Σ' όλον το ζυγό των Αγράφων, απ’ το Καρπενήσι ως τη Μεσοχώρα (παλιά, μου φαίνετα, την έλεγαν Βιτσίστα) όλος ο πληθυσμός ήταν κι είναι ελληνόγλωσσος. Εκείνα τα χρόνια όμως διακρίνονταν, ας πούμε, σε δυο μιλέτια, σε Βλάχους και χωριάτες. Χωριάτες ήταν οι ντόπιοι κάτοικοι, πώμεναν σε χωριά Χειμώνα Καλοκαίρι και πρέπει νάταν ριζωμένοι εκεί τουλάχιστον απ’ το Μεσαίωνα. Βλάχοι ήταν οι Σαρακατσιαναίοι πώβγαιναν στα βουνά μόνο το Καλοκαίρι. Άλλα μιλέτια δεν υπήρχαν, γιατί στα βουνά αυτά δεν ξεκαλοκαίριαζαν άλλοι σκηνίτες κτηνοτρόφοι εκτός από Σαρακατσιαναίους.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι κι ο Κασομούλης κι άλλοι συγγραφείς, όταν μιλάνε για «βλαχοποιμένες» αυτής της περιοχής, τους Σαρακατσιαναίους εννοούν. Έχω και παλιά συμβόλαια του παπούλη μου, που χρησιμοποιούν το όνομα «βλαχοποιμήν». Γι’ αυτό εκεί άμα έλεγαν Βλάχο, εννοούσαν το Σαρακατσιάνο. Και σ' όλο το κείμενο χρησιμοποιώ τις λέξεις Σαρακατσιάνος και σκέτο Βλάχος σαν ταυτόσημες. Κι οι ίδιοι οι Σαρακατσιαναίοι τον εαυτό τους εκεί Βλάχο τον έλεγαν, όχι Σαρακατσιάνο. Τη λέξη Σαρακατσιάνος σπάνια την άκουγες. Αυτό ίσχυε για όλη σχεδόν τη Ρούμελη. Κι απ’ τη Λαμία και κάτω άμα λεν Βλάχο εννοούν το Σαρακατσιάνο. Όπως κι εδώ στην Αττική οι Αρβανίτες, πούναι οι ντόπιοι κι οιΣαρακατσιαναίοι οι ξένοι, Βλάχους τους λεν τους Σαρακατσιαναίους, δεν τους ξέρουν, τις περσότερες βολές τουλάχιστον, Σαρακατσιαναίους. Ενώ στη Θεσσαλία, στον Κόζιακα των Τρικάλων και στα βουνά της Μακεδονίας πώβγαιναν κι Αρβαν(ι)τόβλαχοι και Ρουμανόβλαχοι και πολλοί απ’ αυτούς είχαν και χωριά δικά τους, έκαναν πάντα τη διάκριση ανάμεσα στο Βλάχο το βλαχόφωνο και το Σαρακατσιάνο. Κι ο Σαρακατσιάνος, άμα έβλεπε ότι τον μπερδεύουν με το βλαχόφωνο, αντιδρούσε έντονα. «Όχι ωρέ, ιγώ δεν είμι τέτοιους Βλάχους, ίγώ είμι Βλάχους Σαρακατσιάνους», τον άκουγες κι έλεγε ορθά κοφτά.
Εδώ λοιπόν στ’ Άγραφα υπήρχαν μονάχα Βλάχοι Σαρακατσιαναίοι και ντόπιοι χωριάτες. Για το πως εγκαταστάθηκαν οι Σαρακατσιαναίοι στα αγραφιώτικα τα βουνά κι έγιναν δημότες στα χωριά κι απόχτησαν δικαιώματα να βόσκουν στα κοινοτικά λιβάδια, είπαμε λίγα πράματα παραπάνω. Πάντως κατά ένα τρόπο ήταν παρείσακτοι.
Θα προστέσω μόνο τα όσα μούπε ο πατέρας μου το 1966 για τα Βραγγιανά. Τα μολόγαγε, όπως μούπε, ο γέρο Βασίλης Αραπίτσας, ξάδερφός του, αλλά πολύ μεγαλύτερος του στην ηλικία.
