Τα κονάκια είχαν και την «αγορά» τους. Έρχονταν μπακάληδες, ταχτικοί κι έκτακτοι. Ταχτικοί ήταν οι Νταϊραίοι. Μόνο που δεν ήταν μπακάληδες, αλλά νιά πεντάφτωχη φαμελιά απ’ το Χώλιανο της Καρύτσας, πώφερνε κολοκυθοκορφάδες, παστάλες (φασολάκια), πατάκες, λουβουδιές, κεράσια, ξυνοκόρομ(η)λα, ρόκες (καλαμπόκια) για ψήσιμο, αγ(ου)ρίδες από κληματαριές και τέτοια φτωχοπράματα, για να πάρει λίγη αρτ(υ)μή (κλωτσοτύρι), ξυνόγαλο, γάρο για τραχανά, μέχρι και αλάτι, τέτοια φτώχεια είχε. Έρχονταν η γέρω Νταΐρω, παλιά, με το γέροντά της το γέρο Γιάννη, κι αργότερα τα παιδιά τους, ιδίως ο Γιώργος με τη γυναίκα του, κι έπιαναν έναν έλατο απ' κάτ’ απ’ τ’ αλώνι το δικό μας.

Που να κοτήσουν απ’ τα σκ(υ)λιά να βγουν πάρα πάνω. Έφταναν εκεί κι απ’ το φόβο τους μην τους πάρουν χαμπέρι τα σκυλιά, σκαρφάλωναν στον έλατο και χούϊαζαν, έ κουμπάρα, έ κουμπάραααααα». Έπαιρναν είδηση τα κονάκια, έτρεχαν οι γυναίκες και τα λιανοπαίδια και τότε κατέβαιναν κι αυτοί απ’ τον έλατο.

Η Νταϊρω είχε για το κάθε κονάκι έτοιμο το σακουλάκι ή το μπακρατσάκι με τα καλά της. Τα ‘παιρναν οι γυναίκες, πάαιναν στο κονάκι τους, τ’ άδειαζαν κι έφερναν στη Νταΐρω η κάθε μιά τους την πλέρα της, κλωτσοτύρι, ξυνόγαλο και τέτοια. Μαζώνονταν στον έλατο μελίσσι το γυναικομάνι. Κι έμεινε ο έλατος, «ο έλατος της Νταΐρως».

Νιά βολά, όπως ανακάτωνε τ’ αγγειά και τα σακούλια της η Νταΐρω, κάποιο από μας τα λιανοπαίδια είχε ανεβεί στον έλατο κι από κει την απόλυσε ο πουτσαράς και της κατούρησε ένα κακαβάκι. Θρήνος και οδυρμός η καημένη η Νταΐρω. Εγώ την έκαμα αυτή τη βρωμοδουλειά.

Μαζί της έρχονταν κι από κανιά άλλη φτωχοφαμελιά απ’ το Χώλιανο, η Νεστορίνα, η Καραβίδαινα κι άλλοι. Ήταν ιστορική η Νταΐρω στην Καρυά. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο πατέρας ή παπούλης του γέρο Γιάννη πολέμησε στο Μεσολόγγι, ήταν με τους κλεισμένους μέσα στην πολιορκία του, μου τώλεγε ο πατέρας μου. ,

Αργότερα όταν πέθαναν οι γερόντοι, θυμάμαι τσακώνονταν τα παιδιά τους με το γαμπρό τους τον Καραβίδα για τα χωράφια, κάτι σάρες, κι έλεγε ο Γιώργος: «Ιμένα μ’ τάγραψι ου γέρους νάνι ούλα δικά μ', πέτρα χώμα κι κλαρί». Οι Νταϊραίοι ήταν τόσο φτωχοί, πούταν πρόθυμοι να κάμουν οποιαδήποτε δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί, που λεν. άμα τσουγκανιάζονταν κάνα πράμα σε κάναν απέτακα, στους Νταϊραίους έτρεχαν οι Βλάχοι για να το ξετσουγκανιάσουν. Ήταν τόσο σβέλτοι και μονάντεροι, που πάταγαν στο φύλλο απ’ το κλαρί.

