Έχουμε πει εδώ και κει για τα σύνεργα του κανακιού, αλλά ας τα γράψουμε πιο καταλεπτώς:
Βαρέλα για το νερό, με δούγες από έλατο η κέδρο, και τσ(ου)κάλ(ι) χαλκωματένιο απάνω στη βαρέλα, που μ’ αυτό έπιανε απ’ τη βαρέλα κι έπινε νερό όλη η φαμελιά. Κι η κάθε νοικοκυρά είχε ξεχωριστή τριχιά για να φορτώνεται τη βαρέλα, τη «βαρελοτριχιά». Κανιά βολά είχαν κι ασκί. Αυτό όμως το χρησιμοποιούσαν περσότερο οι τσιοπαναραίοι.
Για το ζύμωμα και τα φαϊά: Σκαφίδα, ξύστρα, ταψιά, σινιά, γάστρος, πυρουστιά, πλαστήρι και πλάστης για τις πίτες, κανιά βολά και σφραϊστήρι για τις λειτουριές (τα πρόσφορα). Κακάβια και κακαβάκια, λεβέτια, τηγάνια ρηχά και βαθιά, χούλιες ξύλινες και κουτάλες μεταλλικές, χλιάρια και πηρούλια και ρουί (λαδερό για να ρίχνουν λάδι στο φαΐ) για τα φαϊά, τα μαειρέματα και το γάλα.
Για τη βάτρα και τη φωτιά τους: Ξιθάλι, λαπάτα (μικρό φτυάρι, δηλαδή ένα πέταλο κολλημένο στην άκρη μιας σιδερένιας βέργας), μασιά. Ακόμα ψήστη και μύλο για τον καφέ, τον καφόμυλο.
Για το μαξούλι: Καρδάρια και καρδαράκια, καρδάρες, καρδαροπούλες και καρδαρούλες (ξύλινα και τσίγκινα), λιγγέρια, κουτάλες, κεπτσές, τρίφτης, τσαντίλες (αγοραστές και υφαντές), κάδες, καδούλες και καδοπούλες για το τυρί και το κλωτσοτύρι και γκαζοντενεκέδες.
Όλα τα δοχεία γενικά τάλεγαν «αγγειά».
Τα πιατικά τάλεγαν «καπάκια». Καπάκι κυριολεκτικά σημαίνει το χαλκωματένιο σκέπασμα, το κουπουστάρι, του κακαβιού. Αλλ' επειδή αυτό το χρησιμοποιούσαν και για πιάτο να φάν’ κατάντησε καπάκι να σημαίνει και κάθε πιατικό: γαβάθες, μ(ι)σούρες, πιάτα χαλκωματένια παντός είδους, τσίγκινα και εμαγιέ, αλουμινένια, πήλινα και γυάλινα ακόμα. Κλειδοπίνακα.
Και με τον όρο «χαλκώματα» εννοούσαν κυρίως, αλλ' όχι μόνο, τα παντός είδους χάλκινα αγγειά (από πιάτα μέχρι καζάνια), αλλά κι όλα τα «καπάκια», γιατί παλιά, χάλκινα ήταν τα περσότερα. Κι άκουγες νοικοκυρά να λέει:
«Έπλυνα τα χαλκώματα», εννοώντας ότι έπλυνε όλα τα πιατικά της και λοιπά.
Κόφα για το κρασί και λαδίκα για το λάδι, να τα φέρνουν απ’ το παζάρι και φέξος για το φώτισμα. Κόπανος για το πλύσιμο στο ρέμα.
Ανέμες και τσικρίκια. Σακιά, αλευροσάκια και χαράρια και σακαρέλες. Και τροβάδες και δισάκια (τ'σάκια). Σέϊα διάφορα. Σέϊ σημαίνει προ παντός ρουχικό, αλλά και κάθε πράμα, κάθε είδος.
Εκτός όμως απ' όλα αυτά, το κάθε κονάκι είχε και τα κοφτερά του: Τσεκούρια, μικρά και τρανά, κλαδευτήρες (τις έλεγαν και κασιάρες), κλαδευτήρια, μαχαίρια, λιάτες, χατζιάρια, και κάνα άρματο, τουφέκι ή κουμπούρι. Κι οι Σαρακατσιαναίοι όλοι οπλοφόραγαν τότε. Κάθε άντρας θα νάχε στη μέση του ζωσμένο μαχαίρι και κουμπούρι. Θυμώμαι όταν ήμαν μαθητής στην Καρδίτσα κι έρχονταν ο πατέρας μου στο παζάρι, πάαινε στο μαγαζί του Μουσαφίρη (ήταν βλαχογαμπρός, γαμπρός του Μαλαμούλη και τον προτίμαγαν οι Βλάχοι) ή στο μαγαζί του Σφέτσιου, κι αυτός βλαχογαμπρός και μπατζιανάκης του πατέρα μου, και κει στον πάγκο του από πίσω ξεζώνονταν το μαχαίρι και το κουμπούρι του και τ’ άφηνε. Και τα ματάπαιρνε όταν τελείωνε τις δουλειές του και ξεκίναγε να φύγει.
