονάκια στη λάκκα. Κι ο καθένας τ’ άρμεγε αχώρια τα δικά του, έστω κι αν τάχαν δυο-τρεις αντάμα, ένα κοπάδι. Για τα γίδια πρέπει να πούμε και τούτο: Τα κούρευαν κι όλας στα βουνά. Δεν τα κούρευαν την Άνοιξη στα χειμαδιά, γιατί άμα θα έβγαιναν κουρεμένα στα βουνά, όπως κάνει και κρύο ακόμα και παίρνουν και βροχές, δε θα νάντεχαν, είναι μαργουσιάρικα. Άφιναν λοιπόν και ζέσταινε καλά κι ύστερα τα κούρευαν. Και δεν τα κούρευαν όπως τα πρότα ρίχνοντας τα καταή. Έμπηχναν νιά γερή φούρκα (ξύλο διχαλωτό) στη γης, κουρεύτρα την έλεγαν, ίσια με το μπόι μιας γίδας. Έβαναν ένα λιθάρι πλακερό κοντά στη φούρκα. Έπαιρναν τη γίδα, την τράβαγαν κοντά στη φούρκα, την έβαναν και πάταγε με τα μπροστινά της ποδάρια απάνω στο λιθάρι, της πέρναγαν το λαιμό μέσα στη διχάλα της φούρκας, έδεναν τριχιά πάνω στο λαιμό της στα δυο τσαρπάλια της φούρκας κι έτσι ή γίδα δε μπόρεγε να βγάλει το κεφάλι της απ’ τη φούρκα κι ούτε να κουνιώται πολύ ή να φεύγει, γιατί τα μπροστινά της ποδάρια που πάταγαν στο λιθάρι ήταν ψηλότερα απ’ τα πισινά της, ήταν σαν κρεμασμένη. Κι έτσι όπως ήταν την κούρευαν γουλί. Τα τραϊά τα γκεσέμια όμως τα «βοργαροκούρευαν». Δεν τους έκοβαν το μαλλί γουλί, αλλά ζουνάρια-ζουνάρια. Αυτό το κούρεμα τόκαναν για ομορφιά, για ντεφαρίκι. Τα βαρβάτα όμως τα τραϊά τους άφηναν κάπα, δηλαδή σ' όλο το μήκος της ράχης τους και λίγο από δώ κι από κει, ίσια με κανιά παλάμη, τους άφιναν το μαλλί. Κι αυτό γιατί με το μαρκάλο Αυτά τα τραϊά αδυνάτιζαν, αχάμνεναν, κι έπρεπε νάχουν την κάπα να φυλάωνται απ’ τη βροχή και το κρύο περσότερο, σαν αδύνατα που θα νάταν μετά το μαρκάλο.
Και στ' άλογα τα παλιά τα χρόνια έβαναν βαλμά, και τα πάαινε κείθε κατά την Κρανιά και το Παλιομάντρι. Όμως τα υστερνά τα χρόνια που θυμώμαι εγώ, έτσι γύρναγαν μαναχά τους.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"