Πολλά παιγνίδια έπαιζαμε, μα δεν τα θυμώμαι καλά. Κι ούτε πως τάπαιζαμε το θυμώμαι καλά-καλά.

Η τσιλίκα: Παίζονταν μ' ένα ξύλο κάπως μακρύ και με το τσιλικάρι, ένα κοντόξυλο, κομμένο στις δυο άκρες του λοξά, έτσι που όταν ήταν καταή και το χτύπαγες στην άκρη του, να τινάζεται απάνω. Ήταν το πιο συνηθισμένο παιγνίδι και γι’ αυτό οι Σαρακατσιαναίοι, άμα ήθελαν να πουν ότι δεν αστειεύονται, ότι σοβαρολογούν, έλεγαν: «τι, τ'ν τσιλίκα, θα παίξουμι;» ή «δεν παίζουμι τ'ν τσιλίκα».

Η γρούνα η γούτσια: Είχαν όλοι από ένα ξύλο, είχαμε και τη γρούνα, ένα στρογγυλό ξύλο, το γρουνόξυλο, κι έφκιαναμε και γρουνοφωλιά, μια γουρνούλα στο χώμα. Έβανε ένας όλα τα ξύλα απάνω στα δυο του χέρια, τεντωμένα μπροστά, έβαναν απάνω τη γούτσια, τάρριχνε όλα πίσω του και σε οποιανού το ξύλο έπεφτε πιο σιμά η γρούνα, αυτός τη φύλαγε, παλεύοντας με το ξύλο του να τη βάλει στη γουρνοφώλιά. Οι άλλοι τη βάρ(ε)γαν με τα ξύλα τους αλάργα απ’ τη γουρνοφωλιά, αλλά αυτός άμα τους έκρουγε (άγγιζε) με το ξύλο του πριν προκάμουν και βάλουν το ξύλο τους στη γρουνοφωλιά, τους έκαιγε κι όποιος καίονταν, έπαιρνε τη θέση του στο φύλαμα της γ(ου)ρούνας.

Κλέφτες και στρατιώτες: Το παιγνίδι αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο κι αγαπητό, γιατί μας έδωνε την ευκαιρία να παραστήσουμε τους κλέφτες, πούταν για μας οι καλοί και οι ήρωες και να καταφέρουμε να φυλαχτούμε, να ξεγελάσουμε και να βαρέσουμε τους στρατιώτες, πούταν οι κακοί. Πως παίζονταν όμως δε θυμάμαι. Το παιγνίδι αυτό τόπαιζαν, κάπως παραλλαγμένο, και τα γκαραγκουνόπουλα στη Νταουτζιά, μα τόλεγαν «τα σκλαβάκια», όχι «κλέφτες και στρατιώτες». Νομίζω ότι κι αυτό δείχνει τη διαφορά στο φρόνημα, Τότε, ανάμεσα σε Σαρακατσιαναίους και Καραγκούνηδες-καμπίσιους.

Τα Ζντρίγαλα ή Φίτσια: Έβαναμε πέντ' έξη πετραδάκια τόνα απάν' στ’ άλλο, χαράκιαζαμε νιά γραμμή στο χώμα παρα πέρα απ’ τα ζντρίγαλα, ένας τα φύλαγε κι οι άλλοι από πέρα απ’ τη γραμμή έριχναν με πλάκες να τα γκρεμίσουν. Ο φύλακας προσπάθαγε να μην προλάβουν να πάρουν τις πλάκες τους, δηλαδή άμα τάριχνε ένας με την πλάκα του, αυτός αδρόμαγε να τα σωριάσει πάλι γλήγορα και να πιάσει τον άλλον που τα γκρέμισε, πριν προλάβει εκείνος να πάρει την πλάκα του και περάσει τη γραμμή, κι άμα τον έπιανε, εκείνος τα φύλαγε.

Έπαιζαμε το κρυφτό, τη σημάδα, τα βασιληάδια (κότσια).

Μεγάλη μας χαρά ήταν η δραμπάλα. Έμπηχναμε ένα γερό ξύλο στη γης, το λιάνευαμε από πάνω και το μύτιαζαμε στρογγυλά, και σ' ένα άλλο μακρύ ξύλο έφκιαναμε στη μέση νιά τρύπα, όχι πέρα-πέρα, και το βάναμε απάνω στο μπηγμένο. Αλείφαμε την τρύπα του μεγάλου και τη μύτη του μπηγμένου με βούτυρο και κάρβουνο, και καθώς δραμπαλίζομασταν ή έφερναμε γυροβολιά αυτά έτριζαν δυνατά.