Αρχικώς, λέει, όλοι οι Βλάχοι, Μαλαμούλης, Ακρίβος, Μποτός, Κορκαίοι, Αραπιτσαίοι, Ζυγογιανναίοι, Γερογιανναίοι (ήταν το ίδιο σόϊ με τους Ζυγογιανναίους, μώλεγε ο πατέρας μου), είχαν βγει κι ήταν μαζωμένοι στον Έλατο (τοποθεσία όπου τελικά έμεινε ο Ακρίβος) πολλά κονάκια. Εκεί πήραν οι κλέφτες και το Γιώργο Μαλαμούλη σκλάβο, δασκαλούδι απ’ το διάβασμα, τον πήγαν στη Μπουρλέρου και τον ξαγόρασαν.
Από κει απ’ τον Έλατο έπαιρναν όλα τα λιβάδια με νοίκιο, ως τα Τρία Σύνορα (τοποθεσία στο σύνορο με το Τροβάτο). Τα νοίκιαζε ο Έπαρχος και τάπαιρναν απ’ τον Έπαρχο. Ήταν, όπως είπαμε, του Δημοσίου τότε). Και μετά αγόρασαν χωράφια, άλλος εδώ κι άλλος εκεί και έφκιασαν και σπίτια μέσα στο χωριό. Και σε κάποια δίκη στο Μεσολόγγι, που θάγινε λόγος φαίνεται για το αν είναι κι οι Βλάχοι χωριανοί, ένας Τσιώλης, ντόπιος Βραγγιανίτης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Προέδρου, είπε: Είναι κι αυτοί χωργιανοί, αλλά όχι σαν κι εμάς».
Πάντως οι Σαρακατσιαναίοι δεν ήταν κι από παλιότερα ξένοι κι άγνωστοι στα βουνά αυτά. Τάξεραν και τα βόσκαγαν πολλές βολές από τότε, απ’ την τουρκοκρατία ακόμα, με νοίκι. Και μόλις έγινε το Ελληνικό, αλλού με το ζόρ’ αλλού με το καλό, ή και με τα δυό, απόχτησαν δικαιώματα. Η Χατζημιχάλη στο έργο της «Οι Σαρακατσάνοι» αναφέρει ένα σόι Σαρακατσιαναίους στην Ήπειρο, τους Φερεντιναίους. Υπάρχει στα Βραγγιανά, στην Κρανιά, μια βρύση που την λεν «Στου Φερεντίνου», πράμα που δείχνει ότι κάποτε ξεκαλοκαίριασε εκεί ο Φερεντίνος. Κι αυτό το ξεκαλοκαίριασμα αναφέρεται και σε μια διήγηση ενός γέρο Φερεντίνου στο βιβλίο της Χατζημιχάλη.
Τους ντόπιους χωριάτες οι Σαρακατσιαναίοι τους έλεγαν, λίγο υποτιμητικά, «παλιοχωρίσιους». Κι έτσι, αλλά και «σιαπανίσιους», τους λεν κι ως τα σήμερα σε όλη τη Θεσσαλία και άλλα μέρη, κι όχι μόνο οι Σαρακατσιαναίοι. Όμως οι Σαρακατσιαναίοι τους έλεγαν και «καψομούνηδες» και «π(ου)τσιάδες». Κι οι παλιοχωρίσιοι τους βλάχους, σκατόβλαχους.
