Το Καλοκαίρι τα πράματα δεν έχουν μεγάλο κόπο, πέρα απ’ το φύλαμα και το μαξούλεμα. Δεν ήταν όπως το χειμώνα. Όμως ήταν και το Καλοκαίρι ένα πράμα που το πρόσεχαν οι Βλάχοι. Ο μαρκάλος. Γιατί απ’ το μαρκάλο το Καλοκαίρι, αν ήταν καλός ή όχι, εξαρτιόταν το βιό για το πως θα νάβγαινε και το χειμώνα. Αν μαρκαλιώνταν τα πράματα πρώιμα και γλήγορα, δηλαδή σε λίγο διάστημα, θα νάταν το χειμώνα κι ο γένος πρώιμος κι οι γαλαροκοπές θα κόβονταν γλήγορα και τ' αρνιά θα πουλιόνταν καλύτερα και μαζωμένα και το μαξούλι περσότερο κι ο αποκομός γληγορώτερος και καλύτερος.

Ενώ αν άργηγαν να μαρκαλιστούν ή μαρκαλιώνταν ξέσυρτα, δηλαδή από λίγα κάθε μέρα και κράτηγε ο μαρκάλος καιρό, ήταν όπως έλεγαν «ξεσυρτός», θα νάχαν τ' αντίθετα αποτελέσματα. Προσπάθαγαν γι' αυτό να μαρκαλιστούν γλήγορα. Ύστερα από λίγο, μετά πώφταναν στα βνά, τέλη Μάη το πολύ αρχές Θεριστή, κι ανάλογα πως τάθελε ο καθένας να γεννήσουν, πρωιμότερα ή οψιμότερα, έριχναν σ' όλα τα κοπάδια τα κριάρια. Τάταν στα στέρφα τα κριάρια κι από κει τάπαιρναν και τάρριχναν σ' όλα τα κοπάδια, ανάλογα τα κεφάλια τα πρότα πούχε το κάθε κοπάδι.

Τα κριάρια τάρριχναν ένα στα τριανταπέντε-σαράντα πρότα, εκτός τα μικρά, τα νιά, δηλαδή τα μηλιόρια που τάρι(χ)ναν ένα στα είκοσι πρότα. Με την ευκαιρία πρέπει να πούμε, ότι τα τραϊά τάρι(χ)ναν ένα στα σαράντα γίδια, εκτός αν ήταν τρανά, γέρικα, οπότε τάρι(χ)ναν σε λιγώτερα. Για το μαρκάλο, τα τρανά κριάρια ήταν καλύτερα, καταλληλότερα απ’ ό,τι τα μηλιόρια. Ενώ με τα τραϊά ήταν το αντίθετο, τα μικρά, τα μηλιόρια ήταν καταλληλότερα απ’ ό,τι ήταν τα μεγάλα. Κιάμα καμιανού τα κριάρια ήταν λιγώτερα απ’ ό,τι αναλόγαγαν στα πρότα του, άκουγες κι έλεγαν: «σ' λείπ(ει) ενα κριάρ(ι) μπλιόρ(ι)», αν έμεναν είκοσι πρότα του ακάλυπτα από κριάρι, ή «σ' λείπ(ει) ενα τρανό κριάρ(ι)», άμα τώμεναν περσότερα πρότα ακάλυπτα. Και πάαιναν κανιά βολά κι αγόραζαν κριάρι, άμα δε βολεύονταν το πράμα με τα κριάρια των αλλωνών.

Μόλις έρχονταν ο καιρός για το μαρκάλο, μέσα στο Θεριστή, άκουγες να ρωταν: «Φάν(η)κι κάνα μαρκαλ(ι)σμένου ωρέ;», όπως ρώταγαν το χειμώνα αν φάνηκε κάνα γεννημένο.

