Οι Σαρακατσιαναίοι σαν πρωτόγονος κόσμος που ήταν και ζούσαν μια πρωτόγονη ζωή, εξαρτημένοι σε μεγάλο βαθμό απ’ τη φύση, τα καπρίτσια της και τις καιρικές μεταβολές κι εποχές, ήταν πολύ δεισιδαίμονες και προληπτικοί. Όμως θρησκόληπτοι δεν ήταν, κι ούτε και στο παπαδαριό είχαν και τόσο μεγάλη υπόληψη, εκτός όσο το καλούσε η ανάγκη τους για καέναν αγιασμό στα πράματα, για καμιά αρρώστια, ή για κάναν γάμο, κηδεία, βαφτίσια και τέτοια.
Το μαναστήρι της Κορώνας, ο Άγιος Σεραφείμ, πάνω απ’ το Βλάσδο, ήταν ένα μαναστήρι που το σέβονταν πολύ. Η θειά μ' η Καλομοίρα πολλές γιδούλες της του πήγε.
Κάθε Άνοιξη ή Χινόπωρο που πέρναγαν τα κονάκια απ’ τη Νεβρόπολη, θα του πάαινε κι από μίνια. Κι ο γούμενός του, ένας κοντός κοκκινογένης, κάθε Καλοκαίρι φόρτωνε στη μούλα του την κάρα του αγίου, καβαλίκευε κι αυτός και μ' έναν υπηρέτη του μαναστηριού από κοντά, έπαιρνε σβάρνα τις στάνες και μοίραζε ευκές κι ευλογίες σε ανθρώπους και σε πράματα και μάζωνε κι αυτός μαλλιά, τυριά κι άλλα. Έρχονταν και στα κονάκια μας και πάντα κόνευε στο μπάρμπα Κολιό. Άξιος ο μιστός του όμως, γιατί άμα έπεφτε κανιά αρρώστια στα πράματα και τον χάλευαν, έτρεχε αμέσως για αγιασμό. Θυμώμαι και στη Νταουτζιά, κάποια αρρώστια άσκημη είχε πέσει στα πρότα μας, του παράγγειλαν, έφτασε αμέσως. και στη στρούγκα, στο μπροστοστρούγκι, είχαν βάλει από πάνω τις κλίτσες τους οι τστοπαναραίοι, άπλωσαν νιά βελέντζα, απίθωσαν απάνω το ασημένιο κουτί με την κάρα του αγίου, μπήκε μέσα ο γούμενος, ευλόγησε τα πρότα, τα ράντισε με αγιασμό κι ύστερα έπιασε μπροστά, άφικαν τα πρότα και πέρασαν όλα από κάτω απ’ την κάρα κι αυτός τα διάβαζε, τα ράντιζε, τ’ άγιαζε, τα βλόγαγε.
Με Δεσποτάδες δεν είχαν βέβαια νταραβέρια οι Σαρακατσιαναίοι, αλλά όσο και νάναι ο Δεσπότης ήταν Δεσπότης. Και θυμώμαι έγινε το θάμα και πέρασε νιά βολά Δεσπότης στην Καρυά. Πως έγινε αυτό το πρωτοφαντό δεν ξέρω. Πέρασε όμως. Εκεί στη λάκκα, ανάμεσα απ’ τα κονάκια, χωρίς όμως, βέβαια, και να σταθεί. Καβάλα σε μουλάρι, με τρεις τέσσερις μπρος και πίσω να τον κρατούν και να τον σέρνουν απ’ το καπίστρι του μουλαριού.
Και μείς, ούλα τα κονάκια, μικροί-μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, πεσμένοι μπρούμυτα, όχι απλώς γονατιστοί, στη γης να τον προσκυνάμε. Κ αυτός με το χέρι του μας ευλόγαγε!!
