α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του προσώπου (χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, πόθο ή ευχή που δεν έγινε, κοροϊδία, αγανάκτηση π.χ. α; = τι ; , ααα; =τι είπατε;, ααααα.. = σωστά ή κατάλαβα, στερητικό πρόθημα, δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η αρχική λέξη: αβέβιους, άκακους, ανάφαγους, ανέξουδους, ανήλκους, ανήμπουρους, ανήξηρους, ανήψητος, ανηπρόκουπους, άηχους, άοπλους, άυπνους.
αβάκιο = μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί μαθητές, [αρχ. ἀβάκιον]
αβαντζάρσα = έδωσα μπροστάντζα,προκατέβαλλα, έδωσα κάτι παραπάνω, συγκαταβατικό φέρσιμο: να κάνω αβάντζα σε κάποιον
αβάρητους, αβάργους = δε βαριέται αυτός, ακούραστος, δραστήριος, ασταμάτητος, που δεν τον χτύπησαν
άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη οικονομικά, με οικονομική άνεση. αρχ.( ἀβαρής)
αβασάνιστους -η -ου, αβασάνγους = που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. (Αντίθετο, βασανισμένος),που δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος
αβασίλευτους -η -ου = . που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο πριν από τη δύση του , (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν, που δεν έχει βασιλιά
αβασκιαίνου, βασκαίνου = κάνω κάποιον να αδιαθετήσει, να βλαφθεί υπό την επήρεια του ματιού μου, τον ματιάζω.
αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει, ασυγκράτητος, ανυπόμονος
αβάσταχτους -η -ου = δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος, βαρύς, ασήκωτος, δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, ορμητικός, ασυγκράτητος
αβάτευτους -η -ου = δεν γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του
αβάφτ'στους -η- ου = που δε βαφτίστηκε ακόμα, που δεν έχει βαφτιστεί χριστιανός(αλλόθρησκος) = άπιστος, αντίχριστος
αβγαταίνου = αβγατίζω, αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος
αβγατίζου = αυξάνω, μεγαλώνω,εκβαίνω> εκβατός >εγβατός >εγβατίζω> εβγατίζω> αβγατίζω , αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος
αβγάτου = αύξηση
αβγουλίθι = αρρώστια των προβάτων (όγκος σε σχήμα αβγού).
αβδέλλα = βδέλλα, γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω σου και παίρνει από σένα σα βδέλλα
αβδέλλιασμα = ασθένεια των προβάτων γκλαμπάτζα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση
αβδιλλιάζουμι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη βδέλλα, (παθαίνει διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα αβδέλλιασμα, το αβδελλιάζω 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά)2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα.
αβέρτα = συνέχεια
άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό· άκακος, αβλαβής, τα μικρά άβλαβα ζώα του δάσους. Άβλαβο γιατρικό, που δεν έχει πάθει βλάβη = είναι άβλαφτος.
αβλαστήμ'τους -η -ου = που δεν τον βλαστήμησε κανείς
αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν: Tου πιδί πέθανε αβάφτ'στο και αβλόητο
άβουλα = άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου)
άβουλους, η, ου = η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας, (αρχ. ἀβουλία) από το βούλομαι
άβρακουτους = χωρίς βρακί
άβροχους -η -ου = περίοδος κατά τη διάρκειά της οποίας δεν έχει βρέξει, δε βράχηκε, άβρεχτος
αγάζωτους -η -ου = που δεν τον έχουν γαζώσει, που έμεινε πρόχειρα ραμμένος με τρύπωμα .
αγαθός -ή -ό = πράος, ενάρετος, καλός, καλοκάγαθος, αφελής, απονήρευτος, ευκολόπιστος, αγαθιάρης
αγαθούτσ’κους = χαζούλης
αγαθοφέρνου = συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.
αγαλαξιά = Η λοιμώδης αγαλαξία των αιγοπροβάτωνείναι πολύ συχνή στην Ελλάδα. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νοσήματα των μικρών μηρυκαστικών, με μεγάλη οικονομική σημασία. Χαρακτηρίζεται κυρίως από φλεγμονώδεις εντοπίσεις, στο μαστό στις αρθρώσεις και στους οφθαλμούς. Η λοιμώδης αγαλαξία οφείλεται στο Mycoplasma agalactiae. Άλλα είδη μυκοπλασμάτων που σχετίζονται με την μαστίτιδα είναι M.argini, M.capricolum, M. Mycoides subsp. MycoidesΗ παραγόμενη ποσότητα γάλακτος ελαττώνεται, μέχρι πλήρη στείρευση. Το μαστικό έκκριμα γίνεται κίτρινο ή πράσινο, υφάλμυρο, ορώδες και περιέχει μικρά πήγματα.
αγάλια, απαγάλια = σιγά, αργά, απαλά, γλυκά
αγαλιανός = αργός.
αγάμητους -η -ου = που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή.[αρχ. ἀγάμητος, ἀγάμετος `άγαμος΄, κατά την εξέλ. της σημ. του γαμώ]
αγανός = αγανός, -ή, -ό = αραιός, χαλαρός (ως προς την ύφανση) μαλακός, απαλός , αραιός, ανάριος.
άγανου = αρχαία ελληνική ἄκανος > άγανο με επίδραση από το ἄγανον (ξύλον), το άκρο του σταχυού (οι βελονοειδείς του απολήξεις) βελόνι από τα στάχυα , ( μουστάκια ) των σιτηρών
αγαπητ'κός-ιά = εραστής, ερωμένη
αγάς = τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, σαν αγάς = δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα [αγάς < τουρκ. ağa -ς]
αγγάστρουτους -η -ου = δεν έμεινε έγκυος
αγγειά = οικοσκευή που περιλαμβάνει κυρίως μεταλλικά αντικείμενα
αγγειό = χάλκωμα (ταψί, πιάτο, κατσαρόλα, κ.ά.), γυναικείο γεννητικό όργανο.
αγγελοκρούομαι, αγγιλουκρούουμι = θίγομαι πολύ εύκολα, παρεξηγιέμαι εύκολα, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι
άγγιλοι = άγγελοι
αγγιλουβαριμένους = παράξενος, ιδιότροπος.
αγγιλουκρουσμένους = μυγιάγγιχτος,, παράξενος.
άγγιλους = άγγελος, πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση του Θεού, πρωτοστάτης, φύλακας άγγελος, που οδηγεί και προστατεύει τον πιστό, καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος, (συνήθ. για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια , για όμορφο παιδί, συχνά για μικρό παιδί που πέθανε
αγγόνα, ιγκόνα = η εγγονή
αγγόνι = (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) εγγόνι : αγγονάκι το υποκορηστικό.
