Τα πράματα (πρότα και γίδια) οι Σαρακατσιαναίοι, όπως κι όλοι οι κτηνοτρόφοι, τα σημάδευαν στ’ αφτιά. Κι ο καθένας είχε το σημάδι του να τα γνωρίζει. Το ίδιο έκαναν κι οι Βυζαντινοί, όπως μας πληροφορεί ο Φ. Κουκούλες στο έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τόμος Ε' 1952 σελ. 310 και 320.
Τα σημάδια είχαν πολλές ονομασίες κι ήταν συνδυασμοί από εγκοπές κι αλλα κοψίματα που έκαναν στ' αφτιά απ’ τα πράματα: Σταυρός (σταυράφτικα), πούταν δυο εγκοπές στο ίδιο αφτί απ’ τις δυο μεριές του, ή μίνια αντικρυστά στην άλλη. Πισωκλειδιές (πισωκλείδικα), πούταν μίνια ή δυό εγκοπές στο ίδιο αφτί, αλλά από την πίσω μεριά. Αυτά τα δυό ήταν το σημάδι του πατέρα μου, σταυρός στο ζερβί αφτί και δυο πισωκλειδιές στο δεξί. Μπροστοκλειδιές (μπροστοκλείδικα), μίνια ή δυό μπροστοκλειδιές στο ίδιο αφτί. Τρυπαφτιά (τρυπάφτικα), που ήταν μιά τρύπα στο ένα ή και στα δυό αφτιά. Κουτσιαφτιά (κουτσιάφτικα), κομμένο το αφτί στην άκρη. Ξουραφτιά (ξουράφτικα), κομμένο στα μακρυά από μπροστα ή από πίσω και προς την ακρη το τέταρτο του αφτιού. Μπλαχουριά (μπλαχούρικα), που κάπως έκοβαν το τραγανάδι απ’ το μέσα μέρος του αφτιού και κρέμονταν όλο το αφτί. Και την πρατίνα πούχε κάπως κρεμασμένα τ' αφτιά της, την έλεγαν μπλαχούρα. Φουρκαφτιά (φουρκάφτικα). Σκιζαφτιά (σκιζάφτικα), που έσκιζαν τ' αφτί στο μάκρος του απ’ το μέσο του και πέρα. Κι αλλα πολλά. Και προ παντός συνδυασμοί. Τα πράματα τα σημάδευαν όταν ήταν μικρά. Τ' αρνιά τα σημάδευαν όταν γεννιώνταν και μόλις τα πάαιναν στο γεννολίβαδο. Εκεί σημάδευε ο καθένας τα δικά του, γιατί τάχαν όλοι αντάμα κι υπήρχε κίντυνος να τα μπερδέψουν. Τα κατσίκια όμως, όπως ο καθένας τάβανε σε ξεχωριστό μαντρί τα δικά του τα γίδια, τα σημάδευαν την Άνοιξη, όταν ζέσταινε, για να υποφέρουν λιγότερο. Και μάλιστα τη Μεγάλη Πέφτη. Θυμώμαι, ο πατέρας μου αυτό έκανε. Τη Μεγάλη Πέφτη τρούχαγε τη σουϊά του και κίναγε και πάαινε στο γιδομάντρι μας και τα σημάδευε εκείνη τη μέρα όλα.
Όμως οι Σαρακατσιαναίοι δεν καρτέρηγαν να γνωρίσουν τα πράματα τους απ’ το σημάδι. Στο σημάδι θα τήραγαν κάνα ξένο πράμα, που τόγλεπαν πρώτη βολά. Ο καθένας τα πράματά του κι ο κάθε τσιοπάνος το κοπάδι του έπρεπε να τα γνωρίζει και κατά κανόνα τα γνώριζε όχι απ’ το σημάδι, αλλ' απ’ τα σουσούμια τους και πρώτ’ απ' όλα απ’ το χρώμα τους. Γι' αυτό και τα νομάτιζαν απ’ το χρώμα τους κι απ' άλλα σημάδια και σουσούμια. Τις πρατίνες: φλώρα-λάϊα-μπέλα-βάκρα-κάλεσια-βακροκάλεσια-μαυροκέφαλη-παρδαλή-κρούτα (άμα είχε κέρατα)-κάτσινα-κοκκινομάτα-μακρονόρα-γανωμένη-κοντή-μακρυά-ρούντα (ράντα στους Βυζαντινούς, καθώς λέει ο Κουκούλες στο έργο του, σελ. 310) -τσουλουφάτη-σίβα-μουράτη-καταλάϊα-γρίβα-παρδαλοκέφαλη-μαρτζελάτη (άμα είχε μαρτζέλια στο λαιμό) - τσιμπεροβύζα (με μικρές θηλές) -καλαμοβύζα (με μακρυές θηλές) -μονοβύζα (άμα είχε ένα βυζί-θηλή-από κάποιο λόγο, αρρώστια κλπ.) - πλατονώρα-τσουπωτή-μακρόκορμη-κοντόκορμη-μπάλια-ασπρονόρα-καλιγούσια -μπασιούρα - καραμπάσα - μπούτσικη - σκουλαρικάτη - κοντονόρα -τσιούλα (με κοντά αφτιά)-ρούσα-καραμάνα-γερακομύτα, κι αλλα ονόματα. Τις γίδες: κανούτα - μαύρη - γκόρμπα - ψαριά (κόκκινη) - σιούτα (χωρίς κέρατα) - ορθοκέρα - στριφτοκέρα -πισωκέρα - κ(ου)λουροκέρα - απλοκέρα - καψαλή - μούσκρα -κουτσοκέρα (με σπασμένο κέρατο) - φλώρα - παρδαλομούτσουνη - μαρτζελάτη - καψαλή - γκέσα - καπνόγκεσα - μελισσή ή μελίσσια - φλωροκάνουτα - τσιούρα (με κοντά αφτιά) - καλαμοβύζα - μονοβύζα - μπάρτσα κι αλλα. Και τ’ αλογομούλαρα τα νομάτιζαν απ’ το χρώμα: ψαρής - ψαριά - καράς - καράσω -(καράτικο-καράτικη) - γκέσος - γκέσα -ντορής - ντοριά -(ντορίτικο-ντορίτικη) - σιδερόψαρος - σιδερόψαρη - γκαραβέλης - γκαραβέλικη - γκαραβέλικο - κοκκίνης - αλτζές - αλτζιά - (αλτζέτικο-αλτζέτικη) - μούργκος - μούργκα. Αλλά κι ονόματα: Τσιβούλα, Μάρκος, Γιάννης, από τυχόν γιορτή που γεννήθηκαν.
