Στην Καρυά έρχονταν και ραφτάδες. Έρραφταν τις αντρικές φορεσιές αλλά και κάτι γυναικεία, λίγα γ’ αυτές. Έρραφταν παντελόνια, γιλέκια και πατατούκες. Τα παντελόνια και τα γιλέκια τάραφταν όπως κι οι φραγκοραφταδες. Όμως οι πατατούκες ήταν άλλο πράμα. Κάτι σαν σακάκι, αλλά μακρύτερο, λίγο λαγκιολάτο, με πέτα μεγάλα στρογγυλά, όχι μυτερά, και κολλημένα στο ρούχο, με μανίκια με λίγο άνοιγμα (σχιστά) στην άκρη και ανασκουμπωμένα.

Η αντρική φορεσιά στους Σαρακατσιαναίους (παντελόνι ή πανωβράκι, που το φόρεγαν οι γερόντοι, φλώρο η γαλάζιο, γιλέκι, πατατούκα) συμπληρωμένη με φλώρο κοντό(πουκάμισο), τα τσαρούχια και τη μαύρη ατλαζένια σκούφια (τις καλύτερες τις έφκιαναν στη Λαμία, νομίζω ένας Μακρόπουλος απ’ το σόι των πολιτευτών) ήταν πολύ όμορφη και λεβέντικη. Δυστυχώς όσα χορευτικά συγκροτήματα σαρακατσιαναίικα είδα, είναι όλα ντυμένα οι άντρες με φουστανέλα, ενώ απ’ τις αρχές περίπου του αιώνα μας κι εδώθε οι Σαρακατσιαναίοι, τουλάχιστον στη Ρούμελη και Θεσσαλία, την είχαν απαρατήσει τη φουστανέλα, όπως κι οι χωριάτες.

Οι ραφτάδες πώρχονταν στην Καρυά ήταν οι περσότεροι Βραγγιανίτες, οι Τσιολαίοι κι οι Ζαμπακαίοι. Έρχονταν κι ο Θανασάκης απ’ το Μπελοκομήτου. Κάθονταν δυο-τρείς μέρες στο κάθε κονάκι, ανάλογα με τα ραψίματα πούχε. Τα μόνα εργαλεία πώσερναν κοντά τους ήταν η μεζούρα και το ψαλίδι. Μηχανή είχαν τα κονάκια. Κανιά βολά κουβαλούσαν κι αυτοί μηχανή, την έφερναν στον ώμο. Έτρωγαν και κοιμόνταν στα κονάκια πώρραφταν. Κι οι Σαρακατσιάνες τους πρόσεχαν, γιατί ήταν γνωστοί και δεν ήθελαν να τις γελάν σε άλλα κονάκια. Έρχονταν το Χινόπωρο, αφού υφαίνονταν τα διασίδια και γύρναγαν απ’ το μαντάνι. Καποραφτά έναν θυμήθηκα, το γέρο Βασίλη τον Τσιώλη, απ’ τα Βραγγιανά κι αυτός, ένας γέροντας μουραφετλής (έλεγε μουραφέτια, ιστορίες). Αυτός έραφτε μαναχά κάπες και κατστουλόκαπες. Παλιά οι Βλάχοι έφκιαναν ξεχωριστή κοντόκαπα (κατστουλάρι), που την έντυναν απάνω τους, πέρναγαν τα χέρια στα μανίκια κι ήταν να πούμε σαν παλτό . Κι απάν’ απ’ την κοντόκαπα έρριχναν την κάπα σαν επενδύτη και μ’ αυτήν και τυλίγονταν και κοιμόνταν. Αργότερα όμως έκαμαν συνδυασμό της κοντόκαπας (κατστούλας) και της κάπας κι έφκιαναν κατστουλόκαπα, πούταν και κοντόκαπα και κάπα, ένα κομμάτι, ένα ρούχο, είχε και μανίκια σαν κατστουλάρι κι ήταν και φαρδιά σαν κάπα.

Κανιά βολά έρχονταν στα κονάκια και κάνα τρανό προσώπατο από πόλη. Θυμάμαι μια φορά πέρασε ο Γιώργος Μπουρδάρας. Θα νάταν εκλογές, γιατί ο Μπουρδάρας, απ’ τη Φουρνά, έβγαινε χρόνια βουλευτής στην Ευρυτανία Κι οι Βλάχοι τον είχαν θεό. Κι αυτός τους εξυπηρέταγε, κι όπως συνήθως, περσότερο τους κολάκευε.

Άλλη βολά θυμάμαι, ήρθε κι έκατσε κάμποσες μέρες στους Νικολαίους ένας γιός του Μπιτσικώκου. Ο γέρο Μπιτσικώκος ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, νομίζω απόστρατος τότε, είχε υπηρετήσει στο κέντρο, στο Αρχηγείο, μάλλον του οικονομικού ήταν. Κατάγονταν απ’ τη Βριστινίτσα κι είχε κάποια συγγένεια με τη θειά μ' τη Ν'κολάκαινα. Είχε μέσα πολλά, τελείωνε δουλειές πολλές και μάζωνε απ’ τους Σαρακατσιαναίους πεσκέσια όχι λίγα. Τα παιδιά του ήταν σε διάφορες θέσεις και κάποιο απ’ αυτά είχε έρθει. Θυμώμαι το κονάκι το Ν'κολαίϊκο στρωμένο όλο βελέντζες φλοκιαστές και προσκέφαλα και σφαχτά και και... για το Μπιτσικώκο. Κι ένα άλλο θυμώμαι: ο Μπιτσικώκος, αυτός, νέο παιδί, έβγαινε εκεί στη λάκκα και μάζωνε τους άντρες και καλαμπούριζαν, πάλευαν, πήδαγαν. Μια φορά μάλιστα έριξαν και το λιθάρι, όπως οι παλιοί οι κλέφτες.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.