αγγόνι = εγγονός
αγγονός = ο εγγονός
αγγόρτσο, γγόρτσο = μικρό άγριο αχλάδι
αγγούρι = καρπούζι
αγέννωτο, αγιένουτου, αγίνουτο = δεν είναι ακόμα έτοιμο , δεν είναι ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του, άγουρο
αγιάζου -ουμι = κάνω κάτι ιερό, άγιο, ευλογώ, γίνομαι άγιος, αδυνατίζω πάρα πολύ
αγιάτρευτους -η -ου = που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ο αθεράπευτος, καημός που δεν αντέχεται
αγιένουτα, αγέννωτα = τα ρούχα που έγιναν από υφάσματα που δεν πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον αργαλειό, υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια για επεξεργασία.
αγίνουτους = δεν είχε γεννηθεί
αγιουκέρι = κερί ή λαμπάδα της εκκλησίας από κερί μέλισσας
αγκαθιάζουμι = υποψιάζομαι, πονηρεύομαι.
αγκαλλιάζου = παίρνω αγκαλιά,χαίρομαι, βάζω ή σφίγγω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σκεπάζω, τυλίγω, περιβάλλω, βλέπω ένα αντικείμενο με τα μάτια στο σύνολό του, καλύπτω, υιοθετώ
αγκειλώνου = τσιμπάω
αγκίδα = ακίδα,μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από ξύλο που τρυπάει το σώμα μου.
αγκλίτσα ή κλίτσα = σκαλισμένη ή απλά σκέτη, κυρτή κεφαλή με μορφή συνήθως κριαριού, που έχει τρύπα και μπαίνει σε ένα ίσιο ξύλο.
αγκότσια = καβάλα στην πλάτη, κουβαλάω κάποιον ή κάτι στους ώμους, το σώμα του πάνω στις πλάτες μου, τα χέρια του γύρα από το λαιμό μου και τα πόδια του θηλιά στη μέση μου.
αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω, υποφέρω (μτφ),(για μηχανή) κάνω θόρυβο: αγκομαχάει το τρένο
αγκουμάχ'μα = αγκομαχητό
αγκούσα = δυσφορία από την πολλή ζέστη, δύσπνοια, στενοχώρια, πρόβλημα, πολυφαγία, κούραση.
αγκουσιεύουμι = δυσφορώ από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια. στενοχωριέμαι.
αγκυλώνου = τσιμπάω, πιάνω τσιμπώντας κάτι, τσιμπάω χωρίς να μπορεί να ελευθερωθεί (σαν το αγκίστρι), πληγώνω με αιχμηρό όργανο., κεντώ ή ράβω με το βελόνι, -ουμι κάποιο αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα.
αγκωνάρι = μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών, μεγάλη πέτρα, κοτρόνα, γωνία ενός κτίσματος, στήριγμα
αγκώνας = η έξω γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα στο βραχίονα και στον αντιβραχίονα
αγλείφ'ς = γλείφεις
αγλήγουρα =γρήγορα.
αγληγουρότιρα = πάνε πιο γρήγορα (σε ταχύτητα), πριν από λίγο.
αγλήγουρους = γρήγορος
αγλίνα = όγκος από λάσπη που γλιστράει επικίνδυνα.
αγναντεύου = παρατηρώαπό ένα ψηλό σημείο παρατηρώ κάτι , παρατηρώ κάτι από μακρινή απόσταση
αγνάντι = απέναντι
αγνάντια = απέναντι.
αγνάντιμα = η παρατήρηση από μακριά
αγνάντιου = ηθέση από την οποία μπορώ να παρατηρώ
άγνιστα = αυτά που δεν τα έγνεσαν
αγουνία = αγωνία,άγχος
αγουνίζουμι = καταβάλλω έντονη προσπάθεια για κάποιο σκοπό , κάνω αγώνα ή συμμετέχω , καταβάλλω έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση κάποιου, συμμετέχω σε αγώνισμα
αγουνιόμι = αγωνίζομαι, προσπαθώ, ταλαιπωρούμαι.
αγουραστός -ή -ό = που τον αποκτά κανείς με αγορά, έναντι χρημάτων· αγορασμένος
αγουρουμαραγκιάζου = μαραίνομαι προτού να ωριμάσω.
άγουρους, άγριος = δεν ωρίμασε (επί ανθρώπων ανώριμος)
αγραμάδα = χαραμάδα
αγρασιά = υγρασία
άγραφους -η -ο = άγραφτος -η -ο , .που δεν έχει γραφτεί, που δεν υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε
αγριάδα = η αγριότητα, η τραχύτητα, στα χαρακτηριστικά, στην έκφραση ή στη συμπεριφορά του ανθρώπου, αγριάδα τοπίου, αγριάδα εποχής, το φυτό άγρωστη η έρπουσα άγρωστη < αρχαία ελληνική ἄγρωστις
αγρίδι = τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι
αγρίδια = ανώριμοι καρποί.
αγριεύου = εξαγριώνομαι
αγρικώ, γρικώ = καταλαβαίνω
αγρίμι = .ονομασία των τετράποδων θηλαστικών ζώων που ζουν σε άγρια κατάσταση, (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ακοινώνητο, δύστροπο ή ανυπότακτο, ατίθασο
αγρίμια = άγρια ζώα
αγριοκέρασου = ο καρπός της αγριοκερασιάς. [αγριο- + κεράσ(ι) -ο]
αγριόμ'λου = μέλι από άγριες μέλισσες
αγριοπαίρνου = συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τρόπο απότομο ή βάναυσο
αγριουγίδι = αγριόγιδο . Το αγριόγιδο είναι ο απόλυτος κυρίαρχος των γκρεμών, είναι ένα δυναμικό και περήφανο ζώο. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι τα όρθια κέρατα που γέρνουν προς τα πίσω, στο πρόσωπό του κυριαρχεί το λευκό, ενώ το σώμα του είναι δυνατό, με χρώμα που ποικίλει ανάλογα με την εποχή. Είναι, δηλαδή, ανοιχτόχρωμο καφέ κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι με κοντό τρίχωμα, το οποίο κατά τη χειμερινή περίοδο γίνεται μακρύ και παίρνει χρώμα σκούρο καφέ – σχεδόν μαύρο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη του είναι ο γκρεμός, όπου βρίσκει προστασία από τους θηρευτές. Ορθοπλαγιές, βραχώδεις πλαγιές, απότομα δάση, σάρες, λούκια και υποαλπικά λιβάδια αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για το αγριόγιδο. Τον χειμώνα, τα αγριόγιδα προτιμούν τις απότομες, νότιες πλαγιές, όπου το χιόνι λιώνει γρηγορότερα. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι, αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου. Θυμίζει τους Σαρακατσάνους η ζωή του
αγριουκαστανιά = αγριοκαστανιά. Η αγριοκαστανιά, ιπποκαστανιά ή ιπποκαστανέα (επιστημονική ονομασία: Aesculus hippocastanum, Αίσκουλος το ιπποκάστανο) O φλοιός της, ο οποίος περιέχει μια κουμαρίνη, την αισκουλίνη και βιταμίνη P, διαθέτει φλεβοτονωτικές ιδιότητες. Η βιταμίνη P δυναμώνει τα τριχοειδή αγγεία, βοηθά στην κυκλοφορία του αίματος, καταπραΰνει τους πόνους των αιμορροϊδικών κρίσεων, αντιμετωπίζει τις εκχυμώσεις και τους κιρσούς και, γενικότερα, συμβάλλει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, που σχετίζονται με τη φλεβική ανεπάρκεια (οιδήματα, βαρειές γάμπες). Παλαιότερα, δινόταν και στα άλογα, όταν πάθαιναν κολικό και γι' αυτό έχει πάρει το όνομα hippocastanum (ίππος + κάστανο). Ακόμα, χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Ο καρπός της αγριοκαστανιάς περιέχει -μεταξύ άλλων- τανίνη, αισκουλίνη, φραξίνη και άμυλο. Το βότανο του αγριοκαστάνου χρησιμοποιείται, ως ρόφημα, ως λοσιόν, ή ως στυπτικό, για την τόνωση του κυκλοφορικού συστήματος, ενώ βοηθά στη φλεβίτιδα, τις αιμορροΐδες, τους κιρσούς και τα κνημικά έλκη.