Αν όμως οι Σαρακατσιαναίοι τους αγροφύλακες, χωροφύλακες, δασικούς, μέχρι και παπάδες τους εχτρεύονταν ή τους ανέχονταν ως εκεί που τους είχαν την ανάγκη, δε γένονταν το ίδιο και με το δάσκαλο. Αυτόν τον είχαν καλόν και σε μεγάλη υπόληψη. Κι αυτό γιατί εκτίμαγαν την αξία πούχαν τα γράμματα, που τους ήταν λειψά κι όμως τόσο χρειαζούμενα στη δουλειά τους και που οι άλλοι, εξαιτίας της αγραμματοσύνης τους, τους γέλασαν και τους εκμεταλλεύονταν. Τα γράμματα ήταν φώτιση και τη φώτιση αυτήν την έδωνε ο δάσκαλος. Το «άνθρωπος αγράμματος κούτσουρο απελέκητο», τόλεγαν και το ματάλεγαν. Και πάσκιζαν να μάθουν τα παιδιά τους «πέντε κλίτσες» γράμματα, όπως έλεγαν. Και σπάνια εύρισκες Σαρακατσιάνο, που να μην ξέρει να βάνει την υπογραφή του κουτσά-στραβά, να διαβάζει, να γράφει, έστω και σαν κλίτσες και να μην ξέρει λίγον λογαριασμό.
Τα παλιά τα χρόνια όλες οι στάνες, αλλά κι ως τελευταία πριν τον πόλεμο, πολλές έπαιρναν μισθωτόν δάσκαλο το Καλοκαίρι και «διάβαζε» τα παιδιά. Ο δάσκαλος αυτός ήταν πολλές βολές κάνα παιδαρέλι πούχε πάει λίγο στο Γυμνάσιο ή στο παλιό Ελληνικό Σχολείο. Άλλες βολές όμως, σε τρανές στάνες, και κανονικός δάσκαλος. Τον τάιζαν με την αράδα όσοι είχαν παιδιά, τώφκιαναν καλύβα, τη «δασκαλοκάλυβα» και το Χινόπωρο τώδωναν χρήματα ή τον πλέρωναν με είδος, τυρί, βούτυρο, μαλλιά και τέτοια, ή και με τα δυό. Κι άμα , ύστερα απ' τ’ άρμεμα, μαζώνονταν κανιά βολά στη στρούγκα κι αρχίναγαν κανιά συζήτηση, ακουμπισμένοι λόρθοι στις κλίτσες τους ή καθιστοί στα χορτάρια, γύρναγαν κατά το δάσκαλο και τον ρώταγαν: «Α δάσκαλι, τι λες ισύ; Λες νάνι ετσ(ι);» και στα γλέντια και στις μάζωξες πώκαναν, πάντα το δάσκαλο, κι ας ήταν και νιός, τον έβαναν σε τιμητική θέση και τον περιποιόνταν.
Στην Καρυά θυμάμαι νιά λακκούλα, δίπλα απ’ τα κονάκια, την έλεγαμε «στη δασκαλοκάλυβα». Εκεί παλιά, στα χρόνια του πατέρα μου, είχαν δασκαλοκάλυβα, μαζώνονταν τα παιδιά και τα διάβαζε ο δάσκαλος. Σ’ αυτήν έμαθε γράμματα κι ο πατέρας μου, γιατί θυμώμαι που μολόγαγε ότι έμαθε γράμματα με τέτοιον δάσκαλο και με π(ι)νάκι. Το πινάκι ή πινακίδα ή πινακίδι ήταν ξύλινη πλάκα, που ή χάραζαν απάνω της τα γράμματα με μυτερό πράμα (καρφί και τέτοια) ή την άλειφαν με κερί και χάραζαν τα γράμματα στο κερί, και μετά το ίσιωναν πάλι το κερί. Ενώ την άλλη την έξυναν και σιγά-σιγά, με τη χρήση, σώνονταν.
Η αφεντιά μου πήγε σε πολλά σκολεία, εκτός απ’ της Νταουτζιάς, και σε πολλούς δάσκαλους. Ο πρώτος ήταν ένα παιδαρέλι, ο Κωσταρέλος απ’ το Πλακωτό της Καρύτσας. Τ' όνομά του Παναγιώτης Γ. Κερασιώτης, αλλά με το παρατσούκλι, το Κωσταρέλο, τον ήξεραν όλοι, Είχε πάει μιά-δυό τάξεις στο Σχολαρχείο. Τον έφερε στα κονάκια ο πατέρας μου, θα νάταν κατά το 1923-24, τον ταΐζαμε και τον πλέρωνε ο πατέρας μου και διάβαζε έμενα, τον αδερφό μου το Γιώργο και την αδερφή μου την Κωστάντω. Είχε μεράκι ο πατέρας μου να μάθουμε γράμματα και το ότι έμαθαν κι οι αδερφάδες μου γράμματα, εκτός απ’ την πρώτη τη Φωτεινή, ήταν λίγο ασυνήθιστο εκείνα τα χρόνια για τους Σαρακατσιαναίους. Θυμώμαι τον Κωσταρέλο που φόρ(η)γε τσαρούχια με φούντες και τραγιάσκα, όχι σκούφια μαύρη ατλαζένια που φόραγαν όλοι οι άντρες στα κονάκια μας. Και στα μάτια μου αυτή η τραγιάσκα φάνταζε. Μαζωνόμασταν δίπλα απ’ το σπίτι μας, ίσως και κάν' άλλο παιδί και μας διάβαζε. Δε θυμώμαι τίποτ’ άλλο, ούτε απ’ τη δική μας επίδοση, ούτε απ’ τις ικανότητες του δάσκαλου.
