Κείνα τα χρόνια στ’ Άγραφα οργίαζε η ζωοκλοπή. Δεν άκουγες τίποτ’ άλλο, παρά ότι σήμερα κλέφτηκαν τόσα εδώ και ταχειά τόσα εκεί. Πολλές βολές έκλεφταν ολόκληρα μπ(ου)λούκια. Και οι μόνοι που δεν τους παράκλεφταν ήταν οι ίδιοι οι ζωοκλέφτες, γιατί σκιάζονταν οι άλλοι, μην τους κάμουν τα ίδια.
Εκεί στην Καρυά πολλές βολές, παλιότερα, σώσπαζε τη μύτη η τσίκνα από τα κριάσια που ψένονταν στα ταψιά, μέσα στα ίδια τα σπίτια.

Τόσο είχε αποχαλινωθεί η κατάσταση, που οι τστοπαναραίοι τα όσα έκλεφταν, δεν τέτρωγαν εκεί στα κοπέδια τους, αλλά τάφερναν και στα κονάκια τους και τάτρωγαν με τις φαμελιές τους. Και το πράμα δεν παραξένευε καέναν. Θυμώμαι για το μπάρμπα Βασίλη τον Αραπίτσα, έναν σπασμένον (με κήλη) γέρο μπισμπίκη, πολύ αφελή και στο βάθος καλόκαρδον άνθρωπο, πούχε ένα γιο μεγάλο γιδοφονιά, κλεφταρά, τούτο: Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όταν έγινε Δημοκρατία και μπήκε κάποια τάξη κι έσφιξαν λίγο τα πράματα και περιορίστηκαν κάπως οι ζωοκλέφτες, ο μπάρμπα Βασίλης, που τούχε κοπεί το ταϊνι απ’ το γιό του, δε βάσταξε και τον είπε τον καημό του: «Ωρέ να πάρ’ ου διάουλους τ’ δημουκρατία τ’, ίφιρναν τα πιδιά κάνα κουψίδ(ι) κι τώρα του στιρεύκαμι»!

Το κακό της ζωοκλοπής στ’ Άγραφα και γενικά στην Ευρυτανία το έθρεφε και η κομματική εξαχρείωση και η ασυνέπεια απ’ αυτό, μεγάλη επιείκια της Δικαιοσύνης απέναντι στους ζωοκλέφτες. Φυσικά το φαινόμενο οφείλονταν βασικά στη φτώχεια και τη μιζέρια του κοσμάκη. Όμως το τι γένονταν κι εκεί στο Καρπενήσι δε λέγεται. Όλη η δραστηριότητα των κομματαρχών εξαντλιώνταν στο να προστατεύουν τους ζωοκλέφτες απ’ τη Δικαιοσύνη, γιατί οι ζωοκλέφτες ήταν οι μόνοι που αναγκαστικά, όταν τους πήγαιναν στο Καρπενήσι να τους δικάσουν, κατάφευγαν στην προστασία τους. Ο άλλος ο κοσμάκης που να πάει απ’ το χωριό του στο Καρπενήσι και τι μαυρορουσφέτι να χαλέψει. Ο κάθε ζωοκλέφτης ήξερε, ότι και με τα τομάρια απ’ τα κλεμένα να τον πιάσουν και να τον πάν μ’ αυτά στο σβέρκο στο Καρπενήσι, όπως και πήγαν έτσι ζωοκλέφτες, άμα επέμβει η πολιτική, κατά κανόνα θα γυρίσει αθώος και καλός και διαλεμένος. Όσο για ψευτομάρτυρες, άλλο καλό. Με πενήντα, το πολύ εκατό, δραχμές τον πάαινες στο Καρπενήσι να ορκιστεί, κι ας ήταν σκεδόν δυό μέρες στράτα. Κι οι Βλάχοι για να δείξουν πόσο αλαφροί είναι οι παλιοχωρίσιοι στο περπάτημα, κι επειδή φαίνεται κάπου είχε ειπωθεί «κάτσε, θα πάου μιά π(ι)λαλή στο Καρπενήσι», τον έλεγαν αυτόν το λόγο σαν παροιμία: «Νιά πλαλή στο Καρπενήσι». Και κατάντησε, να το λέν κι οι ζωοκλέφτες, άμα τα θύματα τους τους φοβέριζαν να τους κάμουν μήνυση: «Ε τι θαμ’ κάμ(ει); Τού πουλύ-πουλύ να πάου νιά πλαλή στού Κάρπηνήσ(ι) κι να γυρίσου»!

Και μιά αλλη παροιμιακή φράση, θυμώμαι, πώλεγαν οι Βλάχοι: «Ζήτου ου Κόπανους, σαράντα λέξεις στου λιπτό»! Όπως μώλεγε ο πατέρας μου, αυτό τώβγαλαν οι Αραπιτσαίοι για κάποιον δικηγόρο Κόπανο, με τον οποίο είχαν κάποιο νταραβέρι και τους εντυπωσίασε η ευφράδεια του.