αγριουκρίθαρου = αγριόχορτο, όρδεο το μύουρο Αγριοκρίθαρο ή Αγριοστάχυ ή τριχοστάχυ - Hordeum murinum
Αγροστώδες ζιζάνιο, φυτρώνει συνήθως σε χέρσα εδάφη και σε πολυσύχναστα μέρη και κατά μήκος των δρόμων. Τα άνθη του είναι μικρά στάχυα με ωραίες αλύγιστες τρίχες και μοιάζουν με το καλλιεργούμενο κριθάρι. Από τους πιο γνωστούς λαθρεπιβάτες. Αποτέλεσε για χρόνια παιχνίδι των παιδιών της υπαίθρου που παίζοντας, πετούσαν τα άνθη του, το ένα στα ρούχα του άλλου, όπου συνήθως "κολλούσαν". Όμως οι σπόροι των αγριοκρίθαρων δεν είναι τόσο αθώοι. Δημιουργούν ένα σοβαρό πρόβλημα για τα σκυλιά και τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να διαπεράσουν τα αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την αφαιρέσετε. Η ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη ρινική κοιλότητα και έπειτα σπάει σε κομμάτια όταν προσπαθείτε να την τραβήξετε έξω.
αγριουμ'λιά = ονομασία άγριων δέντρων που συνήθ. συγγενεύουν με τη μηλιά
άγριους = άγριος, (για καρπούς) άγουρος, ανώριμος.
άγριους τόπους = χωρίς χορτάρια για βοσκή, ξερότοπος με βράχια, αγριότοπος, χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης
αγριουσύνη = αγριότητα, αγριάδα
αγριουτήραμα = κοίταγμα άγριο
αγριουτηράου= κοιτώ αγριεμένα
αγρυπνιά = αϋπνία τη νύχτα, ξαγρύπνημα
αγώι = το μεροκάματο για τη μεταφορά των αγαθών από τον αγωγιάτη
αδέ =ενώ, αλλά, μα
αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς
αδηκιά=συκοφαντία
αδήλουτους-ου = αδήλωτος -η -ο, δεν έχει δηλωθεί πουθενά , που δεν τον έχουν δηλώσει ή που δεν έχει δηλωθεί στην αρμόδια υπηρεσία.
Άδης = τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο κάτω κόσμος της χριστιανικής παράδοσης τόπος της αιώνιας τιμωρίας των ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα, τόπος βαθύς και σκοτεινός.
αδητότι = την ίδια στιγμή, αμέσως
αδιάβαστους -η -ου = δεν τον έχουν διαβάσει ή μελετήσει, κάποιος που δεν έχει μελετήσει κάτι, που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος, αμελέτητος , που δεν είναι ενημερωμένος , που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη ευχή, πήγε αδιάβαστος χωρίς τη νεκρώσιμη ακολουθία
αδιάβατους -η -ου = για κάτι μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι. Tου χ'μώνα οι πατέκες και τα ρέματα στα β'νά είνι αδιάβατα.
άδικου = πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· αδικία
άδιντρους -η -ο = άδενδρος -η -ο &άδεντρος -η -ο: για έκταση που δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα
αδίπλο κουνάκι = αυτό που έχει δυο πλευρές και δυο σκεπές (επικλινείς).
αδιρφάδις = οι αδερφές
αδιρφός = αδερφός, αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείς , ή πατέρα, ή μητέρα, για πρόσωπο που έχουμε κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικό δεσμό, αυτοί που έχουν κοινή καταγωγή ή που συνδέονται με ίδια ιδανικά, αυτός έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κάτι άλλο όμοιο
αδιρφουμαχιριά = μαχαιριά από αδερφό, κακό που προέρχεται από τον αδερφό μου.
αδιρφουξάδιρφα = πρώτα ξαδέρφια.
αδιρφουπαίδι = ανιψιός.
αδιρφουποιτάδις = σταυραδερφοί
αδιρφουσύνη = αδελφοσύνη, αδερφοσύνη, ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια
άδραξα, αδράχνου = [aδráxno] απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno], αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει , πιάνω ή παίρνω κάτι με βία και δύναμη· αρπάζω
αδράχνου = αρπάζω κάποιον με τη βία.
αδράχτι = εξάρτημα του γνεσίματος όπου τυλίγονταν το νήμα από τη ρόκα
αδρεύου = γίνομαι αδρής, σκληραίνω.
αδρής = πυκνός, σφιχτός. δυνατός. σκληρός.
αδύνατους -η -ου = δεν έχει δύναμη, δεν προβάλλει αντίσταση, δεν έχει αντοχή, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται, ισχνός, υστερεί κάπου
αερ'κό = αγερικό , κατά τις λαϊκές παραδόσεις, κακοποιό πνεύμα, που προξενεί στους ανθρώπους παθήσεις( ψυχικές ή σωματικές), στοιχειό, ξωτικό, νεράιδα. Σύχναζαν κατά τους Σαρακατσάνους σε σταυροδρόμια ή σε πηγές ή σε ποτάμια
αερογάμ'ς = αυτός που παινεύεται για ανύπαρκτες ερωτικές επαφές, το γεράκι για το πεταγμά του
αζάποτος = δεν μαζεύεται, δεν γίνεται καλά, ζάπι < από το αραβικό dabt. < οθωμανικό zabt. < τουρκικό zaptı
άζαπους, -η, -ου = απείθαρχος, αυτός που είναι έξω από κανόνες, δεν συμμαζεύεται, δεν τον ελέγχω, δεν τον κουμαντάρω, δεν τον φέρνω βόλτα, καταλαμβάνω με τη βία
αζάτι = ελεύθερα, χωρίς περιορισμό
αζβάρα =τα παίρνω σβάρνα, προχωρώ παρασύροντας,{ σβάρνα }< μεσαιωνική ελληνική σβάρνα < σλαβική barna
αζιβγάρουτους -η -ου = αυτός που δεν έχει βρει ταίρι., αυτά που δεν μπορούν να αποτελέσουν ζευγάρι· παράταιρος, αταίριαστος
αζούπ'χτος -η -ου = αζούπιστους -η -ου , που δεν έχει ζουπηχτεί, αντίθετο ζουπημένος
αζύγουτους -η -ου = απλησίαστος. αυτόν που δεν μπορούν να τον ζυγώσουν, να τον πλησιάσουν· απλησίαστος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, δεν μπορούν να τον πλησιάσουν με τη νόηση, να τον εννοήσουν, ερμηνεύσουν
αζύιαους = αζύγιστος.