Άλλες διασκεδαστικές ασχολίες μας ήταν να πααίνουμε να κυλάμε στούρνες, πέτρες μεγάλες στρογγυλές, σε πλαϊές και να τις γλέπουμε πως κύλαγαν κι έφταναν και βρόνταγαν στον πάτο στο ρέμα. Να τι έκαμα και τι έπαθα νιά βολά μ’ αυτές τις στούρνες. Η γέρω Νάσαινα η Αραπίτσαινα προτού φκιάσει σπίτι πέτρινο, κάθονταν σε νιά παράγκα ξύλινη, σκεπασμένη με σκιστά σανίδια. Πάν’ απ’ τα σπίτια του πέρα μαχαλά, πούταν κι η παράγκα της θειά Νάσαινας, ορθώνονταν νιά σάρα όλο στουρνάρια και μείς μας είχε βάλει ο διάολος κι έβγαναμε στούρνες και τις κύλαγαμε για χάζι τον κατήφορο. Νιά βολά έβγαλα νιά θερία τέτοια στούρνα και την κύλησα κάτω. Πίμ-πίμ η στούρνα, πάει και βροντάει απάνω στην παράγκα της θειά Νάσαινας, τόσο δυνατά, που τρύπησε τη σκεπή κι έπεσε μέσα και τους λαχτάρησε. Ευτυχώς δε βάρεσε άνθρωπο. Το τι άκουσα απ’ τη γέρω Νάσαινα, δε λέγεται. Όμως ανάμεσα στις άλλες κατάρες και φοβέρες που μου χούϊαζε, καθώς με κυνήγαγε από μακρυά, με φοβέρισε και με τούτο: ότι άμα με πιάσει θα με κατουρήσει στ’ αφτιά. Η πρωτάκουστη αυτή φοβέρα με φόβισε και το βράδυ, σα μαζώχτηκα στο σπίτι και με μάλωνε η μάνα μου γι’ αυτό πώκαμα , τη ρώτησα: αλήθεια μάνα θα μι κατρήσ(ει) στ’ αφτιά, άμα θα μι πιάσ(ει); - Αμ’ τι θα σι αφίκ(ει), πιδί μ’; κι ξέρ'ς τι αψύ κάτ(ου)ρου έχε(ει);» Σκιάχτηκα τόσο, που μήνες ολόκληρους άμα έγλεπα τη γέρω Νάσαινα, αλάργευα σαράντα ράχες, που λέει ο λόγος.

Σε καμιά πλαγιά έπιαναμε ένα τσ(ι)κάρι και πετροβόλαγαμε, ποιος θα φτάσει μακρύτερα, ή σημάδευαμε κανιά πέτρα ή κλαρί και παραβγαίναμε ποιος θα το πετύχει.

Πολλές βολές σε πλαϊές, πιάνομασταν από ελατοκλώναρα που κρέμονταν κι έκαναμε κούνια.

Με κοτσιάνια από σκάρφες έφκιαναμε «μύλους» στις βρύσες πούχαν κάναλο ή κούπα κι έτρεχε το νερό τζουρνάρα, τζουρνάριζε, δηλαδή έτρεχε από πάνω. Έμπηχναμε δυό φουρκούλες από τέτοια κοτσιάνια, από δω κι από κει απ’ το σημείο πώπεφτε το νερό, περνάγαμε έναν άξονα στις δυο φουρκούλες και στον άξονα αυτόν είχαμε περασμένα σταυρωτά «πτερύγια», όλα από κοτσιάνια σκάρφης, κατάλληλα πελεκημένα, κι όπως έπεφτε το νερό απάνω στα πτερύγια, τον έφερνε γύρω τον άξονα.

Όταν έφκιαναν οι μάνες μας κολοκυθόπιτα, έπαιρναμε τις ξυμένες φλούδες του κολοκυθιού, όπως είχαν πρωτοκοπεί σε δυό ημισφαίρια, τις περνάγαμε σκοινιά κι έφκιαναμε παλάντζες.

Με δυο βίτσες έφκιαναμε γαϊδουρίτσες, που τις έδεναμε μ' ένα σκοινί και τις έσερναμε. Έβαναμε ένα ξύλο σαν άξονα, λύγαγαμε τις δυό βέργες σαν τόξο κι' έδεναμε τις άκρες του κάθε τόξου στον άξονα. Έτσι ο άξονας είχε δεμένες απάνω του τις δυο λυγισμένες βέργες με την κοιλιά τους προς τα κάτω, ώστε να σέρνεται.

Ανάφταμε στη λάκκα, τα βράδυα ιδίως, φωτιές και τούχαμε χαρά να τις πηδάμε.

Τόχαμε παλληκαριά να πειράξουμε κάνα σκυλί, να μας ριχτεί και να το αλικοτήσουμε, βαρώντας το με το ξύλο. Σε λίγα όμως σκυλιά κόταγαμε να το κάμουμε αυτό. Μόνο ο Λιγάκης ο Κόρκος, πούταν και τρανυτεράκος από μας, δε σκιάζονταν και τράβαγε ίσια απάνω τους και μόλις του ρίχνονταν τα σκυλιά, ανέμιζε την κλίτσα του πέρα δώθε σα σπάθα και σαν παλαβός. Γι’ αυτό και τον έλεγαν «Λία Θυμωμένο», ή ο «Θυμωμένος». Απ’ τα σκυλιά έχω πάθει πολύ μικρός, νήπιο, λαχτάρα που τα σημάδια της τάχω ακόμα στο χέρι μου. Είχαμε νιά ξένη φαμελιά τσιοπαναραίους κι είχαν φκιάσει παρέκει απ’ τα σπίτια μας καλύβι με φτέρες και μπάτσες. Με πήραν νιά μέρα οι αδερφάδες μου και πήγαμε εκεί να παίξουμε μ’ άλλα παιδιά. Τι τούρθε ένα διαολόσκυλό τους -τα σκυλιά στα κονάκια δε χύνονταν ποτέ σε λιανοπαίδια και σε γυναίκες-, χυμάει απάνω μας, κι όπως απ’ το φόβο μου άπλωσα τα χέρια μου, μου το χάσπωσε ολόκληρο το ένα χέρι κι έχωσε τα δόντια του από πάνω απ’ τον καρπό, στον πήχυ. Έτρεξαν και μ' έβγαλαν και με γιάτρευαν μήνες να κλείσουν οι πληγές, τόσο βαθιά με δάγκωσε, αφού και τώρα φαίνονται οι ουλές απ’ τις δαγκωματιές.