Όμως τον Κωσταρέλο τον ματαντάμωσα το 1965 στην Καρύτσα, κι ήταν τη χρονιά εκείνη, όπως μώλεγε, 56 χρονών. Έτσι, όταν τον είχαμε δάσκαλο πρέπει νάταν παιδαρέλι. Δεκαπέντε-δεκάξη χρονώ. Αυτός μώλεγε ότι είχαμε και δασκαλοκάλυβα δίπλα απ’ το σπίτι μας, κι ότι μας πάαινε και μας διάβαζε και πίσω στην Κλεφτόβρυση, στον ίσκιο στα έλατα. Κι ότι ήταν κι άλλα παιδιά, κάπου δεκατρία. Ίσως νάναι κι έτσι.
Στα β’νά, εκεί που πήγα περσότερο στο σχολείο, ήταν στον Καρβασαρά. Είχαμε συγγενείς εκεί, τη θειά μ' την Πανάϊού, αδερφή του πατέρα μου, γυναίκα του γέρο Σπύρου Σταφύλη και τη θειά μ' την Καλλιόπη, αδερφή του παπούλη μου του Μητρολία Κολοβού και γυναίκα του γέρο ντρέγα Ψαρογιώργου. Σ’ αυτούς κάθομαν και πάαινα στο σχολείο. Όπως κι άλλα Καρυωτάκια σ' άλλους συγγενείς τους.
Το σκολείο του Καρβασαρά ήταν καλοκαιρινό σκολείο, βρίσκονταν στον κάτω μαχαλά, στους χωριάτες, μπροστά στην εκκλησιά κι ήταν μια σκέτη τετράγωνη αίθουσα, με γυμνά τείχια και κάτι παλιοθρανία, άβαφα και καταπελεκημένα απ’ τα σουϊάδια και τα μαχαίρια πούχαν όλα τα δασκαλούδια. Το μόνο πράμα πούχε ήταν ένας μαυροπίνακας ξεβαμένος και λαγοπόδαρο για το σβύσιμο. (Και μια παρένθεση: Εκείνα τα χρόνια στον κόσμο το δικό μας, αυτό που λέμε: «πέρασε σφουγγάρι», δηλαδή τα διέγραψε, τόλεγαν «πέρασε λαγοπόδαρο»). Κι ο δάσκαλος; ο κουτσός ο Βασίλης Τσατούρης, ένας λιγόκορμος, αδύνατος, ψανός ανθρωπάκος, με νια λερωμένη ψευτοφουστανέλα και τσαρ(ου)χάκια, με στραβή, σακατεμένη, τη μίνια αρίδα και με φλώρες κάλτσες στα ποδάρια του, τον θυμάμαι σα να τον έχω μπροστά μου. Ήταν ανύπαντρος, γεροντοπαλλήκαρο, και ζούσε με κάτι ανήψια του. Δεν ήταν κανονικός δάσκαλος. Μάλλον του Δημοτικού ήταν κι ίσως να τον πλέρωναν κι οι γονέοι των παιδιών. Ρολόι δεν είχε κι ούτε φυσικά και κάνα δασκαλούδι. Και για ρολόι είχαμε σημάδι τον ίσκιο. Άμα έφτανε σ' ένα σημείο καθορισμένο στην αυλή, βάρεγε η καμπάνα και μαζώνονταν τα δασκαλούδια. Και τι μας μάθαινε ο Τσατούρης; Ανάγνωση και γραφή. Και λογαριασμό. Δεν είχε τίποτ’ άλλο. Όμως ο λογαριασμός έδωνε κι έπαιρνε. Να ποιο ήταν περίπου το συνηθισμένο πρόβλημα πώβανε: «Ένας πήγε στα κείθε χωριά (δηλαδή τα πιο πίσω, δυτικά, μέσα στα βουνά) κι αγόρασε τόσα τραϊά με τόσες δραχμές τόνα. Σ' άλλο χωριό αγόρασε και τόσα γίδια με τόσο τόνα. Άλλου τόσα