Ποιες ήταν οι σχέσεις τους; Γενικά ήταν καλές. Αλλά οι Σαρακατσιαναίοι τους έβλεπαν τους χωριάτες με κάποια υπεροψία. Ο Σαρακατσιάνος εκείνα τα χρόνια τον παλιοχωρίσιο τον έβλεπε πολύ πάρα κάτω απ’ την αφεντιά του. Νομίζω ότι αυτή η νοοτροπία δημιουργήθηκε κι έγινε πεποίθηση και σχεδόν, πρόληψη, από δυο πράματα. Τόνα ήταν η μεγάλη οικονομική-βιοτική διαφορά. Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν γενικά σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση. Κι ο φτωχότερος Σαρακατσιάνος ήταν χορτάτος και το ψωμί του, τη μπομπότα, τότρωγε με προσφάϊ, αρτυμένο. Είχε το γάλα, το τυρί, το ξυνόγαλο. Ενώ οι χωριάτες είχαν, τότε, μεγάλη φτώχεια και πολλοί κι εξαθλίωση. Οι περσότεροι λίμαζαν το γάλα και το τυρί. Αν ένας χωριάτης έβγανε απ’ τα χωράφια του το ψωμί όχι όλης της χρονιάς, αλλά έστω για τους μισούς μήνες, ήταν μεγάλο πράμα. Τ’ άλλο ήταν η σιγουριά, ο αέρας πώδωνε στους Σαρακατσιαναίους η στάνη, το σχετικά οργανωμένο σύνολό της κι η κάπως σιγουρεμένη ζωή εκεί μέσα, καθώς κι η νομαδική, η φερέοικη ζωή πώκαναν, σκληρή και πολεμόχαρη, που τους έκανε σκληραγωγημένους και παληκαράδες. Αυτό επιτείνονταν κι απ’ την κλέφτικη, τη λεβέντικη παράδοση, που διατηριώνταν πολύ πιό ζωντανή στους Σαρακατσιαναίους ως τελευταία.
Με λίγα λόγια οι παλιοχωρίσιοι ήταν πιό ήμεροι, πιό φιλήσυχοι, ενώ οι Σαρακατσιαναίοι πιό άγριοι, πιό ζορμπάδες. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στα δυό στοιχεία και η υπεροπτική στάση των Σαρακατσιαναίων απέναντι στους παλιοχωρίσιους ήταν ιδιαίτερα έντονη εκεί στα δικά μας γύρω χωριά, Βραγγιανά, Καρβασαρά, Καρύτσα, Νεχώρι, Μπελοκομήτη, Μπεζιούλα, Σερμενίκο, Τετάι, κ.λ.π.
Και το παράξενο είναι ότι μερικά σόια σαρακατσιαναίικα έχουν τη ρίζα τους απ’ τους παλιοχωρίσιους, τους ντόπιους.
Στα Βραγγιανά οι Αλεξαίοι (Αλεξάκης-Αλεξαίοι) της Γούβας - Μπουρμπουτσιλιάς είναι ντόπιοι Βραγγιανίτες, που σιγά-σιγά έγιναν Βλάχοι. Κι υπάρχουν πολλοί Αλεξαίοι, που κάθονται ακόμα σα χωριανοί μέσα στα Βραγγιανά. Οι Πολυζαίοι, μεγάλοι τσελιγκάδες που αγόρασαν κτήματα στο Βελεστίνο και Αρμυρό και προπολεμικά πάαιναν το Καλοκαίρι στη Μακεδονία, κι αυτοί παλιοχωρίσιοι είναι απ’ το Καταφύγι της Καρδίτσας. Ο προσπαπούλης τους, μυλωνάς στο χωριό του, παντρεύτηκε μιά Σαρακατσιάνα απ’ τους Τσιακουμαίους, έκαμε τζιομπάνος στα πρότα τα βακούφικα του μοναστηριού της Κορώνας, τα πήρε ύστερα μεσιακά, σιγά-σιγά έφκιασε δικό του κοπάδι, κάπως έτσι έγινε, έκαμε το Βλάχο, δηλαδή κατέβαινε το Χειμώνα στα χειμαδιά, τα παιδιά του παντρευτήκαν Σαρακατσιάνες και οι απόγονοι του έγιναν Βλάχοι Σαρακατσιαναίοι τσελιγκάδες και μάλιστα μεγάλοι και τρανοί.
Το ίδιο λέγεται και για τους Κολοβαίους της Καρύτσας. Το 1964 μώλεγαν στην Καρύτσα, δεν σημείωσα μονάχα αν μου τώλεγε Βλάχος ή χωριάτης, ότι κοινός πρόγονος όλων των Κολοβαίων της Καρύτσας, παλιοχωρίσιων και Βλάχων, ήταν κάποιος Κολοβός πούχε έρθει απόνα χωριό του Καρπενησίου. Κι ήταν χωριάτης, όχι Σαρακατσιάνος. Και φαίνετα οι Καρυτσιώτες οι Κολοβαίοι σιγά-σιγά διαφοροποιήθηκαν επαγγελματικά σε κτηνοτρόφους-νομάδες και σε γεωργούς-μόνιμους κάτοικους. Απ’ το χωριό του Καρπενησίου, της καταγωγής των Κολοβαίων, έφυγαν κι άλλοι Κολοβαίοι μέχρι και για την Πελοπόνησο.