Όλο το Καλοκαίρι είμασταν ασιγούρευτα. Έφκιαναμε καροτσάκια και κουβαλάγαμε πέτρες, χώμα και ξύλα εκεί στη λάκκα, έφκιαναμε τείχια, καλίγωσα την αυλή μας με πλάκες κι είναι, πρέπει νάναι, ακόμα καλιγωμένη κι ας έπεσε το σπίτι, απαρατημένο, Έφκιανα πεζούλια και ψευτοφούρνους, μέχρι και το γομάρι μας, παρά τα μαλώματα της μάνας μου, καλίγωσα νιά βολά και το καρφόπιασα το καημένο κι αναγκάστηκε η μάνα μου να πάει να παρακαλέσει κάποιον, έλειπε στον κάμπο ο πατέρας μου, να το ξανακαλιγώσει. Μέχρι και ασβέστη δοκίμασα νιά βολά να φκιάσω, χωρίς φυσικά επιτυχία.

Ήμαν τόσο ζουρλός κι ασιγούρευτος, που την πρώτη χρονιά που πήγα στο Σχολαρχείο στην Καρδίτσα και μετά τις εξετάσεις είχε κατέβει στο παζάρι ο πατέρας μου, τυχαία σ' ένα μαγαζί γνωρίστηκε μ' έναν καθηγητή μου, το Σακελλαρίου νομίζω, και κείνος τον ρώτησε για μένα, τι κάνω. -Καλά, κύριε καθηγητά (τα καταφέρν(ει) στις ελληνικούρες), του λέει ο πατέρας μου, αλλά όλο παίζει, δε διαβάζει καθόλου.

-Δε μου λες, του λέει εκείνος, εσύ τ’ αρμέγεις τα πρόβατα Χειμώνα-Καλοκαίρι, χωρίς διακοπή; Όχι, του κάνει ο πατέρας μου. -Έτσι λοιπόν και το παιδί, δε μπορεί Χειμώνα-Καλοκαίρι να διαβάζει, άστο να παίξει κιόλας. Η κουβέντα αυτή τώκαμε εντύπωση του πατέρα μου και την έλεγε και τη ματάλεγε.

Παρέα πώπαιζαμε ολοένα αντάμα ήταν ο ξάδερφος μου ο Αλέκος Αραπίτσας, ο Παναής ο Τζιουβάρας, η Αβγένα (Ευγενία), η Κατίγκω, μια ταρναρόκωλη θρεμένη κι άλλα, κι από κοντά και τα μικρότερα τ’ αδέρφια μου ο Γιώργος κι ο Νώντας.

Και κάτι άλλο ακόμα με τα παιγνίδια. Άμα, καθώς έπαιζαμε, έχαναμε κάνα πραματάκι μας, σου(γ)ιά, καρφάκι κι ό,τι άλλο και δε μπόρ(ε)γαμε να το βρούμε, έπαιρναμε ένα ξυλάκι, το μπήχναμε στο χώμα και ριχνόμασταν στο χάλεμα (ψάξιμο), λέοντας συνέχεια: «Βρέ, βρέ (δηλ. βρες), διάουλι μ’, του λιλάκι μ’ κι γω σι ξικαρφώνου. Βρέ, βρέ διάουλι μ’ ,του λιλάκι μ’ κι γώ σι ξικαρφώνου». Πίστευαμε ότι με το μπήξιμο του ξύλου στη γης, καρφώναμε το διάολο και τον αναγκάζαμε ή να βρει το λιλάκι μας (παιγνιδάκι, πραματάκι) και να τον ξεκαρφώσουμε, ή να κάτσει εκεί καρφωμένος.

Δεν είπαμε τίποτα για τα λιανοκόρ(ι)τσα, γιατί όλα τα θηλυκά της στάνης το Καλοκαίρι, μικρά-τρανά, ήταν απασχολημένα με το γνέσιμο, τα διασίδια και τον αργαλειό. Όμως κάτι έπαιζαν κι αυτά. Έφκιαναν «νύφες». Έπαιρναν κομματάκια ύφασμα, άμα μάλιστα τύχαινε νάχουν ράψιμο στο κονάκι τους, και μ’ αυτά έφκιαναν ανθρωπάκια, τυλίγοντάς τα, τις «νύφες». Ήταν οι κούκλες τους. Ακόμα έμπηχναν φουρκούλες στο χώμα κι έφκιαναν δήθεν αργαλειό και ύφαιναν, δε θυμώμαι όμως πώς.

Το τσάϊ και τα περδικόπουλα: Γράφω και θύμησες που δεν έχουν σημασία για το σκοπό που γράφονται όλα τούτα. Μου είναι όμως τόσο γλυκές, που δεν αντέχω να μην τις γράψω.

Απάνω στα ψηλώματα, στα σπανά, φύτρωνε τσάϊ (τσιάϊ το πρόφερναν οι Σαρακατσιαναίοι) του βουνού κι οι τσιοπαναραίοι μάζωναν ταχτικά. Αλλά και μείς τα λιανοπαίδια τούχαμε μεγάλη χαρά να πάμε να μάσουμε με τα χέρια μας το τσάϊ εκεί στον τόπο που φυτρώνει.