Όπως απ’ το χρώμα και τα σουσούμια νομάτιζαν τα πράματα, έτσι πολλές βολές χαραχτήριζαν και τους ανθρώπους. Έλεγαν, ας πούμε για έναν ότι είναι κάλεσιος, δηλαδή έχει μαύρα φρύδια και μουστάκια με άσπρο δέρμα, όπως έλεγαν κάλεσια και την πρατίνα πούχε μαύρα φρύδια και μαύρα σημάδια στη μούρη της, καστανός και καστανή, ρούσος και ρούσα, μελισσός και μελισσή, βοϊδαγλειμένος, τσιλιγκρός (αδύνατος-αχαμνός), γρυμπός, γρυμπομύτης, γερακομύτης, ξανθός, μαυρομάτης, μαυρομάτα, κατσαρός (κατσαρομάλλης), σγουρός (το ίδιο), κάτσινος και κατσινάκος, γκεσούλης, μπάλιος, καρλάφτης. Κι απ' άλλες ιδιότητες: κουτσιουμπλός -λόρθος - κορδολαίμης - λάϊος - κουτσιανάκος - κουλιαντζιάρης - συγκαθιάρης και συγκαθόκωλος κλπ.
Και τις γυναίκες, για συνήθειες τους όμως το περσότερο: δερνορούγω (άμα γύρναγε στις ξένες πόρτες), ταρναρόκωλη, σ(ι)νόρα (υποθέτω απ’ το ιταλικό σινιόρα, με κακή έννοια), συγκαθιάρα, συγκαθόκωλη κλπ.
Έτσι λοιπόν ο καλός τζιομπάνος άμα έρριχνε νιά ματιά στο κοπάδι του, αντιλαμβάνονταν, καταλάβαινε, «δοκιώνταν», όπως έλεγαν, ποιά πρατίνα ή γίδα του λείπει. Κι άκουγες να λέει: «ωρέ μ' φαίνιτι να λείπ(η) ικείν(η) η κατσ(ι)νούλα τ' μπαρμπα Μήτρου». Σ' αυτή τη δουλειά, το «δόκημα», ήταν καμπόσοι πούχαν φοβερή ικανότητα, ταλέντο φυσικό. Ο Μαλαμούλης είχε χρόνια τσιοπαναραίους δυό αδέρφια, τους Χαλβαντζαίους. Έλεγαν, θυμώμαι, για τον έναν, το Νίκο, ότι φύλαγε τριακόσιες ζυγούρες λάϊες (ο Μαλαμούλης είχε χιλιάδες πρότα και τα χώριζε και σε φλώρα και λάϊα) κι άμα έλειπε καμίνια, τόμ (μόλις) έφερνε με το μάτι νιά γυροβολιά το κοπάδι, δοκιώνταν αδέ τότε ποιά ζυγούρα λείπει. Καί τα λάϊα τα πρότα πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν τόνα απ' τ’ άλλο. Τέτοιον γνώρο έκανε αυτός ο ανθρωπος. Κι αλλοι είχαν αυτή την ξεχωριστή ικανότητα του γνώρου. Ο αδερφός μου ο Νώντας όταν φύλαγε πρότα, και γνώριζε πολύ και άρμεγε πολύ. Άμα κάθονταν αυτός μπροστα κι άρμεγε, θα νάβγανε οπωσδήποτε περσότερο γάλα, ενώ ο Γιώργος δεν τα κατάφερνε τόσο. Είχε αλλο χάρισμα όμως εκείνος. Ηταν μουλαίμης και τα μανάριζε τα πράματα. Το χειμώνα, άμα είχε λίγα τσαγκάδια γίδια κι ηθελε να τ' αρμέξει, κάθονταν απόξω, μπροστα στο μαντρί, βάρεγε το αρβάλι στο κακάβι κι έτρεχαν οι γίδες βελάζοντας να τις αρμέξει, τόσο μουλαίμης ήταν στα πράματα.