Το 1965 όμως, ο μπάρμπας μου ο Λία Κολοβός, 65 χρονών τότε, κι άλλοι Κολοβαίοι Βλάχοι μώλεγαν στην Καρύτσα ότι, προσπάποι τους ήρθαν απ’ την Ήπειρο κι ότι έχουν συγγένεια με τους Σαρακατσιαναίους Κολοβαίους της Ηπείρου, απ’ τους οποίους ένας έκαμε γαμπρό το ληστή Ρέτζο. Όταν ήρθαν στην Καρύτσα, ένας Κολοβός κατοίκεψε στο χωριό, δηλαδή έγινε χωριάτης κι ο άλλος συνέχισε το βλάχικο. Γι’ αυτό και στην Καρύτσα που υπάρχουν πολλοί Κολοβαίοι, οι μισοί είναι χωριάτες κι οι άλλοι μισοί Βλάχοι, σε ξεχωριστόν μαχαλά ετούτοι, με μακρυνή συγγένεια μεταξύ τους. Ότι ο προσπάπος του μπάρμπα μου είχε πολλά παιδιά (Λία, Δημήτρη, Γιώργο, Θύμιο, Βασίλη, Θανάση, Γιαννάκη -ήταν ο μικρότερος- κι ίσως και κάποιον άλλον) και μίνια μαναχοδυχατέρα, που την έδωκαν στο Μήτρο Μαλαμούλη, τον πατέρα του γέρο Γιώργου και του Παναγιώτη (αυτουνού του αδικηγόρευτου δικηγόρου πώμενε στην Καρδίτσα).
Αυτά που λέμε όμως για Σαρακατσιαναίους που κρατάει η σκούφια τους από παλιοχωρίσιους, ας μη νομιστεί πως ήταν φαινόμενο γενικό. Ίσια-ίσια το αντίστροφο παρατηρούνταν. Απ' όσο ξέρω κι έχω διαβάσει σχετικά, κι ίσως καμιά άλλη φορά μου δοθεί ευκαιρία να γράψω γι’ αυτό , στο διάβα των αιώνων κι όπως γύρναγαν οι Σαρακατσιαναίοι σ' όλα τα μέρη, πολλοί απ’ αυτούς κατάνταγαν να κατοικεύουν σε χωριά, να ριζώνουν και να γίνονται μόνιμοι κάτοικοι, και μερικές φορές αποτελώντας κι ολόκληρα χωριά, και με το πέρασμα του χρόνου να γίνονται χωριάτες σαν τους άλλους και ν' αστοχάν τη φύτρα τους.
Για να φανεί η διαφορά που υπήρχε ανάμεσα σε βλάχους - χωριάτες, που κατά τη γνώμη μου ήταν αποτέλεσμα της επαγγελματικής-οικονομικής τους διαφοράς, θυμάμαι και τούτα:
Κάποτε στην Καρύτσα, ένας Βλάχος, ο Βαγγέλης Κολοβός, παντρεύτηκε μια ντόπια χωριάτισσα, ήταν φαίνετα μαναχοκόρη κι είχε κάτι κτηματάκια, και κατοίκεψε χειμωνοκαλόκαιρο στο χωριό. Το πράμα ήταν ασυνήθιστο, κι οι χωριάτες οι Καρυτσιώτες, παρά το ότι υπήρχαν κι άλλοι Κολοβαίοι χωριάτες, με την ίδια όπως είπαμε ρίζα με τους Κολοβαίους τους Βλάχους, αυτόν τον Βαγγέλη δεν τον έλεγαν Κολοβό κι ας ήταν και γράφονταν Κολοβός, αλλά Βλάχο, Βαγγέλη Βλάχο.
Κι έτσι έμεινε κι ήταν γνωστός σα Βαγγέλη Βλάχος. Είχε μάλιστα και μύλο κι ήταν πασίγνωστος. Κι οι Βλάχοι οι Κολοβαίοι τον θεωρούσαν πια «καψομούνη» κι ας ήταν απ’ το σόϊ τους και τον έλεγαν κι αυτοί «ο Βαγγέλη Βλάχος, ο καψομούνης».