Έτσι και γω με τ’ αδέρφια μου πάαιναμε για τσάϊ κι ας μας μάλωνε η μάνα μας. Πααίνοντας νιά βολά με το Γιώργο κι όπως περπάταγαμε, μπροστά εγώ και πίσω εκείνος, εκεί στην πλαϊά απ' κάτ’ απ’ το Μίχο, πρόγκ(η)σαμε απ’ τη φωλιά της νιά πέρδικα με τα περδικόπουλα της. Σα να κύλησε χαλιάς από λιθάρια, τέτοιο βρόντο έκαμαν προγκώντας. Πρρρ... λαχταρήσαμε. Όμως μόλις είδαμε τι ήταν, μούρθε νιά ιδέα. Σημαδέψαμε τον τόπο να ματαπάμε να την πιάσουμε. Συνεχίσαμε τη στράτα μας, πήγαμε, έμασαμε τσάι, γύρ(ι)σαμε στα κονάκια και την άλλη μέρα, νάμας πάλι στο ίδιο μέρος που πρόγκησαμε την πέρδικα. Έβγαλα εγώ την πατατούκα μου και μόλις ζυγώσαμε στην περδικοφωλιά, την κράταγα με τα δυο τα χέρια απλωμένη μπροστά μου, κι αλαφροπατώντας αγάλια-αγάλια ζύγωσα και φράπ! την καπάκωσα τη φωλιά. Η πέρδικα όμως μολονταύτα μώφυγε και μερικά περδικόπουλα. Αλλά έπιασαμε δυό-τρία. Τάβαλαμε στον τρουβά μας, τον έδεσαμε από πάνω και καταχαρούμενοι ροβολήσαμε στα κονάκια, στο σπίτι μας. Και δυο-τρείς μέρες δεν είχαμε άλλη δουλειά απ’ τα περδικόπουλα. Όμως δεν έζησαν, γιατί απ’ την πολύ αγάπη που τους είχαμε και το πολύ το τάϊσμα που τους έκαναμε, μη ξέροντας τι να τους δώσουμε, στο τέλος τα ψοφήσαμε.

Ο κόκοτας και τ’ άσπορα τ’ αυγά: Νιά χρονιά ήθελε η μάνα μου να βάλει κλώσσα. Αλλά τ’ αυγά πούχαμε δεν έκαναν, γιατί στα κονάκια δε ύπαρχε κόκοτας κι ήταν χωρίς σπόρο. Έβαλε κι η μάνα μου κανιά δεκαπενταριά αυγά σ' ένα καλαθάκι και μας έστειλε, έμενα και το Γιώργο, στον Καϊπη, στην Αποστόλαινα την Καϊπαινα, να τα αλλάξουμε, γιατί αυτοί, μόνιμοι κάτοικοι εκεί, παλιοχωρίσιοι, είχαν πάντα και κόκοτα. Μίνια και δυό εγώ με το Γιώργο παίρνουμε τη στράτα και πάμε στον Καϊπη. Όμως ατυχία, η Καϊπαινα δεν είχε αυγά και μας είπε να πάμε εκεί παραπανούλια στη Θανασάκαινα, να τα αλλάξουμε. Πααίνουμε και κει, μα δε βρίσκουμε καέναν, έλειπαν φαμελικώς, κάπου θέριζαν, αν θυμάμαι. Στεναχωρημένα, σταθήκαμε λίγο, μη ξέροντας τι να κάμουμε. Αλλά κάποια στιγμή τηράω τις κότες της Θανασάκαινας που γυρόφερναν εκεί στην αυλή της κι ανάμεσά τους έναν κοκκινωπό, πλουμιστό κόκοτα και μούρθε νιά ιδέα. «Ωρέ Γιώργου, δεν πιάνουμι τουν κόκουτα, να τουν πάμι στα κουνάκια, να μαρκαλίσ(ει) τ'ς κότις, να κάμουν αυγά μι σπόρου, να βάλουμι κλώσσα, να βγάλουμι π'λιά;».

