Οι Σαρακατσιαναίοι καμιά υπόληψη δεν είχαν και καένα καλό αίστημα δεν έτρεφαν για το κράτος, την ψωροκώσταινα, όπως έλεγαν, και τα όργανά του. Και τι νάχουν οι δόλιοι! Κανιά απολαυή και καένα καλό δεν έγλεπαν. Το εναντίο, όλοι τους «άρμεγαν» κι όλοι τους τζερεμέταγαν, τους κιντύνευαν και τους κατάτρεχαν. Ο σπράχτορας τους κηνύγαγε για τα χρέη στο Δημόσιο, ο αστυνόμος τους «άρμεγε» κι ο χωροφύλακας τους έπιανε ή τους έβανε σε μπελιά να του δώκουν κατάλυμα και να τον ταϊσουν, ο πταισματοδίκης τους έκαιγε, όλοι τους ζημίωναν κι από καέναν καλό δεν έγλεπαν. «Τι καρτηρείς, μωρέ, απ' του κλιφτουβασίλειου», έλεγαν, «αφού κλέφτις τώφκιασαν, τι θα νάνι;»
«Ούτι νιά π(ι)θαμή τόπου δεν έχουμι να μας θάψουν», εκφράζοντας μ’ αυτό το πικρό παράπονο για την τέλεια ακτημοσύνη τους.
- «Τα μπλάρια τ' Δημουσίου κλουτσάν», εννοώντας μ’ αυτό ότι το Δημόσιο χαρατσώνει άσκημα. -«Άμα σι τ)υ)λίξουν σι νιά κόλλα χαρτί, δε ματαξιμπλές», ή «να μη σι τ(υ)λίξ(ει) η μαυρουμύτα (πένα)», αναθεματίζοντας τη γραφειοκρατία. -«Κουρουφύλακας φίλους δεν πιάνιτι», ή «Ου κουρουφύλακας θα φάει τ'ν κότα, θα χέσ(ει) κι τ'ν πόρτα». –«Ούτι του διάουλου να ιδείς, ούτι του σταυρό σ' να κάμ'ς», θέλοντας να πούν, ότι άμα βλέπεις όργανο της εξουσίας, αναμέρα, να μην το συναπαντήσεις. Η «όσου φ(υ)λάει η πατ'λιά δε φ'λάει η Παναϊά».
Για να βγάλουν το άχτι τους για τον εισπράχτορα, άμα περπάταγαν στη στράτα, ή κάθονταν πουθενά και κουβέντιαζαν, κι αναμέραγε καένας τους για την ανάγκη του, και τον ρώταγαν που πάει, εκείνος πολλές βολές έλεγε: «Πάου να πληρώσου του σπράχτουρα»!
Όλη αυτή η στάση, η ψυχολογία κι η έχθρητα, εκτός απ’ τους υλικούς όρους και τις σκληρές συνθήκες της ζωής και της δουλειάς τους, που την εξηγούν και τη δικαιολογούν, υπήρχε κι ένας ιστορικός λόγος που τη συντηρούσε και τη δυνάμωνε στους Σαρακατσιαναίους. Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν μήτρα και φυτώριο, καταφυγή κι απάγγειο της κλεφτουριάς στα χρόνια της σκλαβιάς, νύχι και κρέας μαζί της. Και μεγάλο μέρος της προέρχονταν απ' αυτούς. Κι όπως η κλέφτικη παράδοση και πράξη -έστω και με τη μορφή της ληστείας- διατηρήθηκε και με το σχηματισμό του ελεύτερου κράτους, έτσι διατηρήθηκε κι αυξήθηκε κιόλας κι η έχθρητα προς την εξουσία, το Ντουβλέτι όπως έλεγαν, προς τα όργανα του κράτους, που ήταν σε πολλά του το ίδιο και πολλές φορές και περσότερο κακορίζικο και καταπιεστικό απ’ το τούρκικο. Έτσι λοιπόν, άμα άραζε από πουθενά κάνας χωροφύλακας, κάνα απόσπασμα ή ο σπράχτορας, σαν αστραπή μεταδίνονταν στα κονάκια: «Στρατιώτες»! «Στρατιώτες»!, κι όλοι οι άντρες λάκαγαν κι έπιαναν τα καραούλια. Ως και τα σκυλιά, άμα έγλεπαν ή μυρίζονταν στρατιώτες, χάλαγαν τον κόσμο, αγρίευαν. Τους ξεχώριζαν. Κι οι Βλάχοι καταλάβαιναν απ' τ’ αλύχτημά τους ότι ήρθαν στρατιώτες. Κι όπου κι αν βρίσκονταν αναμέραγαν. (Έλεγαν τους χωροφύλακες περσότερο «στρατιώτες», γιατί άλλον στρατιωτικό η φαντάρο δεν έβλεπαν εκεί απάνω, ή ίσως και γιατί τα παλιά χρόνια στρατιώτες χρησιμοποιούνταν και για χωροφύλακες, οι λεγόμενοι στρατοχωροφύλακες. Τους έλεγαν βέβαια και χωροφύλακες -«κουρουφυλάκοι» και με τον καιρό περσότερο χωροφύλακες, αλλά παλιά τους έλεγαν σχεδόν αποκλειστικά στρατιώτες). Άμα λοιπόν έρχονταν στρατιώτες αναστατώνονταν τα κονάκια. Κάθε ένας πούχε και την παραμικρή υποψία, λάκαγε. Έμεναν οι γυναίκες και κάνας γέροντας, πούξερε ότι δεν είχε κάναν φόβο. Έπιαναν λοιπόν τα καραούλια οι Καρυώτες κι οι γυναίκες πάαιναν κι έρχονταν στις βρύσες με άδειες βαρέλες, δήθεν για νερό, και τους έδωναν χαμπέρι, και τους πληροφόραγαν γιατί ήρθαν οι στρατιώτες, ποιόν χάλευουν, τι θέλουν, πότε θα φύγουν.
Να τώρα και μερικά επεισόδια πώμειναν στη θύμηση μου:
Θα νάταν τον καιρό του πολέμου της Μικρασίας, ή λίγο μετά. Τα παιδιά, ή ένα απ’ τα παιδιά, του μπάρμπα Πέτρου του Κόρκου ήταν λιποτάχτης ή ανυπόταχτος. Και κείνη την εποχή όλη η Ελλάδα ήταν γεμάτη τέτοιους κι αποσπάσματα που τους κυνήγαγαν. Ένα τέτοιο απόσπασμα είχε έρθει και στην Καρυά για τους Κορκαίους. Κι όπως ήταν επόμενο δεν τους βρήκε κι ούτε ήταν δυνατό, τότε, να τους βρει και να τους πιάσει. Και τότε το απόσπασμα όλη τη μανία του την ξέσπασε στο μπάρμπα Πέτρο και το βιό του. Θα νάμαν πολύ μικρό παιδί, μα θυμάμαι πολύ καλά, πως βάρεγαν στο κορμί του με κοντακιές κάτι τσιγκελομούστακοι χωροφυλάκοι τον καημένο τον μπάρμπα Πέτρο κι αυτός χολοϊώνταν, βόγγαγε και μούγκριζε, και πως είχαν μάσει τα πρότα του, τάχαν βάλει σε νιά στρούγκα και πως παίρνοντας ξύλα απ’ την πόστα του κονακιού του, είχαν ανάψει φωτιά κι έψεναν πρατίνες κι έτρωγαν, σα νάταν βιό τους, οι καταραμένοι. Τα θυμάμαι σα να τάχω μπροστά μου, τις φλόγες απ’ τη φωτιά, τα σφαχτά στις σούφλες, τα πρότα κλεισμένα στη στρούγκα ντάλα Καλοκαίρι, και το απόσπασμα να φουρλατάει σα θεριό ανήμερο. Θυμάμαι το κλάμα και το θρήνο της γέρο Πέτραινας και των κοριτσιών της, το μουγγρητό του μπάρμπα Πέτρου και με τι θελωμένο μάτι και βουβαμάρα παρακολούθαγε όλη η στάνη το κακό. Ένα τόσο δα χρειάζονταν να χυμήσουν να τους πετσοκόψουν. Δεν ήταν η δύναμη και τα τουφέκια που τους κράταγαν, μα σκέπτονταν τα υστερνά...!
