Οι καημένες οι Σαρακατσιάνες όλο το χειμώνα τους έβγαινε το λάδι στη δουλειά. Να κόψουν και να κουβαλήσουν τον κερεστέ και σε συνέχεια να φκιάσουν τα καλύβια. Και τα μαντριά, να στρώνουν όλον το χειμώνα τα μαντριά, να κουβαλάν τα γεννημένα τ' αρνιά, να φέρνουν τα ξύλα για τη φωτιά, να κάνουν το νοικοκυριό τους, να πλένουν στο ρέμα, να παιδοκομάν. Όμως και το Καλοκαίρι δεν ήταν λίγες οι δουλειές που τις καρτέρεγαν, αλλά είχαν και κάποια χαρά, γιατί ήταν δουλειές περσότερο γυναικείες, να φκιάσουν σκ(ου)τιά, φορεσιές, ειδήσματα και προικιά γι' αυτές τις ίδιες και τις φαμελιές τους.

Όπως είδαμε, απ’ τον κούρο ακόμα διάλεγαν και κράτηγαν τα μαλλιά, που χρειάζονταν για το κονάκι τους. Τάπλεναν, τάξαιναν κι όποια πρόφταινε και τα λανάριζε. Στα βουνά η περσότερη δραστηριότητα της Σαρακατσιάνας ξοδεύονταν γύρω απ' αυτά τα μαλλιά: λανάρισμα, τουλούπιασμα, γνέσιμο, κουβάριασμα, ζεμάτισμα, τύλι(γ)μα, βάψιμο, ίδιασμα, ύφαμα. Το λανάρισμα τόκαναν οι ηλικιωμένες. Τα τελευταία χρόνια τη δουλειά αυτή την έκαναν και σε μηχανικό λανάρι, στην Καρδίτσα, όταν περνάγαμε την Άνοιξη. Τα λανάριζαν τα μαλλιά και τάφκιαναν τ(ου)λούπες, κι όλες οι γυναίκες του σπιτιού, απ’ τα λιανοκόριτσα ως τις γριές, ρίχνονταν στο γνέσιμο, να γνέσουν στ(η)μόνια, υφάδια, φλόκο. Για το δήμιτο το αγένωτο, που δεν πάαινε δηλαδή στο μαντάνι, έγνεθαν φίνο, διαλεχτό μαλλί, που το τράβαγαν απ’ το λανάρι πρώτο-πρώτο και μακρύ. Και για το γενωμένο το δήμιτο, αλλά μόνο για στημόνι, χρησιμοποιούσαν φίνο. Ήταν ξιακουστά τα γαλάζια τα δήμιτα, ιδίως τ’ αγένωτα, πώφκιαναν οι Σαρακατσιάνες για καλές φορεσιές για τους άντρες τους. Είχαν πάρει και βραβεία στην έκθεση της Θεσσαλονίκης. Βέβαια τα βραβεία δίνονταν στ' όνομα κάποιου τσέλιγκα, που παρουσιάζονταν σαν εκθέτης, γιατί ποια Σαρακατσιάνα θα πάαινε να εκθέσει στ' όνομά της!

Στραφτάλιζαν σαν κασμήρια. Κι οι χωριάτισσες πολύ τα ζήλευαν. Κι όχι μαναχά οι χωριάτισσες, που άλλωστε δεν είχαν και μεγάλη επίδοση στο ύφαμα, αλλά κι οι Αρβαν(ι)τοβλάχισσες κι οι άλλες οι Βλάχισσες που μιλάν τα βλάχικα, Ασπροποταμίτισσες κλπ., που έχουν μεγάλη επίδοση στα υφαντά.

