Το παζάρι στην Καρδίτσα ήταν ταχτικό, βδομαδιάτικο, κάθε Τετράδη. Όμως ύπαρχε κι ένα άλλο παζάρι, ξεχωριστό, που γένονταν νιά βολά το χρόνο, το «Παζαράκι», έτσι τόλεγαν. Γένονταν στη Νεβρόπολη, στη θέση «Άσπρα Λιθάρια», στο Μεσενικολίτικο το μέρος, γι' αυτό τόλεγαν και «Στ' Άσπρα Λιθάρια», στις 22 Αυγούστου με το παλιό, δηλαδή στις 4 Σεπτέμβρη. Τώρα το μέρος εκείνο έχει πνιγεί απ’ τη λίμνη του Μέγδοβα. Ήταν ένα ιδιότυπο, τελείως υπαίθριο παζάρι και πανηγύρι μαζί. Μαζώνονταν εκεί κόσμος και κοσμάκης απ' όλα τ' Άγραφα κι έμποροι απ’ την Καρδίτσα και ζωέμποροι απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ήταν ξεχωριστό γεγονός για τις βλαχόστανες. Για μικρούς και τρανούς.

Τα λιανοπαίδια το καρτέρηγαν σα Λαμπρή, γιατί απ’ αυτό , εκτός απ’ τα σταφύλια, τα πεπόνια και τα καλούδια, τους έφερναν και παιγνίδια, σιουρίστρες, πιπίγκες, καθρεφτάκια, τσατσάρες κι άλλα φτηνά ψευτοπραματάκια κι αντιλάλαγαν τα κονάκια απ’ τις σιουρίστρες. Στο Παζαράκι οι Βλάχοι πούλαγαν τα μαξούλια τους, τυριά, βουτύρατα, μυτζήθρες, κλωτσοτύρια, τραγόμαλλο, ακόμα και παλιά σκουτιά τους, παλιοφάνελλες, παλιοβράκια, παλιόκαπες και παλιοκοντόκαπες, παλιοπανωβράκια, που τ' αγόραζαν οι παλιοχωρίσιοι απ’ τα γύρω χωριά. Μα και καινούριο σκουτί για κάπες, σαμαροσκούτι, ίγκλες υφαντές και τέτοια, που τάφκιαναν επίτηδες οι γυναίκες τους και τάλεγαν «πουλ(η)ματάρ(ι)κα». Μα κι άλλες δουλειές έκαναν στο Παζαράκι. Συμφώναγαν τσιοπάνηδες ή σμίχτες για το χειμώνα ή φκιάνονταν οι ίδιοι, κι ακόμα και προξενιά ταίριαζαν.

Το Καλοκαίρι είχε περάσει πιά και στο Παζαράκι ξεπούλαγαν τα καλοκιαιριάτικα μαξούλια κι αρχίναγαν οι φροντίδες για το χειμώνα.

Το Παζαράκι απασχόλαγε τα κονάκια τρεις μέρες. Τη μέρα που ξεκίναγαν οι Παζαριώτες, όλα τα κονάκια ήταν στο ποδάρι για τις προετοιμασίες. Να τηράξουν τα τομάρια από ένα-ένα, να τα σακιάσουν και να τα καλιάσουν φορτώματα. Να ξεδιαλέξουν οι γυναίκες τα παλιά πούχαν για πούλημα. Να γράψουν τα ψώνια πούθελαν, ιδίως βαφές που χρειάζονταν για τα διασίδια που υφαίνονταν εκείνη την εποχή.