αζυμάτ'στους -η -ου = που δε ζεματίστηκε ( αντίθετο ζεματισμένος )
αηδόνα = θηλυκό αηδόνι, καλλίφωνη γυναίκα
αηδόνι = το αηδόνι , Το τραγούδι του αηδονιού είναι ιδιαίτερα αισθητό τη νύχτα, κάτιπου «αντικατοπτρίζεται» στην λαϊκή του ονομασία, σε πολλές γλώσσες (αγγλ. Nightingale, γερμ. Nachtigall, ολλ. Nachtegaal, σουηδ. Sydnäktergal κ.ο.κ) Μόνο τα αζευγάρωτα αρσενικά τραγουδούν τακτικά το βράδυ, με σκοπό να προσελκύσουν έναν σύντροφο. Το τραγούδι είναι τόσο δυνατό που, τις νύχτες, μπορεί να ακουστεί μέχρι και 500 μ. μακριά. Το ημερήσιο κελάηδημα, ιδιαίτερα τα ξημερώματα πριν από την ανατολή του ηλίου, υποτίθεται ότι είναι σημαντικό για την υπεράσπιση του ζωτικού χώρου.
αηδουνολαλούσα = πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι. "Θέλω ν' ανέβω σε βουνό, σ' ένα μαρμαροβούνι/ να βρω νια πέτρα ριζιμιά, να σταυρωθώ να κάτσω/ ν' αφουγραστώ την πέρδικα, την αηδονολαλούσα".
αηδουνουλαλού = αηδονολαλώ, κελαηδώ σαν το αηδόνι
αηδουνούλαμ = χαϊδευτικό κοπέλας.
αηράκι = αερακί ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι
αηρολογώ = λέω αερολογίες (λόϊα τ' αέρα),φλυαρώ άσκοπα.
αηρόπλανου = το αεροπλάνο
Άης = Χριστός.
άθαφτους -η -ου = (για νεκρό) που δεν τον έθαψαν ή δεν τον κήδεψαν· άταφος
αθέλτους -η -ου = άθελα, ενέργεια που έδωσε αποτέλεσμα χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που την έκανε, ακούσιος, άθελος, κάνει κάτι χωρίς να το θέλει,
αθέρας = πρώτος, ξεχωριστός
άθιλα = άθελα, χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που κάνει κάτι
αθώους, -α, -ου = αθώος , δεν ευθύνεται , απαλλάχτηκε από κατηγορία , αβλαβής, ακίνδυνος, ανυστερόβουλος, αγνός, , αφελής, ανίδεος, ακατατόπιστος
Αϊ Δημήτρ'ς = Οκτώβριος
άι μαθέ = άντε να μάθεις, πρόσεξε να καταλάβεις, εμπρός να μάθεις , βρε άκου, μαθέ = δηλαδή
αϊά = κοίτα (να δεις).
αϊάρι, = απόδοση γάλακτος σε τυρί
αϊγάπη. ιαγάπη = αγάπη.
άϊκουσμα = φήμη:
αϊκουσμένη = ανήθικη γυναίκα, αυτή που ακούστηκε, ξεφωνημένη , κακοφημισμένη
αϊντι = πήγαινε
άϊντι άϊντι = σιγά σιγά (ειρωνικά), λίγο λίγο,
αϊουκέρι = αγιοκέρι (του επιτάφιου)
άϊους =άγιος.
αΐσκιωτος, ξεΐσκιωτος = ασόβαρος, δεν εμπνέει σοβαρότητα, χωρίς χαρίσματα, καθόλου συμπαθής.
άϊστι, αϊντέστε = εμπρός, άιντε
αίτιους, -α, -ου = υπαίτιος.
αϊτίσιους -α -ου = αυτός ανήκει ή αναφέρεται στον αετό, περήφανος, ζωηρός και αγριωπός, έχει χαρακτηριστικά και έκφραση που είναι σαν του αετού
αϊτός = αετός αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της τάξης των Αετόμορφων (Accipitriformes). Τα περισσότερα μέλη κατατάσσονται στην οικογένεια Αετίδες (Accipitridae) Ο αετός υπήρξε το πτηνό-σύμβολο του Δία. Ειδικότερα, ο Δίας φέρεται να είχε πάρει τη μορφή ενός αετού ώστε να απαγάγει το Γανυμήδη για να τον μεταφέρει στον Όλυμπο για να τον κάνει οινοχόο των θεών. Είδη αετών : Γένος Aquila : Χρυσαετός (Aquila chrysaetos) Στεπαετός (Aquila nipalensis) Σπιζαετός (Aquila fasciata) Σταυραετός (Γερακαετός) (Aquila pennata) Γένος Clanga: Στικταετός (Clanga clanga), Κραυγαετός (Clanga pomarina). Γένος Circaetus: Φιδαετός (Circaetus gallicus), Γένος Haliaeetus: Θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla), Γένος Pandion :Ψαραετός (Pandion haliaetus) Γένος Pernis: Σφηκιάρης (Pernis apivorus) Ο αετός κατείχε ανέκαθεν ξεχωριστή θέση, τόσο στον αρχαίο όσο και στο βυζαντινό-μεσαιωνικό κόσμο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο ισχύος και εξουσίας και αποτέλεσε το έμβλημα πολλών δυναστικών ή αριστοκρατικών οίκων. Αρχικά σύμβολο θεϊκής δύναμης, δεν άργησε να γίνει έμβλημα και της κοσμικής εξουσίας.
αϊτουράχη = αϊτοράχη, ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού που ζουν μόνο αετοί
αϊτουφωλιά = αϊτοφωλιά , φωλιά αετού, κατοικία ανθρώπου ψηλά, απόμερα , σε απόκρημνη τοποθεσία
-ακ’ς παραγωγικό επίθημα που το χρησιμοποιούν κυρίως τα κύρια ονόματα για να σχηματίσουν υποκοριστικά: Γιουργάκ’ς, Κουστάκ’ς, Παυλάκ’ς, κτλ.