Κι άλλο ένα με τους Νταϊραίους. Κάποτε η θειά μ' η Ν(ι)κολάκαινα είχε αφίκει το Χινόπωρο ένα ξυλόχτενο στη Νταϊρω, τη Γιώργαινα, και την Άνοιξη δεν της τόφερε, κάπως χάθηκε. Το χάλευε η θειά μ', η Νταΐρω διαμαρτύρονταν ότι δεν το άφηκε αυτηνής, συζητιόνταν το πράμα στα κονάκια. Και να τι σοφιστήκαμε εμείς τα παιδιά: Πήραμε νιά καρέλα, άδειο ξύλο από καρούλι κλωστή, σκαλίσαμε απάνω, σα σφραγίδα, τη λέξη «Εισαγγελέας» κι έφκιασαμε μιά κλήση για Δικαστήριο με σφραγίδα δήθεν απ’ τον Εισαγγελέα. Μια και δυο μόλις ήρθε η Νταΐρω με τον άντρα της, τους την έδωκαμε, φοβερίζοντας ότι θα δικαστούν. Σκίστηκε ο καημένος ο Νταϊρης κι η γυναίκα του να ορκίζονται ότι είναι αθώοι και να παρακαλούν τη θειά μου, να τους σώσει απ’ τη φυλακή. Η θειά μ' δεν είχε ιδέα τι σκαρώσαμε εμείς κι έγινε ένα κομφούζιο που μας έκαμε και γέλαγαμε καιρό.

Τα κονάκια είχαν νταραβέρια και μ’ άλλους γειτόνους παλιοχωρίσιους. Ο κουτσός ο Νέστορας ήταν ταχτικός για να βγάνει σανίδια και να κόβει την ξυλεία για σπίτια, να φκιάνει παράγκες για μαεριά. Όπως κάποτε έκοβε έναν έλατο, έπεσε ο έλατος, τον βάρεσε στο ποδάρι και του το στράβωσε κι ήταν κουτσός. Καλός και τίμιος άνθρωπος. Και σα θυμώμαι, να κόβει όλη μέρα ξυλεία στο λόγγο και να τρώει ξυνόγαλο τριμμένο με μπομπότα!

Κάποια νταραβέρια είχαμε και με τον Καΐπη και τη Θανασάκαινα, Αυτοί όμως δεν είχαν τη φτώχεια και την κακομοιριά τη νταϊραίικη.

Κάποτε πήγαμε με τον ξάδερφό μου τον Αλέκο στη Σουφλερή, να κλέψουμε πατάκες απόνα χωράφι του Καϊπη. Ξεκινήσαμε κρυφά κι απόκρυφα με το ηλιοβασίλεμα και με το νύχτωμα ζυγώσαμε στο χωράφι, αλλά μόλις έκαμαμε να δρασκελίσουμε το φράχτη, μας πήρε χαμπέρι ο Καΐπης που το φύλαγε και χούϊαξε. Γίναμε καπνός. Κι όσο να φτάσουμε στα κονάκια και να πάω στο σπίτι μου, η μάνα μου παλάβωσε πούχα χαθεί στα καλά καθούμενα κι αναστάτωσε τα κονάκια.