Ξεκίναγαν πολλοί παζαριώτες. Απ' όλα τα κονάκια. Και γριές που πάαιναν να πουλήσουν τα πουλ(η)ματάρ(ι)κα, αλλά και ν' αγοράσουν οι ίδιες τις βαφές τους κι ό,τι άλλο χρειάζονταν. Νιές δεν πάαιναν. Έφταναν στο Παζαράκι το δειλινό γλήγορα. Τα τσιαρδάκια-καφενεία κι οι παράγκες των έμπορων ήταν στημένα. Έφταναν οι Βλάχοι, πάαινε η κάθε στάνη και το κάθε φαλκάρι και ξεφόρτωνε στον τόπο πούχε για στέκι κάθε χρόνο, πάαιναν με τ’ άλογα στο ποτάμι το Μέγδοβα κι έφερναν ιτιές κι άλλα κλαριά κι έφκιαναν κι αυτοί τσιαρδάκι, ένα μακρυνάρι, πρόχειρο σαν πλάτη, ίσια για να ισκιώνει λίγο. Τέτοιο τσιαρδάκι έφκιαναμε, θυμώμαι, εμείς οι Καρυώτες, παρέκει οι Καρβασαριώτες, πιο μακρύ αυτοί γιατί ήταν πολλοί, και πάρα πέρα άλλοι πιο μικρά τσιαρδάκια. Ο Μαλαμούλης θυμάμαι έστενε τέντα ξεχωριστά. Άλλοι πάλι, τα μικροφαλκάρια, έφκιαναν ξεμαναχιασμένα κανιά χαλαντζούκα. Πάντως κάθε στάνη είχε δικό της τσιαρδί. Τ’ άλογα τάπαιρνε, με πέντε δραχμές το κεφάλι μου φαίνεται, και τα φύλαγε ως την παράλλη που θα νάφευγναμε, ένας Καρβασαριώτης χωριάτης, ο Καπούλας. Το πρώτο βράδυ δε γένονταν και μεγάλο νταραβέρι. Την άλλη μέρα όμως έβραζε ο τόπος από κόσμο, πράματα, πραμάτειες, φωνές, διαλαλήματα και χουϊατά, τραγούδια κι όργανα και χορούς στα καφενεία. Το τομάρια με τα τυριά και τα κλωτσοτύρια στένονταν στο τσιαρδάκι στην αράδα, πέρναγε ο κόσμος, ρώταγε, δοκίμαζε, παζάριαζε την τιμή και συμφώναγε. Έρχονταν το καντάρι της Κοινότητας του Μεσενικόλα, το ζύιαζε τυλίγοντάς το απ’ τη γούλη με τις αλυσίδες του κανταριού, πληρώνονταν, ευκιόνταν ο Βλάχος «καλοφάγωτο» κι ο αγοραστής «σε καλή μεριά», Τόπαιρνε στα χέρια του και πάαινε καλιά του. Το ίδιο και με τα «παλιά», μόνο που εδώ δε χρειάζονταν καντάρι. Θυμώμαι αυτά τα παλιά τ' αγόραζαν κάτι γεροντάκια θεόφτωχα και ξεζάρκωτα, να ντύσουν τη γύμνια τους και να ζεστάνουν το χειμώνα το κοκκαλάκι τους.

Πούλαγαν οι Βλάχοι κι έκαναν και κανιά βόλτα μέσ' στο παζάρι, να ιδούν και κάναν άνθρωπο, να κουβεντιάσουν και κανιά άλλη δουλειά. Ως το βράδυ τα πολλά τα τυριά και τα άλλα πουλιώνταν. Το βράδυ πιά οι Βλάχοι, έχοντας πιάσει και παράδες, πάαιναν στα καφενεία κι έτρωγαν ψητό , κανιά βολά το ‘ριχναν και στο γλέντι και στο χορό, ή αγόραζαν κριάσ(ι) κι έτρωγαν εκεί στο τσιαρδάκι τους. Κι όλη σκεδόν τη νύχτα με τις κάπες τους τις καλές, τις ζεχάτες (με πολλά φλώρα στρίματα, γαϊτάνια), στη Νεβρόπολη τη νύχτα και το κατακαλόκαιρο έκανε κρύο, γύρναγαν πέρα δώθε παρέες-παρέες ή και ξεμαναχιασμένοι δυο και τρεις και κουβέντιαζαν άλλες δουλειές ή και προξενιά, αλάργα απ’ τα μάτια των αλλουνών.

Την άλλη μέρα ως το γιόμα ξεπουλιώνταν ό,τι είχε απομείνει, ψώνιζαν οι Βλάχοι τα ψώνια πούθελαν και τίποτα σταφύλια και κάνα πεπόνι και καρπούζι, έρχονταν ο πιτετραμένος της Κοινότητας του Μεσενικόλα, μέτραγε τον τόπο πώπιανε το τσιαρδάκι και είσπραζε ανάλογο ποσό, όπως το ίδιο γένονταν κάθε φορά και για το καντάρι όταν ζύϊαζε τα τομάρια, ο βαλμάς έφερνε τ’ άλογα, φόρτωναν κι εδώ παν οι άλλοι.