βετούλια με τόσο. Επειδή η πραμάτεια έγιναν πολλά, έβαλε κι ένα τσιοπάνο να τον βοηθάει, με τόσο τη μέρα. Στο μεταξύ του ψόφησε νιά βετούλα. Ύστερα τσακίστηκε, δηλαδή έσπασε το ποδάρι του, ένα τραΐ κι αναγκάστηκε και τόσφαξε και το πούλησε κρέας με τόσο την οκά και βγήκε τόσες οκάδες. Τα ξεκίνησε όλα για την Καρδίτσα να τα πουλήσει, στη στράτα πλέρωσε τόσα τζερεμέδες στους αγροφύλακες. Και τόσο φόρο. Τελικά τα πούλησε όλα στην Καρδίτσα, με τόσο το ένα τα τραϊά, τόσο τα γίδια και τόσο τα βετούλια. Κέρδισε ή έχασε, και πόσα;» Τέτοια ήταν τα προβλήματα πώβανε ο δάσκαλος. Και μου φαίνεται, ήταν ό,τι χρειάζονταν για τις συνθήκες του τόπου και της ζωής των μαθητών του.
Εμείς τα δασκαλούδια απ’ την Καρυά, κάθε Σαββατόβραδο πάαιναμε στα κονάκια μας. Μόλις απόλαγε το σχολείο, έπαιρναμε έναν ανήφορο πολύ απότομον, σα μαχαίρι, έβγαιναμε στο καραούλι, το Βετ(ου)λόγρεκο, κι από κει ανάπλαγα-ανάπλαγα περπατάγαμε κι αράζαμε στον αη-Λιά στην Καρυά. Δεν ήταν αλάργα, μισή ώρα στράτα πάνω-κάτω. Τη Δευτέρα την αυγούλα ματάρχομασταν πάλι. Κάθε δασκαλούδι είχε τη δασκαλοσάκ(ου)λα του, ένα ειδικό υφαμένο τροβαδάκι, πολλές βολές και κεντημένο απ' όξω, και κει μέσα έβανε, εκτός απ’ τη φυλλάδα, την πλάκα, το κοντύλι και κάνα τετράδιο, απαραίτητα και το ψωμοτύρι του.
Μελάνι έφκιαναμε μέσα σε κουνέτα (μπουκαλάκια) από μπογιά χρυσή, την αγοράζαμε απ’ το τον Τσαρ(ου)χά, τον Οικονόμου, πούχε στον Καρβασαρά τσαρουχάδικο, «Σανδαλοποιείον», όπως τόγραφε απ' όξω και πούλαγε και κάτι ψευτοψιλικά και ψευτομπακαλικά. Την έλυωναμε με νεράκι. Αυτός ο Λία Τσαρχάς ήταν ξιακουστός εκεί στα γύρω χωριά. Έφκιανε πολύ γερά τσαρούχια. Σώνονταν σιγά-σιγά πρόκες και πετσιά, αλλά ποτέ δεν ξηλώνονταν, ούτε ξιακόλλαγαν. Για τα τσαρούχια πρέπει να πούμε, ότι παλιότερα γένονταν ραφτά, σαν αυτά που φοράν οι τσολιάδες της προεδρικής φρουράς. Κι απ’ την εποχή εκείνη σώζεται ένας μύθος για κάποιον απ' τ’ Άγραφα, που πήγε σ' έναν τσαγκάρη, να πάρει ένα ζευγάρι πετσώματα μαζί με τα σφιγγώματα (δηλ. πετσί και ράμματα) για να πετσώσει (σολιάσει) τα τσαρούχια του, Κι όταν ο τσαγκάρης τον ρώτησε τ' όνομά του, εκείνος απάντησε: «Παναϊουτάκ(η)ς απ’ τ’ Άγραφα, τσιουπάνους τ' Μαλαμούλ(η)». Αυτά ήταν τα στοιχεία της ταυτότητάς του, και προ παντός ότι ήταν τσιοπάνος του Μαλαμούλη!
