Οι Σαρακατσιαναίοι σ' όλη τους τη ζωή, Χειμώνα-Καλοκαίρι, Άνοιξη-Χινόπωρο είχαν να κάμουν με τα χορτάρια. Και γι’ αυτά τα χορτάρια κρέμονταν απ’ το θεό και τον καιρό. Γι’ αυτό και προσπάθαγαν να μαντέψουν τον καιρό. Και στις πλάτες απ’ τα σφαχτά ακόμα τήραγαν, εκτός απ’ τ’ άλλα να ιδούν τι Χειμώνα θα κάμει, αν θα νάναι βαρύς, αν θα τα βγάλουν καλά τα πράματα, ή θα τα χάσουν. Τις πλάτες τις ξέταζαν και για πολλά άλλα πράματα. Πρώτα-πρώτα για το βιό, πως είναι και πως θα πάει. Έπειτα για τον κόσμο.

Κάτι βούλες στο κόκκαλο τις ξέταζαν μνήματα, δηλαδή θάνατο. Όμως άμα οι βούλες αυτές βρίσκονταν από ένα σημείο και πέρα στο κόκκαλο, έλεγαν ότι είναι «βγαλμένα» τα μνήματα, δηλαδή δείχνουν θάνατο περασμένον. Απ’ το αν η πλάτη στην άκρη της, στο κότσι της, είχε συνέχεια έναν χόνδρο, έλεγαν ότι η πλάτη έχει «σιουρτάρ’» (συρτάρι από καπίστρι που σέρνουν τ’ άλογα), κι αυτό το ξέταζαν καλό για τα χοντρικά, τ’ άλογα. Άμα είχε θολούρα η πλάτη, το ξέταζαν για ανακατωσούρες, φασαρίες, πόλεμο και τέτοια. Τα όσα έδειχνε η πλάτη ίσχυαν ιδίως για το νοικοκύρη, αυτουνού πούταν το σφαχτό . Έλεγαν ακόμα ότι η πλάτη «έχει» ή «δεν έχει πιάσμα», απ’ την κλίση που είχε το κάθετο προς την πλάκα της πλάτης κόκκαλο, και που έβαναν εκεί το δάχτυλο τους να ιδούν αν πιάνεται. Κι όταν έλεγαν «έχει πιάσμα», εννοούσαν ότι ο νοικοκύρης είναι καλά πιασμένος, πααίνει καλά η δουλειά του. Κι οι ιστορίες για κλέφτες πώτρωγαν σφαχτό και τήραξε ένας την πλάτη, κι είπε ότι θα τους πιάσουν, και δεν απόσωσε το λόγο κι έφτασε τ’ απόσπασμα ή οι Τούρκοι, έδωναν κι έπαιρναν....

Όμως για τον καιρό ξέταζαν και τα μερομήνια, τις δρίμες.

Μόλις έμπαινε ο Αύγουστος, κάθε μέρα άκουγες τις γριές να ξετάζουν τον καιρό και να λεν τι καιρό θα κάμει ο μήνας που αντιστοίχαγε στη μέρα εκείνη. Κι ύπαρχαν εκεί στα γύρω χωριά άνθρωποι, γερόντοι ιδίως, πούχαν φήμη για την πρόβλεψη του καιρού, κι οι προβλέψεις τους για το Χειμώνα έκαναν το γύρο στις στάνες και σχολιάζονταν.

Όμως με την αλλαγή του ημερολογίου κάπως μπερδεύονταν οι Σαρακατσιαναίοι. Άλλοι ξέταζαν τα μερομήνια με το νέο κι άλλοι, οι περσότεροι, ιδίως στην αρχή της αλλαγής, με το παλιό. «Ωρέ τι μι του ζόρ(ι) θ’ αλλαχτούν οι μέρις, αφού ου Θιός έτσι(ι) τάδουκι, νιά ζουή κι έναν τέλου», έλεγαν.

Τον καιρό τον μάντευαν και με τα κουκουνάρια, τα κότσιαλα απ’ τα έλατα, τάλεγαν και ρεκοκότσιαλα. Άμα τα έλατα είχαν πολλά κουκουνάρια, Αυτό το ξέταζαν για βαρυχειμωνιά.

Με την ευκαιρία ας πούμε και μερικές εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσιαναίοι για τον καιρό. Το Χειμώνα, άμα έβγαινε το βράδυ κάνας γέροντας όξω απ’ το καλύβι του να κατ(ου)ρήσει πριν πλαϊάσει κι έβλεπε τον καιρό φορτωμένον για χιόνι, τον άκουγες γυρνώντας να λέει: «Άει, γριά, άγριψι (αγρίεψε) πουλύ ού κιρός. θα ρίξ(ει) μπανάρια (δηλ. μέτρα)», ή «θα του χώσ(η) απόψι», ή «Ούτι γκάτινου δε θα βιλάξ(η)», δηλαδή θα ψοφήσουν, ή «Άει θα τα χάσουμι. Τάκλισι τα μάτια κι ρίχν(ει) φακιόλια» ή «ρίχν(ει) τ(ου)λουπάνια». Άμα έκανε κρύο δυνατό με ξαστεριά και χιόνι καταή: «Έχ(ει) νιά γυαλουπα(γ)ιά, νιά ξηρουπα(γ)ιά, θα ψήσ(ει) φίδια απόψι», ή άμα έκανε κρύο δυνατό χωρίς βροχή ή χιόνι, στεγνό, έλεγαν «κάν(ει) ξηρουτσιβούρα», ή άμα έβρεχε δαρτή βροχή: «ρίχν(ει) μι του καρδάρ(ι). Ούτι γλώσσα δε θα τ'ς απουμείν(ει) στιγνή απόψι», εννοώντας τα πράματα, το βιό. Άμα την αυγή έβγαιναν κι έβλεπαν χιόνι πολύ: «Ώρέ τόχουσι, ένα μπόι έρ(ι)ξι»....

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.