Στο Παζαράκι πουλιώνταν και πολλά σφαχτά, όχι τόσο από Σαρακατσιαναίους όσο απ’ τους παλιοχωρίσιους που έτρεφαν μανάρια κι από μικροζωέμπορους που έκαναν πραμάτειες, τα μάζωναν απ’ τα κείθε χωριά και τάφερναν εκεί και τα μεταπούλαγαν. Πολλά σφαχτά ψένονταν και καταναλώνονταν κι εκεί επί τόπου.

Και τώρα στα κονάκια. Εκεί τα λιανοπαίδια δεν τα χώραγε ο τόπος. Τη μέρα που θα γύρναγαν οι παζαριώτες, αυτά έπιαναν απ’ την αυγή το διάσελο στον άη-Λιά να καρτερέσουν τον πατέρα τους, το μπάρμπα, τον παπούλη, τη βαβά, τον αδερφό. Καρτέρεγαν και μόλις άκουγαν στον κατήφορο μέσα στα έλατα κάνα σαλα(γ)ητό , αλάλαζαν από χαρά. «'Έρχουντι, έρχουντι» χούϊζαν κι αδρόμαγαν να τους ανταμώσουν και να πάρουν τα λιλιά και τα παιγνίδια που τους έφερναν και να ξεκουφάνουν τον κόσμο με τις σιουρίστρες και τις πιπίγκες. Πολλές βολές φύλαξα εκεί στον Άη-Λιά με τ’ αδέρφια μου απ’ την αυγή, κι ας μας έλεγε ή μάνα μας ότι θ' αργήσει νάρθει ο πατέρας.

pazaraki_400.jpgΚαι μερικές θύμησες απ’ το Παζαράκι: Θα νάμαν δώδεκα χρονών, όταν πρωτοπήγα στο Παζαράκι. Κι από τότε πάαινα κάθε χρόνο και βόηθαγα τον πατέρα μου. Θυμάμαι την πρώτη βολά πούχα πάει, μούχε δώκει λεπτά ο πατέρας μου κι αγόρασα καλούδια και παιγνίδια για τα άλλα παιδιά, καραμέλες, τσατσάρες, γυαλιά (καθρέφτες) και σιουρίστρες. Και σκουλαρίκια, πελεντζίκια και δαχτυλίδια για τις αδερφάδες μου. Κι όταν γυρνάγαμε, ξέροντας εγώ ότι ο Γιώργος κι ο Νώντας θα φυλάν καρτερώντας στον Άη-Λιά, μόλις έφτασαμε στον Καϊπη και πήραμε τη στράτα τον ανήφορο μεσ' στα έλατα, αρχίνησα να σαλαγάω δυνατά τ’ άλογα, για να μ' ακούσουν τα παιδιά που καρτέρεγαν. Ξελαρυγγιάστηκα χουϊάζοντας. Κι όταν έφτασαμε κι έτρεξαν τ’ αδέρφια μου, τους έδωκα από ένα-ένα τα καλά που τους έφερα και σαν πήγαμε στο σπίτι δεν έσωνα να λέω για το Παζαράκι και τα θάματά του.

Για όλο τον κόσμο εκεί στα β'νά, Βλάχους και χωριάτες, ήταν φόβος και τρόμος ο εισπράχτορας με τα εντάλματα. Κι άλλον τρόπο απ’ το λάκημα δεν είχαν να γλυτώσουν, μόλις τον έβλεπαν με τους χωροφύλακες που τον συνόδευαν. Όμως κι οι χωροφυλάκοι είχαν τα περτίπια τους. Θυμώμαι λοιπόν νιά βολά εκεί στο Παζαράκι, όπως καθόμασταν στο τσιαρδάκι μας, βλέπω παρέκει ένα κακομάντζαλον άνθρωπο, μ' ένα παλιοπανωβράκι φλώρο, κάτι παλιοτσάρουχα, νιά σκούφια κακοβαλμένη άχαρα στο κεφάλι και με νιά παλιόκλιτσα να την κρατάει άβολα στο χέρι. Τον τήραγα με περιέργεια και ρώτησα κάποιον, ποιος νάναι. «Ωρέ χουρουφύλακας απ' του Τρουβάτ' είνι» μου λέει. Το χωριό Τροβάτου είχε σταθμό χωροφυλακής. Κοιτάω καλά, τον γνώρισα, είχε έρθει στα κονάκια και τον ήξερα. Ο φίλος είχε μασκαρευτεί για να πιάσει χρεωφειλέτες του Δημοσίου. Κι όπως έλεγαν, έπιασε κάμποσους.