Καρφωτά τσαρούχια, απ’ όσο μώλεγαν, πρωτόφκιασαν στην Καρδίτσα και τα χωριά των Αγράφων, γιατί ο τόπος είναι πετρωτός και τα ραφτά δε βάσταγαν. Και στην περιοχή αυτή έφκιαναν τα καλύτερα τσαρούχια.
Πήγα όμως και στην Καρύτσα στο δάσκαλο. Ήταν βλέπεις η γιαγιά μου εκεί, η Μητρολίαινα η Κολοβίνα. Εκεί το σχολείο, θερινό κι αυτό, βρίσκονταν ανάμεσα στο βλαχομαχαλά και το χωριό. Κι ήταν κάπως τρανυτεράκι και πιο σουλουπωμένο. Εκείνα τα χρόνια πέρασαν απ’ αυτό οι δάσκαλοι Γιώργος Παπαδόπουλος και Βάιος Τσιλίκας. Ο πρώτος ήταν του Δημοσίου, γραμματοδιδάσκαλος και φόραγε τσαρούχια. Ο Τσιλίκας δεν ήταν ούτε γραμματοδιδάσκαλος, όμως φαίνεται είχε πατήσει το ποδάρι του στο Σχολαρχείο, πόσο δεν ξέρω, και πληρώνονταν απ’ τα παιδιά. Αυτά τα εξακρίβωσα και το 1966 κι από Καρυτσιώτες. Ο Παπαδόπουλος ήταν πολύ αυστηρός και σκληρός και θυμώμαι βάρεγε πολύ τα παιδιά. Στο τραπέζι του είχε πάντοτε δυο-τρείς βέργες χοντρές, κρανίσιες ή από κορομηλιά. Κι άμα κάνα παιδί έκανε κανιά ζαβολιά ή δεν ήξερε μάθημα, τόβανε κι άπλωνε τα χέρια του και του τα ξέραινε με τη βέργα, χτυπώντας και στην παλάμη και στην ανάστροφη. Και δεν τώφτανε αυτό. Έβανε στο πάτωμα χαλίκια μυτερά κι ανάγκαζε το παιδί και γονάταγε απαν' στα χαλίκια αυτά. Δεν είχε το θεό του και τον έτρεμαν τα παιδιά.
Στην Καρύτσα δεν πάαινα μαναχά για το σχολείο. Όπως είπα ήταν κι η γιαγιά μου εκεί. Και μ' είχε πολύ χαϊδεμένον. Ήμαν το πρώτο αρσενικό αγγόνι της μετά τις δυο αδερφάδες μου. Ύστερα από μας απόχτησε κι άλλα, κάπου τριάντα, αγγόνια, κι είδε και δισέγγονα. Μα η μεγάλη της αδυναμία ήμαν εγώ. Και η ξεχωριστή αγάπη και λατρεία της για μένα κράτησε ως το θάνατό της, κατά το 1954, σε πολύ βαθιά γεράματα, 104 χρονών. Μ' είχε πού και πού. Κι αυτή κι οι ανύπαντρες τότε θειάδες μου, η Τριανταφυλλιά κι η Παναϊώτα. Και τι δε μώδωναν και τι δε μώφκιαναν, μπουκουβάλες με βούτυρο, χαλβά, καραμέλες (εκείνα τα ψαράκια) απ’ το μαγαζί του Γώγου Παπαθωμά, του κόσμου τα καλούδια, ό,τι ήθελα. Το βράδυ κοιμόμασταν αγκαλιά με τη γιαγιά και πολλές βολές στην αυλή απάν' σε φρεσκοκομμένες μπάτσες. Και μώλεγε και παραμύθια, θυμώμαι τις γριούλες, που κάπου κίνησαν να παν και κάτι ηύραν στη στράτα, και, και… Σ' όλο το χωριό όπου κι αν πέρναγα, όπως ήμαν και ζωηρός και ζαβός, μ' έδειχναν κι έλεγαν: «τ’ αγγόν(ι) τ'ς Μητρουλίηνας», κι έτσι ήμαν γνωστός κι όταν μεγάλωσα, «Ου Γιάνν(ι)ς τ’ αγγόν(ι) τ'ς Μητρουλίηνας».