Άλλη νιά βολά, αργότερα όταν, είχε έρθει ο σπράχτορας μαζί με χωροφύλακες απ’ το σταθμό του Τροβάτου. Δεν ξέρω πως έγινε και δεν τους πήρε χαμπέρι ο γέρο Γώγο Αραπίτσας, τον τύλιξαν και τον έπιασαν εκεί στη λάκκα. Τι να κάμει ο δόλιος, λεπτά δεν είχε, εντάλματα είχε, να δανειστεί από ποιόν; ανασήκωσε τον μαδημένο και λιγδιασμένο κούκο του κι έξυνε το φαλακρό και καψαλισμένο απ’ τα χρόνια και τα βάσανα κεφάλι του. Το μέτρησε από δω, το μέτρησε από κει, μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, σκέπτηκε, και, μπράφ! του δίνει μια και λάκισε από μέσα απ’ τους χωροφύλακες. Εκεί κοντά προς την πετρόστρουγκα ήταν ένα ρεματάκι και θα μπόρεγε να το πιάσει γλήγορα και να καλυφτεί, αλλά έρχονταν ανηφοριαστά, αυτός ήταν γέροντας, και γι’ αυτό έκοψε κατάλακκα λοξά τον κατήφορο και τόπιασε το ρεματάκι πάρα κάτω κι απ’ εκεί ρίχτηκε κατά τη Σουφλερή, μέσα στα έλατα και πάει καλιά τ'. Αυτά τα ξήγαγε ύστερα ο ίδιος, όταν έφυγαν οι σταυρωτήδες. Όμως μόλις λάκισε, οι χωροφυλάκοι έτρεξαν, τώρριξαν μερικές από πίσω, μα ευτυχώς δεν τον πήραν, μπορεί και καένας τους να μην έριξε στο ψαχνό και τους ξέφυγε. Το νόστιμο είναι, ότι άμα νύχτωσε, τον έμασε η πείνα το γέρο Γώγο κι ήρθε κρυφά να πάρει ψωμί και πήγε στο σπίτι της γέρο Γιώργαινας της Δικηόραινας πούταν κατάνακρα, και διαολική σύμπτωση, εκεί είχαν καταλύσει χωροφυλάκοι. Ευτυχώς τον κατάλαβε η γέρω Γιώργαινα και τον ειδοποίησε κι έφυγε, βλαστημώντας, χωρίς να τον πάρουν μυρουδιά.
Άλλο επεισόδιο: στην αυλή απ’ το δικό μας και το Νικολαίικο το σπίτι ένας νωματάρχης με δυο χωροφύλακες έκανε, δεν ξέρω γιατί, καυγά τρανόν με το μπάρμπα μου τον Κολιό. Ο μπάρμπα Κολιός ήταν πολύ περήφανος και με υπόληψη άνθρωπος, αλλά κι αψύς, και δεν τόβανε εύκολα κάτω. Πάνω στον πολύ καυγά, όξω το κουμπούρι ο νωματάρχης, άναψε ο μπάρμπα Κολιός απ’ το θυμό του: «Τράβα του, ωρέ πουτσαρά, τι θα μι σκιάξεις;». Μαζώχτηκε πάλι ο νωματάρχης, αλλά ο καυγάς συνεχίζονταν και σε μιά στιγμή πώβγαλε την καπνοσακούλα του ο μπάρμπα Κολιός να φκιάσει τσιγάρο, ο νωματάρχης νόμισε ότι τον έπιασε στα πράσα και του αρπάζει τη σακούλα, φωνάζοντας: «Καπνίζεις λαθραίο, κατάσχεται και θα σε δέσω». -« Ωρέ πουτσαρά, έδισις πουλλούς σαν κι μένα; Έχου άδεια ιγώ απ' καπνίζου», του απαντάει ο γέροντας. Και πραγματικά είχε άδεια, γιατί έβαναμε καπνά στη Νταουτζιά. Με τα πολλά τώπεσε ο αέρας του νωματάρχη και ημέρεψε. Και το βράδυ έμεινε και στο κονάκι του μπάρμπα Κολιού!