Και μια καταγραφή: Εκεί στο Παζαράκι έβλεπες όλα τα ταράφια, όλες τις αγραφιώτικες φάρες τις σαρακατσιανναίικες, μικρές και τρανές: Μαλαμαίοι, Χαλβατζαίοι και Δουλαίοι απ’ τα Κριθάρια, Ακριβαίοι και Ζαρογιανναίοι απ’ τον Έλατο, Κολοβαίοι και Γιαταγαναίοι απ’ την Καρύτσα, Βελεντζαίοι και Καλιωραίοι απ’ τη Μπέσια, το Σταυρό και τα Κούτσουρα, Ζυγογιανναίοι απ’ το Μπελοκομήτ', Πατσιαουραίοι, Τσιγαριδαίοι, Αραπογιανναίοι, Καλαμπαλικαίοι, Μπλαρογιανναίοι, Γωγωλαίοι, Μιχαίοι, Μιχοπουλαίοι, Κουτσουπαίοι και Ψαλιδαίοι απ’ τις Νιάλες και τα Καμάρια, Καλλαίοι απ’ την Κοκκινόβρυση, Μπακολαίοι απ’ την Έλσιανη μου φαίνεται, Μποταίοι, Κορκαίοι και Αραπιτσαίοι απ’ την Καρυά, Πατσαραίοι (Ψαρογιωργαίοι), Αργυραίοι, Σταφυλαίοι, Μπανακαίοι, Ζαγαλιωταίοι, Ντουλαίοι, Βλαχακαίοι, Τζιαχρισταίοι και Μπαλατσαίοι απ’ τον Καρβασαρά, Αλεξαίοι και Μαμαλιγκαίοι απ’ τη Γούβα, Μαργωναίοι και Σαλαγιανναίοι απ’ το Τροβάτο, Χαρδαλαίοι (δε θυμάμαι από που), Τασουλαίοι (απ’ το Ασπρόρεμα νομίζω), Σφυραίοι, Ντελαίοι, Τσιλομητραίοι, Κατσιαβραίοι, Τετριμηδαίοι, Τσιλοχρησταίοι, κι άλλοι κι άλλοι πολλοί.

Κι ανάμεσα τους ξεχώριζαν τσελιγκάδες τρανοί. Ο Μήτσιο Μαλαμούλης με το θεριό παράστημα και τα φλώρα παντελόνια του, ο αδερφός του ο Κώστας με το μαύρο σαν αράπη πρόσωπο, ο Φείμ'ς (Σεραφείμης) ο Βελέντζας, ο μπάρμπας μου ο Νίκο Κολοβός, κατακάλεσιος ομορφάντρας, ψηλός και λυγερόκορμος σαν κυπαρίσσι, όλο καμάρι κι αρχοντιά, ο Αλέξαντρο Ακρίβος με τα χόντρητά του, ο αδερφός του ο Άγγελος, ψηλός ξερακιανός και με πρόσωπο σαν τσιγαρόχαρτο κι άλλοι. Να κι ένα ποίημα του Αθάνα (πρέπει να τόγραψε νιός) για τους Σαρακατσιαναίους τσελιγκάδες των Αγράφων:

Κουμπάρος ήρθα στ' Άγραφα και τη χαρά δεν κρύβω. 
Τα βλαχοτόπια γνώρισα, τους τσελιγκάδες είδα... 
στο Μαλαμούλη προσπερνώ, διαβαίνω στον Ακρίβο. 
Βελέντζα μη με καρτερείς! Δε θάρθω Τσιγαρίδα! 
το Σαλαγιάννη χαιρετώ και πάω στον Πατσαούρα. 
Στη Σάϊκα, στον Καταραχιά, στ’ αγναντερά Μαράθια, 
να φάω ψιμάρνι στο σουβλί, να πιω νερό στη Γκούρα, 
να ιδώ τον ήλιο την αυγή στης θάλασσας τα βάθια.

(περιοδ. «Φθιώτις» 1955, τεϋχος 4, σελ. 67).

Πολλές βολές πέρναγαν στο Παζαράκι και πολιτευτές, ιδίως ο Γιώργος Μπουρδάρας, που τον είχαν φίλο οι Σαρακατσιαναίοι και τον ψήφιζαν, κι ο Καφρίτσας, ένας κομματάρχης αντίπαλος του Μπουρδάρα και φίλος στα τελευταία του Μαλαμούλη.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιααίοι"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.