Τι έτρωγαμε το Καλοκαίρι στα κονάκια στην Καρυά; Ό,τι έτρωγαν ολούθε οι Σαρακατσιαναίοι. Με τις διαφορές που μπορεί να οφείλονται στη ντόπια παραγωγή του κάθε ξεκαλοκαιριού. Πρώτ’ απ' όλα και πάσα μέρα και κάθε ώρα, ψωμοτύρι. Όποια ώρα νάταν θα νάκουγες το λιανοπαίδι να λέει: «Μάνα, να μ’ ψουμί κι τυρί» και θα νάγλεπες τους τρανούς να κόβουν ένα κομμάτι ψωμί, μπομπότα τις περσότερες βολές, να παίρνουν κι έναν σβώλο τυρί και κρατώντας τον απ’ τόνα χέρι και τ’ άλλο στ’ άλλο, να τρων’, λόρθοι, καθιστοί, περπατώντας, δουλεύοντας, όπως νάταν.

Άλλο ταχτικό φαΐ ήταν το γάλα κι ιδίως το γιδόγαλο, με αλάτι και τριμμένο με ψωμί, όχι σα ρόφημα. Κορφή, ξυνόγαλο, αλλ’ αυτό όχι και με τόση όρεξη, γιατί είναι φτωχό. Καλό φαΐ, αλλά τόφκιαναν αρειά, ήταν το κουσ(ι)μάρι. Συνηθισμένο φαΐ, που θα μαζώνονταν όλη η φαμελιά να φάει, μεσημέρι ή βράδυ, ήταν οι πίτες: τυρόπιτες, στριφτόπιτες, ζυμαρόπιτες με μπομπότα, ψαρόπιτες (όχι από ψάρια, αλλά τις έλεγαν έτσι γιατί τύλιγαν τα πέτουρα από ένα-ένα και τάβαναν στο ταψί τόνα δίπλα στ’ άλλο, σαν ψάρια), κολοκυθόπιτες, λαχανόπιτες, γαλατόπιτες, τραχανόπιτες (αυτές τις έφκιαναν περσότερο το Χειμώνα), μπλανό, κραμποκούκι κανιά βολά. Κι οι Σαρακατσιάνες φημίζονταν για τις πίτες τους, τις έφκιαναν πολύ πετυχημένες, πράμα που οφείλονταν και στο ότι τις έφκιαναν με βούτυρο και όχι με λάδι, το βούτυρο, λίγο ή πολύ, τούχαν δικό τους, ενώ το λάδι τ’ αγόραζαν με το σταγονόμετρο. Άλλο καλό, αλλά και πρόχειρο φαΐ, ήταν το «βούτυρο». Τηγάνιζαν στο τηγάνι τυρί με βούτυρο, κι αυτό το φαΐ τόλεγαν «βούτυρο». Λάχανα που μπορεί νάβγανε ο τόπος. Εκεί σε μας νάνες (πολύ νόστιμο, αλλά δυσεύρετο χόρτο, που βγαίνει στα σπανά) και τσουκνίδες, για πίτα όμως αυτές. Και τα μαειρέματα και τα ζαρζαβατικά πώφερνε η Νταΐρω κι οι άλλοι παλιοχωρίσιοι, πατάκες, παστάλες (φασολάκια), λουβουδιές, βλίτα, κολοκυθοκορφάδες.

Εκείνο όμως που πραγματικά λίμαζαμε ήταν τα οπωρικά γενικά. Έφερνε κάτι μισοάγρια κεράσια και κορόμηλα η Νταΐρω κι αγρίδες από κληματαριές, τις περσότερες βολές αγένωτα, όχι γούρμα. Ιδιαίτερα λίμαζαμε τ’ αγγούρια (πεπόνια). Πόσο τρώγονται τα άτιμα εκεί στα βουνά κι ιδίως με τυράκι. Κι όταν πάαιναν οι Σαρακατσιαναίοι στο παζάρι έφερναν ολοένα κι από κάνα πεπόνι και καρπούζι, τάβαναν μέσα στο γέννημα, στα σακιά. Θυμώμαι, άμα έρχονταν κάνας μουσαφίρης κι είχαμε και τους έβανε η μάνα μου στο τραπέζι πεπόνι, καρτέρ(η)γαμε πότε θα σηκώσει την τάβλα, να ριχτούμε στις φλούδες, που οι μουσαφιραίοι, σα μουσαφιραίοι, δεν τις έκοβαν ως κάτω-κάτω. Δε χρειαζόμασταν μαχαίρι. Με τα χέρια και τα δόντια ως τον πάτο, και τρυπάγαμε και τη φλούδα. Τα πεπόνια τάλεγαν, όπως είπα, αγγούρια. Τ’ αγγουράκια τάλεγαν κι αγγουράκια, κι αγγούρια και ξυλάγγουρα και σπάνια και καστραβέτσια. Αυτό το τελευταίο τόλεγαν περσότερο οι χωριάτες.

