α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του προσώπου (χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, πόθο ή ευχή που δεν έγινε, κοροϊδία, αγανάκτηση π.χ. α; = τι ; , ααα; =τι είπατε;, ααααα.. = σωστά ή κατάλαβα, στερητικό πρόθημα, δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η αρχική λέξη: αβέβιους, άκακους, ανάφαγους, ανέξουδους, ανήλκους, ανήμπουρους, ανήξηρους, ανήψητος, ανηπρόκουπους, άηχους, άοπλους, άυπνους.
β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα από τη μάνα του, βυζανιάρικο.
β’ζουπιάνου, βυζουπιάνου = βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει , να πιάσει βυζί, πιάνω τη θηλή από το μαστάρι της προβατίνας και βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει.
γ’νικίσιους, -α, -ου = γυναικείος.
γάβια = η θέση
γαβριάς = τόπος με γάβρους
γαβρουλουιόμι = γαμπρολογιέμαι.
γάβρους = είδος δέντρου, με την επιστημονική ονομασία Carpinus
δαγκώνου = δαγκώνω -ομαι & δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ κάτι ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω (αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. έδακον )
δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου, πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.
έβγα = βγες
εδώ ιά = εδώ, σε αυτό το σημείο
έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή ήπια
ζαβά τόπια = κακοτοπιές.
ζαβατιάρ’κους = ατίθασος, ανυπότακτος
ζάβατους =θόρυβος, που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα των ζώων
η (άρθρο) =ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η Γιαννούλα)
ήβρα = βρήκα
ήγκαιρο, ήγκυρου (κολάστρα) = πρωτόγαλα, το γάλα των πρώτων ημερών
ήλιους = ήλιος
καβαλ’κιεύου = ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.
καβαλάου = καβαλικεύω
καβαλάρ’ς = καβαλάρης, οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης , οριζόντιο τεντόξυλο.
λ(ι)τάρι = μικρή τριχιά
λάβδανου = Η αλαδανιά, το άγριο τριαντάφυλλο των βράχων, έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες από οποιοδήποτε φυτό Το λάβδανο ή λάδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του φυτού Κίσθος Κρητικός Στην μυθολογία αναφέρεται ως το φυτό που για χάρη του καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί θέλησαν να δώσουν θεραπευτικές ιδιότητες στην αλαδανιά ενώ οι θεές καλλωπιστικές ιδιότητες και έτσι απέκτησε και τις δυο.
μ' = μου
μ' απουγίνκι = απόκαμα, κουράστηκα εντελώς, ψόφησα στην κούραση, δεν έχω άλλες δυνάμεις
μ' αρέει = μου αρέσει
ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό
ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια ασχήμια είναι
ν΄μπά(τ)σαμαν = την πατήσαμε
ξ’λένιους, -α, -ου = ξύλινος.
ξ’λιά = ξυλιά, χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.
ξ’λόκουτα = μπεκάτσα
όβουλα = χρήματα.
οβριά (tamus communis) = αβρωνιά, ομβριά, βεργιά, πολυετές αναριχώμενη κλιματσίδα που φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε σε ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα νέα βλαστάρια που βγαίνουν από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται ελαφρώς και τρώγονται με λάδι και ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και είναι διουρητικό με προσοχή γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια ουσία ερεθιστική για την επιδερμίδα. Η κάτοικος της Οβριάς (χωριά της Πελλοπονήσου)
π’λακίδα = χρονιάρα κότα
π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό τρεξίματος, γρήγορο τρέξιμο
π’λαλ’το = ασταμάτητο τρέξιμο
ρ’ζά = πρόποδες από βουνό.
ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα του οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia tinctorum) είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην την Ελλάδα. Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει κόκκινο χρώμα. Το ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται από το χώμα, πλένεται, ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό σκιάν και στην συνέχεια
σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη χρησιμοποιούμε για θήκη κυρίως όπλων
σ’λούπι = χαρακτηριστικά του προσώπου,. σουλούπι
σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί του προβάτου, για να το γνωρίζω.
τ' τα στρώνω = μουντζώνω.
τ΄απίστωμα = μπρούμυτα
τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό
τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για γνέσιμο
τ’λούπα του κιφάλι = άσπρισε.
τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα
υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο .
υπνουβότανου = βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).
υπνουμένη, -ος = αυτή αυτός που κοιμάται, κοιμισμένη
φ’κάλι = μάτσα από αγριόθαμνο, ονομαζόμενο ''φουκάλι'', δεμένο και πατημένο με βάρος, για να πάρουν το σχήμα σκούπας , αρχαίο το κόρηθρον, φουκάλι ή φουκαλιά , σκούπα
φ’καλίζου = σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
φ’λεύου = φιλοξενώ, τραπεζώνω, -ουμι φιλοξενούμαι
χ(υ)λός = αλεύρι βρασμένο με νερό , χυλός
χ΄αΐντι , χ'αΐντι = αϊντε-αϊντεφράση που δηλώνει κοροϊδία
χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.
Ψ’χαλίζου = ψιχαλίζω
ψ’χή = καρδιά.
ψ’χουκόκκαλα = τα πλευρά στο στήθος.