Ο Γιώργος συμφώνησε και δώστου από δω, δώστου από κει, τον έπιασαμε τον κόκοτα, χωρίς να σκεφτούμε ούτε τη νοικοκυρά, ούτε τι θα πει. Τον έπιασαμε και κρατώντας τον στα χέρια μου εγώ, πήραμε τη στράτα τον ανήφορο μέσ' στα έλατα για τα κονάκια. Παραπανούλια όμως, όπως στάθ(η)καμε να πάρουμε νιά ανάσα και θέλοντας να δέσω το κορδόνι απ’ το παπούτσι μου, τον έδωκα τον κόκοτα στο Γιώργο. Και κείνος ο μπουνταλάς, όπως τον κράταγε τον κόκοτα, πως κάνει και του φεύγει! Άειντε, πιάστον εσύ τώρα! Δίνουμε από δω, δίνουμε από κει, που να πιαστεί ο κόκοτας μέσα στις φτέρες και το πλάι, δεν υπήρχε, βλέπεις, ούτε τοίχος ούτε φράχτη να τον στριμώξουμε. Απελπίς(τη)καμε, αλλά δεν τόβαλαμε κάτου. «Μπρος, Γιώργου, λέω, θα τούν πάμι μαζώνουντας ως τα κονάκια». «Ωρέ, παλαβός είσι π' θα πάει ου κόκουτας μαζώνοντας, τι, πρατίνα ή άλουγου είνι;». «Θα τουν πάμι», του λέω και μπρος, δώστου από δω, δώστου από κει, πετροβολώντας και βαρώντας και ιδροκοπώντας αρχίνησα να τον κυνηγάω τον κόκοτα τον ανήφορο και κοντά σε μένα, θέλοντας και μη και παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις που είχε, αρχίνησε να βοηθάει κι ο Γιώργος. Να μην τα πολυλογάω, τον πήγαμε τον κόκοτα κυνηγώντας τον και σαλαγώντας τον στα κονάκια, νιά ώρα και πάρα πάνω στράτα και μέσα στα έλατα, τις φτέρες, τα λιθάρια, τις πατ(ου)λιές και τα χορτάρια. Είχαμε γένει πιστίλι στον ίδρωτα, ιδιαίτερα εγώ, πούχα μανιάσει να μη μας φύγει ο κόκοτας. Όταν τον έφτασαμε στο σπίτι μας κι έσμιξε με τις κότες, σύχασε, αλλά τούχε βγει η γλώσσα όξω. Αλλά το τι έγινε στα κονάκια όταν μαθεύτηκε τι έπαθαμε και πως τον έφεραμε τον κόκοτα, δε λέγεται! Ξεκαρδίστηκαν στα γέλια κι η μάνα μου δεν ήξερε τι να κάμει, να γελάσει η να μας μαλώσει. Δεν πρόκαμαμε όμως να χαρούμε το κατόρθωμα και την άλλη μέρα αυγή-αυγή ακούστηκε οργισμένη η φωνή της Θανασάκαινας, να χουϊάζει απ’ τον αη-Λιά: «Μαρή Αλεξαντρίνααα... Τουν κόκουτα μαρή απ' μ' πήραν τα πιδια σ'»! Είχε γυρίσει το βράδυ στο σπίτι της, δοκήθηκε (δηλ. αντιλήφτηκε την απουσία) τον κόκοτα, ρώτησε, της είπαν ότι εμείς χάλευαμε αυγά από κόκοτα, υποψιάστηκε τι μπορεί νάγινε κι έφτασε. Τι μπόρ(ε)γε να κάνει κι η μάνα μου, έπιασε τον κόκοτα και της τον πήγε προς μεγάλη μας λύπη πούχαμε κάμει τόσον κόπο, αλλά και των αλλουνών, που διασκέδαζαν κοροϊδεύοντάς μας.

Η ιστορία όμως δε σταμάτησε εδώ, είχε και συνέχεια. Η μάνα μου ήθελε κλώσσα και μας ματάστειλε για αυγά, ετούτη τη βολά στον Καρβασαρά, πούταν χωριό ολόκληρο, και δε μπόρ(ε)γε, θα νάχαν αυγά.

Ένα και δυο λοιπόν στον Καρβασαρά εγώ με το Γιώργο. Πάμε σε μια χωριάτισσα. Θανασός νομίζω λέονταν ο άντρας της. Αυτοί όμως, έτυχε νάχουν κάποια συμπεθεριά, μέσω του Τσιλίκα απ’ την Καρύτσα, με τους Ακριβαίους, τους δικούς μας τους Σαρακατσιαναίους, και συγκεκριμένα με τον Αλέξαντρο Ακρίβο. Μόλις λοιπόν ανοίξαμε το στόμα και της είπαμε, ότι μας έστειλε η μάνα μας για αυγά και μας ρώτησε ποιανής είμαστε και της είπαμε της Αλεξαντρίνας, εκείνη έμπηξε φωνές χαράς κι αγαλίασης, νομίζοντας ότι είμαστε της Αλεξαντρίνας της Ακρίβαινας: «Χ(ρυ)σά μ’, καλά μ', π'λάκια μ', καλουσήρθατι» κι άλλα, κι όπως ήταν ο Γιώργος μπροστά, τον αγκαλιάζει και μάτς-μούτς στα φιλιά. Τάχασαμε απ’ τη θέρμη της υποδοχής, αλλά δεν άργησε η γυναίκα, ρωτώντας για τη μάνα μας, τον πατέρα μας κλπ., που αυτή τους πίστευε ως εκείνη την ώρα Ακριβαίους, να καταλάβει την πλάνη της και ντροπιασμένη και στενοχωρημένη κάπως, τι να κάμει, μας είπε «δεν πράζ(ει) κι σείς ανθρώποι θ'κοί μας είστι». Είχαμε και μείς συγγένεια με τους Ακριβαίους, η μάνα μου τους είχε πρώτους θείους, κι έτσι το πράμα μπαλώθηκε κάπως. Δε θυμώμαι τελικά αν μας έδωκε τα περίφημα αυγά και μάλλον θα μας τάδωκε, θυμώμαι όμως ότι για χρόνια κοροϊδεύαμε και πειράζαμε το Γιώργο για τα φιλιά που τώδωκε η παλιοχωρίσια. Τώκαναμε τέτοιο δούλεμα, που πείσμωνε.