Πέρα, όταν στερφογάλιαζαν τα πρότα, έφκιαναμε τσιαλαφούτι, το γαλοτύρι που λεν. Καθώς το γάλα την εποχή εκείνη, Αλωνάρη (Αύγουστο), ήταν πολύ παχύ, τόβραζαν, τ’ αλάτιζαν να τσιμπάει στ’ αλάτι καλά, τόβαναν σε νιά καδοπούλα ή καρδάρα ξύλινη, τάφιναν και κρύωνε και τ’ ανακάτωναν συχνά. Όταν τ’ άρμεγαν, τόβραζαν και τ’ αλάτιζαν πάλι έτσι, τ’ άφιναν και κρύωνε και τόριχναν κι αυτό στ’ αγγειό πούχαν τ’ άλλο. Έτσι σιγά-σιγά γιόμωνε η καδοπούλα ή η καρδάρα, έρχονταν και χόντρηνε το γάλα και με τον καιρό γένονταν πηχτό σαν ψωμί. Τότε αρχίναγαν και τότρωγαν. Τόβαναν σε καπάκι (πιάτο) ρηχό και το προσφάϊζαν με πηρούνι με το ψωμί. Το τσιαλαφούτι, άμα το πετύχεις, είναι απ’ τα πιό νόστιμα γαλατερά εδέσματα. Καμπόσοι ήταν ξεχωριστοί τεχνίτες στο τσιαλαφούτι. Τέτοια ήταν η θειά μ' η Αγορίτσα, η άκληρη αδερφή του πατέρα μου, πούχε άντρα το γέρο Σπύρο Αλεξάκη κι έμενε στη Μπουρμπουτσιλιά. Δεν την έφτανε καένας στο τσιαλαφούτι. Δεν αστοχάω το «βούτυρο» και το τσιαλαφούτι που με φίλευε, όταν πέρναγα απ’ το κονάκι της. Και με τι λαχτάρα με καρτέρηγε. Καημένη, θειά Αγόρω, πέθανε πεντάφτωχη κι έρημη στο Παλιόκαστρο (Μητρόπολη) της Καρδίτσας το 1950, εκεί είχε ξεπέσει με την ανακατωσούρα του εμφύλιου πολέμου! Κι είχε κάποτε μεγάλη προκοπή και πολλά πρότα, αλλά δεν είχε παιδιά η δόλια, και τότε άμα δεν είχες δικό σου κόσμο, δε μπόρ(η)γες να κρατήσεις βιό.

Κι οι τσιοπαναραίοι πολλές βολές, απάν' στα σπανά πώβοσκαν τα πρότα, έφκιαναν κι αυτοί δικό τους τσιαλαφούτι μέσα σε ξύλινη καρδάρα. Θυμώμαι στη Γενέτσου τόβαναμε την καρδάρα μέσα στη Γκούρα, τη βρύση με το πολύ κρύο νερό και το σκέπαζαν με νιά πλάκα και πέρναγαν κάθε μέρα εκεί κι έτρωγαν. Γένονταν το καλύτερο τσιαλαφούτι αυτό.

Όταν κόντευε να στερφογαλιάσουν τα πράματα, οι Σαρακατσιαναίοι έφκιαναν τραχανά. Εκείνη την εποχή έγλεπες ολούθε απλωμένους στον ήλιο τραχανάδες, να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Έφκιαναν πολύν τραχανά οι Σαρακατσιαναίοι, γλυκόν (βραστόν) και ξυνόν. Κι άμα χινοπώριαζε και κρύωνε ο καιρός, κάθε μέρα, νύχτα-νύχτα, θα νάβραζαν τραχανά να φαν, πριν κινήσουν στη δουλειά τους. Ήταν το απαραίτητο κολατσιό ο τραχανάς. Κι όλον το Χειμώνα. Γι’ αυτό κι έφκιαναν πολύν. Θυμάμαι έφκιαναμε ένα φόρτωμα τραχανά, ογδόντα οκάδες. Και μώλεγε ο πατέρας μου, ότι κάποτε έφκιασαμε εκατόν είκοση οκάδες. Τον έδωναν και σαν πεσκέσι τον τραχανά.

Με τους τραχανάδες θυμάμαι και τούτο: Όταν τους άπλωναν στη λάκκα, σε τσιόλια, ήθελαν και φύλαμα , γιατί πάαιναν μανάρια, γουμάρια κι άλογα και τους έτρωγαν. Μεγάλος μπελιάς για τις νοικοκυρές ήταν ο Κοκκίνης ο δικός μας. Άμα πάαινε κι έσκυφτε κι αρχίναγε να τρώει, δεν πα να χούϊαζες και να βάρ(η)γες εσύ από πίσω όσο ήθελες, αυτός με τα πισινά ποδάρια κλώτσαγε και με το στόμα έτρωγε. Τένιαζαν οι γυναίκες να τον κυνηγήσουν. Έπρεπε να μαζωχτούν πολλές και με τα τεμπλιά στα χέρια να βαρούν και να χουϊάζουν νιά ώρα, για να τον κάμουν πέρα. Και μάζωνε κατάρες και βλαστήμιες! Αλλά δε βαρυώσαι, αυτός χαμπέρι δεν έπαιρνε κι ο κώλος τ’ χόντραινε.

Απ' τους μπελιάδες του τραχανά βγήκε κι η παροιμιακή έκφραση για να δείξει, ότι κάποιος έχει σκοτούρα, μπελιά με μια δουλειά, αυτός «έχει απλωμένον τραχανά». Αλλά και για να πουν ότι θα γίνει ή έγινε φασαρία, τσακωμός, οι Σαρακατσιαναίοι έλεγαν «θα ιδείτε θα γέν(ει) τραχανάς», ή «γίν(η)κι τραχανάς».

Κανιά βολά οι γυναίκες έφκιαναν και λίγα φύλλα για το Χειμώνα. Ζύμωναν το ζυμάρι με γάλα και κανιά βολά και κάνα αυγό, το άνοιγαν φύλλα, τα ξέραιναν, τάτριβαν και τάβαναν σε σακούλια και τα φύλαγαν για το Χειμώνα. Ακόμα ξέραιναν στον ήλιο και κορόμηλα και τάβραζαν το Χειμώνα για φαΐ, τριμμένα με ψωμί και με λίγη ζάχαρη μέσα. Αλλά και για γιατρικό σε πράματα και ανθρώπους.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.