Μόλις ήταν ν' αρχινήσει ο μαρκάλος, τους έδωναν αλάτι. Φαίνεται ευνοούσε τον οργασμό το αλάτι. Και προσπάθαγαν να τα πετύχουν στο αλάτι, να μαρκαλιστούν. Τα πρότα πριν το μαρκάλο δεν τα «γκριτζιάλευαν», δηλαδή δεν τα γκρίνιαζαν, δεν τα ανόχλαγαν, δεν τα κούραζαν, για νάναι ήσυχα, να βόσκουν όπως θέλουν αυτά, χωρίς να τα κυνηγάνε. Για νάχουν καλή διάθεση για μαρκάλο, νάναι ήρεμα. Άμα κόβονταν ο μαρκάλος, δηλαδή άμα τελείωνε ή σταμάταγε, τους έκοβαν το αλάτι δεκαπέντε μέρες, για να μη «γυρίσουν», δηλαδή να μη ματαμαρκαλιστούν. Έτσι μώλεγε ο μπάρμπας μου ο Λία Κολοβός στο Στροβίκι το 1978.

Το Καλοκαίρι δεν τ' αλάτιζαν μόνο στο μαρκάλο τα πράματα. Τ' αλάτιζαν ταχτικά, κάθε οχτώ μέρες. Τ’ αποζήταγαν τα πράματα τ' αλάτι. Κι άκουγες κάναν τσιοπάνο να λέει: «ωρέ λύσσιαξαν (γ)ιά άλάτ(ι)». Έπαιρναν αλάτι απ’ την αλαταποθήκη, απ’ το μονοπώλιο, χοντρό και τότριβαν απάνω σε πλάκες, τις αλατόπλακες, με τα χέρια και μ' ένα μικρό πλακερό λιθάρι, το ακόνι.

Κάθε πρατάρης όταν ήθελε ν' αλατίσει το κοπάδι του, πάαινε στο κονάκι πούχε αράδα να δώκει αλάτι και χάλευε τόσες οκάδες όσες του χρειάζονταν και ανάλογα και με τα πράματα πούχε το κονάκι εκείνο. Και κάθονταν και τότριβε. Και αφού τότριβε, τ' ανακάτωνε και με πίτ(ου)ρα που τάπαιρνε από τις νοικοκυρές. Το ίδιο έκαναν κι οι γιδαραίοι. Τα πράματα τ' αλάτιζαν κοντά σε ρέμα, σε ποτιστή, γιατί αλλιώς θα «κριτσιάναγαν» για νερό, στις αλαταριές, πλάκες ή κοτρώνια τρανά πούχαν μιά επιφάνεια κάπως ίσια. Θυμώμαι πως αλάτιζαν τα στέρφα απ’ την Παπατσάβρα στο ρέμα της Γκούρας. Μας έλεγαν εμάς τα μικρά και τους πάαιναμε τ' αλάτι το δειλινό στο ρέμα, στις αλαταριές. Το πασπάλιζαν απάνω στις αλαταριές, σιούραγαν ύστερα, βάνοντας ένα ή δυό δάχτυλα στο στόμα, ένα ειδικό μακρόσυρτο σιούρισμα και τι σιούρισμα, πολύ δυνατό, π' ακούονταν στα πέρατα και μόλις έπαιρναν χαμπέρι τα πρότα σκοτώνονταν τον κατήφορο τρέχοντας να φτάσουν στην αλαταριά. Κι έπεφταν σα στραβά στο αλάτι. Τότρωγαν με μεγάλη λαιμαργία κι άγλειφαν και τις πλάκες, τις αλαταριές. Κι ύστερα ρίχνονταν στο ρέμα και βύζαιναν νεράκι. Άμα τρων αλάτι τα πράματα, κολλάν (δηλαδή τρων) το χορτάρι, έλεγαν κι έτσι είναι. Τ' αλάτιζαν μαναχά το Καλοκαίρι κι όχι και το χειμώνα, γιατί το Καλοκαίρι τα χορτάρια είναι ξερά και με το αλάτι τα τρών καλύτερα, τα «κολλάν». Το χειμώνα δεν τ' αλάτιζαν, γιατί τα χορτάρια είναι χλωρά και τα τρών εύκολα. Απόδειξη, το Καλοκαίρι και στον κάμπο τ' αλατίζουν μερικές φορές. Τα γίδια όμως τ' αλάτιζαν και το χειμώνα ταχτικά, για να «κολλάν» το πουρνάρι και τ' άλλα κλαριά, φαίνεται. Ο γέρο Χριστόδουλος Λιούπης μώλεγε ότι το χειμώνα δεν τ' αλάτιζαν τα πρότα, γιατί φοβόνταν το «στρουμπάριασμα», ιδίως άμα έβοσκαν σε καψάλες και πετρωτά. Θα κόλλαγαν πολύ τον τόπο με το αλάτι κι υπήρχε κίντυνος να στρουμπαριαστούν.

