Πίσω (δυτικά) απ’ την Καρυά είναι η Κρανιά, τοποθεσία της περιφέρειας Βραγγιανών. Είχαμε χωράφια εκεί. Βρίσκονταν απ’ τον παππούλη μου, όπως κι όλα τα άλλα χωράφια μας στα Βραγγιανά. Είχαμε και σπίτι εκεί με πετράλωνο. Τα χωράφια αυτά τάδωναμε τριτάρικα σε κάτι Κουστεσιώτες, απ’ το συνοικισμό Κουστέσα, τους Μουστακαίους, τους λεγόμενους Φαναίους. Τα σπαρτά άργηγαν να γένουν κι αλωνίζονταν πέρα τον Αύγουστο.
Όταν λοιπόν θέριζαν οι Φαναίοι κι έρχονταν η ώρα για αλώνισμα, πάαιναμε και μείς με τ’ άλογά μας και τάβαναμε κι αλώνιζαν, κι έπαιρναμε ύστερα το τρίτο. Κι όπως ο πατέρας μου συχνά έλειπε στη Νταουτζιά για δουλειές, πολλές βολές πάαινα εγώ στην Κρανιά με καέναν απ’ τους Νικολαίους, γιατί τα χωράφια μιά κι ήταν απ’ τον παππούλη, τάχαμε ανταμ(ι)κά με τους Νικολαίους. Και καθόμασταν στ’ αλώνια κι έπαιρναμε τον καρπό.
Να μερικές θύμησες απ’ αυτά τα χωράφια στην Κρανιά: Νιά χρονιά πήγαμε για τ’ αλώνια με τον ξάδερφό μου τον Κώστα. Πήραμε και τα μπλάρια, τον Κοκκίνη, τον Ψαρή τον Νικολαίϊκον κι άλλα κάνα δυό, ηύραμε τους Φαναίους τάχαν βαλμένα τα δεμάτια στ’ αλώνι. Έβαλαμε τ’ άλογα κι αρχίνησε τ’ αλώνισμα. Έφερναν γυροβολιά τ’ άλογα και τα κυνήγαγε πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Μα την περσότερη ώρα τα κυνήγαγα εγώ, που παιδαρέλι, δεν ήθελα τρανύτερη απόλαψη απ’ το να κυνηγάω τ’ άλογα μέσ' στ’ αλώνι, όσο μπόρεγα γληγορότερα, τρέχοντας κι ανεμίζοντας το καμ(ου)τσίκι, σαλαγώντας τα δυνατά και καταϊδροκοπώντας μέσα στην αυγουστιάτικη την κάψα. Όμως αν η καρδούλα μου φχαριστιώνταν μ’ αυτό, το κορμί μου δεν το σήκωνε και τόσο, γιατί από χρόνια έσερνα την καταραμένη την ελονοσία, που μόλις της δίνονταν ευκαιρία, μώδωνε κι απόνα χορό. Την είχα κολλήσει στη Νταουτζιά, τότε που μ' είχε πάει ο πατέρας μου πριν τα κονάκια για το σχολείο. Έτσι μ' έκαμε και κείνη τη μέρα. Αφού τ’ απογιοματάκι έβγαλαμε τ’ άλογα κι αρχίνησε το λύχνισμα και λίχνισα και κάμποσο κι απόστασα κι άλλο, με περίλαβε νιά θέρμη που με τάραξε.
Μώδωκε, μώδωκε όλη τη νύχτα με ρίγος και πυρετό, κρύωνα φοβερά -είναι και το μέρος που κάνει δυνατό κρύο τη νύχτα- μ' έχωσαν μέσα στ’ άχερα, μώρριξαν όσες κάπες ύπαρχαν, μα που να ζεσταθώ! Είδα κι έπαθα όσο να μου περάσει ο παροξυσμός της θέρμης και να ξημερωθώ. Την άλλη μέρα δε μπόρ(ε)γα να σταθού στα ποδάρια μου.
