Τα παλιά τα χρόνια οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήταν πουθενά και σε καένα χαρτί γραμμένοι, ήταν όπως έλεγαν «ντιπ και ντιπ άγραφοι», «αδήλωτοι» και σπάνια πάαιναν και στρατιώτες. Επί Βενιζέλου όμως, όπως είχα ακούσει να λένε, υποχρεώθηκαν να γραφούν, και πολλοί γράφτηκαν στα Τρίκαλα, γιατί εκεί τους τράβηξε ο Χατζηγάκης, παλιά κοτζαμπάσικη οικογένεια απ’ το βλαχοχώρι το Περτούλι του Κόζιακα, Βλάχος όμως όχι Σαρακατσιάνος, με την οποία οι Σαρακατσιαναίοι είχαν από παλιά σχέσεις, απ’ τον καιρό του Τούρκικου ακόμα, που τους κατάτρεξε και τους εκτόπισε για τη Βουλγαρία γιατί φύλαγαν τους κλέφτες κι ο Χατζηγάκης τους υποστήριξε κι υπάρχει και το σχετικό δημοτικό τραγούδι.
Έτσι πολλοί Σαρακατσιαναίοι βρέθηκαν γραμμένοι στα δημοτολόγια των Τρικάλων κι αποτελούσαν μόνιμη και πιστή εκλογική πελατεία του Χατζηγάκη και στις δημοτικές εκλογές μαζώνονταν απ' όλες τις άκρες της Θεσσαλίας κι απ’ αλαργώτερα ακόμα και χάλαγαν κόσμο γι’ αυτόν. Μου διηγούνταν ότι μέχρι το ξύλο έφταναν, δέρνονταν οι Σαρακατσιαναίοι με τους αντίπαλους για να υποστηρίξουν το Χατζηγάκη.
Έγινε και τούτο με το «γράψιμο», το «δήλωμα»: Πολλοί Σαρακατσιαναίοι είχαν γραφτεί απ’ τους πατεράδες τους στα Τρίκαλα ή σ’ αλλά μέρη, επειδή έτυχε και βρίσκονταν τότε εκεί. Αργότερα όμως, σαν ξεμάκρυναν και βρέθηκαν αλλού, ούτε ήξεραν αν είναι καν γραμμένοι, ή που είναι γραμμένοι. Η στρατολογία όμως τους αναζήταγε και κανιά βολά τους εύρισκε ύστερα από χρόνια και πάαιναν και υπηρέταγαν μεγάλοι, καραμουστακαλήδες πιά. Άλλοι πάλι «δηλώνονταν» οι ίδιοι μεγάλοι. Έτσι και στα 1940 ακόμα που υπηρετούσα τη θητεία μου στα Τρίκαλα, ήταν ένα σωρό Σαρακατσιαναίοι φαντάροι και πολλοί απ' αυτούς ήταν μεγάλοι στην ηλικία. Είχαμε μάλιστα μαζωχτεί μια Κυριακή όλοι μαζί κι έβγαλαμε και φωτογραφία, θα νάμασταν και πενήντα. Ποιος ξέρει τι νάγινε..!
Όμως εδώ στ’ Άγραφα, επειδή, όπως είπαμε, οι Σαρακατσιαναίοι είχαν εγκατασταθεί απ’ τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης κι είχαν γραφτεί στις Κοινότητες, στρατεύονταν κανονικά, όπως όλος ο κόσμος. Και μάλιστα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, γιατί εκεί στρατευονταν ένα μεγάλο μέρος της Ευρυτανίας. Έτσι ο πατέρας μου και είχε υπηρετήσει κανονικά τη θητεία του και είχε πάει και στον πόλεμο του δώδεκα-δεκατρία. Και μάλιστα μώλεγε τώρα κοντά, όταν το 1962 με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων απ’ τον πόλεμο εκείνον, μοίρασαν κάτι μετάλια στους πολεμιστές του κι αυτουνού δεν τώδωκαν και τούχε παράπονο!