Θυμώμαι και τούτο με την αλαταριά στη Γκούρα. Εκεί στη στράτα που πααίνει απ’ τα κονάκια στη Γκούρα, παρακατούλια απ’ τη βρύση την Κούπα, απ' κάτ' απ’ τη στράτα, ήταν ένας σωρός λ(ι)θαρια, ο «σκοτωμένος». Κάποιος είχε σκοτωθεί εκεί, κι όθε χύνονταν αίμα σκοτωμένου σώριαζαν πέτρες να μην το πατάν. Έχω ιδεί κι άλλους τέτοιους σωρούς, «σκοτωμένους», όπως στη βρύση στο Τσιαρδάκι, από πάνω απ’ το Βλάσδο. Λέονταν γι' αυτόν το «σκοτωμένο», τον δικό μας, ένα σωρό πράματα. Ότι χολοϊώται τη νύχτα, ότι βογγάει, ότι «βγαίνει» κι άλλα. Κι ο φόβος πούχαμε εμείς τα λιανοπαίδια γι' αυτόν το σκοτωμένο ήταν απερίγραφτος. Μέρα μεσημέρι να περνάγαμε από κει, περπατάγαμε με τόση προσοχή και τέτοιον φόβο, σα να μας παραφύλαγε καένας. Όσο για νύχτα, ούτε λόγος να γένεται να περάσουμε από κει μαναχά μας. Το βάσανο ήταν, όταν πάαιναμε το αλάτι στη Γκούρα, όπως είπαμε, κι άργηγαμε να γυρίσουμε και μας έπαιρνε το θαλάπωμα στη στράτα και στο «σκοτωμένο». Τότε ήταν που περνάγαμε με την ψυχή στο στόμα και με κομμένη την ανάσα, και μόλις το περνάγαμε το σημείο εκείνο, έβγαναμε φτερά στα ποδάρια ν' αλαργέψουμε όσο γένονταν γληγορώτερα και ν' ακούσουμε κανιά κρίση (φωνή, κουβέντα) απ’ τα κονάκια, να ξεθαρέψουμε.

