Παζαρευόμασταν στην Καρδίτσα. Η Καρδίτσα τότε, καθώς δεν ύπαρχαν συγκοινωνίες, ήταν μεγάλο παζάρι. Κατέβαιναν εκεί και πούλαγαν ό,τι είχαν κι αγόραζαν ό,τι χρειάζονταν, εκτός απ’ τα καμπίσια τα χωριά της περιοχής της και τα ριζά, κι όλα τ’ Άγραφα, απ’ την Αργιθέα ως το χωριό τ’ Άγραφα και πέρα ακόμα, Φουρνά, Ρεντίνα και κάμποσα χωριά του Δομοκού. Μέρα Τετράδη που γένονταν το παζάρι, δεν έσκιζες να περάσεις απ’ την πολυκοσμία. Εξόν απ’ ό,τι είχαν τα μαγαζιά και τ' αργαστήρια, έβγαναν εκεί και πούλαγαν οι χωριάτες κι οι Βλάχοι από λιανά σφαχτά μέχρι αλογομούλαρα και γαϊδούρια, κότες κι άλλα πουλερικά, λαχανικά, μπουστανικά, οπωρικά, γεννήματα, τυριά και βουτύρατα, μέχρι μαλλιά και σκουτιά και βελέντζες κι ό,τι άλλο ήθελες.

Ο δρόμος πώρχεται από την πλατεία και πάει για τη Νέα Αγορά (έτσι έλεγαν τότε τη Δημοτική Αγορά), κοντά στην Αγορά, ήταν γιομάτος γύφτικα, που ξεκούφαιναν τον κόσμο με τα φυσερά και τα σφυριά στ' αμόνια καθώς βάρεγαν ασταμάτητα. Έφκιαναν αλέτρια, υνιά, σίδερα για παραθύρια και οικοδομές, τσεκούρια, κλαδευτήρες, μαχαίρια κι άλλα κοφτερά. Μέχρι και χιόνι θυμήθηκα που πούλαγαν εκεί στην αγορά, τούχαν μέσα σε σακιά με άχερα, και νερό κρυωμένο σε λαήνι μέσ' στο χιόνι, και καστανόχωμα για τα λουλούδια και φορτώματα ξύλα, κι ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Αν πεις από κυπροκούδουνα και κλίτσες και κλιτσόξυλα και σβάρνες και σαμάρια και ίγκλες και παπούτσια και τσαρούχια, σωροί, κι ό,τι άλλο να φανταστείς.

Εκεί λοιπόν στην Καρδίτσα κατεβαίναμε και μείς απ’ την Καρυά για να παζαρευτούμε. Ιδίως για ν' αγοράσουμε γέννημα, καλαμπόκι ή σ(ι)τάρ(ι), αλάτι για τα πράματα και το τυρί, λίγο πετρέλιο και λάδι, κάνα κρεμμύδι και σκόρδο, λίγο πιπέρι, κανιά ντομάτα, κάνα τσίτι για σουπάνι (εσωπανιφόδρα) ή για βρακιά και κοντά (πουκάμισα), αλλά και για τις γυναίκες υφάσματα, κουμπιά, βαφές και τέτοια. Και κάνα καλούδι για τα λιανοπαίδια, και κάνα αγγούρι (πεπόνι) και καρπούζι.