Εδώ πρέπει να πούμε και κάτι αλλο. Οι Σαρακατσιαναίοι τα παλιά τα χρόνια τα περσότερα τα πρότα τάχαν λάϊα. Ο λόγος ήταν πρακτικός. Τα λάϊα αντέχουν περσότερο στο κακοχείμωνο και γενικά είναι πολύ σκληρότερα απ’ τα φλώρα, κι όχι ότι είναι πιο καλογάλαρα απ’ τα φλώρα. Με τα χρόνια κι επειδή η τιμή απ’ το φλώρο το μαλλί ήταν καλύτερη, τα γύρισαν περσότερο στα φλώρα. Όμως στο μεταξύ καλυτέρεψαν και τα μαντριά κι αγόραζαν και ταές, έτσι που η αντοχή του λάϊου βάραινε λιγότερο απ’ ό,τι η τιμή του μαλλιού. Ότι είχαν περσότερο λάϊα πρότα φαίνεται κι απ’ τα τραγούδια τους, που μιλάν για «λάϊα πρόβατα». αλλά κι από τουτο: στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» Αθηνών της 30/7/74, σε είδηση για ελεύθερη εξαγωγή ειδών, περιλαβαίνεται και τούτο το είδος, με αριθμό 48: «έρια μαύρα σαρακατσανέικα». Ηταν γνωστό δηλαδή κι είχαν καθιερωθεί ώς σαρακατσανέικα τα «μαύρα έρια».
Πέρα όμως απ’ τα σημάδια και το δόκημα, τα πράματα τα μέτραγαν κι όλας. Ιδίως το Καλοκαίρι που δεν τα φύλαγαν και τόσο από κοντά, όπως το χειμώνα. Το Καλοκαίρι ήξεραν μαναχά τους τα κοπάδια το «σύρμα» τους, δηλαδή το μέρος που κάθε φορά θα βόσκαγαν κι οι τσιοπαναραίοι δεν έκαναν τίποτ’ αλλο, παρά να τα ορμώνουν» κατά κει, δηλαδή να τα κατευτύνουν κατά το σύρμα, που κάθε φορά ήθελαν να τα πάν κι αυτοί δεν τ' ακολούθαγαν καταπόδι, αλλά πάαιναν και τα καρτέρεγαν σε κάποιο σημείο, πούξεραν ότι θα βγουν. Έτσι λοιπόν κι όπως γένονταν και κλεψιές, έπρεπε να τα μετράν και τα μέτραγαν κάθε μέρα. Τα γαλάρια την ώρα που τάφερναν στη στρούγκα γι' άρμεμα και τα στέρφα σε κάναν βολικό τόπο, ή στον ποτιστή. Τα «ντίριαζαν», τα «έρρηγαν», δηλαδή σαλάγαγαν πέντε-δέκα «ρουϊάρικα» (αυτά που ρουν) και με το γκεσέμι άμα είχαν, τραϊ ή κριάρι, και τα ξέκοβαν μπροστά κι ύστερα «έρρηγαν», έτρεχαν, ακολούθαγαν όλα τ' άλλα, ένα κοντά στ' αλλο πρός τα κει, σαν κομπολόϊ. Επειδή έρρεαν, γι' αυτό έλεγαν τα «ρουν», ή επειδή το μέρος ήταν στενό πέρασμα, «ντίρα», έλεγαν ότι τα «ντιριάζουν». Εκεί λοιπόν στο «ρούσιμο» τα μέτραγαν. Στέκονταν ένας από δώ κι ένας από κει, αν ήταν δυό, ή μαναχός του άμα ήταν ένας και μέτραγαν. Δεν τα μέτραγαν όμως από ένα-ένα, δηλαδή ένα, δυό, τρία, τέσσερα κλπ., αλλά δυό-δυό αντάμα, ζευγάρια, κι ορισμένοι κι από περσότερα, τρία-τρία, ή και τέσσερα-τέσσερα ακόμα. Δηλαδή μέτραγαν δυό-τέσσερα-έξη-όχτώ κλπ., ή τέσσερα-όχτώ-δώδεκα κλπ. Και συνέχεια έτσι. Και μόλις συμπλήρωναν νιά πενηνταδα, έρριχναν ένα χαλίκι στην τσέπη τους, ή απ’ τόνα χέρι στ’ άλλο (κράτηγαν καμπόσα στο ένα χέρι τους). Και στο τέλος μέτραγαν τα χαλίκια που είχαν ρίξει στην τσέπη τους ή στο χέρι τους, τις πενηντάδες δηλαδή, πρόσθεταν και τις τελευταίεες μονάδες που δεν έφταναν για πενηνταδα κι έβρισκαν το λογαριασμό, αν τάχουν σωστα ή τους λείπουν. Κι άμα τους έλειπαν, αδέ τότε τήραγαν να δοκηθούν ποιό ή ποιά συγκεκριμένα τους λείπουν.
Τα κυπροκούδουνα. Τα κυπροκούδουνα ήταν αρματωσιά στα πράματα, στολίδι. Και ντεφαρίκι για τον τσιοπάνο και το νοικοκύρη πούχε τα πράματα. Όμως πρώτ’ απ' όλα εξυπηρετούσαν πραχτικό σκοπό κι από κει πρέπει να ξεκίνησαν. Με τα κυπροκούδουνα, ακούοντάς τα, ήξερε ο τσιοπάνος που βρίσκεται το κοπάδι του, ή εύρισκε κάνα ξεμαναχιασμένο πράμα άμα είχε «βρόντο», δηλαδή κουδούνι ή κυπρί. Μα και τα ίδια τα πράματα, άμα καθώς έβοσκαν, ξεμαναχιάζονταν, ξεκόβονταν καένα απ’ το κοπάδι του, άκουγε τα κυπροκούδουνα του κοπαδιού και πάαινε κατά κει κι εύρισκε το κοπάδι του. Ενώ αν το κοπάδι ήταν «κ(ου)φό», ούτε θα νάξερε καένας που βρίσκεται. Η πρακτική αυτή σκοπιμότητα οπωσδήποτε συνδέθηκε απ' αρχής ή μεταγενέστερα και με μαγικόν, αποτρεπτικόν του κακού σκοπό. Δηλαδή πιστεύονταν ότι τα κυπροκούδουνα διώχνουν τα κακά πνεύματα. Αλλά εδώ η πίστη αυτή για την αποτρεπτική δύναμη, πρέπει νάταν και αντίστροφη. Δηλαδή το πολύ μπούγιο των κουδουνιών μπορούσε να θεωρηθεί κι ότι τράβαγε την προσοχή και το κακό μάτι. Θυμώμαι τη μάνα μου, πώλεγε στον αδερφό μου το Γιώργο, να μην έχει πολλά κυπριά και μεγάλη κουδούνα (μπίμπα) στα γίδια, φαίνεται, φοβόνταν το κακό μάτι.