Αν πέρναγες σε Σαρακατσιαναίικη στάνη το Καλοκαίρι, δε θα νάγλεπες θηλυκό χωρίς ρόκα στο χέρι. Και το γνέσιμο τούχαν χαρά, αντίθετα απ’ τον αργαλειό πούταν σκλαβιά και τις έδενε μέσα. Γι' αυτό και το τετράστιχο: «το κέντησμα είναι γλέντησμα κι η ρόκα είναι σεργιάνι κι αυτός ο δόλιος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη». Θυμώμαι ότι πολλά κοριτσόπουλα, για να γνέσουν με την ησυχία τους και πολύ, πάαιναν στ' «ακουμπιστήρια». Έβγαιναν τρία-τέσσερα αντάμα παρέκει απ’ τα κονάκια, σε κάναν ίσκιο από έλατα, σε μέρος πλαγιαστό, έβαναν κοτρώνες τρανές κι ανέβαιναν εκεί, για νάχει τράτο (περιθώριο) τ' αδράχτι τους, να φκιάνουν μακρυά κλωνά (κλωστή) και παράβγαιναν ποιο θα γνέσει ως το βράδυ περσότερα αδράχτια. Ύπαρχαν χρυσοχέρες πώβγαναν πολλά αδράχτια. Αλλά κι ακαμάτρες που δεν τα κατάφερναν και τόσο. Και τις πείραζαν οι άλλες τραγουδώντας το δίστιχο: «Πέντε μήνες έξη αδράχτια, πότε τάγνεσες Μαρουσιάνα μ'».

Τη μέρα έγνεθαν και το βράδυ κουβάριαζαν το γνέμα, μάζωναν τ' αδράχτια. Στο μάζωμα αυτό βόηθαγε και κάνας καλόβουλος άντρας. Κι εμείς, όπως κι άλλα λιανοπαίδια, βόηθαγαμε τη μάνα μας στη δουλειά αυτή. Θυμώμαι γριές καθισμένες καταή, μ' απλωμένα τα ποδάρια τους και περασμένο τ' αδράχτι κι απ’ τις δυο άκρες του στα δάχτυλα απ’ τα ποδάρια τους, ανάμεσα στο μεγάλο και το συνεχούμενο, και μάζωναν το γνέμα τ' αδραχτιού κουβάρι (γκβάρι το πρόφερναν). Τα κουβάρια, είτε για στημόνι είτε για υφάδι ήταν, πριν τα ιδιάσουν ή τα μάσουν μασούρια ή πεδολόγες (πεδολόγα ήταν το γνέμα που μαζώνονταν στα τέσσερα ενωμένα δάχτυλα του χεριού), τα ζεμάταγαν, βράζοντάς τα μέσα σε νερό, για να μη στρίβονται και γριντζιλιάζουν, μπερδεύονται. Αυτή η δουλειά γένονταν του Σωτήρος, στις έξη Αυγούστου. Και της Παναϊάς έβαναν αργαλειό. Σε βιά, αν ήθελαν ας πούμε υφάδι για τον αργαλειό, γιατί δεν τους έφτασε, τα ζεμάταγαν και με άχνισμα. Έρριχναν νερό στον πάτο του κακαβιού κι ύστερα κλαριά, όπου απίθωναν τα κουβάρια, ώστε να μην πατάν στο νερό, αλλά να ζεματιώνται με τον αχνό, καθώς έβραζε το νερό, σαν τον κλίβανο εκστρατείας. Και τ' αγοραστά τα βαμπακονήματα τα ζεμάταγαν κι αυτά, καθώς και το λαζούρι. Τα φλώρα βαμπακονήματα τα λεύκαιναν κιόλας με βρωμούσα. Όσα δεν τα λεύκαιναν, τα ζεμάταγαν ιδιασμένα διασίδια.

Τα κουβάρια μετά το ζεμάτισμα τα κρέμαγαν σε τέμπλες, περασμένες σε φούρκες ψηλές, όξω στην αυλή για πέντ' έξη μέρες, να στεγνώσουν. Και θυμώμαι σ' ένα γάμο κάποιος μέθυσε κι αρχίνησε να χτυπάει τα κουβάρια με την κλίτσα του, κόπηκαν τα σκοινιά που τα κράτηγαν στην τέμπλα και γιόμωσε ο τόπος κουβάρια, να κυλάν τον κατήφορο. Για το γνέσιμο μεταχειρίζονταν κανιά βολά και τσικρίκι, αλλά μαναχά για χοντροϋφάδια για τις βελέντζες και τα κιλίμια.