ακάθ'στους = το να βρίσκεται κάποιος σε συνεχή κίνηση, το να μην κάθεται ήρεμος ή άπραγος
ακάκιουτους -η -ου = που δεν κάκιωσε, που δε θύμωσε ή δεν κράτησε κακία, που δεν είναι κακιωμένος
άκακους -η -ου = δεν έχει κακία, δεν μπορεί να κάνει κακό, επειδή έχει αγαθή και αθώα ψυχή. Τα αρνιά είναι άκακα, άκακος σαν αρνί
ακάλιστους -η -ου = (για πρόσ.) αυτόν που δεν τον έχουν καλέσει σε γιορταστική ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση, απρόσκλητος.
ακαπάκουτους -η -ου, ακούπουτους = για κάτι που δεν το έχουν σκεπάσει με καπάκι, που δεν είναι καπακωμένο
ακαπίστρουτους -η -ου = για υποζύγιο που δεν του έχουν βάλει καπίστρι (χαλινάρι), που δεν είναι καπιστρωμένο και με επέκταση, που δεν το έχουν δαμάσει,(μτφ) κάποιος που φέρεται χωρίς όρια (αχαλίνωτα)
άκαρπους -η -ου = που δεν παράγει καρπούς· άγονος, ο στείρος ή ο άτεκνος, δραστηριότητα που δεν φέρνει καρπούς, δεν φέρνει αποτελέσματα.
ακατούργους = αυτός που δεν έχει κατουρήσει.
ακαψάλ'στους -η -ου = που δεν τον έχουν καψαλίσει, τσουρουφλίσει.( αντίθετο καψαλ'σμένους)
ακέντ'τους -η -ου = δεν τον έχουν κεντήσει, που δεν είναι κεντημένος, κάτι που δεν είναι διακοσμημένο με κέντημα
ακέργια = ολόκληρη
ακέργιο = ολόκληρο, πλήρες, για κάτι από το οποίο δεν έχει αφαιρεθεί τίποτε, σώος, αβλαβής, (για αφηρ. ουσ.) για κάτι που δεν καταμερίζεται, (ως ουσ.) στην έκφραση στο / εις το ακέραιο, εξ ολοκλήρου
ακέργιους=ολόκληρος, πλήρης
-άκι κατάληξη για υποκοριστικά:αρνάκι, κατσ’κάκι, μπλαράκι, κριαράκι, τσιουλάκι, πλαράκι, τραγάκι, κουνακάκι, ανηφουράκι κ.ά.
ακλάρουτους -η -ου = ακλάρωτος, ακλάδωτος -η -ο , (λαϊκότρ.) για δέντρο που δεν έβγαλε κλάρες.
άκλαυτους = άκλαυτος για νεκρό αθρήνητος
άκληρους = άτεκνος, χωρίς απογόνους, που δεν έχει περιουσία (κλήρο), που είναι φτωχός και κακομοίρης
ακοινών'ντους -η -ου = ακοινώνητος , άνθρωπος που αποφεύγει τη συναναστροφή ζει απομονωμένος.
ακόνι = εργαλείο για τρόχισμα
ακόνσα = τρόχισα
ακον'στήρι = όργανο που χρησιμοποιείται για ακόνισμα (αρνάρι, πέτρα)
ακοπάν'στους -η -ου = για κάτι που δεν το κοπάνισαν για τρίψιμο, δεν είναι κοπανισμένο, που δεν χτυπήθηκε με κόπανο
ακοσκίνιστους -η -ου = για κάτι που δεν το έχουν κοσκινίσει, που δεν είναι κοσκινισμένο
ακουλλ’τά = κολλητά , δίπλα δίπλα, ενωμένα
ακουλλάου = κολλάω
ακουμπάου = αφήνω κάτι καταγής, γέρνω για να κοιμηθώ, κοιμάμαι
ακούμπατου = άφησε το κάτω, στήριξε το εδω
ακουνάου = ακονίζω τα μαχαίρια, τα τροχίζω
ακουνιές = ακόνια, πλάκες γκρί για να τροχίζουμε τα μαχαίρια
ακουνίζου = κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου πιο κοφτερή· τροχίζω
άκουπα = δεν κόπηκαν, αλλά και χωρίς διακοπή
ακούρμα = άκου
ακουρμαίνομαι, ακουρμαίνουμι, ακουρμάζουμι = ακούω με προσοχή, στήνω αφτί να ακούσω
ακουρμάσ = άκου, δώσε προσοχή
άκουρους = ακούρευτος.
-άκους , επίθημα που το χρησιμοποιούμε κυρίως στα κύρια ονόματα για να σχηματιστούν υποκοριστικά: Γιαννάκους, Μητράκους, Γιουργάκους κ.α
ακριβός, μονάκριβος = πολυαγαπημένος.
άκριτους = αυτός που δε μιλάει ή δεν πολυμιλάει, λιγομίλητος, αντικοινωνικός
ακροθάλασσα, ακρουθαλασσιά = ακροθαλασσιά, γιαλός, γιαλό, γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι, παραγιάλι, παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά, ακρογιάλ, ακρουγιαλιά, ακροπελαγιά, ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο από το Ιταλικό costa
ακροποταμιά = η όχθη του ποταμιού
ακρουγιάλια = παράλια.
ακρουθαλασσιά =παραλία
ακρουπέλαου = ακροθαλασσιά, παραλία
ακρουπιλαϊά = ακροθαλασσιά.
άκσει = άκου
άκυπρου =ζώο χωρίς κουδούνι (κυπρί).
αλ’στους = αυτός που έχει να λουστεί πολλές μέρες.
αλάδιαγους, αλάδουτους = αυτός που είναι χωρίς λάδι, αβάφτιστος , αντίχριστος.
άλαλους = δυστυχισμένος, έρημος
αλαμανάω = ανακατεύω, κάνω φασαρία
αλανάρ'στους -η -ου = δεν τον έχουν λαναρίσει, δεν τον έχουν ετοιμάσει για γνέσιμο, άξαντος
αλάνταβος, αλάνταβους = απρόσεκτος , άτσαλος, αδέξιος, απότομος
αλαξιά = φορεσιά, ρούχα, κυρίως τα εναλλακτικά ρούχα, ρούχα που τα φοράω βγάζοντας άλλα
αλάργα = μακριά
αλαργεύου = απομακρύνομαι.
αλαργινός =μακρινός, έρχεται από μακριά, απόμακρος
αλάρουτους = δεν ησυχάζει, αβάρετος, ακούραστος. = δεν μπορεί να ηρεμήσει (να λαρώσει)
αλαταριά = χώρος με επίπεδες πέτρες όπου τοποθετούσαν το αλάτι για να τρώνε τα ζώα
αλατίζου = ρίχνω αλάτι στην αλαταριά
αλατούρκα = με τουρκικό τρόπο, όπως οι Τούρκοι
αλατουσάκ’λου = σακούλι για το αλάτι.