Στα πρότα έβαναν κουδούνια (γκδούνια τα πρόφερναν). Και στα γίδια κυπριά και τσιουκάνια. Σαρακατσιάνος δεν έβανε κυπριά ή τσιουκάνια στα πρότα του. Και γέλαγαν τους Καραγκούνηδες στον κάμπο της Θεσσαλίας, που αρμάτωναν τα πρότα τους ανάκατα με κυπριά, κουδούνια και τσιουκάνια. Τα κουδούνια ήταν σε διάφορα μεγέθη, σκάλες-σκάλες, όπως έλεγαν. Ηταν τα μικρά, τα ψιλοκούδουνα ή λιανοκούδουνα, ή και γαλαροκούδουνα (γιατί τα πέρναγαν σε γαλάρες πρατίνες), τα μεσοκούδουνα, ξηντάρια κι ογδοντάρια (όχι ότι είχαν βάρος εξήντα κι ογδόντα δράμια), μετά τα χοντροκούδουνα, από ογδοντάρια κι απάνω που τάβαναν σε γκεσέμια τραϊά ή κριάρια, και τελευταία τα πιο μεγάλα, οι μπίμπες. Αυτά ήταν πολύ τρανές κουδούνες, που τις έλεγαν έτσι απ’ το χοντρό και δυνατόν ήχο πώβγαναν, μπίμπ-μπίμπ.
Όμως αυστηρή και καθορισμένη κατάταξη των κουδουνιών δεν ύπαρχε φαίνεται. Ο Λία Ψαρογιώργος απ’ τον Καρβασαρά των Αγράφων, που μένει τώρα στα Φέρσαλα, μώλεγε ότι μετά τη μπίμπα έρχονταν τα χοντροκούδουνα, που τάβαναν στα γκεσέμια. Αυτά τα χοντροκούδουνα, τρία ή πέντε αντάμα και συνήθως τρία, αποτελούσαν μια «ντουζίνα», όπως έλεγαν, με διαφορετικό μέγεθος και ήχο το καθένα, σκάλα-σκάλα. Ύστερα έρχονταν τα ξηντάρια, που τάβαναν σε καλές πρατίνες. Από κει και κάτω έρχονταν τα ψιλοκούδουνα. Γαλαροκούδουνα έλεγαν τα αμέσως μικρότερα απ’ τα ξηντάρια και τάβαναν συνήθως σε γαλάρια πρότα. Ο μπάρμπας μου ο Νίκο Κολοβός μώλεγε, ότι οι Σαρακατσιαναίοι παλιά δεν έβαναν τρανά κουδούνια στα πρότα τους. (Ίσως, κατα τη γνώμη μου, να τόκαναν αυτό και για να μην τους παίρνουν χαμπέρι που βρίσκονται κάθε βολά, όπως, καθώς είπαμε, οι Σαρακατσιαναίοι ήταν λίγο-πολύ πάντα παράνομοι και κατατρεγμένοι). Τα βασικά κουδούνια τους ήταν τα σαραντάρια. Τώρα κοντά όμως είχαν αρχίσει κι έβαναν κι αυτοί τρανύτερα, δηλαδή εξηντάρια. Το ξηντάρι είναι το τρανύτερο απ’ τα μικρά κουδούνια. Η σκάλα των κουδουνιών μούπε ότι είναι ετούτη: σαραντάρια, τα βασικά κουδούνια πούχαν οι Σαρακατσιαναίοι παλιά. Τα ξηντάρια. Αυτά είναι πιό χοντρά. Ογδοντάρια και κατοστάρια. Από κει κι απάνω είναι πια χοντροκούδουνα. Ο ανεψιός μου Βασίλης Κ. Καλλές, που φύλαξε πράματα, μούπε τούτα σχετικά με τα μεγέθη και τις ονομασίες των κουδουνιών:
α). Ψιλοκούδουνα ή λιανοκούδουνα. Τα πιό μικρά κουδούδια.
β). Γαλαροκούδουνα. Πιό τρανύτερα. Τάβαναν στα γαλάρια τα πρότα, από μηλιόρα κι απάνω.
γ). Τα (ε)ξηντάρια. Ακόμα τρανύτερη σκάλα. Ίσια με ένα τρανό μήλο περίπου. Η ονομασία τους δε σημαίνει ότι ζύγιαζαν εξήντα δράμια,
δ). Τα ογδοντάρια. Ακόμα τρανύτερη σκάλα.
ε). Τα κατοστάρια. Πιό τρανή σκάλα. Οι ονομασίες ξηντάρια, ογδοντάρια, κατοστάρια έχουν σχέση με το μέγεθος οπτικά και τον ήχο, όχι με καθορισμένο βάρος.
στ). Τα μεσοκούδουνα ή χοντροκούδουνα. Τάβαναν σε κανιά γερή και κοτσιαλίτικη πρατίνα κι άμα δεν είχαν στο κοπάδι γκεσέμι με χοντροκούδουνο, ή τραϊ γκεσέμι με κουδούνα μεγάλη ή κύπρο.