Ο θρήνος του καζανιού: Όπως έχουμε πει, το κάθε κονάκι πάαινε στο μαντρί στη Γενέτσου, στο Βοϊδολίβαδο, ή όπου αλλού αρμέονταν τα πρότα, καρδάρια και καζάνια, ανάλογα με τα πρότα του. Είχαμε και μείς καρδάρια και καζάνι στο μαντρί. Νιά χρονιά, Αύγουστος μήνας ήταν, μας έστειλε η μάνα μας, εμένα και το Νώντα, στο Βοϊδολίβαδο, να πούμε του τζιομπάνη ν’ αρμέξουμε τα πρότα, να πάρουμε το γάλα και να κατεβάσουμε στα κονάκια και κάνα-δυό καρδάρια κι ένα τσίγκινο καζάνι πούχαμε εκεί. Δε χρειάζονταν άλλο, τα πρότα είχαν στερφέψει και θα τα στραγγίζαμε για τελευταία βολά, νάπιαναμε λίγο γάλα να το ρίξουμε στο τσιαλαφούτι (γαλοτύρι) μας για να χοντρήνει, γιατί την εποχή στο στερφογάλιασμα το γάλα είναι πολύ παχύ και πηχτό. Πάμε το λοιπόν με το Νώντα, βρίσκουμε τον τσιοπάνη, βάνουμε τα πρότα στο μαντρί, αρμέει, γιομώνουμε ένα τομαράκι πούχαμε φέρει απ’ τα κονάκια, το βάνουμε και το δένουμε καλά σ 'έναν τρουβά, παίρνουμε και τα καρδάρια και το καζάνι, χαιρετάμε τον τσιομπάνη και χωρίς να κάτσουμε λίγο να τσακίσει η μέρα και να λιγοστέψει η κάψα, ξεκινάμε φορτωμένοι, ο Νώντας τα δυο καρδάρια και γω σαν τρανύτερος τον τρουβά με το γάλα και το καζάνι, πούταν βαρύτερα. Όμως Αύγουστος μήνας, ντάλα μεσημέρι ήταν, πήγαμε κι απ’ τη στράτα απ’ τη Σκάλα που βγάνει στο Μπητζηνήσι κι ήταν καταπετρωτό και προσήλιο κι άναφτε απ’ τον ήλιο, ζαβλακώθ(η)καμε απ’ τη ζέστα. Καταϊδρωσαμε και γώ κι ο Νώντας, αλλά περσότερο εγώ που με καπάκωνε το καζάνι και με πύρωνε σα φούρνος. Αρχινάω ν’ ανάφτω κι όσο προχώραγαμε να δαιμονίζομαι απ’ τη φάκλα τη ζέστα και το διαολοκάζανο, Να βρίζω και ν' αναθεματάω, ώστε όταν έφτασαμε ακριβώς στη Σκάλα, εκεί που το ρέμα πώρχεται απ’ το Βοϊδολίβαδο χωρίζει τα δυό βουνά, το Μεσονήσι και τη Σκάλα, κι απ' κάτ’ τη στράτα το μονοπάτι, είναι μαχαίρι ο απέτακας πρός το ρέμα, έφτασε σε τέτοιο σημείο η αποσταμάρα, η απελπισία μου απ’ τη ζέστα κι η αγανάχτηση μου, που, δεν ξέρω πως μούρθε, και τραβάω απ’ την πλάτη μου το καζάνι και του δίνω μια «άει στού διάουλου μι του καζάν' σ', μι παλάβουσις» και πίμ-πίμ το καζάνι βροντώντας από τσιουγκρί σε τσιουγκρί, έπιασε τον πάτο στο ρέμα και πάει στον αγύριστον. Ο Νώντας ο καημένος, μπροστά σ’ αυτό πώκαμα, δε βρήκε τίποτα άλλο να κάμει, παρά γλέποντας το καζάνι να κυλάει και να χάνεται στο ρέμα, έβαλε τα κλάματα, «Ω πώ-πώ καζανάκι μ’, τι έκαμις παλαβέ...»! 'Εγώ πεισμωμένος όσο δεν παίρνει, πού να το βάλω κάτω. «Άειντι τράβα ωρέ, να πάει στου διάουλου μι του καζάν' τ' τι θα μι σκάσ(ει)!». Εκείνος όμως πού να παρηγορηθεί, έκλαιγε σ' όλο το δρόμο και με φοβέριζε με τη μάνα. Κι αλήθεια όταν έφτασαμε στα κονάκια και της είπε ο Νώντας με δάκρυα στα μάτια το τι έκαμα, με κατσάδιασε άσκημα. Όμως το σεκλέτι για το καζάνι πέρασε γλήγορα, ενώ τα γέλια για το κλάμα του Νώντα, όταν το θυμόμασταν, εξακολούθαγαν για πολλά χρόνια, κι ακόμα και τώρα άμα το θυμάμαι γελάω.