Αργαλειό είπαμε έβαναν το δεκαπενταύγουστο. Κι είχαν δυο ειδών αργαλειούς. Το στρωτό, χαμηλό, πούταν πιο πρωτόγονος, με φούρκες μπηχμένες στη γης και μια γούρνα για τα ποδάρια της υφάντρας και τις πατήθρες, και τον ορθόν ή περπατάρικον, πούταν πιο καλός κι άνετος. Τα εξαρτήματα του αργαλειού ήταν: πατήθρες, μιτάρια, καλαμίδια, χτένι, ξυλόχτενο, αντί, χέρι (πού γύριζε το αντί και μάζωνε το διασίδι), σαΐτα, σαϊτόξυλο (πού είχε το γνέμα το μασούρι), καρέλια, φέρτης κλπ.

Η πρώτη προδικασία για τον αργαλειό ήταν το ίδιασμα του διασιδιού. Να πως γένονταν χοντρικά, όπως έχω την εικόνα της μάνας μου δίπλα απ’ το σπίτι μας να ιδιάζει: Παλουκάκια πολλά μπηχμένα (ανάλογα με τις οριές, το μάκρος δηλαδή του διασιδιού). Μια τέμπλα απλωμένη και στεριωμένη στις άκρες με λιθάρια τρανά και τυλιγμένη με τριχιά, ώστε να γένονται θηλιές. Ένα σωρό καπάκια κι άλλα αγγειά και σε κάθε αγγειό κι ένα κουβάρι. Η άκρη του κάθε κουβαριού περασμένη σε μια θηλιά της τέμπλας κι από κει σε νιά τρύπα της ιδιάστρας, που την κράτηγε η μάνα μου και γύρναγε πέρα δώθε στα παλουκάκια, κουνώντας την ιδιάστρα, και πέρναγε τις κλωνές όλες αντάμα , όπως ήταν περασμένες στην ιδιάστρα, στα παλουκάκια. Και στα δυο τελευταία παλουκάκια έφκιανε σταύρωση. Και στη σταύρωση μέτραγε τις κλωστές «κεφάλια» και τάδενε με κλωστούλες. Κι όταν το διασίδι πάαινε για τύλιγμα, στις σταύρωσες πέρναγαν τα καλαμίδια. Η μάνα μου πηγαινοέρχονταν κουνώντας την ιδιάστρα και μείς τα κούτσικα τήραγαμε χαρούμενα, έτοιμα να τρέξουμε να ξετυλίξουμε κανιά μπερδεμένη κλωστή.

Είχε και το ίδιασμα κάποια τέχνη. Αλλά κει που χρειάζονταν πολύ μαστοριά ήταν το τύλι(γ)μα του διασιδιού στο αντί. Γι' αυτή τη δουλειά ύπαρχαν τεχνίτρες γριές, σαν τη θειά τη Γιώργαινα, θυμώμαι, τη Δικηόραινα. Κι η κάθε νοικοκυρά τις παρακάληγε νάρθουν, να της τυλίξουν το διασίδι. Για το τύλιγμα χρειάζονταν δυο φούρκες μπηχμένες μόνιμα και στέρεα στην κατάλληλη θέση. Το αντί που ήταν στη μια άκρη του τρυπημένο με δυο τρύπες τετράγωνες και σταυρωτά η μίνια με την άλλη, ο φέρτης που τον πέρναγαν στην τρυπημένη άκρη του αντιού, που χρησίμευε για μοχλός να φέρνουν γύρω το αντί, η βέργα για να «γκαρδιωθεϊ», να στερεωθεί, το διασίδι στο αντί και τα δυο καλαμίδια. Το τύλιγμα γένονταν στη λάκκα, σε κατηφοράκο. Υπήρχε μια τέτοια θέση, «τυλίχτρα», δίπλα στο σπίτι μας, απ' κάτ’ απ' τ’ αλών(ι). Μαζώνονταν εκεί κάμποσες γυναίκες, κοριτσόπουλα, και λιανοπαίδια. Κάθονταν η τεχνίτρα η γριά στις φούρκες, πέρναγαν το διασίδι στο αντί και τόβαναν απάνω στις φούρκες, στέριωναν, «γκάρδιωναν», το διασίδι με τη βέργα στο αντί, πέρναγαν και τα καλαμίδια, ένα δυνατό κορίτσι πέρναγε την άλλη άκρη του διασιδιού στη μέση του, το ξετύλιγε τον κατήφορο και τράβαγε όσο μπόρεγε για να τεντωθεί το διασίδι καλά, μια γυναίκα έφερνε γυροβολιά το αντί με το φέρτη για να τυλίγεται το διασίδι κι η γριά ανοιγόκλεινε, ίσιαζε και ταίριαζε τις κλωστές, ώστε να τυλίγωνται ομοιόμορφα στο αντί, ενώ νιά άλλη γυναίκα ξέσερνε αγάλια-αγάλια τα καλαμίδια προς τα κάτω. Οι γυναίκες, ενώ δούλευαν τα χέρια τους, δε σταμάταγε κι η γλώσσα τους να λέει και κανιά βολά και να κουτσομπολεύει, ενώ τα λιανοπαίδια χοραμπήδαγαν γυροβολιά χαρούμενα και πολλά χάλευαν (ζήταγαν) να δεθούν κι αυτά στην άκρη του διασιδιού, για ν' απολάψουν τη χαρά να τα τραβήξουν σιγά-σιγά τον ανήφορο. Το διασίδι τυλίχτηκε, το σταύρωσε η γριά, το πήρε στην αγκαλιά της η νοικοκυρά και τράβηξε κατά το κονάκι της, προσκαλώντας και τη γριά να τη φιλέψει κάναν καφέ. Όμως ακόμα το διασίδι δεν ήταν έτοιμο για ύφαμα.