ζ). Κριαροκούδουνα. Τρανά κουδούνια που τάβαναν σε γκεσέμια κριάρια,
η). Μπίμπες ή μπίμπζες. Πολύ τρανές κουδούνες με βάρος γύρω στην οκά. Τάβαναν σε τραϊά γκεσέμια πρατάρικα. Τα τραϊά, μουνουχισμένα βέβαια, τάφκιαναν γκεσέμια όχι μόνο στα γίδια αλλά και στα πρότα (πρατάρικα). Το ίδιο είχαν και κανιά γίδα πρατάρικη. Τα καλύτερα κουδούνια τάφκιαναν στα Σάλωνα. Ύπαρχαν και τα Γιαννιώτικα κουδούνια, φημισμένα κι αυτά, που είχαν διαφορετικό σχήμα. Τα Γιαννιώτικα ήταν πιό κοντα, πλιατσουκωτά και μυτερά στις ακρες, ενώ τ' άλλα, τα συνηθισμένα ήταν πιό στρογγυλά και πιό μακρουλά.
Θυμώμαι Σαρακατσιαναίους στην Καρδίτσα που ψώνιζαν σε κάνα μαγαζί κουδούνια ή κυπριά, κι ύπαρχαν τότε πολλά τέτοια μαγαζιά, πως κάθονταν ανακούκουρδα, τάπαιρναν από ένα-ένα, τα βρόνταγαν στ’ αφτί τους προσέχοντας τον ήχο και διάλεγαν. Υπήρχαν μερακλήδες που τούχαν το βιό τους καταρματωμένο με κυπροκούδουνα και ζωντάνευε ο τόπος όθε διάβαινε. Κι όχι ανάκατα, αλλά καλιασμένα στη μουσική τους, να μην κάνουν παραφωνία. Ο μπάρμπας μου ο Νίκο Κολοβός ήταν τόσο μερακλής αλλά και ιδιότροπος, που όταν έβανε κάναν τσιοπάνο για το χειμώνα, μόλις έφτανε ο άνθρωπος με τα πρατάκια του στο Στροβίκι, στον Τουρλογιάννη, τον υποχρέωνε να βγάλει όλα τα κουδούνια απ’ τα πράματα τ', για να μην του χαλάν την αρμονία απ’ τα κοπάδια του. Και πραγματικά, άμα καμιά φορά κατέβαινα απ’ το τραίνο στο Μούλκι (Αλίαρτο) κι έπαιρνα την Κωπαϊδα για το Στροβίκι, ακούονταν απ’ τον Τουρλογιάννη τα κουδούνια απ’ τις κοπές του, σωστή συναυλία.
Στα γίδια, όπως είπαμε, έβαναν κυπριά, λιανόκυπρα (μικρά) - μεσόκυπρους - βλαγκόκυπρους και κυπριά τρανά με διπλά και τρίδιπλα γλωσσίδια. Τρανά κυπριά, που ζύϊαζαν και μίνια και δυό οκάδες, έβαναν στα τραϊά τα γκεσέμια, είτε τάχαν γκεσέμια στα γίδια, είτε τάχαν στα πρότα.
Στα γίδια έβαναν και τσιουκάνια, μικρά και τρανά. Στα μικρά ζυγούρια και βετούλια κρέμαγαν κανιά βολά, ιδίως σε μανάρια, «γριγκαλίδια» ή «γριγκαρίδια».
Το χειμώνα τα ξιαρμάτωναν τα πράματα απ’ τα βαρειά τα κυπροκούδουνα. Άνοιξη και Χινόπωρο όμως στη στράτα, όπως πέρναγαν τα κοπάδια στα χωριά και σε κανιά πόλη, πέρναγαν τότε και μέσα στην Καρδίτσα και μέσα στα Τρίκαλα, και τάχαν καταρματωμένα και βροντολόγαγαν, οι Σαρακατσιαναίοι καμάρωναν σα να 'σερναν φουσάτα!
Πάλι ο ανεψιός μου Βασίλης Καλλές μούπε τούτα για τα κυπριά, τα τσιουκάνια, τα γριγκαρίδια και τα στεφάνια για τα κυπροκούδουνα.
Κυπριά: Ήταν διάφορα μεγέθη (σκάλες) και με διάφορες ονομασίες:
α). Τα συνηθισμένα κυπριά. Γενικά ήταν κάτω από μισή οκά. Ήταν τα μικρότερα, σε διάφορα μεγέθη και χωρίς ιδιαίτερες ονομασίες,
β). Μετά έρχονταν άλλη σκάλα, η μικρή ντουζίνα. την αποτελούσαν τρία κυπριά, της μισής οκάς, τρία κοσαδραμιάρικο και της μιας οκάς.