αλάφι = ελάφι
αλαφιάζουμι = παίρνω φόβο, προγκάω
αλαφιασμένα = φοβισμένα, τρομαγμένα, ανήσυχα
αλαφιασμένους -η -ου = αυτός που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή, τρομαγμένος
αλαφότριχη = προβατίνα που έχει άσπρες και μαύρες τρίχες ανακατωμένες
αλαφουκυνηγού, λαφοκυνηγώ = κυνηγώ ελάφια
αλαφραίνου = ελαφραίνω κάτι, ανακουφίζω
αλαφρόγνουμους = επιπόλαιος, αυτός έχει "αλαφρυά" γνώμη
αλαφρουγιουρτή = μικρή γιορτή, μικρός άγιος.
αλαφρουίσκιουτους = ματιάζεται εύκολα,αυτός που του εμφανίζονται φαντάσματα
αλαφρουκουπιά = είναι επιπόλαιος.
αλαφρουμάρις = επιπoλαιότητες, αστόχαστες πράξεις.
αλαφρύς = χωρίς μυαλό, λειψός , ομηρική λέξη. Παράγεται από τη λέξη «λαρόν» (λαFρον)
αλαφρώματα = οικοσκευή και τρόφιμα για τις μετακινήσεις, πρωτύτερα απ’ το ξεκίνημα του τσελιγκάτου, για να ξαλαφρώσουνκαι έτσι να μπορέσουν να μεταφέρουν ολόκληρη την οικοσκευή στο μεγάλο καραβάνι
αλγοουρά = ουρά του αλόγου, είδος χτενίσματος
αλέθου -ουμι = μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι, μεταβάλλω σε σκόνη φυτικούς καρπούς, ορυκτά ή άλλες στερεές ουσίες, πολτοποιώ, μασώ και χωνεύω καλά την τροφή μου
αλείξουρους = λαίμαργος , αγενής στο φαί, αχόρταγος
αλείφου = βάζω αλοιφή
αλέστα = άγρυπνα, όρθιος μας παρατηρεί (φλάΐ αλέστα ) (Ἰ. allestare) = μ ευκινησία , εγκαίρως, με σπουδή
αλέστα είμι = είμαι σε εγρήγορση.
αλευροσάκι = το σακί που χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά αποθήκευση του αλευριού, σακί αλευριού, το σακί με το αλεύρι. Από το "άλευρον" και "σάκκος" , είναι από χοντρό ύφασμα τρίχινο
αλευρώνου, αλιβρώνου, -ουμι = ρίχνω αλεύρι, πασπαλίζω κάτι με αλεύρι, (προφ.) λερώνω κάποιον ή κάτι με αλεύρι
αλησμουνιώμι = ξεχνιέμαι, πέφτω στη λησμονιά.
αλησμουσύνη = λησμονιά
αλί κακό να τόρθει = κατάρα : να τον βρει κακό
αλιά , αλί = αλίμονο!, συμφορά μου! δυστυχία!
αλιμούρα = αρπαγή, λεηλασία ,πλιάτσικο.
αλισβιρίσι = δοσοληψία, συναλλαγή.
αλισίβα, αλσίβα = στάχτη διαλυμένη στο νερό που έπλεναν τα ασπρόρουχα
αλίφασκους = αλιφασκιά, φασκόμηλο, μοσχακίδη, το φυτό σάλβια η τρίλοβος βγαίνει το φθινόπωρο και μυρίζει όμορφα. Το αφέψημα (τσάι) των φύλλων του φυτού χρησιμοποιείται ως τονωτικό, αντιδιαρροϊκό, αντιβακτηριδιακό, αντισηπτικό, καρδιοτονωτικό και σπασμολυτικό. Χορηγείται για την αντιμετώπιση των τραυματισμών, των άφθων, της φαρυγγίτιδας και της ουλίτιδας, ενώ λόγω της οιστρογονικής δράσης του είναι αποτελεσματικό στην θεραπεία της αμηνόρροιας, της δυσμηνόρροιας και της λευκόρροιας. Επίσης, ως τονωτικό του νευρικού συστήματος συνιστάται κατά των νευρικών διαταραχών, της κατάθλιψης, του ιλίγγου, των νευραλγιών και υπέρ της βελτίωσης της μνήμης (ενισχύει την οξυδέρκεια). Επίσης, το έγχυμά του δρα κατά της ακμής, των μολύνσεων, των πληγών, των τραυμάτων, της αλωπεκίας και των μυϊκών κραμπών.
αλκότμα = παρεμπόδισης
άλκους = αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα
αλκουτίζου, αλκωτάω, αλκουτάου = αναχαιτίζω, απωθώ, απομακρύνω, παρεμποδίζω ,εμποδίζω, σπρώχνω , απωθώ , δεν επιτρέπω
αλλ' βουλά = άλλη φορά
αλλ’μανάου = καταταλαιπωρώ, δέρνω κάποιον αλύπητα καιτοντσαλαπατώ
άλλ’μμα = υλικό για επάλειψη
αλλάδιρφα, τα ετεροθαλή αδέρφια.
αλλάζου -ουμι = δίνω σε κάτι διαφορετική μορφή από αυτή που είχε αρχικά, το μεταβάλλω ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ή ως προς το περιεχόμενό του, κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ή να φαίνεται διαφορετικό, γίνομαι διαφορετικός, αντικαθιστώ κάτι, βγάζω τα ρούχα που φορώ και βάζω άλλα, βάζω καθαρά ρούχα σε κάποιον, κάνω ανταλλαγή
αλλαϊνός = ο διπλανός
άλλαμα = άλλαγμα.
αλλαξιά = η καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.
αλλιώτκους -η -ου = που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κάποιον ή με κάτι άλλο, διαφορετικός, που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από αυτή που είχε προηγουμένως, με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά
αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον στο έδαφος, τον δαγκώνει και τον γρατσουνίζει σε πολλές μεριές.
αλλόκουτους =παράξενος, ιδιότροπος
αλλοτινός -ή -ό = ανήκει σε κάποια άλλη εποχή του παρελθόντος
αλλού = σε άλλο μέρος, σημείο, με αναφορά σε κάποιο άλλο θέμα, πρόβλημα κτλ.: Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η σκέψη της πετά αλλού
αλλούθι = από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη πηγή
αλλουκαλύτιρους = αυτός που είναι ο καλύτερος από όλους τους άλλους
αλλουκουντά = από πίσω. τελικά, στο τέλος.
αλλουτισνός =άλλης εποχής, παλιότερα, πολύ παλιός, παλιάς εποχής.
αλμουριάζου = ρίχνομαι στο φαί σα θεονήστικος , ορμώ σε κάποιον και τον φοβίζω.
αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν ότι είναι άρρωστο
αλμπάνης = πεταλωτής, καλιγωτής αλλά και αδέξιος, άπειρος.
αλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε βάζει σκέψεις, αυτός που δεν βασανίζει το μυαλό του
αλουγίσια = αυτή που προέρχεται από το άλογο.
άλουγου τ’ Θιού = πολύ μικρό ζωάκι πράσινο, σαν αδύνατη ακρίδα με μακρύτερο σώμα
αλουγουβέλιντσα = μια μικρή βελέντζα που στολίζει το άλογο του τσέλιγκα.
αλουγόψουρα = ασθένεια των αλόγων
αλουή = πικρό υγρό που βγαίνει από το φυτό αλόη, πικρό.
αλουνάρ’ς = αλωνιστής, αυτός που αλωνίζει.
Αλουνάρ’ς, = ο μήνας Ιούλιος
αλουνίζου = τριγυρίζω σαν να αλωνίζω, περιφέρομαι, κινούμαι συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο μέρος, κακομεταχειρίζομαι, προκαλώ ζημία
αλουνστής = αλωνιστής,αυτός που αλωνίζει
αλπότρυπα = η υπόγεια συνήθ. φωλιά της αλεπούς.
αλπού = αλεπού, με το είνι σημαίνει είναι πονηρός, η πονηρή και πανούργα γυναίκα.
αλπουνόρα = προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά σαν της αλεπούς.
αλπουτνάζου = κακομεταχειρίζομαι, βασανίζω κάποιον και τον τινάζω σαν δέρμα της αλεπούς –ουμι πετάγομαι ξαφνικά επάνω.
αλσίβα = στάχτη και νερό για το πλύσιμο
αλσίδα = αλυσίδα , χρησιμεύει για δέσιμο, κόσμημα ή ως εξάρτημα κοσμήματος, διακοσμητική αλυσίδα, δεσμά
αλσουδιμένους -η -ου = αλυσοδεμένος, που είναι δεμένος με αλυσίδες, που πρέπει να τον δέσουν με αλυσίδες , που του στέρησαν η πρέπει να τού στερήσουν την ελευθερία ή γενικά τη δυνατότητα να ενεργεί ελεύθερα
αλτάρι = σκοινί στριμμένο
αλτζές = ξανθός, μελαχρινοκόκκινος
αλύσια = αλυσιδωτά κοσμήματα, ασημένια περιδέραια
αλύχτ’μα = γάβγισμα σκύλου.
αλυχτάω, αλχτάου, αλχτάου = γαυγίζω
αλφή = η αλοιφή
αλχήνα,αλχείνα = λειχήνα, μύκητας, εξάνθημα στο δέρμα, έκζεμα κυρίως στα χείλη, αλλα και στο σώμα
αλχηνόχουρτου = σπαθόχορτο, βάλσαμο, βαλσαμόχορτο, λειχηνόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο. Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως επουλωτικό στις πληγές από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του "σπαθόχορτο". Ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το αναφέρουν επίσης, ως διουρητικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Χρησιμοποιείται επίσης, ως σπασμολυτικό και βελτιωτικό της ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Όλο το φυτό χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες, στυπτικό, επουλωτικό, αναλγητικό, αντιδιαρροϊκό και διουρητικό. Το έγχυμα του φυτού χορηγείται για την αντιμετώπιση της δυσεντερίας, ηπατικών παθήσεων, της χρόνιας καταρροής, της νευραλγίας, της ανησυχίας και της έντασης επίσης ως βότανο για τις λειχήνες.
αλψό, λψό = λειψό , ψωμί το χωρίς προζύμι
Αλωνάρ'ς = Ιούλιος
αλώνι = επίπεδος κυκλικός χώρος, που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών η για χορό
αλώνσα = αλώνισα
αμ' τί = αμ πως
αμαγάρστους -η -ου = δεν είναι μαγαρισμένος, δηλαδή λερωμένος, μολυσμένος ή μιασμένος
αμάδα = μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: ρίχνουν την αμάδα, ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα παιδιών, αμάδες.
αμάζουτους = αμάζευτος.
άμαθους -η -ου = που δεν έχει γνώσεις, ιδίως πείρα σχετικά με κάτι, άπειρος, ασυνήθιστος σε κάτι
αμάλαγο = απείραχτο, ανέγγιχτο
αμαλαϊά = ησυχία, λιβάδι που δε βοσκήθηκε κι έχει απαλό χορτάρι, βόλεμα.
αμάλλιαγους = νέος, αμούστακος. χωρίς πείρα.
αμανάτι = ενέχυρο
αμάνκους -η -ου = ρούχο που δεν έχει μανίκια
αμαντάν’γου = δεν πήγε στο μαντάνι,αγιένουτο.
αμάραθους = Ο αμάρανθος, η αμάραθος έχει όνομα ελληνικής καταγωγής που του δόθηκε εξαιτίας της καταπληκτικής αντοχής του Ο αμάρανθος είναι ένα ψευδοδημητριακό, πλούσιο σε λυσίνη, αμινοξύ το οποίο ενισχύει την ποιότητα πρωτεΐνης. Πλούσιο σε μαγνήσιο, σίδηρο, ασβέστιο, αλλά και χωρίς γλουτένη
αμάραντους -η -ου = που δε μαράθηκε ( αντίθετο= μαραμένος ) , ποώδες φυτό που φυτρώνει σε ξηρά ορεινά εδάφη και δε μαραίνεται εύκολα (αμάραθος)
αμαρκάλ’γα = πρόβατα που δε πήγαν με κριάρι, αγονιμοποίητα
αμαρτάνω = κάνω αμαρτία παραβαίνοντας έτσι ορισμένο θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό κανόνα
αμαρτεύουμι = αμαρτάνω.
αμαρτία = παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα, ατυχία, αναποδιά, ταλαιπωρία, μη ενδεδειγμένη πράξη, όχι θεάρεστη πράξη
αμασκάλες = εξάρτημα του αργαλειού (ξύλα γυριστά στα οποία στηρίζονται τα αντιά)
αμασκάλη = μασχάλη
αματσιάλ’γους = αμάσητος.
αμάχη = καβγάς, φασαρία
αμαχιάρ’ς = καβγατζής, εριστικός
αμέσους = πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή, άμεσα
αμμούδα = αμμότοπος, αμμουδιά.
αμουλάου = αφήνω
αμούντι = χάθηκε, εξαφανίστηκε
αμπ’δάει τ’ φοράδα = ζευγαρώνει με τη φοράδα.
αμπ’δάου = πηδάω, ζευγαρώνω
αμπ’δηχτός = πηδηχτό, χορός με πηδήματα όπως ο τσάμικος
αμπιδιά = αχλαδιά
αμπήδ’μα = πήδημα.
αμπήδηξε = αμπήδησε (ομηρικό «αμπήδησε», από το ρήμα (δωρικός τύπος) «αναπηδάω»). Ιλιάδα Λ. 379)
αμπήδμα τσ’ τρεις = άλμα εις τριπλούν.