Εξόν όμως απ’ τη Νταϊρω και τους άλλους παλιοχωρίσιους απ’ τους εκεί γύρω συνοικισμούς πώρχονταν κι έφερναν ψευτοζαρζαβατικά, στα κονάκια έρχονταν κάπου-κάπου κι άλλοι μπακάληδες, απ’ το Νεχώρι, το Μεσενικόλα κι απ' αλλού κι έφερναν και κάπως καλυτεράκια πράματα: Σταφύλια, ντομάτες, κεράσια, σύκα, πεπόνια, καρπούζια. Αυτοί τάφερναν φορτωμένα σε πράμα, μέσα σε κάσες πετρελαίου ή σε σακιά. Έρχονταν και ξεφόρτωναν μέσα στη μέση στη λάκκα και πούλαγαν με παλάτζα ή με στατέρι, παίρνοντας τυρί, κλωτσοτύρι, μαλλιά, αρνοπόκι, κωλόκουρα και... παράδες, πούταν όμως λιγοστοί κι ακριβοί στα κονάκια. Μπακάληδες τους έλεγαμε, κι ας ήταν απλοί χωριάτες πώρχονταν να πουλήσουν κάτι απ’ τη σοδειά τους. Και μόλις ξεφόρτωναν, μαζώνονταν γυροβολιά τους όλη η στάνη κι αρχίναγε παζάρι σωστό.

Όμως πέρα απ’ τους Νταϊραίους και τους μπακάληδες αυτούς, έρχονταν στα κονάκια νιά βολά το χρόνο κι ένας άλλος αλλιώτικος, ξεχωριστός πραματευτής, η γέρω Μανίκω με τα βότανα και τα ιλιάτσια της. Όπως μώλεγε ο πατέρας μου ήταν απ’ το Βελισδόνι. Τη θυμώμαι πως έρχονταν φορτωμένη τα σακούλια της, μ' ένα ραβδί στο χέρι, σέρνοντας την καμπούρα της, την καλοδέχονταν οι γυναίκες, και σε μια αυλή άπλωνε μπροστά της ένα σωρό σακούλια και παρασακούλια, σακουλάκια και παρασακουλάκια και πανάκια κομποδιασμένα μ' ούλα του θεού τα βότανα, τα γιατρικά και τα θαματουργά ιλιάτσια. Και τι δεν είχε η γέρω Μανίκω Σερκοβότανο για όσες έκαναν κορίτσια, μέχρι στερφοβότανο για όσες ήθελαν να μη γεννήσουν άλλο. Βότανο για το μάτιασμα, βότανο για το χτικιό, βότανο για το ίσκιωμα, βότανο για τον πονόματο, για τ’ αφτιά και τα δόντια, για τον μασταρά και την παρμάρα στα πράματα, και γιατί δεν είχε βότανο η θειά η Μανίκω!

Και τα πιο καλά και πιο ακριβά τα φύλαγε σε ξεχωριστό σακουλάκι βαθιά στον κόρφο της και δεν τάβγανε παρά μαναχά αν έγλεπε μπροστά της πελάτισσα σίγουρη και καλοπλερώτρα.

Και δεν πούλαγε μόνο βότανα κι ιλιάτσια η Μανίκω. Πούλαγε και σταυρώματα και λύσιμο από ντεσίματα και μάγια και δεν ξέρω πόσα άλλα.

Οι καλατζήδες κι ο «Καλατζής». Απαραίτητα το Καλοκαίρι νιά βολά το χρόνο πέρναγαν απ’ την Καρυά κι οι καλατζήδες, οι γανωτήδες. Άραζαν με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα τα σύνεργα κι όλα τους τα σέϊα και κόνευαν σε νιά μεριά, παραπανούλια απ’ την πετρόστρουγκα, σε μια τούμπα από θερία έλατα κι απ’ αυτό η θέση πήρε τ' όνομα «Καλατζής». Μόλις ξεφόρτωναν, έπαιρνε ο αρχιμάστορας και κάνα-δυό καλατζόπουλα αντάμα κι ο καθένας μ' ένα παλιοτσούβαλο περασμένο στον ώμο σαν τρουβά, έπαιρναν σβάρνα τα κονάκια παλεύοντας με τα σκυλιά που αναστατώνονταν, μαζώνοντας τα χαλκώματα για γάνωμα, συμφωνώντας την τιμή και παίρνοντας και κάνα κομμάτι ψωμοτύρι, ξυνόγαλο, κορφή κι ό,τι άλλο για φαΐ, γιατί στην Καρυά, βέβαια, δεν ύπαρχε μαέρικο. Είχαν κάτι φάτσες σαν αραπάδες απ’ τη γάνα και τη μουτζούρα κι ήταν φόβιοι να τους βλέπεις, κι οι μανάδες άμα ήθελαν να λαρώσουν τα παιδιά τους, τα φοβέριζαν να τα δώκουν στους καλατζήδες.