Το πέρναγαν πρώτα στα μιτάρια, τέσσερα για τα δήμιτα, τις καραμελωτές, τα κρητικά κι άλλα και δυο για τ’ απολυτά. Ύστερα το μπελόνιαζαν στο χτένι. Αυτές οι δυο οι δουλειές γένονταν στον αργαλειό κι ήθελαν τη γνώση και την πείρα της τρανής γυναίκας και τα μάτια του νιού κοριτσιού, κι έτσι τις έκαναν μίνια νιά και μίνια ηλικιωμένη. Και μ' αυτές τελείωνε κι όλη η ετοιμασία και μπόρεγε ν' αρχνινήσει το ύφαμα.

Γένονταν όλα αυτά για τον αργαλειό και τον ίδιο καιρό έδωνε κι έπαιρνε το βάψιμο, για να γένουν οι χρωματιστές βελέντζες, σκέτες και φλοκιαστές, με τους κόκκινους, κίτρινους, πράσινους, τριανταφυλλίσιους γύρους, οι πλουμιστές καραμελωτές κι ένα σωρό άλλα. Και ξοδεύονταν πολλές βαφές. Μα μεταχειρίζονταν και κλαριά για το βάψιμο, όπως το φράξο με τον οποίον, όπως μώλεγε η γριά του Λία Ψαρογιώργου, έβαφαν πράσινα.

Κι αρχίναγε ο αργαλειός. Ύφαιναν τα κορίτσια και τραγούδαγαν κι ο αργαλειός τους ακούονταν καθώς κύλαγαν τα καρέλια με τις πατήθρες κι ανεβοκατέβαζαν τα μιτάρια και προ παντός το ξυλόχτενο με το χτένι που χτύπαγε και στέριωνε το υφάδι στο στημόνι. Και η κάθε γυναίκα που θα πάαινε σε ξένο κονάκι, το πρώτο που θα νάγλεπε, θα ρώταγε και θα παρατήραγε, ήταν ο αργαλειός, τι ύφαιναν, τα ξόμπλια και τα σκέδια κι έδωναν κι έπαιρναν τα θαμάσματα, οι παίνιες, οι διάτες, αλλά κι οι κακογλωσσιές και τα κουτσομπολιά. Ακόμα και το μάτιασμα.