γ). Τρίτη τρανύτερη σκάλα ήταν η τρανή ντουζίνα, η βαριά. Κι αυτή αποτελούνταν από τρεις κύπρους, της μισής οκάς, της οκάς και της μιάμισης οκάς. Κι οι δυο οι ντουζίνες, κι η αλαφριά κι η βαριά δε νοματίζονταν για να σημαίνουν δωδεκάδα, αλλ' αποτελούσαν η κάθε μίνια συνδυασμό ήχων. Κι έλεγαν, άκουγες: «Να μ' πάρ 'ς νιά αλαφριά ή βαριά ντουζίνα κυπριά», εννοώντας τα τρία κυπριά της μιανής ή της αλληνής ντουζίνας. Η βαριά διέφερνε απ’ τήν αλαφριά ντουζίνα όχι μαναχά απ’ το βάρος των κυπριών της (μισή-μίνια και νιάμιση οκά, ενώ η αλαφριά ήταν μισή -τρακόσια δράμια- και νιά οκά) αλλά κι απ’ το ότι και τα τρία κυπριά της είχαν διπλό γλωσσίδι, κι έτσι κι ο ήχος τους ήταν διαφορετικός απ’ τον ήχο της αλαφριάς ντουζίνας. Το ένα, το πρώτο γλωσσίδι, ήταν κι αυτό σα μικρός κύπρος, που μέσα του είχε και δεύτερο γλωσσίδι, που κι αυτό βέβαια ήταν κοίλο από μέσα, γιατί όλα τα γλωσσίδια απ’ τα κυπριά έτσι ήταν. Υπήρχαν και περιπτώσεις κυπριών με τριπλό γλωσσίδι, δηλαδή και το δεύτερο γλωσσίδι τους ήταν κι αυτό σα μικρός κύπρος με (τρίτο) γλωσσίδι μέσα του. Αυτά τα κυπριά με το διπλό ή τριπλό γλωσσίδι τάλεγαν διπλόκυπρους (ή διπλόκυπρα) και τριπλόκυπρους (ή τριπλόκυπρα).
Ύπαρχε κι ένα άλλο είδος κυπρί που τόλεγαν «βλαγκόκυπρο». Η διαφορά του απ’ τ’ άλλα ήταν ότι το γλωσσίδι του δεν ήταν σαν τα γλωσσίδια απ’ τα άλλα κυπριά, δηλαδή κοίλο από μέσα όπως είπαμε παραπάνω, αλλά ήταν μεν κι αυτό μεταλλικό, μπρούτζινο, αλλά συμπαγές, σαν κρεμασμένη μπάλα. Έπειτα το σχήμα του βλαγκόκυπρου ήταν σαν της καμπάνας, πιο κοντό και πιο ανοιχτό σε σύγκριση με τα άλλα κυπριά, πούχαν σχήμα πιο μακρουλό και πιο στενό. Και σα συνέπεια της διαφοράς στο σχήμα και στο γλωσσίδι ο βλαγκόκυπρος έβγανε ήχο διαφορετικόν, «βλαγκόν», πιο κούφιον. Δηλαδή ακούονταν ένα «γκλάγκ-γκλάγκ» κι όχι «γκλίν-γκλίν». Ο βλαγκός ο ήχος δεν είχε μεγάλον αντίλαλο σαν τον ήχο απ’ τ’ άλλα τα κυπριά.
Τα κυπριά πούταν πιο μικρά από μισή οκά, σε διάφορα μεγέθη και βάρη και συνήθως στα εκατό δράμια το καθένα, ήταν χωρίς πολλές ιδιαίτερες ονομασίες. Τα πάνω από εκατό δράμια τάβαναν σε στέρφες γίδες, γιατί αυτές άντεχαν περσότερο βάρος και τάλεγαν και «στερφόκυπρα» ή «στερφόκυπρους». Τα κάτω από εκατό δράμια τάβαναν περσότερο στις γαλάρες τις γίδες και τάλεγαν και «γαλαρόκυπρα ή γαλαρόκυπρους». Τα κυπριά απ’ τις ντουζίνες τάβαναν σε τραϊά γκεσέμια. Κύπρος τρανύτερος από μιάμιση οκά δεν ύπαρχε κατά κανόνα, ήταν σπάνιο πράμα.
Το Χινόπωρο έβγαναν τα δυο μεγάλα κυπριά της κάθε ντουζίνας, δηλαδή το τριακοσάρι και οκάρι απ’ την αλαφριά, και το οκάρι και μιαμισιοκάρι απ’ τη βαριά, κι άφηναν μόνο το μικρό απ’ την κάθε ντουζίνα. Τάβγαναν όχι για το βάρος τους, να ξαποστάσουν τα τραϊά, γιατί τα γίδια ίσια-ίσια το Χινόπωρο είναι πιο γερά, αλλά γιατί δε χρειάζεται ο τόσο δυνατός ήχος τους. Κι αυτό επειδή το Χινόπωρο τα γίδια δεν περπατούν πολύ, όπως το Καλοκαίρι, ώστε να ξεμακραίνουν και να «κόβονται», να ξεκόβονται και να χρειάζεται ν' ακούωνται πολύ αλάργα και δυνατά. Βόσκουν πιο μαζωμένα κι ακούονται και με τα μικρά κυπριά. Προχωρώντας όμως στο χειμώνα έβγαναν και τα μικρά κυπριά απ’ τις ντουζίνες, τα ξιαρμάτωναν όλα τα γκεσέμια και τα κρέμαγαν τα κυπριά στα καλύβια. Αυτό ως τη Μεγάλη Πέφτη. Εκείνη τη μέρα τούχαν έθιμο, Άνοιξη πιά, κι αρμάτωναν τα γκεσέμια. Και πέρναγαν όλα τα κυπριά κι απ’ τις δυο ντουζίνες. Το ίδιο έκαναν και με τα κριαροκούδουνα και τις μπίμπζες.
