Η ζωή της στάνης τις πρώτες μέρες ήταν, ας πούμε, αδιαμόρφωτη ακόμα. Αυτό γένονταν σε μας και σε πολλές στάνες στ' Άγραφα, που οι Σαρακατσιαναίοι ήταν δημότες στις Κοινότητες κι είχαν δικαιώματα, κι ο καθένας έβγαινε όποτε ήθελε κι έβοσκε όθε ήθελε στην περιφέρεια της Κοινότητας. Όπου όμως τα λιβάδια τα καλοκαιρινά ήταν ξένα και τα νοίκιαζε ο τσέλιγκας όπως τα χειμωνιάτικα, ή ήταν -σπάνιο αυτό- ιδιοχτησία του, εκεί η στάνη ήταν συγκροτημένη απ’ τον τσέλιγκα από πρωτύτερα κι έτσι συγκροτημένη έφτανε στα βουνά και συνέχιζε τη ζωή της εκεί. Εμείς εδώ λέμε για την Καρυά, που άνηκε στην πρώτη περίπτωση.
Οι Βλάχοι, καθώς έρχονται στην Καρυά κομματιαστά, ανταμώνονται, ευκιώνται ένας τον άλλον καλό Καλοκαίρι και κουβεντιάζουν και μαθαίνουν ο ένας (γ)ιά τον άλλον, πως ξεχείμασαν, πως τόβγαλαν το βιό. Τα πράματα τάχουν ακόμα αχώρια η κάθε μάγκα, όπως ήρθαν απ’ τα χειμαδιά. Τα πρότα τ’ αρμέν εκεί στη λάκκα, στην πετρόστρουγκα. Τη θυμάμαι όταν την έφκιαναν οι Καπουλαίοι απ’ τον Καρβασαρά, αυτούς είχαν φέρει οι Καρυώτες, ήταν μαστόροι.
Τις πρώτες μέρες αποφεύγουν να τα παν στα ψηλώματα, τα σπανά, γιατί έχει «φαρμάκι» και ψοφάν. Θυμώμαι πολλές βολές, και τώρα κοντά ακόμα, το 1943, πούχαμε βγει γλήγορα απάνω γιατί έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Ιταλοί στον Αλμυρό, που μας ψόφαγαν πρότα απ’ το φαρμάκι. Το «φαρμάκι» αυτό είναι ένα χορτάρι, που βγαίνει στις ξεχιονίστρες, δηλαδή στα ψηλώματα, στα σπανά μόλις ξεχιονίζεται ο τόπος. Έχει, όπως μώλεγε ο πατέρας μου, φύλλο σα λεπίδα, όπως είναι το στάρι όταν φυτρώνει, αλλά με πιο πλατειά λεπίδα. Αυτό το χορτάρι άμα τότρωγαν τα πρότα, όσο ήταν τρυφερό ακόμα, φαρμακώνονταν και ψόφαγαν. Έπρεπε να «στρίψει», δηλαδή κάπως να τραχέψει, να ξεραθεί και να ξεπλυθεί από βροχάδες, για να μην κάνει κακό. Μώλεγε ο πατέρας μου, ότι στο χωριό τ’ Άγραφα ήταν ένα μέρος, παρέκει απ’ τη Φιδόσκαλα, που έβγανε πολύ φαρμάκι και ψόφαγαν ως και γελάδια ακόμα. Κι αναγκάστηκαν και τόφραξαν και κάποτε και το όργωσαν για να ξεπατωθεί το φαρμάκι.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"