nea agoraΉταν όμως αλάργα η Καρδίτσα απ’ την Καρυά και γι' αυτό ξεκινάγαμε απ’ την Τρίτη και γυρνάγαμε την Πέφτη, όπως κι όλοι απ’ τα χωριά των Αγράφων. Την έκαμα αυτή τη στράτα πολλές βολές. Την Τρίτη τοιμάζονταν απ’ την αυγή οι Βλάχοι και κατά το γιοματάκι έπιαναν τ’ άλογα, τα καλίγωναν, συνονοϊώνταν με τις γυναίκες τους τι θα ψωνίσουν, τοίμαζαν σε ντενεκέδια τίποτα τυρί ή βούτυρο αν είχαν ανάγκη να το πουλήσουν για ν' αγοράσουν γέννημα, τα φόρτωναν στα πράματα, τυρί, σακιά για το γέννημα, λαδίκα για το λάδι και ντενεκεδάκο για το πετρέλιο, και καβάλα ξεκίναγαν. Στο Νεχώρι άφιναν τα δοχεία για το λάδι και το πετρέλιο να μην τα κουβαλάν απ’ την Καρδίτσα και τους χυθούν, και τράβαγαν Νεβρόπολη-Τσιαρδάκι-Βλάσδου και κατά το σουρούπωμα ή κι αργότερα, ανάλογα με την ώρα πούχαν ξεκινήσει, κατέβαιναν και σταμάταγαν στο Προσηλάκι, απ' κάτ' και δεξιά όπως κατεβαίνουμε απ’ το Βλάσδου. Εκεί ξεφόρτωναν, μάζωναν τα σαμάρια και τα σέϊα σε νιά μεριά, κανόνιζαν το νουμπέτι (τη σειρά, το νούμερο για να προσέχουν τ’ άλογα, από ορισμένη ώρα ο καθένας), πεδούκλωναν τ’ άλογα και κοιμόνταν με κανιά γαλάζια βελεντζούλα σκέπασμα, σε τέτοιες στράτες δεν έπαιρναν κάπες το Καλοκαίρι. Οι δραγάτες δεν έλειπαν να φανούν, θα τους έδωναν το ουτλάκι τους και θα πέρναγαν τη νύχτα. Το ουτλάκι ήταν ένα είδος φορολογίας απ’ τους αγροφύλακες, τοπιάτικο για τ’ άλογα που ξενύχταγαν κάπου. Ήταν απαραίτητο, θα νάρχονταν οι αγροφύλακες το βράδυ να το πάρουν. Κυρίως το Καλοκαίρι με το πήγαινε-έλα στην Καρδίτσα γένονταν λόγος για το ουτλάκι, μώλεγε ο πατέρας μου.

Την άλλη μέρα σηκώνονταν νύχτα και με το πώσκαζε ο ήλιος έμπαιναν στην Καρδίτσα, αφού πρώτα πλέρωναν στο έμπα το φόρο για ό,τι έφερναν, τυριά ή κάνα πράμα. Καθώς έμπαιναμε στην πόλη με δροσιά και δεν είχε αρχίσει ακόμα η μεγάλη κίνηση, ακούονταν τα πέταλα απ' τ’ άλογα καθώς περπάταγαν στη δημοσιά κι έρχονταν στις μύτες μας μια τσαγκή μυρουδιά. Τράβαγαν κι έδεναν τ’ άλογα στο χάνι του Μαλαμούλη. Τόλεγαν «χάνι του Μαλαμούλη», γιατί ήταν ιδιοχτησία ενός Μαλαμούλη, δικού μας Σαρακατσιάνου, του Παναγιώτη, πούχε σπουδάσει δικηόρος, μα δεν έκαμε ποτέ το δικηόρο, αλλά είχε εγκατασταθεί στην Καρδίτσα κι είχε πολλά ακίνητα. Το χάνι το νοίκιαζε, δεν το δούλευε ο ίδιος. Κι η πρώτη δουλειά τους να πάν' ν' αγοράσουν γέννημα. Με τα σακιά στα χέρια έπαιρναν το δρόμο της αγοράς, πώβγαναν οι Καραγκούνηδες στάρια και καλαμπόκια. Ρίχνονταν στα παζάρια, πέντε απαν' πέντε κάτ', τα ταίριαζαν, το σάκιαζαν, το ζύϊαζαν, έφερναν τ’ άλογα και το κουβάλαγαν στο χάνι. Κανιά βολά αγόραζαν γέννημα κι από αποθήκη, από έμπορα. Θυμάμαι έναν τέτοιον, που αγοράζαμε πολλές βολές γέννημα, κοντός, φαλακρός, με μια κοιλιά σα φουσκωμένο μπαλόνι, Πετρίκα τον έλεγαν, ήταν φίλος του πατέρα μου. Μετά το γέννημα τράβαγαν στην αλαταποθήκη, το Μονοπώλιο, για αλάτι, κι ύστερα ο καθένας έτρεχε στα μαγαζιά ν' αγοράσει ό,τι άλλο ήθελε. Σιγά-σιγά μάζωναν όλες τις δουλειές τους κι άμα αποτελείωναν αγόραζαν κάνα καρβέλι χάσικο ψωμί και κρατώντας το στη μασχάλη πάαιναν σε κάνα μαέρικο κι έτρωγαν.

