Φτάνουμε στο κονάκι μας. Ξεφορτώνουμε και πετάμε τις μεριές απ' όξω απ’ το σπίτι, στα πεζούλια, στις πλάκες, σε μπάτσες πώκοψαμε στη στράτα. Δε βιαζόμαστε τώρα να συμμάσουμε τα πράματα. Τώρα, έφτασαμε και ταχειά δε μας καρτερεί πάλι η στράτα. Ξεσαμαρώνουμε τ' άλογα και κείνα τα καημένα τρέχουν και κυλιώνται, κυλιώνται, σα να καταλαβαίνουν κι αύτα, και πιστεύω ότι καταλάβαιναν, ότι το μεγάλο ταξίδι τελείωσε.

Τα λιανοπαίδια χοροπηδάν απ’ τη χαρά τους. Μικροί και μεγάλοι μπαίνουν μέσα στο σπίτι, το γλέπουν, το ξετάζουν, το περιεργάζονται. Ολοένα και κάτι θα λείπει. Οι χωριάτες το χειμώνα όλο και κάτι θα νάχουν βγάλει: σίδερα απ’ τα παραθύρια, ράφια, πόρτες, σανίδια, ξύλα. Η φτώχεια ήταν τότε σε κείνα τα μέρη τόσο ανελέητη, που τους έκανε ν' αρπάζουν και τα πιο απίθανα πράματα, σαν τους Μανιάτες στην επανάσταση του Εικοσιένα. Πολλές βολές το χειμώνα οι χωριάτες είχαν βάλει μέσα στα σπίτια μας γελάδια ή γιδόπρατα και τότε τα σπίτια τάβρισκαμε γιομάτα κοπριά. Οι γυναίκες ανασκουμπώνονται, σαρώνουν, συμμαζώνουν, φέρνουν μπάτσες ή φτέρες και στρώνουν για να πλαϊάσουμε την πρώτη βραδυά. Απ’ την άλλη μέρα, όσο μπορούν γληγορώτερα, φέρνουν χώμα και τ’ αλείφουν, το παλαμίζουν το σπίτι. Έτσι σιγά-σιγά το σπίτι συμμαζώνεται.

Αφού ξιαποστάσουν κάνα-δυο μέρες, οι άντρες παν για τ’ αλαφρώματα, που τάχαμε αφίκει στο Βλάσδο ή στο Νεχώρι.

Άλλοι πάλι άντρες με άλογα, ή γυναίκες στην πλάτη, παν στα διπλανά χωριά και μαχαλάδες και συνοικισμούς, Καρβασαρά, Καρύτσα, Χώλιανο, Θανασάκαινα, Καΐπη, Νταϊραίους και φέρνουν πράματα και σύνεργα που είχαμε αφίκει για φύλαμα το Χινόπωρο φεύγοντας, τα «αφημένα», όπως τάλεγαν: κάδες, καδούλες, καδοπούλες, καρδάρες, καρδάρια, κακάβια, καζάνια, βαρέλες, τενεκέδες, αργαλειούς, λανάρια κι άλλα. Οι χωριάτες που τάφηναμε, τα κράτηγαν αυτά τα πράματα, γιατί τους ήταν και χρήσιμα, έβαναν μέσα καρπό και τέτοια.

Εμείς οι Μποταίοι όταν έφταναμε την Άνοιξη στην Καρυά, εύρισκαμε ολοένα εκεί άλλα κονάκια, πούχαν φτάσει μπροστύτερα από μας, Κορκαίους και Αραπιτσαίους. Ιδίως όσοι απ' αυτουνούς και όταν πάαιναν στο Ξηρόμερο, ή στο Φτελιό του Αρμυρού. Τα τόπια αυτά είναι ζεστά και ξεραίνονταν γλήγορα την Άνοιξη και γι' αυτό αναγκάζονταν να φορτώνουν γλήγορα.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.