Κάποτε, μολόγαγε ο πατέρας μου, μιά παλιοχωρίσια παντρεύτηκε Βλάχο. Το Χινόπωρο κατέβηκαν στα χειμαδιά και σα γύρισαν την Άνοιξη στα β'νά, πήγε κι αυτή στη μάνα της να φιλευτεί. Μαζώχτηκαν οι γνωστές και φίλες της και τη ρώταγαν πως πέρασε κι αυτή έδωκε τούτη την απάντηση, πώμεινε μύθος: «Τι να ιδείς αδιρφούλα μ’, κακαβγιές τα γάλατα κι ντίρις τα χουρτάργια!» Απάντηση που δείχνει πόση εντύπωση της έκαμε η αφθονία απ’ τα γάλατα και τα χορτάρια.
Κι ένα άλλο για την ιδέα που είχαν οι Βλάχοι για τον εαυτό τους και τα β’νά. Μετά τον πόλεμο και μάλιστα μετά το 1950 οι Σαρακατσιαναίοι, όλοι σχεδόν, κατοίκεψαν στον κάμπο κι έπαψαν να βγαίνουν με πράματα στα βνά. Το 1958 ήρθε να με ιδεί ένα ανήψι μου, Γιάννης Σταφύλης, πούταν κατοικημένο πιά στο Κουτσελί στα Φέρσαλα κι είχε πάει μιά βόλτα στα β’νά, στον Καρβασαρά που ξεκαλοκαίριαζαν πριν τον πόλεμο, για κάποια δουλειά του. Κι όταν τον ρώτησα τι γίνονται τα βνά, να πως μ’ απάντησε: «Τι να γένουν, μωρέ μπάρμπα, τα β’νά. Τ’ απαράτ(η)σαν οι Βλάχ(οι), παν, ρήμαξαν κι ξίϊσκιουσαν». Και για νάμαι δίκαιος, ήταν κι αλήθεια. Χωρίς τις στάνες και τα κοπάδια που ζωντάνευαν τον τόπο, τα β’να έπαψαν νάναι τα β’να πούταν νιά βολά.
Πέρα όμως απ’ τη διαφορά την οικονομική και κοινωνική και τη νοοτροπία, καθώς και την ιδέα πούχε ο ένας για τον άλλον, ανάμεσα στους παλιοχωρίσιους και τους Βλάχους υπήρχε και μιά σαφής διαφορά στο γλωσσικό ιδίωμα και κυρίως στην προφορά, πράμα που δείχνει, νομίζω, τη διαφορετική καταγωγή τους. Οι Βλάχοι όλα τα σύμφωνα τα πρόφερναν πολύ σκληρά. Οι χωριάτες αντίθετα τα πρόφερναν πολύ μαλακά. Και οι μεν και οι δε τη λέξη, ας πούμε, «νερό», άμα την έγραφαν, θα την έγραφαν σίγουρα «νερό» ή «νιρό». Όμως απ’ το στόμα του Σαρακατσιάνου θα άκουγες ένα πολύ σκληρό «νεί», ενώ απ’ το στόμα του παλιοχωρίστου θα άκουγες ένα πολύ μαλακό, σχεδόν «νιί». Το ίδιο και στις λέξεις «λέω, λές, καλημέρα, καλησπέρα, ίδιος, ιδιάστρα, κακαβιά, χλιμιτράω, καραούλι, λημέρι». κλπ. Στις λέξεις με «ιος, ια, ιο», αυτά στο στόμα του Σαρακατσιάνου συναιρούνταν σε μια συλλαβή χωρίς να παύουν ν' ακούοντα και οι δυο οι συλλαβές λίγο, ενώ στο στόμα του παλιοχωρίσιου γίνονταν «ϊδγιος, ίδγια, ίδγιο, και χωργιό, χωργιανοί, ιδγιάστρα, κακάβγια κλπ». Επίσης τη λέξη «μία και μιά» οι παλιοχωρίσιοι την πρόφερναν «μνιά», ενώ οι Σαρακατσιαναίοι έβαναν κι ένα νι και την έκαναν δισύλλαβη «μίνια».