Μια πούπαμε για τσιγάρο, πρέπει να πούμε και τ’ άλλο: Τότε όλος ο κόσμος όξω απ’ τις πόλεις κάπνιζαν καπνό λαθραίο, όχι έτοιμα τσιγάρα, ήταν ακριβά. Τόστριφταν με τσιγαρόχαρτο, με καμιά κόλλα κάπως ψιλή, μέχρι και με φημερίδα. Και μάλιστα θυμάμαι αυτές οι κόλλες το χαρτί είχαν και θειάφι μέσα, επίτηδες, φαίνεται, για να μην τις χρησιμοποιούν για τσιγάρο, αλλά οι άνθρωποι τις πύρωναν στη φωτιά κι έφευγνε το πολύ το θειάφι. Το ίδιο και περσότερο έκαναν κι οι Βλάχοι. Και το πρώτο πράμα που θα τους έκανε ο χωροφύλακας άμα ήταν τζιαναμπέτης, ήταν να τους πάρει την καπνοσακούλα ή το τσιμπούκι και να τους κόψει πρόστιμο, με κάποιο πρωτόκολλο, ένα τριακοσάρι, μου φαίνεται, ήταν κι ένα μέρος απ’ το ποσό αυτό τόπαιρνε ο χωροφύλακας, κι έτσι υπήρχαν χωροφυλάκοι πώδειχναν ιδιαίτερο ζήλο σ’ αυτή τη δουλειά, για ν’ αυγατίζουν μ’ αυτόν τον τρόπο το μιστό τους. Η ψωροκώσταινα ήταν πολύ εφευρετικιά σε κάτι τέτοια!
Άλλος τρανός μπελιάς για τα κονάκια ήταν ο δασικός. Βέβαια απαγορεμένες για βοσκή δασικές περιοχές τότε δεν υπήρχαν, εκτός αργότερα επί Μεταξά που απαγόρεψε τα γίδια στα ελατόδασα κι αναγκάστηκαν ο κόσμος να τα πουλήσουν, εκτός όσοι μπόρεσαν και τα κράτησαν αλλού, ένας όμως, σωστός μονόλυκος, τα κράτησε εκεί και καένας φυσικά δεν τον πρόδωκε, κι αν πέρναγε και κανιά βολά ο δασικός, που να τα βρει! Ο μπελάς ήταν με την ξυλεία, άμα ήθελε να φκιάσει ή να μπαλώσει κάνα σπίτι καένας, σανίδια (σκίζες έβγαναν, όχι πριονιστά), ματέρια και τέτοια. Έπρεπε να κοπούν έλατα πολλά και τα έλατα δεν ήταν της Κοινότητας, αλλά του Δημοσίου και χρειάζονταν άδειες και φόροι και χαρτιά, και τέτοια πράματα ούτε και που να τα σκεφτεί μπορούσε καένας εκεί απάνω. Να τα κόψουν μέσα στο λόγγο, δεν ήταν καένας φόβος, ούτε και καένας πρόδωνε. Το πρόβλημα ήταν, όταν θα καρφώνονταν στο σπίτι και μάλιστα τα σανίδια της σκεπής, που φαίνονταν ότι ήταν καινούρια, χλωρά. Ανακάτωναν κι οι Βλάχοι, κι οι χωριάτες φυσικά, σ' ένα καζάνι νερό με χώμα, τ’ ανέβαζαν με κακαβιά στη σκεπή και με νιά τούφα κλαριά ή με σάρωμα πασάλειβαν όλη τη σκεπή κι έτσι κρύβονταν η ασπράδα απ’ τα σανίδια και φαίνονταν σκούρα, όπως τα παλιά. Κι απ' όπου κι αν πέρναγε ο δασικός και να τάβλεπε δεν υποψιάζονταν τίποτα.
Μια χρονιά με κόλλησε η μανία να φκιάσω εκεί μπροστά στο σπίτι μας κήπο. Μια και δυο στο λόγγο, έκοψα ξύλα, κουβάλησα, ιδροκώπησα και κοντά σε μένα και τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, και σκάρωσα μια ψευτοφράχτη κι έσπειρα μέσα και κάτι. Απ’ τον κήπο προκοπή δεν είδαμε, γιατί ήθελε νερό και δε σώνονταν η κατάσταση να το κουβαλάω εγώ με τα κακάβια απ’ τη βρύση, όμως πέρασε ο δασικός και παρά το ότι τον φίλεψαμε και στο σπίτι μας, τόκοψε το πρωτόκολλο του πατέρα και θυμάμαι τ’ άλλο το Καλοκαίρι τούρθε το ένταλμα και πλέρωσε εφτακόσιες πενήντα δραχμές κι είχαμε τότε και μεγάλη ανάγκη και στριμούρα.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"