Ξεκινώντας για το τελευταίο κονάκι, την τελευταία πορεία του ταξιδιού, οι Σαρακατσιαναίοι είναι όλο χαρά. Φτάνουμε πια στο κατ(οι)κιό μας, στην Καρυά μας την όμορφη, τη ζηλευτή, την πολυαγαπημένη. Απ' του Καραμανώλη ροβολάν τον κατήφορο με σαματά κοπάδια και κονάκια, και να σε λίγο φαίνεται ο Καρβασαράς, το διπλανό μας χωριό, που και κει βγαίνουν πολλοί Σαρακατσιαναίοι, οι Ψαρογιωργαίοι, Αργυραίοι, Σταφυλαίοι, Μπανακαίοι, Βλαχακαίοι, Ζαγαλιωταίοι κι άλλοι.

Προχωράμε και φτάνουμε κατηφορίζοντας στη ρεματιά, στο Μέγα Ρέμα. Περνάμε απ' κάτ' απ’ τον Καρβασαρά, σταυρώνουμε κάναν χωριάτη, μας καλωσορίζει, μας ευκιώται καλό καλοκαίρι, συνεχίζουμε. Φτάνουμε στον Καΐπη κι από κει παίρνουμε τον ανήφορο τη στράτα, δίπλα απ’ το ρέμα πώρχεται απ’ τη Γενέτσου, μέσα στα έλατα, για την Καρυά. Φτάνουμε στην Κρανούλα, ματαπερνάμε το ρέμα, παραπανούλια είναι η Κλεφτόβρυση και αδρομάν κάμποσα λιανοπαίδια να τη χαιρετήσουν πίνοντας το κρύο νερό της απ’ τον ξύλινο κάναλο, και νάμας σε λίγο στο διάσελο, στον Άη Λιά! Κόβεται η ανάσα μας. Η Καρυά απλώνεται μπροστά μας. Με τη λάκκα της καθαρή και ξεπλυμένη απ’ τα χιόνια και τις βροχάδες, ν' αστράφτουν στον ήλιο τα λιθάρια του χαλιά της και τα τσιουγκάνια της γυροβολιά, με καταπράσινο χορτάρι ολούθε, με φτέρες νιόβγαλτες στα πλάϊα, με τα έλατα στολισμένα με καινούρια βλαστάρια, με τις σκάρφες και τα καλογιάννια, που τομ είχαν φυτρώσει.

Εμείς τα λιανοπαίδια, με γκουρλωμένα τα μάτια, τηράμε και δε χορταίνουμε. Νάτην η λάκκα με τα σπίτια από δω κι από κει, να η κοτρώνα κι η πετρόστρουγκα, τα πέτρινα ζουνάρια που σημαδεύουν και χωρίζουν τα χωράφια, που κάποτε σπέρνονταν και τώρα είναι λάκκα, δεξιά το Μαυροστέφανο σαν κρεμασμένο, παρέκει το Λημέρι και συνέχεια η πλαϊά με τα έλατα και τις φτέρες, το ρέμα της Γκούρας, που χωρίς να φαίνεται το νοιώθουμε, κι από πέρα περήφανη κι ολόστητη η Παπατσάβρα με την κορφή της να φτάνει στον ουρανό. Αγναντεύουμε και δε χορταίνουμε. «Μάνα ιά του σπίτι μας», ακούς κάνα βλαχόπουλο να ξεφωνίζει. Το καραβάνι έχει σταματήσει και τηράει. Αλλά γλήγορα ξεκινάει. Περνάει την πετρόστρουγκα κι από κει το κάθε κονάκι τραβάει για το σπίτι του.

Εκείνη τη μέρα είχαμε φάει απ’ την αυγή κι είχαμε νιφτεί όλοι, γιατί δεν έπρεπε να πρωτακούσουμε τον κούκο νηστικοί κι άνιφτοι, θα μας «κούμπωνε». Και το ξέταζαμε να μη μας «κουμπώσει» ο κούκος. Έπρεπε να τον «κουμπώσουμε» εμείς.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.