Τσιουκάνια: Ήταν διάφορα μεγέθη, μικρά και μεγάλα και κάτι πολύ μικρούτσικα τσιουκανάκια που τάβαναν σε ζυγούρια κανιά βολά. Τα τσιουκάνια ήταν χωρίς ιδιαίτερες ονομασίες. Γενικά τάβαναν στα γίδια. Και χρησίμευαν και για συνδυασμό με τον ήχο των κυπριών. Το χειμώνα δεν τάβγαναν γιατί ήταν αλαφρά. Ύπαρχαν όμως και κάτι πολύ τρανά τσιουκάνια, οι λεγόμενες τσιουκάνες, ή τρουκάνες, ή τρουκάνια. Αυτές τις έβαναν συνήθως σε φοράδες, στο βαλμαριό και τις κρέμαγαν με χοντρή αλυσίδα.
Γριγκαρίδια ή γουργούρια: Ήταν από μπρούτζο, στρογγυλά, κούφια μέσα, με νιά σκισματιά στο κάτω μέρος και μέσα νιά μικρή μπαλούλα, από μπρούτζο κι αυτή. Τα γριγκαρίδια τα κρέμαγαν στα κατσίκια την Άνοιξη που τ' απόκοβαν. Τις αρνάδες όταν τις απόκοβαν δεν τις έβαναν τίποτα. Το πολύ νάρριχναν μέσα στο κοπάδι τις αρνάδες κανιά παλιοπράτινα με κάποιον βρόντο (κουδούνι), για να μην είναι ντιπ κ(ου)φά, ν' ακούωνται λίγο, να μην τα χάνουν. Σπάνια στις αρνάδες έβαναν κάτι βρόντο.
Στεφάνια για τα κυπροκούδουνα: Όσα ήταν για κουδούνια τάλεγαν πρατοστέφανα, γιατί τα κουδούνια στα πρότα τάβαναν. Όσα ήταν για τα γίδια (για κυπριά και τσιουκάνια) τάλεγαν γιδοστέφανα. Το καταλληλότερο ξύλο και για τα μεν και για τα δε ήταν ο μέλιγος κι η αγριοκορομηλιά. Όμως τα γιδοστέφανα τάφκιαναν πιο στέρεα, πιο γερά.
Πρατοστέφανα. Πελέκαγαν το ξύλο, νιά μακριά στενή λουρίδα, τόβαναν στο μούσκιο κάνα-δυο μέρες να μουλιάσει, να μαλακώσει να λυγάει, ή το καψάλιζαν στη φωτιά και λύγαγε, το τύλιγαν κουλούρα, σκεδόν κύκλο, γιατί απ’ τόνα μέρος, για το κάτω μέρος του λαιμού της πρατίνας που θα περνιώνταν το κουδούνι, πλάταιναν λίγο τον κύκλο, τον στερέωναν τον κύκλο με δυο ξυλάκια σαν καρφάκια που τα πέρναγαν σε τρύπες που έφκιαναν εκεί που έσμιγαν οι δυό άκρες, τάφιναν μέρες και στέγνωνε, «έπινε το ζ(ου)μί του» κι ύστερα το πέρναγαν στο πράμα. Έφκιαναν στο κάτω μέρος του στεφανίου, το πλατυτεράκι, νιά μακρουλή ορθογώνια τρύπα, πέρναγαν τη λαβή του κουδουνιού, το «πιάσμα», που τόλεγαν και «βαστάκι», ανάμεσα λαβή και ξύλο (το μέρος πούταν η τρύπα) πέρναγαν εγκάρσια ένα κομματάκι πάφιλα, κλάπα τόλεγαν, που το στερέωναν στο στεφάνι γυρνώντας τις δυο άκρες του προς τα κάτω, κι ένα πετσάκι από πάνω απ’ την κλάπα, για να μην τρώεται η λαβή του κουδουνιού, και κρέμονταν το κουδούνι. Άνοιγαν το στεφάνι, το πέρναγαν στο λαιμό της πρατίνας, το ματάκλειναν, είχαν φκιασμένες πλατειές εγκοπές εκεί που έσμιγαν οι δυο άκρες του και κει τόδεναν με κερωμένον σπάγγο, τυλίγοντας το πολλές βολές και κρούστα και κομποδιάζοντας το στο τέλος.
Γιδοστέφανα. Γένονταν αλλιώς, με κλειδιά που θηλύκωναν, δηλαδή πέρναγαν τη μια άκρη του στεφανιού στην άλλη. Ήταν δύσκολα κι ήθελαν τεχνίτη. Τάφκιαναν με ένα μέχρι και τέσσερα κλειδιά, σπάνια βέβαια με τέσσερα, συνήθως με δυο. Έκλειναν από πάνω κι έτσι τα γιδοστέφανα ήταν μυτερά πρός τ' απάνω. Το κυπρί ή το τσιουκάνι το πέρναγαν στο γιδοστέφανο πάλι με κλάπα από πάφιλα ή σιδεράκι (γιατί τα κυπριά είναι βαρύτερα απ’ τα κουδούνια) και πετσάκι. Και δω βέβαια, όταν έκοβαν το ξύλο, κι αφού το πελέκαγαν, το μούσκευαν, ή το καψάλιζαν, όπως στα πρατοστέφανα. Για τα μεγάλα κυπριά της ντουζίνας και τις μπίμπζες χρησιμοποιούσαν λουριά πέτσινα, που έκλειναν με θηλύκια όπως οι ζώνες μας. Όμως σε κάθε τέτοιο λουρί έφκιαναν δυο θηλύκια (σκίζοντας το λουρί στην άκρη του στα δυο) για ασφάλεια, αν ξεθηλυκωθεί ή κοπεί το ένα να μείνει το άλλο, να μην πέσει ο κύπρος ή η μπίμπζα. Κι ακόμα τάπιαναν και μ' έναν σπαγγάκο, σα νιά βελονιά. Εδώ τελειώνουν τα όσα μούπε ο ανεψιός μου.