Ξεχωριστά σύνεργα ήταν τα καλιγοσφύρια, που δεν έλειπαν από καένα βλαχοκόνακο. Ήταν απαραίτητα για να καλιγώνουν (πεταλώνουν) τ’ άλογα. Στον αλμπάνη το καλίγωμα στοίχιζε πέντε δραχμές το ποδάρι. Στα κονάκια υπήρχαν τεχνίτες που τα κατάφερναν καλύτερα απ’ τους άλλους. Οι καλύτεροι ήταν ο πατέρας μου κι ο μπάρμπα Κολιός. Τα καλιγοσφύρια τα φύλαγαν στην τραγαζίκα. Παλιό τουλουμοτύρι αργασμένο κι ανοιγμένο, κομμένο, απ’ τη μια μεριά, τη μπροστινή.
Κάθε κονάκι είχε την τραγαζίκα του κι εκεί μέσα βρίσκονταν: Καλιγοσφύρι, τανάλια, σαντράτσι (κανιά βολά έλειπε αυτό κι έκοβαν τα νύχια απ' τ’ άλογα με κάνα χοντρομάχαιρο), πέταλα, παλιά και καινούρια, αλογοκάρφια, κάνας ξυλοφάγος, σκεπάρνι, πριόνι (αυτά τα δυό όχι για το καλίγωμα, αλλά για ξυλικά), αρνάρι και λοιπά. Κι απαραίτητα και ραμάτιο (γερό σκοινί) και κερί να το κερώνουν και διάφορες πρόκες (γυφτόπροκες και τέτοια). Και σίδερο για να καρφώνουν, να ράβουν και γενικά να επιδιορθώνουν τα τσαρούχια τους.
Οι πελεκάνοι κι ο μπαρμπέρης: Σε κάθε στάνη ύπαρχε κι ο πελεκάνος, αυτός πώπιανε το χέρι του κι έφκιανε διάφορα χειροτεχνήματα κι εργαλεία. Κλίτσες απλές και κεντημένες, τσιοπάνικες αλλά και για το χέρι στο παζάρι, τσελιγκόκλιτσες, πρατόκλιτσες, γιδόκλιτσες. Και κλιτσόξυλα. Ρόκες και ροκόξυλα, απλές και κεντησμένες και φιγουράτες για κορίτσια, νυφάδες και νιές γυναίκες, σφοντύλια κι αδράχτια. Σφραϊστήρια για τις λειτουριές. Στεφάνια για τα κυπροκούδουνα. Κι αυτά τα στεφάνια ήταν πολλών ειδών. Πρατοστέφανα και γιδοστέφανα. Τα γιδοστέφανα ήταν πιο δύσκολα γιατί γένονταν με κλειδιά, ένα, δυό, και τρία και τέσσερα, όπως έχουμε πει.
Ο πελεκάνος ούτε σε κανιά σχολή σπούδαζε, ούτε τον διόριζαν πελεκάνο. Μαναχός του σιγά-σιγά και με την π'τειδιοσύνη του και το μεράκι του, βλέποντας και τους άλλους, μάθαινε, και πελέκαγε τις ώρες που κάθονταν στο γιατάκι του στο στάλο, ή σε κανιά ράχη με το κοπάδι του, τα κατάφερνε κι απόχταγε φήμη στη στάνη. Κι ούτε ήταν ντε και καλά ένας. Μπορεί να υπήρχαν και δυο και τρεις τέτοιοι πελεκάνοι στα κονάκια κι ο καθένας με την ιδιαίτερη επίδοσή του, άλλος στις κλίτσες, άλλος στις ρόκες κι άλλος στα στεφάνια.
Τέτοιοι στα κονάκια μας ήταν ο Κωσταρούλα Κόρκος, ο Βασιλάκος Αραπίτσας. Κι ο πατέρας μου έφκιανε αδράχτια κι άλλα απλά πράματα κι ο μπάρμπα Κολιός ακόμα περσότερο. Αυτός μάλιστα όλο τσεκροπελέκαγε και τόσο πολύ, που ο αντίχειρας απ’ το δεξί του χέρι ήταν γυρισμένος σαν τόξο προς τα πάνω.
Τα σύνεργα που μεταχειρίζονταν οι πελεκάνοι ήταν, εκτός απ’ το τσεκούρι και το μαχαίρι για το κόψιμο του κατάλληλου ξύλου απ’ το δέντρο, και διάφορα μαχαιράκια, ξουράφι (παλιό ξουράφι ξουρίσματος περασμένο σε ξύλινο μανίκι), τρυπητήρι, αρίδα, κοπίδι κι άλλα.
Κι ο μπαρμπέρης δεν έλειπε απ’ τα κονάκια. Κάποιος τα κατάφερνε καλύτερα να κουρεύει και να ξουρίζει. Κι είχε και τα κατάλληλα σύνεργα, ξουράφι και ψαλίδι, αλλά και στύψη για τα κοψίματα.
Και πολλές βολές ο πελεκάνος κι ο κουρέας ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Για κούρεμα σε κουρείο δε γένονταν λόγος. Κι οι γαμπροί απ’ τον κουρέα της στάνης μπαρμπερίζονταν και φκιάνονταν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"