Ζέστα έκανε του σκασμού, οι Σαρακατσιαναίοι ντυμένοι στα μαλλίσια τα χοντροσκούτια τους άναφταν και καταΐδρωναν. Δεν έγλεπαν την ώρα να μπιτίσουν, να προκάμουν να φτάσουν νωρίς το βράδυ στη Νεβρόπολη, να γλυτώσουν. Νιά ώρα αρχύτερα λοιπόν να ξεκινήσουν. Όμως κανιά βολά άργηγαν, τους έπαιρνε το δειλινό ή και το σουρούπωμα ακόμα. Αλλά κατά κανόνα ξεκίναγαν γιόμα. Φόρτωναν τ’ άλογα και δρόμο να βγουν απ’ τον κάμπο, να πιάσουν τη Νεβρόπολη.

Νιά βολά νιά χήρα, η Χαραλάμπαινα η Κόρκαινα, έστειλε το παιδί της το Λία, ήταν λιανός ακόμα, αντάμα με τους άλλους να φέρει γέννημα. Στη στράτα λοιπόν, όταν γύρναγαν απ’ την Καρδίτσα, λίγο πάρα πάν' απ’ την Παπαράτζα, απ’ την πολύ την κάψα, τον κουρνιαχτό και το κακό κι όπως ήταν άμαθο το παιδί, λιβακώθηκε, κουτσοκεφαλιάστηκε, έσβυσε. Τρόμαξαν να το συνεφέρουν και τόβαλαν καβάλα πανωσάμαρα στο φόρτωμα, όσο να πιάσουν το ριζό και να δροσιστεί λιγάκι. Κι είχαν να το λεν στα κονάκια το πάθημα του καημένου του Λία.

Το βραδάκι ίσια με την ώρα ή και νύχτα έφταναν στη Νεβρόπολη. Εκεί ξενύχταγαν όπως την προηγούμενη, με το νουμπέτι, το ουτλάκι. Μαναχά που στη Νεβρόπολη έκανε ολοένα κρύο δυνατό το βράδυ. Και νύχτα-νύχτα φόρτωναν και τράβαγαν κι έφταναν κατά το γιοματάκι στην Καρυά. Εκεί τους καρτέρ(η)γαν με χαρά και με χέρια ανοιχτά μικροί και τρανοί.

Έτσι τελείωνε το τρίμερο του παζαριού κι όσοι τόκαναν, όταν έφταναν στην Καρυά, έκαναν μέρες να συνέρθουν απ’ τη λάβα του κάμπου. Άσε που πολλές βολές κόλλαγαν θέρμες και τράβαγαν τον τάραχο τους μ' αυτές, καθώς δε συντηριώνταν και καλά.

Και νιά θύμηση που με κάνει και γελάω: Πάαιναμε νιά βολά με τον ξάδερφο μου τον Κώστα στο παζάρι στην Καρδίτσα. Είχαμε μαζί μας κι έναν παλιοχωρίσιο τζιομπάνο απ’ την Κουστέσα (είναι συνοικισμός των Βραγγιανών), Στούμπο τον έλεγαν, έναν πολύ καλόν μα και πολύ άπραγον κι αφελή ανθρωπάκο. Είχε νιά κλίτσα μ' έναν κλιτσόξυλο θερίο, γιομάτο ρόζους. Αρχίνησε να τον πειράζει ο ξάδερφος μου και να τον σκιάζει: «κουμπάρι μ' (είχαμε κάποια κουμπαριά) τι να σ'πού, μ 'αυτό θα σι πιάσ(ει) η αστυνομία, θα σι κλείσ(ει) μέσα κι θα σ' του κατασχέσ(ει), αυτό είνι φουνικό όργανου». Σιγά-σιγά με τα πολλά, σιγοντάροντας και γώ, πίστεψε ο χριστιανός κι άρχισε ν' ανησυχεί. «Τι λιές μωρέ κουμπάρι, αλήθεια; Κι τι να κάμου τώρα;» ρώταγε, ώσπου ρίχτηκε η ιδέα να την κρύψει κάπου την κλίτσα. Όπως κι έκαμε ο έρημος, αναμέρισε απ’ τη δημοσιά, εκεί σιμά στην Παπαράτζα, και τηρώντας γυροβολιά, σα νάκρυφτε κάνα κανόνι, πήγε και την έχωσε την κλίτσα σε μια πατουλιά. Και την πήρε τ' απόγιομα, όταν γυρνάγαμε.

Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, «Οι Σαρακατσιαναίοι»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.