Ένας γάιδαρος τσακίζει το ποδάρι του: Είχαμε ένα μαύρο γομάρι. Αυτό που όταν ήταν μικρό, στη Νταουτζιά, πάαινα και το πότιζα δέκα βολές τη μέρα για ν' απολαβαίνω την καβάλα. Και αργότερα, όταν με έρεψε η ελονοσία, όπως είδαμε, με πάαινε στη ράχη του στο σχολείο. Ήταν ένας γάιδαρος του διαόλου κι είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος στα γαϊδούρια της στάνης. Τις γαϊδούρες δεν τις άφηνε σε χλωρό κλαρί όσο να τις καταχτήσει, ήθελαν δεν ήθελαν. Στο παλιό το σπίτι του παπούλη μου, πούχε γκρεμιστεί πιά, υπήρχε στην αυλή του νιά τρανή κερασιά. Όπως όμως είχε σαρίσει το πεζούλι που κράταγε την αυλή κι η κερασιά ήταν στην άκρη στο πεζούλι, είχαν ξεγυμνωθεί οι ρίζες της και φαίνονταν απάν’ απ’ το χώμα και σχηματίζονταν τρύπες και διάκενα ανάμεσα ρίζες και χώμα. Νιά μέρα λοιπόν, όπως ο γάιδαρος μας έφερνε κυνηγώντας στα τέσσερα μιά γαϊδούρα τον κατήφορο και δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο μπροστά του εκτός απ’ τη γαϊδούρα, τη στιγμή που πέρναγε απ' κάτ’ απ’ την κερασιά, πως έκαμε, χώθηκε το μπροστινό του ποδάρι σε νιά χοντρή ρίζα της κερασιάς, και κράκ! τσακίστηκε το κόκκαλο και στάθηκε στον τόπο ο γάιδαρος χάνοντας όλη τη φόρα και τον οίστρο του. Τρέχουμε, τηράμε, τι να ιδούμε, σπασμένο ρόκα το ποδάρι και το κράταγε ψηλά, απ’ τον πόνο φαίνεται. Τι να το κάμουμε, το τραβάμε αγάλια-αγάλια προς το σπίτι και ρωτάμε ποιος μπορεί να το κάμει τίποτα, γιατί χοντρό πράμα πρώτη βολά τσακιώνταν και δεν ήξερε καένας στα κονάκια" να το δέσει. Μάς είπαν για το Βαγγέλη Βλάχο, το μυλωνά, και τι δεν έφκιανε αυτός, ήταν ιχλής για όλα, και μια και δυό πάω εγώ και τον φέρνω. Τόδεσε με κάτι παφίλια (τενεκέδες) που τάσφιξε με σκοινιά γύρω απ’ το τσάκισμα, αφού από μέσα έβαλε μαλλιά κι αν θυμάμαι καλά και ξύλινες κλάπες. Πάρα πάνω από μήνα παιδευόμασταν με το γαϊδούρι, να του κουβαλάμε οξιά να φάει, νερό να πιει, να το περιποιώμαστε ακίνητο μέσα σε μια παράγκα πούχαμε. Μάλιστα μας είχαν πει να φκιάσουμε ειδικό κρεβάτι να το βάλουμε να κάτσει ώστε το ποδάρι του να μην πατάει καταή, να κρέμεται, αλλά τελικά δε μπορέσαμε να το φκιάσουμε αυτό . Έπιασε τελικά το ποδάρι, αλλά στραβόπιασε και κούτσαινε πολύ κι ήταν άχρηστος πιά ο γάιδαρος. Κι’ όπως μώλεγαν, γιατί εγώ έφυγα στο μεταξύ για το σχολείο, το Χινόπωρο, όταν οι δικοί μου ξεκίνησαν για τα χειμαδιά, τον άφικαν εκεί το δόλιον το γάιδαρο και δεν πρόκαμαν να φύγουν τα κονάκια, έτρεξαν οι Νταϊραίοι και τον έσφαξαν για το τομάρι, θα ποδένονταν για πολύν καιρό...

Η μάνα δε λυπάται κόπο: Ήταν η δεύτερη χρονιά που θα πάαινα σχολείο στην Καρδίτσα. Ο πατέρας μου έλειπε. Χρειάζομαν πράμα να φορτώσω τα σέϊα μου να πάω. Τ’ άλογα τάταν στο Βοϊδολίβαδο. Ξεκίνησα με το Νώντα να πάμε να πιάσουμε το μουλάρι μας τον Κοκκίνη. Πήγαμε, χάλεψαμε λίγο, δεν τον ηύραμε και γύρ(ι)σαμε έτσι. Η μάνα μου όμως δεν εννοούσε να χασομερήσω έστω και νιά μέρα. Παίρνει το Γιώργο και ξεκινάει το καταμεσήμερο, μέσα στη ζέστα, δυο ώρες στράτα, ανήφορος μαχαίρι, και πααίνει η ίδια στο Βοϊδολίβαδο. Έψαξαν καλά, τον ηύραν τον Κοκκίνη, τον έφεραν κι έφυγα. Πόσο λυπήθηκα τη μανούλα μου και πόσο ντράπηκα και ντρέπομαι ακόμα, που φάνηκα τόσο μπουνταλάς και δεν ηύρα το μουλάρι.

Τα μανάρια: Στα κονάκια είχαμε και μανάρια. Όχι όπως στα χωριά πούχαν ένα αρνί ή κατσίκι και τόθρεφαν για σφάξιμο ή για το χασάπη. Εμείς κράτηγαμε στα κονάκια κάνα αρνί ή κατσίκι όψιμο, ζυγούρι κακορίζικο που δε μπόρεγε να πάει στο κοπάδι, παλιοπράτινα, άρρωστο, τσακισμένο. Αυτά τα πραματάκια τάχε κάθε κονάκι και τα μανάριζε να δυναμώσουν και τα μάθαιναν να τρων ψωμάκι, πίτουρα, να πίνουν ξυνόγαλο και καπέτη, να βόσκουν τη μέρα εκεί στη λάκκα ή στα νόχτια και το βραδάκι να μαζώνονται στο κονάκι. Και τους κουβαλάγαμε κλαρί, νερατζιά, λίπα, οξυά, τσουκνίδα (δέντρο μεγάλο, όχι χορτάρι τσουκνίδα), σφένταμο, νεροσφένταμο, νεροπλάτανο, γαύρο, δέντρο (δρυ), μελό απ’ τα έλατα, αγριοκερασιά, αγριοκορομηλιά. Έχω κ(ου)βαλήσει τέτοιο κλαρί... Όπως είχαν σωθεί τα κλαριά εκεί γυροβολιά, γιατί έλατα είχε περσότερο ο τόπος, έπρεπε να πάμε αλάργα και σ΄απάτητα τσιουγκάνια να κόψουμε κλαρί για τα πράματα. Και πολλές βολές κιντύνευαμε να σκοτωθούμε. Τόφκιαναμε δεμάτι, τόδεναμε με λυτάρι (σκοινί), το περνάγαμε στην κλίτσα και το κουβαλάγαμε στον ώμο στο σπίτι κι έρχονταν τρέχοντας τα μανάρια να φαν.