Αλλά είπα, ήμαν λίγο ζαβός. Λίγο να μου χάλαγαν το χατίρι η γιαγιά μου ή οι θειάδες μου, έπιανα νιά κοτρώνα από πέρα απ’ το σπίτι τους και τις αρχίναγα στο πετροβόλημα. Όμως ο μπάρμπας μου ο Νίκος δεν αστειεύονταν. Μ' έδερνε άσκημα. Μέχρι απ' τ’ αφτιά μ' έπιανε και με σήκωνε απάνω και με κράταγε στον αέρα κρεμασμένο, και ρεκοβέλαζα, ώσπου αδρόμαγε η γιαγιά μου και μ' έβγανε απ’ τα χέρια του. Κι άλλο βάσανο, θυμώμαι, τράβαγα απ’ το μπάρμπα Νίκο. Η γιαγιά μου είχε καλό, ψηλό σπίτι με όμορφη αυλή και κήπους με καρποκλάρια. Και καταμεσής στην αυλή ήταν κι είναι ακόμα ένας θεόρατος πλάτανος, που την ίσκιωνε ολόκληρη και κει από κάτω καθόμασταν κι έτρωγαμε και μαζώνονταν κι οι άντρες και κουβέντιαζαν. Άμα έσφαζε κάνα σφαχτό ο μπάρμπας μου -κι έσφαζε συχνά- και τόγδερνε, το κρέμαγε στον πλάτανο να αερίζεται και να κρυώσει. Μώδωνε λοιπόν νιά βίτσα και μ’ έβανε να στέκομαι εκεί να διώχνω τις μύγες και τις σφήκες απ’ το σφαχτό. Μπορούσα όμως εγώ να στέκομαι δεμένος εκεί και να μη μπορώ να τρέξω και να παίξω; Πλάνταζα, αλλά και που να κοτήσω να φύγω. Τομ (μόλις) έκανα να ξεστρίψω και μ’ έπαιρνε το μάτι του, μούτριζε τα δόντια: «Βρε τι σούπα ίγώ;»! Μ' έβλεπε η γιαγιά μου, με λυπόνταν, έρχονταν, έπαιρνε τη βίτσα και βάρ(η)γε τις μύγες και λυτρώνομαν εγώ.
Αν εγώ κάθομαν στο σχολείο στην Καρύτσα, μακριά απ’ το σπίτι μου δε γένονταν το ίδιο και με τον αδερφό μ' το Γιώργο. Αυτός ο γύφτος δεν υπόφερνε κάτι τέτοιο εύκολα. Νιά βολά τον πήγαν στην Καρύτσα για το σχολείο. Κάποτε πέρασε ο πατέρας μου από κει, καιροφύλαξε και μόλις ξεκίνησε ο πατέρας μου για την Καρυά, από κοντά κι αυτός κρυφά, κι από τόπο σε τόπο, χωρίς να τον πάρει είδηση ο πατέρας μου, λίγο μετά πώφτασε ο πατέρας στο σπίτι μας, τον γλέπουμε κι αυτόν άραξε στον αη-Λιά. Σαν τώρα δα τον θυμάμαι με το σκιαδάκι του στο κεφάλι.
Και μια άλλη διαφορά ανάμεσα σε μένα και το Γιώργο. Ενώ ήμαν πολύ ζαβός, τον πατέρα μου τον σκιάζομαν, κι άμα μώκρενε, έτρεχα κοντά του κι ας ήξερα ότι θα μου τις βρέξει. Μαναχά άμα έρχονταν βράδυ ο πατέρας μου κι είχα κάμει ζαβολιές, τη γλύτωνα. Σκεπάζομαν με τη βελέντζα κι έκανα πως πλαϊάζω. Κι είτε τώλεγε η μάνα μου για τις ζαβολιές μου είτε δεν τώλεγε, και τις περσότερες βολές δεν τώλεγε, τη γλύτωνα. Μόνο που κοιμάμαν νηστικός. Τη μάνα μου δεν τη σκιάζομαν, κι αυτό απ’ την αγάπη που μούχε. Ο Γιώργος όμως παρ' όλο πούταν πολύ πιο ήσυχος και φρόνιμος από μένα, κι αν κανιά βολά έκανε και κάτι κι ήθελε να τον δείρει ο πατέρας μου, δεν τόβανε κάτω. Μόλις τον χούϊαζε, λάκαγε. Θυμώμαι πως τον έπαιρνε στο κοντό ο πατέρας μου κυνηγώντας τον γύρω απ’ το σπίτι να τον πιάσει, ώσπου τον έπιαναν τα γέλια και τον απαράταγε.
Από το βοβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"