Το στρίψιμο και το τσιουκάνισμα: 
Τα βαρβάτα, κριάρια και τραϊά, οι Σαρακατσιαναίοι τα διάλεγαν και τα κράτηγαν από μικρά. Τήραγαν νάναι σοϊλίτικα, κοτσιαλίτικα, δηλαδή νάχουν κόκαλο και δεσίματα χοντρά, νάναι μαλλάτα κι από μάνα γαλαχτερή και θροφαντή, που να φκιάνει καλά αρνιά ή κατσίκια. Κανιά βολά αγόραζαν κιόλας, ιδίως κριάρια, σοϊλίτικα. Ο μπάρμπας μου ο Νίκο Κολοβός ήταν φοβερά μερακλής κι όταν είχε πολλά πρότα, χίλια και πάρα πάνω, τάχε φκιάσει όλα, ένα κι ένα, μακρονόρικα και πολύ κορμάτα. Κράτηγε κριάρια σιούτα, όχι με κέρατα. Και αρνάδες μακρονόρες. Όταν ήταν να κρατήσει τις αρνάδες την ανοιξη, κάθονταν στο έμπα του μαντριού, έπιανε νιά καλή και μακρονόρα αρνάδα, έβανε ύστερα και τούφερναν από μίνια-μίνια όλες τις αλλες και τις μέτραγε στην ουρά και τα ποδάρια τους με κείνη που κράταγε, την καλή. Κι όποια δεν έβγαινε στα μέτρα και δεν τώκανε, την πούλαγε. Έτσι τάχε ξεδιαλέξει τα πρότα του κι ηταν όλα ένα κι ένα, σοϊλίτικα και μακρονόρικα. «Να βολέβουν στ’ αρμεμα», έλεγε, «αναμεράς την ουρά και τ’ αρμές». Όμως εκτός απ’ τα βαρβάτα, κριάρια και τραϊά, είχαν και μουνουχισμένα. Είτε για γκεσέμια, είτε για πάχεμα, γιατί τα σερκά τα πράματα, άμα μουνουχιώνται, παχαίνουν περσότερο απ’ τα βαρβάτα. Το μουνούχισμα γένονταν με δυο τρόπους, είτε με στρίψιμο, είτε με τσιουκάνισμα. Με στρίψιμο τα μουνούχαγαν μόνο όσο ήταν μικρά, μέχρι μηλιόρια και το περσότερο σ' αυτή την ηλικία τάστριφταν.
Και θέλει τέχνη το στρίψιμο.

Τόβαναν κάτω, τραϊ ή κριάρι, τ' ανασκέλωναν. Τώπιαναν τα λιμπά με το χέρι και τάστριφταν, τάστριφταν και στρίφτονταν το νεύρο και μαζώνονταν πρός τη βάση του, τάδεναν στη θέση αυτή από κάτω και τ' άφιναν το πράμα. Μαζώνονταν δυό-τρείς μέρες το πράμα, δε βόσκαγε καλά κι ύστερα του πέρναγε. Στο μεταξύ όμως σιγά-σιγά ατροφούσαν τα λιμπά του κι έπαυε νάναι βαρβάτο. Ο πατέρας μου μώλεγε, ότι ο παπούλης μου, ο γερο Γιαννάκης, τα κατσίκια τα μουνούχαγε πολύ μικρά, στο γάλα, χωρίς να τα στρίφτει, αλλά κόβοντας το νεύρο τους με τα δόντια του. Τα τρανά όμως τα κριάρια κι ιδίως τα τραϊά άμα δεν έκαναν πιά για μαρκάλο, γιατί είχαν γεράσει, είτε γιατί δεν έβγαναν καλά αρνιά και κατσίκια, τα τσιουκάναγαν. Δε μπορούσε πιά να μουνουχηθούν με στρίψιμο. Το τσιουκάνισμα ήταν μαρτύριο για το πράμα. Τ' ανασκέλωναν, τράβαγαν τα λιμπά του πίσω κι όπως τεντώνονταν τα νεύρα που κράταγαν τα λιμπά, έβαναν από κάτω ένα ξύλο χοντρό κι από πάνω μ' αλλο ξύλο, πάλι χοντρό, βάρεγαν δυνατά το νεύρο, το στούμπαγαν, το τραϊ ρέκαζε απ’ τον πόνο, αλλά το νεύρο τσιουκανιόνταν, στουμπιόνταν, κόβονταν, κι αχρηστεύονταν. Το πράμα μαζώνονταν σωρό για μέρες, δε βόσκαγε. Καμπόσα τάπαιρνε βαριά. Τα πρότα τα καημένα, σερκά και θηλυκά, όσο πόνο κι αν δοκιμάζουν κι όταν τα σφάζεις ακόμα, δε ρεκάζουν. Ζήτημα αν ακούσεις κάνα αδύνατο βέλασμα, σα μουρμουρητό, ενώ τα γίδια ρεκάζουν με τον πόνο.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.