Οι Σαρακατσιαναίοι το "ω" το άτονο το πρόφερναν κατά κανόνα «ου», όπως «παίζου, τρέχου, θα πάου, θα παίξου κλπ», όμως σε μερικές λέξεις τώκαναν "α". Δεν έλεγαν «προβατίνα-προτίνα», αλλά «πρατίνα» (κι ας λέει «προτίνα» η αξιοθαύμαστη κατά τα άλλα Χατζημιχάλη). Ο παλιοχωρίσιος έλεγε «πρόβατο, προβατίνα, πρόβατα», ενώ ο Σαρακατσιάνος πάντα κι αναλλοίωτα «πρότο, πρατίνα, πρότα».
Και σ' άλλες λέξεις ο Σαρακατσιάνος μετέτρεπε το άτονο "ο" σε "α", όπως «μαναχός, μαναχά, μαναστήρι, μαναστηριακός, καταμαναχός μ’, ξιμαναχιασμένος κλπ.». Γι’ αυτά θα πούμε περσότερα στο Πέμπτο Κεφάλαιο.
Στο λεξιλόγιο οι διαφορές ήταν λιγότερες και δεν τις θυμάμαι και καλά. Ανάγονταν μάλλον στον επαγγελματικό τομέα, γιατί οι χωριάτες ήταν κυρίως γεωργοί κι ήταν επόμενο να χρησιμοποιούν λέξεις που δεν τις ήξεραν ή δεν τις χρησιμοποιούσαν οι Βλάχοι, γιατί δεν τους χρειάζονταν.
Αν όμως υπήρχε διαφορά ανάμεσα στους Βλάχους και τους χωριάτες κι αν, όπως είπαμε, οι Βλάχοι έβλεπαν τους χωριάτες σαν παρακατιανούς, αυτό δε σημαίνει πως δεν είχαν και σχέσεις μεταξύ τους. Έβαναν τσιοπαναραίους χωριάτες, δε θυμήθηκα το αντίστροφο, έπιαναν κουμπαριές, άφιναν το Χινόπωρο πράματα, τα «αφιμένα» (κάδες, αργαλειούς και τέτοια) στους χωριάτες για φύλαμα και γενικά είχαν καλές σχέσεις. Κι έπειτα είχαν και τα νταραβέρια και τις δοσοληψίες με την Κοινότητα, τον παπά, τους αγροφύλακες. Στις κοινοτικές εκλογές οι Βλάχοι έπαιρναν ενεργό μέρος, γιατί απ’ την Κοινότητα εξαρτιόνταν πολλά συμφέροντά τους κι ιδίως οι βοσκές και τα λιβάδια, το βοϊδολίβαδο κι άλλα. Και πολλές βολές προς τα κει που βάϊζαν (έκλιναν) αυτοί, εκεί ήταν και η νίκη. Στα Βραγγιανά πούταν πολλοί Βλάχοι, ήταν μοιρασμένοι σε δυό κόμματα, απ’ τόνα οι Καρυώτες με τους Αλεξαίους, Μαμαλιγκαίους κι άλλους κι απ’ τ’ άλλο ο Μαλαμούλης κι οι Ακριβαίοι. Οι Καρυώτες κι οι άλλοι ήταν οι παρακατιανοί, ήταν, ας πούμε, οι Όρεινοί», κι ο Μαλαμούλης κι οι Ακριβαίοι οι αρχοντάδες, οι «πεδινοί». Κέρδιζαν οι Καρυώτες. Αλλά ο Μαλαμούλης πάλι έκανε τη δουλειά του, κι ας τον είχαν βγάλει τον Πρόεδρο οι Καρυώτες. Ο Μαλαμούλης ήταν ο τρανύτερος τσέλιγκας της περιοχής, ίσως ο τρανύτερος απ' όλους τους Σαρακατσιαναίους τσελικάδες, νοικοκύρης άβαρος, και ποιος χωριάτης και Πρόεδρος πώβγαινε, θα μπορούσε να του εναντιωθεί, ή να μη δελεασθεί απ’ αυτόν .