Λοιπόν οι Σαρακατσιαναίοι ενώ εχτρεύονταν κι αντιπάθαγαν όλους τους άλλους, αγροφύλακες, σπράχτορες, δασικούς, αποσπάσματα και χωροφύλακες, δεν είχαν τα ίδια αιστήματα και για το στρατό . Τον έβλεπαν με άλλο μάτι, τούχαν άλλη υπόληψη και τα παιδιά όταν πάαιναν στρατιώτες, τούχαν κατά κάποιο τρόπο καμάρι. Στρατιώτες άμα έλεγαν παλιά οι Σαρακατσιαναίοι, εννοούσαν το χωροφύλακα, τ’ απόσπασμα, και μόνο για τα παιδιά που υπηρέταγαν στο στρατό χρησιμοποιούσαν τη λέξη με τη συνηθισμένη της σημασία. Το στρατιωτικό ήταν σημαντικό γεγονός και για το ίδιο το Σαρακατσιανόπουλο που στρατεύονταν και για την οικογένειά του. Γι’ αυτό το ίδιο γιατί χωρίζονταν απόνα περιβάλλον και μια ζωή οικεία και γνώριμη κι έπεφτε σ' έναν άλλο τελείως άγνωστο και διαφορετικό κόσμο. Γι’ αυτό και τα παιδιά που ήταν σε ηλικία να στρατευτούν, συχνά στους γάμους και τα γλέντια τραγούδαγαν το γνωστό τραγούδι:
Τέσσερα χρόνια στο στρατό, στη Λάρισα και στο Δομοκό. Στρώνω την κουβερτούλα μου, καημό πώχει η καρδούλα μου. Γέμ’ τη στρώνω και κοιμάμαι, και για σένα δε θυμάμαι
Αλλά και για την οικογένειά του, γιατί στερούνταν για πολύν καιρό το παιδί τους, έμεναν τα πράματα χωρίς τσιοπάνο κι οι δουλειές, και περίσσευαν οι έγνοιες, ο κόπος κι ο καημός για το παιδί, όπως συμβαίνει, σ’ όλα τα χωριά στα σπίτια που τα παιδιά τους πάνε φαντάροι. Και κάθε τόσο καρτέρ(η)γαν γράμμα, που σε μας έρχονταν στον Καρβασαρά, το διπλανό χωριό.
Θυμώμαι σαν έρχονταν κάνα παιδί πούταν στρατιώτης, με άδεια, τι γένονταν στα κονάκια! Ήταν το πρόσωπο της μέρας. Και μολόγαγε και δεν έσωνε κατορθώματα και πράματα και θάματα με το λοχαγό και τον επιλοχία, με τα γυμνάσια και τη θεωρία, συνηθισμένα πράματα της φανταρίστικης ζωής, που στα μάτια των απλών ανθρώπων και μάλιστα την εποχή εκείνη έπαιρναν διαστάσεις. Κι οι διηγήσεις και τα κατορθώματα έκαναν το γύρο σ' όλα τα κονάκια. Θυμάμαι έναν ξάδερφό μου που υπηρέταγε στα σύνορα κι ήρθε με άδεια. Και τι καμάρι αυτός και τι χαρά η δόλια η μάνα του, πούχε χάσει άλλο μεγαλύτερο παιδί στο στρατό κι ήταν καμένη. Τον θυμάμαι εκεί στην αυλή του σπιτιού τους πούχε μαζώξει κι άλλα παιδιά κι είχαν όλοι όπλα -στα κονάκια υπήρχαν μπόλικα μαλιχέρια- και τους μάθαινε το «παρουσιάστε» και το «επ' ώμου», κι έριχναν στο σημάδι. και τόσα άλλα. Ίσως ένας λόγος της ανεκτικής και συμπαθητικής στάσης των Σαρακατσιαναίων προς το στρατό, νάταν και τούτο: Η κλίση κι η αγάπη τους στ’ άρματα, τα όπλα, που στο στρατό μπορούσαν και τα χαίρονταν.
Θυμάμαι ακόμα τον Τόλη Κόρκο, της θειάς Πανάϊους της Κόρκαινας, πούταν χήρα, φτωχειά και βασανισμένη, πως γύρισε από αιχμάλωτος απ’ τη Μικρά Ασία. Τον θυμώμαι σαν τώρα δα πως άραξε στον αη Λιά με μια γαλάζια βελεντζούλα στον ώμο, είχε περάσει σε κάτι άλλα κονάκια και του την έδωκαν, για να σκεπάζεται τη νύχτα όπου κοιμόνταν. Και θυμάμαι και το γάμο του ύστερα από κάμποσα χρόνια, που μόλις ξεκίνησε το συμπεθεριακό για τη Νιάλα, από κει ήταν η νύφη, εκεί από κάτ’ απ’ τα κονάκια, δεν ξέρω πως βρέθηκε ένας περαστικός φωτογράφος και το φωτογράφησε, όλοι καβάλα στ’ άλογα, αλλά ο μασκαράς πληρώθηκε και φωτογραφίες δεν έστειλε αργότερα, όπως είχε υποσχεθεί. Μικροπαλιανθρωπιά, που τη θυμάμαι, γιατί για καιρό στην Καρυά τη θυμόνταν και τον έβριζαν τον παλιανθρωπάκο.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"