Και κάτι άλλο σχετικά με τη ζωοκλοπή. Οι παπάδες, κι όταν πολύ σπάνια έβγαινε κι ο Δεσπότης εκεί απάνω να ιδεί το ποίμνιό του, αντί να μιλήσουν στον κοσμάκη και να τους νουθετήσουν γι’ αυτή τη μάστιγα της ζωοκλοπής, που κάτι θάπιανε ο λόγος τους μαζί και με το φόβο της κόλασης, αυτοί εξαντλούσαν τους μύδρους και τις κατάρες τους για όσους αρτένονταν Τετάρτη και Παρασκευή ή δε νήστευαν τις σαρακοστές. Κι ο Δεσπότης χωρίς να τα κρατεί κι ο ίδιος όσα έλεγε. Θυμώμαι πώλεγαν, πήγε νιά βολά Δεσπότης στον Καρβασαρά μέρα Παρασκευή, θεορίχνονταν οι Βλάχοι τι να του φκιάσουν να φάει. Αυτοί μαερέματα για Δεσπότη δεν είχαν, κατάλαβε εκείνος την αμηχανία τους, τους φωνάζει και τους λέει: «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ούκ έχει, να σφάξετε αρνί». Άλλο που δεν ήθελαν οι Βλάχοι, αλλά δεν τον άφισαν κι ασχολίαστον.

Η επιμονή της εκκλησίας στις νηστείες χωρίς να καταπιάνεται με τ’ άλλα, τα πραγματικά κακά, σαν τη ζωοκλοπή, είχε μερικές φορές και κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Ακούτε να γελάσετε. Όλο το δεκαπενταύγουστο σαρακόστευαν τότε. Αλλά οι τσιοπαναραίοι που έζηγαν με τα πράματα ψηλά στις ράχες, πως να φαν τη μπομπότα χωρίς να τη βρέξουν στο γάλα; δεν κατεβαίνει. Τι να κάμουν κι αυτοί, τη νηστεία αποκλείονταν να την καταλύσουν, κατέβαιναν τη νύχτα στα χαμηλώματα κι έκλεφταν μελίσσια απ’ τους χωριάτες και με το μέλι έτρωγαν τη μπομπότα τους. Νιά βολά τη μεγάλη αμαρτία ν’ αρτυθούν σαρακοστή, την απόφευγναν. Τώρα η κλεψιά, ε αυτό δεν ήταν και τόση αμαρτία!

Και κάτι άλλο, δεν τόζησα, αλλά τόλεγαν και το θυμάμαι. Ήταν γύρω στα 1930. Είχε ακουστεί ένας κλέφτης, Τσίτρας αν θυμάμαι καλά, απ’ το Νεχώρι νομίζω. Όχι κατσικοκλέφτης, δηλαδή ζωοκλέφτης για μικρά σφαχτά, αλλά κλέφτης σαν τους παλιούς τους κλέφτες, δηλαδή ληστής. Όμως φαίνεται ήταν κλέφτης του γλυκού νερού, αφού τον έμασε η πείνα κι ήρθε ένα βράδυ να πάρει κρυφά σφαχτό στην Καρυά. Ηύρε κόσμο ν’ αγιάσει! Τη νύχτα λοιπόν, όπως κοιμόνταν οι Καρυώτες, ακούν στη λάκκα εκεί που γρέκιαζαν τα γίδια, να ρεκάζει ένα γιδερό. Πετάγονται με τα τουφέκια, «κλέφτες μωρέ» και τον πλακώνουν στο τουφεκίδι. Τρέχουν, πιάνουν κι ένα διάσελο κι όπως πέρναγε τώρριξαν και μάλιστα έσκασε και το τουφέκι του Γιάννη Αραπίτσα και τον τραυμάτισε στα χέρια και τούκαμε εγκαύματα στο πρόσωπο. Ο ψευτοκλέφτης τη γλύτωσε, αλλά το κλεψιμέϊκο, ένα τραγάκι, τ’ απαράτησε σε μιά βαθειά ρεματιά κι έπεσε σε κάτι κλάρες, μπερδεύτηκε, δε μπόρεγε να βγει κι όλη νύχτα ρέκαζε, κι όταν την αυγή πήγαν οι Καρυώτες να το βγάλουν, τούβραν με βγαλμένον τον πάτο απ’ το ρεκατό . Έγινε μολόημα το πάθημα του ψευτοκλέφτη και το ξεκώλιασμα του τραϊού.

Όνομα εκείνα τα χρόνια στην κλεψιά και μάλιστα και στην αλογοκλεψιά, το αλογοσυρτλίκι, είχε το χωριό Τροβάτο. Εκεί ήταν οι Μαργωναίοι, Σαρακατσιαναίοι ξηρομερίτες (ξεχείμαζαν στο Ξηρόμερο), αλογοσύρτες μ’ όνομα, που δέχονταν κλεμένα άλογα απ’ τη Θεσσαλία και τάδιωχναν πρός το Ξηρόμερο κι απ’ το Ξηρόμερο πρός τη Θεσσαλία. Τώχε σωστό καπετανάτο ο Μαργώνης εκεί. Μάλιστα λέονταν, αλλά όπως μώλεγε ο πατέρας μου δεν ήταν αλήθεια, ότι σ’ ένα μέρος που φύλαγε τα κλεμένα τ’ άλογα και βόσκαγαν όσο να πάρουν το δρόμο για όπου προορίζονταν, είχε βάλει και ταμπέλα με την επιγραφή «Φρουραρχείον Μαργώνη». Πάντως όποιος του κλέφτονταν άλογο κι είχε τα μέσα, δηλαδή φίλους και γνωστούς να μεσολαβήσουν, έφτανε μέχρις εκεί, πλέρωνε στο Μαργώνη κι έπαιρνε πίσω το πράμα του και χρώσταγε και χάρη που του τόδωκαν πίσω.

Στο Τροβάτο, επειδή ήταν φωλιά από ζωοκλέφτες κι αλογοσύρτες, πρωτοϊδρύθηκε και σταθμός Χωροφυλακής εκεί γύρω.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.