Ξέρω ότι παλιά, πλούσιοι και μερακλήδες τσελιγκάδες έβαναν κι ασήμι στα τρανά κυπριά για τα γκεσέμια τους για καλύτερον ήχο, για να βροντάν καλύτερα κι ομορφότερα. Φαίνεται όμως ότι αυτή την τέχνη του ασημώματος δεν την ήξεραν όλοι οι κουδουνάδες σ' όλες τις πολιτείες, γιατί μώλεγε ο μπάρμπας μου ο Νίκο Κολοβός, ότι έστειλε νιά βολά μ' έναν κουδουνά Τρικαλινόν κυπρί στα Γιάννενα και του το ασήμωσαν. Ό ίδιος πάλι μώλεγε ότι υπήρχε και κυπρί με τριπλό γλωσίδι. Ακόμα μώλεγαν, ότι τα πολύ τρανά κυπριά, εκτός απ’ το λουρί που τα κρέμαγαν στο λαιμό του γκεσεμιού, τάπιαναν και μ' άλλα λουριά απ’ τα κέρατα. Αυτά πρέπει νάταν ακραίες περιπτώσεις.
Πως γένονται τα κουδούνια: Θα προσθέσω κάτι που δεν έχει σχέση με τα όσα ξέρω ή έμαθα ρωτώντας. Αλλά επειδή αξίζει για πληροφόρηση, και γιατί το άκουσα από τεχνίτες κουδουνάδες. Ήταν μια παρουσίαση της τηλεόρασης της Ε.Ρ.Τ. στις 7-1-1978 ενός σχετικού ρεπορτάζ απ’ την Κοζάνη. Και μιλούσαν οι τεχνίτες κουδουνάδες στο εργαστήρι τους, για το πως γένονται τα κουδούνια. Το υλικό που χρησιμοποιούν είναι λαμαρίνα, σιδερολαμαρίνα. Έχουν ένα καλούπι γουρνωτό, κοίλο. Κόβουν πολλά κομμάτια λαμαρίνα, και δέκα ακόμα αντάμα, γιατί είναι λεπτή λαμαρίνα και τα βάνουν στη φωτιά και κοκκινίζουν. Κι όπως είναι κατακόκκινα, τα βγάνουν, και τα χτυπάν όλα μαζί απάνω στο καλούπι με το σφυρί και παίρνουν σχήμα γουρνωτό, το κοίλο του καλουπιού. Μετά τα ξεχωρίζουν ένα-ένα κι' όλα αυτά τα κομμάτια τα βουτάν σε λάσπη, που περιέχει διάφορα υλικά, που τάχουν μυστικά. Τα βγάνουν απ’ τη λάσπη αυτή κι αφού στεγνώσουν, τα πασπαλίζουν με μια σκόνη που περιέχει γυαλί και χαλκό, γιατί ο χαλκός δίνει τον ήχο. Και τα ματαψένουν στη φωτιά, για να κολλήσει Η σκόνη και να γένει ένα σώμα με τη λαμαρίνα. Ύστερα άμα κρυώσουν, τα περιλαβαίνει ο μάστορας, ο τεχνίτης, που τα σφυρίζει ένα-ένα, τα γυρνάει, τα διπλώνει, τους δίνει το τελικό τους σχήμα, τα πριτσινώνει από δω κι από κει, τα σφυρίζει να κολλήσουν καλά τα πριτσινώματα, τους περνάει, με δυο τρύπες που φκιάνει, το πιάσμα, τη λαβή, που τα κρεμάνε, τους περνάει από μέσα, απ’ το πιάσμα πάλι, το γλωσσίδι και τα σφυρίζει απόξω με οδοντωτό σφυρί, αυτές οι σφυριές-δοντιές βγάνουν τον ήχο. Τα σφυρίζει, τα σφυρίζει και κάθε τόσο τα δοκιμάζει στο αφτί του τον ήχο τους. Ό μάστορας είπε στο ρεπόρτερ, ότι δοκίμασε κι η βιομηχανία να φκιάσει κουδούνια, μα απότυχε, γιατί δεν ξέρει τα μυστικά της τέχνης. Μίλησε και για ντουζίνες, για συνδυασμούς ήχων.
Από μια εκδρομή, στα Σάλωνα (Άμφισσα) τον Απρίλη του 1979, έμαθα και τούτα συμπληρωματικά: Στα Σάλωνα ύπαρχαν προπολεμικά πολλά κουδουνάδικα. Τώρα έμειναν δύο, αλλά έχουν δουλειά, μώλεγε ένας κουδουνάς, που αν και ήταν Κυριακή, τον παρακαλέσαμε κι άνοιξε το κουδουνάδικό του. Ήταν όπως τα παλιά τα γύφτικα, με φυσερά κλπ. Όμως απόξω είχε' τούτην την ταμπέλα: «ΚΟΥΔΟΥΝΟΠΟΙΕΙΟΝ Ο ΛΙΣΤ»! Μώλεγε λοιπόν ο μάστορας και τούτα: Για τα κουδούνια χρησιμοποιούν λαμαρίνα πάχους 1-1,5 χιλιοστό. Για τα τσιουκάνια λίγο χοντρήτερη. Τα μεγέθη των κουδουνιών οι μαστόροι τα αριθμούν με νούμερα απ’ το ένα ως το δώδεκα δεκατρία. Πενηντάρια-ξηντάρια κλπ. τα νοματίζουν οι τσιοπαναραίοι. Και το κάθε κουδούνι για να τελειώσει, πρέπει να περάσει τριάντα τέσσερις φορές απ’ το χέρι του μάστορα!
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"