Εμείς είχαμε στο κονάκι και νιά μαλτέζα γίδα. Την είχε φέρει απ’ την Κωπαϊδα ο μπάρμπας μου ο Λία Κολοβός μικρό κατσικάκι πανέμορφο, δώρο στο Νώντα. Τότε πρωτώχα πάει σχολείο στην Καρδίτσα, είχα ακούσει το τραγούδι της Ριρίκας, τη νομάτισα Ριρίκα και της έμεινε. Την είχαμε χρόνια πολλά. Είχε συνηθίσει Χειμώνα-Καλοκαίρι στο κονάκι, την ταΐζαμε απ' όλα, πάαινε τη μέρα εκεί γύρω κι έβοσκε και το βράδυ μαζώνονταν στο σπίτι. Άνοιξη-Χινόπωρο ακολούθαγε τα κονάκια σα σκυλάκι. Γένναγε κάθε χρόνο δυο κατσικάδες, έμεναν κι αυτές κάνα χρόνο μαζί της και μετά τις βάρεγαμε στα γίδια. Νιά χρονιά γέννησε αρσενικό, Τόχαμε χαρά μεγάλη, θα νάπιαναμε νταμάρι μαλτέζικο. Ήταν σαν ταυρί, το λέγαμε Τραγούμη. Όταν γίνηκε μηλιόρι κι αρχίνησαν να μαρκαλιώνται τα γίδια, χάλαγε τον κόσμο. Τη νύχτα όταν κυνήγαγε κανιά γίδα, ακούονταν να μουγκρίζει σα γελάδι. Κακιά σύμπτωση όμως, εκείνη τη χρονιά τα γίδια μας είχαν δραγκοπαρμάρα, έχαναν το γάλα, πρήζονταν τα κόμπια τους στα γόνατα και κούτσαιναν. Νιά μέρα ξημέρωσε κι ο Τραγούμης να κουτσαίνει. Είπαμε τον βάρεσε κάνα άλλο τρανύτερο τραϊ και του τσάκισε το ποδάρι στην πλάτη. Παρακαλέσαμε το γέρο Πέτρο Κόρκο να το δέσει. Τόβαλε καταή ο μπάρμπα Πέτρος, το ψαχούλεψε, μα δεν εύρισκε με σιγουράδα τσάκισμα. Και δίσταζε να το μπιχειριστεί. Στη δική μας όμως επιμονή τόδεσε κι αυτός στην πλάτη, κι είναι δύσκολο το δέσιμο στην πλάτη, γιατί μόνο μια κλάπα μπορεί να μπει, απόξω. Αποτέλεσμα, πιάστηκε το ποδάρι του Τραγούμη, σακατεύτηκε, έμεινε κουτσός. Δεν ήταν τσακισμένο, δραγκοπαρμάρα είχε και μείς τόδεσαμε και το σακατέψαμε. Έμεινε κουτσός και το Χινόπωρο στη στράτα για τα χειμαδιά κάπου τον πούλησαν για κρέας.

Τ’ άλογα: Στ’ άλογα όπως είπαμε δεν έβαναμε βαλμά στην Καρυά, όσο θυμήθηκα. γύρναγαν μαναχά τους. Το ίδιο και τα γαϊδούρια. Αυτά το πολύ-πολύ να πάαιναν στο Βοϊδολίβαδο και να τα πεδοκόπιαζαν οι αγροφυλάκοι με κάνα τάληρο ή δεκάρικο. Όμως τ’ άλογα έκαναν τρανύτερες ζημιές, ιδίως κάτι μουλάρια που τάχαμε από χρόνια κι ήξεραν τον τόπο. Και περσότερο απ' όλα ο Κοκκίνης ο δικός μας, βετεράνος και στη δουλειά και στη ζημιά. Πάαιναν στα σπαρτά στο ίσιωμα το καρβασαριώτικο κι ακόμα πέρα στην Κρανιά, στα δικά μας τα χωράφια, που τότε τάδωναμε τριτάρικα. Πολλές βολές για να τ’ αμποδίσουμε, έφκιαναμε στην Κακιά Σάρα, μιά σάρα με μονοπάτι σύρμα, το Κόκκινο Στεφάνι από πάνω και απέτακα από κάτω, πρός την Κρανιά, φράχτη, ή τάριχναμε αποβραδύς από πέρα στην Παπατσάβρα, μέχρι τον Κουκουβγέλο. Μα πού να τα κρατήσεις αυτά. Μπροστά ο Κοκκίνης, πίσω ο Ψαρής του μπάρμπα Κολιού και από κοντά τ’ άλλα ξημέρωναν στα σπαρτά στο Ίσιωμα και κανιά βολά και στην Κρανιά, τρεις ώρες στράτα.

Κι αρχίναγαν να χουϊάζουν την αυγή απ’ τα καραούλια οι χωριάτες για τον Κοκκίνη, πούταν τέτοιος μονόλυκος και ζημιάρης, που τον ήξεραν όλοι οι αγροφυλάκοι κι ο κόσμος εκεί γυροβολιά.

Το Χινόπωρο, όταν κόβονταν πολύ ο τόπος (σώνονταν το χορτάρι) και δεν εύρισκαν τίποτα να φαν, τ’ άλογα ρίχνονταν στη φτέρη. Όμως απ’ τη φτέρη στραβοκωλιάζουν τ’ άλογα και πααίνουν δραμπάλα. Τότε πολλοί πάαιναν και τους έκοβαν οξιά. Την τρών’ τ’ άλογα την οξιά και τα δυναμώνει.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.