Πάντως ο Πρόεδρος κι ο Γραμματικός ήταν πρόσωπα, που τα πρόσεχαν οι Βλάχοι, γιατί τους χρειάζονταν. Αυτοί θα τους «έφκιαναν τα χαρτιά» για κανιά απαλλαγή απ’ το στρατό, για κανιά σύνταξη, κάνα πιστοποιητικό και τέτοια. Θυμώμαι τη θειά μου την Καλομοίρα, που της είχε πεθάνει παιδί, νομίζω στο στρατό, πόσες βολές αράδιαζε στο χωριό για να της φκιάσει ο Γραμματικός κι ο Πρόεδρος τα χαρτιά. Νιά βολά πάαιναμε αντάμα, με είχε στείλει και μένα ο πατέρας μου για κάποια δουλειά. Κι όπως είχαμε πάει απ’ την απάνω στράτα, απ’ το Βοϊδολίβαδο, μόλις πήραμε να κατηφορίζουμε για το χωριό, πρόγκησαμε έναν λαγό και πέρασε από μπροστά μας, μας «έκοψε τη στράτα». Η καημένη η θειά μου φαρμακώθηκε. «Κακουσ(η)μαδιά πιδάκι μ’, δε θα κάμουμι δ'λειά». Και τόφερε ο διάολος και πραγματικά δε μπόρεσε η θειά να τελειώσει τη δουλειά της. Άειντε τώρα να της βγάλεις την πρόληψη απ’ το μυαλό. Αν έβγαινε αλεπού αντί λαγός, θα νάταν καλοσημαδιά, έλεγε.
Ο Πρόεδρος έρχονταν κανιά βολά και στα κονάκια, στην Καρυά. Τον περιποιόνταν. Τώδωναν και τίποτα μαλλιά, λίγη μυτζήθρα, κάνα τομαράκι τυρί. Όσο για τους αγροφύλακες, ήταν όπως παντού και πάντα, πληγή αγιάτρευτη. Όμως ήταν εκείνα τα χρόνια κι ένας παπάς στα Βραγγιανά, που αξίζει να τον αναφέρουμε. Δεν ήταν Βραγγιανίτης, από κάποιο άλλο χωριό ήταν, μου φαίνεται. Ήταν όμως πανέξυπνος. Είχε δώδεκα παιδιά. Κάποτε πήγα με τον πατέρα μου στο σπίτι του και τα θυμάμαι, σκεδόν γυμνά, και τα κούτσικα όλα ξεβράκωτα. Μεγάλη φτώχεια. Όμως όλο και τα κατάφερνε ο παπάς και μάλιστα όσο ήταν στα Βραγγιανά, γιατί υστερότερα τον έδιωξαν, έστελνε και δυο παιδιά του στο Γυμνάσιο στην Καρδίτσα.
Στα Βραγγιανά υπάρχει το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στη Γούβα, και σ’ αυτό λειτούργησε επί τουρκοκρατίας η γνωστή Σχολή του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού, γνωστή σα Σχολή της Γούβας, και σαν «Ελληνομουσείον» των Αγράφων. Ήταν ανώτερη Σχολή, όχι απλώς για κολλυβογράμματα. Η Σχολή αυτή κι ο Ευγένιος Γιαννούλης είχαν μεγάλη φήμη. Σημειώνω εδώ ότι το 1964, πούχα πάει στην Καρύτσα, μώδειξε ένα παιδί του Βαγγέλη Βλάχου, πούταν και Γραμματικός της Κοινότητας, στο μοναστήρι της Πελεκητής χαραγμένη την είδηση, με χρονολογία, του θανάτου του Ευγένιου Γιαννούλη στη Γούβα των Βραγγιανών.
Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, έλεγαν ότι παλιά είχε πολλά κειμήλια και πράματα αξίας. Και πολλά, φαίνεται, είχε ακούσει ο πατέρας μου για το μοναστήρι απ’ τον παπά. Έλεγε ο πατέρας μου, ότι το μοναστήρι είχε πολλά αρχαία, αλλά τα πούλησε ένας παπα-Χρήστος απ’ τα Βραγγιανά σε κάποιον γυρολόγο Νώτη. Είχε, λέει, ευαγγέλια από μεμβράνες. Κι ένα αυγό πολύ τρανό, από στρουθοκάμηλο. Και στην Αγία Παρασκευή χειροτονήθηκαν πολλοί δεσποτάδες. Αυτά μώλεγε ο πατέρας μου.