Και θ(υ)μώμαι τον καημένον το γέρο Πανα(γ)ιώτη το Φάνη, έναν κουτσό γεροντάκο, πούταν και κουμπάρος μας γιατί τούχε βαφτίσει ένα παιδί ο πατέρας μου, με πόση προθυμία και στοργή προσπάθαγε να με περιποιηθεί. Και με τι ο δόλιος; η φτώχεια τους ήταν αφάνταστη κι απερίγραφτη. Ψωμί; που να υπάρχει το ψωμί; Ζύμωναν και τόψηναν στη στάχτη, όταν πρόκονταν να φαν. Έτσι έγινε και τότε. Έστειλε τη γριά του και ζύμωσε λίγο ψωμί, κι ας είχαμε εμείς στα τρουβάδια μας ψωμοτύρι, έβρασε και κάτι μικρά-μικρά και πεντανόστιμα κολοκυθάκια απ’ τον κήπο της και κολοκυθοκορφάδες, τα πέρασε και σε τηγάνι με βούτυρο, βούτυρο που τόβγαναν απ’ τις λίγες γιδούλες τους και που τι λογιών ήταν δεν τόξεραν, το μάζωναν λίγο-λίγο και το πάαιναν στο παζάρι για να συμπληρώσουν το γέννημα της χρονιάς, και μου τάφερε σ' ένα ξύλινο καυκί να φάω. Και, θυμώμαι, ντρέπονταν η καημένη η γριά, που δεν είχαν ούτε χλιάρι ούτε πηρούλι, για να φάω. Ο γέρο Παναϊώτης όμως την αποπήρε, πελέκησε ένα μικρό ελατίσιο κλωναράκι με διχάλα, μου τόδωκε για πηρούλι, κι έφαγα. Έφαγα και το θυμάμαι ακόμα του φτωχού καλού ανθρώπου το φαϊ, που δούλευε και κόπιαζε και μείς τώπαιρναμε τον καρπό, γιατί ήταν βλέπεις δικά μας τα χωράφια και κείνος είχε λίγα κι άχρηστα και δεν τώφταναν. Ας είναι, τελείωσε τ’ αλώνισμα, μέρασαμε τον καρπό, φορτώσαμε τα μπλάρια και ξεκίν(η)σαμε με τον ξάδερφό μου για τα κονάκια. Μόλις όμως προχώρεσαμε κάμποσο και πήραμε την πλαϊά και κόντευαμε να φτάσουμε στην Κακιά Σάρα, που βρέθηκαν απάν’ απ’ τη στράτα μας κάτι διαολόγιδα και πως κάνουν και κυλάν μια θερία στούρνα κι έρχονταν κατά πάνω μας. Τσακίσ(τη)καμε κι εγώ κι ο Κώστας να πιάσουμε έναν έλατο, τσαλαπάτησα ένα σκιάδι πούχα, σκοτώθ(η)καμε, τον έλατο δεν πρόκαμαμε καλά-καλά να τον πιάσουμε κι η στούρνα έφτασε. Αλλά ευτύχημα ο τόπος ήταν έτσι, που λόξεψε λίγο και πέρασε δίπλα μας, χωρίς να πάρει ούτε εμάς ούτε κάνα πράμα, που τάχαμε αφίκει στην τύχη τους.
Και μια κι αναφέραμε την Κακιά Σάρα, και κάτι άλλο πούρθε στο νου μου. Είχαμε αράδα στο γάλα και πήγα στην Κρανιά να το πάρω. Άρμεξαμε, έφκιασα το τυρί, λίγο ήταν, νιά τσαντίλα, γιατί ήταν περασμένη η εποχή, την πέρασα στο νώμο με την κλίτσα και ξεκίν(η)σαμε αντάμα με το μπάρμπα Μήτρο το Ρουμπακιά για τα κονάκια. Προχώρεσαμε και περνάγαμε την Κακιά Σάρα. Κακιά την είπαν και κακιά είναι. Από πάνω βράχος καταλόρθος από κατακόκκινο στουρνάρι, το Κόκκινο Στεφάνι, κι απ’ κάτ’ απέτακας και χάος. Στη μέση νιά λουρίδα χωμάτινη, κόκκινη γης, μ' ένα μονοπατάκι στενό νιά παλάμη και πλαγιαστό. Φαίνεται είχαν ξεπροκιαστεί τα παπούτσια μου, ήταν κι απόβρεχο, κι όπως περπάταγα, γλύστρησα και χωρίς να προκάμω να κρατηθώ από πουθενά, βρέθηκα από κάτ’ απ’ το μονοπατάκι, σ' ένα χαλιαδάκο, στην άκρη του γκρεμού. Αρπακωλήθηκα με χέρια και ποδάρια από κάτι χαμοχόρταρα και λιθάρια, μώφυγε η ψυχή, η τσαντίλα μώφυγε απ’ τον ώμο, κύλησε, σκόρπισε το τυρί. Γαντζώθηκα, έσκουξα, αδρόμησε ο μπάρμπα Μήτρος, μώδωκε κουράϊο «μή σκιάζισι πιδίμ'», στεριώθηκε καλά με το τακούνι του τσαρουχιού του, μου άπλωσε την κλίτσα του, αρπάχτηκα, με τράβηξε, γλύτωσα. Είχα πανιάσει απ’ το φόβο μου. Προχώρεσαμε και πέρασαμε. Πέρασαν και τα χρόνια, μα δεν πέρασε κι η θύμηση της λαχτάρας πώπαθα.
Κι ένα άλλο με τα χωράφια της Κρανιάς: Είχαν φέρει νιά χρονιά τον καρπό που πήραμε απ’ την Κρανιά, στάρι ήταν. Τόφεραν τέσσερα-πέντε φορτώματα, ώρα βραδάκι και το ξεφόρτωσαν εκεί στην αυλή, ανάμεσα απ’ το δικό μας και το Νικολαίϊκο το σπίτι. Περασμένη η ώρα, σώριασαν τα σακιά αδέ κει, να το μεράσουμε την άλλη μέρα. Εμείς είχαμε νιά παλιογόμαρα και τη νύχτα την έβαλε ο διάολος και πήγε και τρύπησε με τα δόντια ένα σακί κι έφαγε τον περίδρομο. Αυγή-Αυγή εγώ, πρόθυμος ν' απολάψω τη γαϊδουροκαβαλλαρία, καβάλα την παλιογόμαρα κι ένα και δυό στη βρύση, να την ποτίσω. Ήπιε έναν τόνο νερό το χαϊβάνι, φούσκωσε και σε λίγο ψόφησε εκεί στη λάκκα. Αν δεν την πότιζα, μπόρεγε να γλύτωνε. Με αναθεμάτιζε ο πατέρας μου για τη ζημιά πώκαμα, με τη μανία πούχα για την καβάλα.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"