Μάζωναν οι καλατζήδες τα χαλκώματα και αδέ τότε στρώνονταν στη δουλειά. Έβαναν το χάλκωμα καταή με λίγο άμμο μέσα, ακούμπαγαν με τα χέρια τους στον έλατο κι αρχίναγαν να το τρίβουν με τα ποδάρια τους, ζαγκανώντας τον κώλο τους πέρα-δώθε, που σ' έκαναν να γελάς και μείς τα λιανοπαίδια μαζωνόμασταν γυροβολιά κι έκαναμε χάζι. Και δούλευαν κ(ου)νώντας τον πισινό τους και δυο και τρεις αντάμα . Απ’ αυτό το κούνημα το καλατζίδικο, άμα καένας εκεί στα κονάκια μας κουνιώνταν πολύ στο περπάτημα του, έλεγαν: «τήρα τουν, κ'νιώτι σαν καλατζής».

Οι καλατζήδες, το περσότερο πλιατσουκοκέφαλοι Ηπειρώτες, κάθονταν δυό-τρείς μέρες όσο να τελειώσουν τα χαλκώματα της στάνης, πληρώνονταν, με παράδες όχι με είδος, κι ύστερα το μάζωναν για άλλα κονάκια και χωριά. Δεν ήταν μαναχά απαραίτητοι, αλλά και μια «ατραξιόν» στη μονότονη ζωή της στάνης.

Χτένια και χτενάδες: Τα Καλοκαίρια στις σαρακατσιαναίϊκες τις στάνες, όπως είπαμε, η κυριότερη γυναικίσια δουλειά ήταν ο αργαλειός. Ο αργαλειός όμως θέλει χτένια. Πολλοί οι αργαλειοί, πολλά τα σκέδια τα υφαντά, χρειάζονταν και πολλά χτένια οι νοικοκυρές. Κι επόμενο ήταν νάρχονται στα κονάκια και χτενάδες, που μπάλωναν και διόρθωναν τα παλιά, μα έφκιαναν και καινούρια, ειδικά για το κάθε είδος διασίδι, δίμ(η)το χτένια, καπόχτενα κι άλλα. Αυτοί λημέριαζαν στην άκρη στα κονάκια, απ' κάτ’ από μια κερασιά κι η πελατεία τους ήταν μαναχά γυναίκες. Και τα τελευταία χρόνια είχα δει και σιδερένια χτένια, ενώ παλιά ήταν όλα από καλάμι. Τα μέτραγαν τα χτένια με κεφάλια, πως και τι δεν ξέρω.

Κι οι διακονιαραίοι: Κι αυτό το φρούτο δεν έλειπε απ’ τα κονάκια. Και δεν ήταν συνηθισμένοι διακονιαραίοι. Έρχονταν παρέα δυο και τρεις αντάμα κι είχαν και πράματα που φόρτωναν τη σοδειά τους, αλεύρι ως επί το πλείστον και κομμάτια ψωμί, αλλά και κάνα σκέπασμα να κοιμόνται. Κι ήταν, ή παρίσταναν ότι είναι, άλλος κουτσός, άλλος κουλός, άλλος στραβός και γκαβός. Φαίνεται ότι ήταν μπολιάρηδες, ματσουκάδες, συστηματικοί διακονιαραίοι. Και θυμώμαι, η γυναίκα ενός ξάδερφου μου το είχε σε καλό, δηλαδή το θεώραγε γουρλίδικο, ν’ αγοράζει αλεύρι απ’ τους διακονιαραίους κι ας τούχαν μαζωμένο σε κάτι βρωμοσακούλια. Κι αυτοί όταν γιόμωναν τα σακούλια τους, το πούλαγαν το αλεύρι, για να μπορούν να μάσουν κι άλλο.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.