Αυτή η Σχολή των Βραγγιανών, που πρωτοϊδρύθηκε απ’ τον Ευγένιο Γιαννούλη στο Καρπενήσι κι από κει μεταφέρθηκε στα Βραγγιανά, ίσως για περσότερη ησυχία και ασφάλεια, πρέπει νάταν η πρώτη ανώτερη Σχολή που ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο, γιατί ο Κωστής Μοσκώφ στο έργο του «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909», Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 98, γράφει: «... Από το 1642 στο Καρπενήσι προηγείται ο ορεινός και πιό ελεύθερος κόσμος από τα 1647 στα Γιάννινα και στην Αθήνα, από τα 1702 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, ανοίγονται Σχολές ανώτερης μάθησης...». Ο Γρανίτσας μάλιστα στα «Άγρια και τα ήμερα...», σελ. 11, ανάγει την ίδρυση της Σχολής των Βραγγιανών στα χρόνια πώπεσε η Πόλη κι ήρθαν λόγιοι από κει, αλλά μου φαίνεται λίγο δυσκολοπίστευτη αυτή η γνώμη του.
Εκτός απ’ τη Σχολή που είπαμε, τα Βραγγιανά άκμασαν κάποτε και γιατί είχαν επί τουρκοκρατίας πολλούς ταξιδιώτες-πραματευτάδες, που πάαιναν στην Πόλη κι εμπορευόταν κι έφερναν πλούτο. Και τον καιρό που μολογάω ακόμα, παρά τη γενική φτώχεια του τόπου, στά Βραγγιανα διατηριώνταν μια αρχοντιά, που την έβλεπες στη συμπεριφορά και την υποδοχή και φιλοξενία που σώκαναν άμα πάαινες στο χωριό, όπως άκουγα να λένε στα κονάκια μας.
Του παπά τώφκιανε ολοένα ένα τομαράκι μυτζήθρα ο πατέρας μου. Νιά βολά είχε έρθει στην Καρυά και κάθονταν με τον πατέρα μου στο σπίτι μας, σε νιά κάμαρη, σε ξύλινα σκαμνιά και κουβέντιαζαν. Δεν ξέρω πώς, λιανοπαίδι εγώ, πέρασα ανάμεσά τους, μπροστά απ’ τον παπά. Μέκαμε ένα τέτοιο μάλωμα ο πατέρας μου για την ασέβεια πρός τον παπά, που το θυμάμαι ακόμα, χούμπωσα απ’ τη ντροπή μου. Ο πατέρας μου τον είχε περί πολλού αυτόν τον παπά. Άκουγε με προσοχή τις διηγήσεις του, τις σοφίες και συμβουλές του. Πρέπει να πω όμως, ότι γενικά οι Σαρακατσιαναίοι κι ας ήταν δεισιδαίμονες και προληπτικοί, θρησκόληπτοι και παπαδόπληκτοι δεν ήταν. Τον παπά τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν ως ένα σημείο, γιατί τους χρειάζονταν ο αγιασμός του, να φύγει κανιά αρρώστια απ’ τα πράματα, ή για κανιά λεχώνα να τη διαβάσει, για κάνα γάμο και τέτοια.
Κι ένα άλλο θυμώμαι με τον παπά αυτόν: Πέθανε στα κονάκια η γέρω Γώγαινα η Αραπίτσαινα. Όμως ο γέρο Γώγος χρώσταγε στον παπά τη ρόγα, το μιστό του. Και δεν έρχονταν ο παπάς να την κηδέψει. Βρώμισε η γέρω Γώγαινα κι αυτός έμενε ανένδοτος. Ώσπου φόρτωσε ο γέρο Γώγος ένα φόρτωμα καλαμπόκι που το είχε για τη φαμελιά του και το πήγε στον παπά στο χωριό και τότε εδέησε νάρθει εκείνος να θάψει την καημένη τη γέρω Γώαινα, πούχε μυρίσει άθαφτη. Άκουσε τα σκολιανά του στα κονάνια. «Τραϊ» τον ανέβαζαν, «τραϊ» τον κατέβαζαν.
Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού, "Οι Σαρακατσιαναίοι"