Τον καιρό του αργαλειού ο νους του γυναικόκοσμου, ήταν σ' αυτόν και σε τίποτ’ άλλο. Και τα μικρά δώστου και να μαζώνουν μασούρια για τη σαΐτα, αλλά και γριές και κανιά βολά και κάνας άντρας. Τι είδους διασίδια (υφάσματα) ύφαιναν; να μερικά: δήμιτο, απλωτό, συμμαλίσιο, λαζουρίσιο, βελέντζες σκέτες και φλοκιαστές, καραμελωτές, φανέλες, σεντόνια, κάπες, τέντα, τραγομαλλίσια τσιόλια, τροβάδια φλώρα και γρίβα, δισάκια, σακιά σκέτα (αλευροσάκια το περσότερο), και χαράρια (για ρουχικά), μονόχρωμα γρίβα ή και ριγωτά. Καλτσοσκούτι ή σκαλτσοσκούτι, που υφαίνονταν, τις περσότερες βολές, με δυο μιτάρια και δυο πατήθρες, κι απ’ αυτό, γινωμένο στο μαντάνι, γένονταν και τα γυναικεία τα φουστάνια. Θυμώμαι πολλές βολές έλεγαν για ένα σκέδιο «κρητικό» το νομάτιζαν. Δεν ξέρω αν είχε κανιά σχέση με την Κρήτη. Τα διασίδια, αφού τα ύφαιναν, τα πάαιναν και στο μαντάνι, εκτός απ’ το δήμιτο τ’ αγένωτο, που γι' αυτό τόλεγαν κι «αμαντάνιγο» ή «αγένωτο», τα τροβάδια, σακιά, τ'σάκια (δισάκια), καραμελωτές, κιλίμια κι ίσως κι άλλα. Τις βελέντζες, τα τσιόλια, την τέντα και τις κάπες τα πάαιναν στη νιροτροβιά (ντριστέλα). Κι έβλεπες ο μύλος του μπάρμπα Γιάννη του Οικονόμου στον Καρβασαρά, πούχε και μαντάνι και νεροτροβιά, νάναι γιομάτος βλάχικα σκουτιά. Τα πάαιναν και τάφερναν γριές ή και άντρας όταν δεν ύπαρχε γριά. Τάρραφταν όμως για να τα παν στο μαντάνι και στη νεροτριβιά. Και το ράψιμο αυτό ήταν ειδικό, όλο το, διασίδι γένονταν κάπως σα σακούλα, και δεν τόξεραν όλες οι γυναίκες αυτό το ράψιμο. Κι όταν τάφερναν απ’ το μαντάνι, τάπλεναν και τάπλωναν στις αυλές, καταπαρδάλαιναν τα κονάκια απ’ τα χρώματα κι ιδίως τις βελέντζες και καμάρωναν οι γυναίκες και τα κορίτσια, γιατί και πολλά απ' αυτά τα βελεντζικά και τα άλλα υφάσματα τάχαν για προικιά τους. Όλα τα προικιά τους οι Σαρακατσιανοπούλες τάφκιαναν με τα χέρια τους, γνέθοντας, υφαίνοντας, πλέκοντας και κεντώντας, με κόπο πολύν, «χύνοντας», όπως έλεγαν, τα ματάκια τους. Κι όταν ηλιάζονταν καλά και στέγνωναν τα υφάσματα, τα τύλιγαν «τρούμπες» (τόπια), αφού πρώτα τα μέτραγαν οριές. Νιά ουριά ήταν το άνοιγμα των δυό χεριών, μισή ουριά απ’ την άκρη του ενός χεριού μέχρι το λαιμό, κι ένα χέρι απ’ την άκρη του χεριού ως τον ώμο. Για νιά φορεσιά αντρίκια υπολόγιζαν εννιά οριές σκουτί. Ορισμένα τάβαφαν μετά το μαντάνισμα και το πλύσιμο.

Έτσι δε μπορούσε να νοηθεί Σαρακατσιάνα, που να μην ξέρει από γνέσιμο κι απ' αργαλειό. Αντίθετη περίπτωση θα γένονταν μόλογος (ιστορία, σκάνταλο). Όπως κι έγινε: «Πως τόπαθα κι αγάπησα μια κόρη από τα ξένα, που δε γνωρίζει απ’ αργαλειό, τη ρόκα δεν την ξέρει. Γελάστηκα απ’ τα νιάτα της κι απ’ το τρανό της σόϊ...»

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.