αμπήδσα = πήδηξα
αμπήδ'χτους -η -ου = δεν τον έχουν πηδήξει ή δεν μπορούν να τον πηδήξουν, για γυναίκα σημαίνει αγάμητη
αμπιστιμένους = έμπιστος, αυτός που τον εμπιστευόμαστε πολύ
αμπόδ’μα = αδυναμία του γαμπρού να ολοκληρώσει τη σεξουαλική επαφή με τη νύφη
αμπουδάου = εμποδίζω, εναντιώνομαι.
αμπουλιάζου = μπολιάζω
αμπουράνι = λαχανόρυζο με αγριόχορτα.
αμπουριά = πόρτα από το μαντρί
αμπώχνω = απωθώ, σπρώχνω
αν’χάκι = το φυτό μελλίλωτος ο φαρμακευτικός. Το χρησιμοποιούμε ως αρωματικό και εντομοαπωθητικό είδη: ο Ινδικός, κοινώς νυχάκι ή τριφύλλι της πιτσιλιάς, ο Ιταλικός ο οποίος είναι πιθανότατα ο κάλλιστος του Διοσκουρίδη, ο Λευκός που λέγεται και άγριο τριφύλλι, ο Μεσσηνιακός που πιθανόν είναι ο ήμερος λωτός του Διοσκουρίδη και λέγεται κοινώς τριφύλλι, ο Φαρμακευτικός που ονομάζεται στη Ζάκυνθο νυχάκι, ο σπειρόμενος στα λιβάδια για κτηνοτροφή κ.α. το βότανο είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Νίκανδρος τον 2 π.Χ αιώνα. Το αναφέρουν επίσης ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος. Χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού ως αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό. Ο Κούλπεπερ το 1615 σε γραπτά του αναφέρει ότι αν τοποθετηθεί υπό μορφή κομπρέσας, μαλακώνει όλα τα σκληρά αποστήματα και πρηξίματα στα μάτια και άλλα μέρη του σώματος. Στην αρχαία Ελλάδα τον χρησιμοποιούσαν υπό μορφή εμπλάστρων για την αποβολή τοξινών και την ελάττωση των πρηξιμάτων. Στη λαϊκή ιατρική της Γαλλίας το χρησιμοποιούσαν σαν αντιδιαρροϊκό, αντισπασμωδικό και οφθαλμολογικό μέσο. Στην Κίνα το χρησιμοποιούσαν ενάντια στην μηνιγγίτιδα και στη Βουλγαρία παράγουν από αυτό υποτασικά σκευάσματα. Εκτός από την φαρμακευτική του χρήση, το χρησιμοποιούσαν για να δώσουν άρωμα σε ορισμένα τυριά, μπύρα ή λικέρ, πράγμα που γίνεται ακόμη και σήμερα.
αναβέλαξα = κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το δάχλο = αιτία για αναβέλασμα)
αναβιλάζου = φωνάζω δυνατά από πόνο ή από φόβο
ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται εύκολα και συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και υψηλή θερμοκρασία, παίρνω φωτιά, βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως, αλλοιώνεται η σύσταση (άναψε το τυρί), αισθάνομαι υπερβολική ζέστη
ανάβρα = πηγή νερού.
αναγαλλιάζου = ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία
αναγιλάου = κοροϊδεύω, χλευάζω
αναγκάζου = παροτρύνω, πιέζω, υποχρεώνω
αναγκαστά = βιαστικά.
αναγκώνα = αγκώνας
αναγλιάζω, αναγλιατσιάζου = αναγουλιάζω
αναγνουμιά = αμυαλοσύνη, ανοησία
αναγούλις = παραξενιές, κουταμάρες, αηδίες
αναδαυλίζου = ανακατώνω, σκαλίζω τη φωτιά, για να ζωηρέψουν οι φλόγες
αναδεύομαι-ουμι = κινούμαι ήρεμα, ανασαλεύω, κινούμαι μόλις που διακρίνομαι, κουνιέμαι
αναδεύου = ανακατεύω ένα υγρό μείγμα, με κάποιο εργαλείο ή το κουνάω ελαφρά, για να αναμειχθούν καλύτερα τα συστατικά του, κινώ ελαφρά κάτι, κινούμαι ο ίδιος ελαφρά (αναδεύομαι), ανακατώνω
αναδιχτός = αναδεκτός < αναδέχομαι , αναδεξιμιός , βαφτισιμιός, βαφτισιμιά.
αναδουσιά = αναγούλα, άσχημη μυρωδιά
αναδριμώνου = ανατριχιάζω, ανασκιρτώ αγριεύω, βγάζω εξανθήματα, «Αναδρίμουσι η γλώσσα μ»
ανάθεμα, ανάθιμα = ως κατάρα, για να εκφράσουμε την έντονη αγανάκτησή μας για κάτι που μας έχει συμβεί ή για κάποιον που είναι ο αίτιος της δυστυχίας μας, ανάθεμα κι αν δεν πονώ και αν δεν αναστενάζω…., σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο όπου κάθε περαστικός έριχνε μια πέτρα, αναθεματίζοντας
ανάθρεμμα = ανατροφή
ανάθρεψες = ανέθρεψες
ανάκαρα = δύναμη, ανακάρα, ανάκαρ, ανάκαρο, ανάκρη, νακάρα, νιάκαρο, ανακάκαρο, ανακάρι, νακάρι, ανέκαρα, φόρτσα
ανάκαρα = σωματική δύναμη, αντοχή, όρεξη, κουράγιο για κάτι. παλληκαριά, περηφάνια
ανάκατα = ανακατωμένα
ανακατώνουμι =έχω κοινωνικές συναναστροφές
ανακατωσιάρς -α -ουκο = που ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις και βάζει διαβολές, ανακατωσιάρης
ανακατώστρα = κουτσομπόλα.
αναλαβαίνου =αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια αρρώστια.
ανάλατα = χωρίς αλάτι,άνοστα,ανοησίες, χαζά
ανάλατους = άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του
ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις αισθητός και ευχάριστος, για κάτι ή για κάποιον που δείχνει ότι δεν έχει καθόλου βάρος, αέρινος
αναλλαγιά = μη αλλαγή ρούχων.
ανάλλαγους, άλλαγους = αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά
αναμαλλιάζω -ομαι = ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω εντελώς, ξεμαλλιάζω, (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι, χνουδιάζω
αναμέρ’σμα = έκανε στην άκρη
ανάμερα = απόμερα. Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική λέξη «μέρος» = μέρος, τμήμα
αναμέρα = κάνε στην άκρη, παραμέρισε, μέριασε
αναμεράω = κάνω στην άκρη , μεριάζω, αλλάζω μέρος, στέκομαι κατά μέρος, μεριάζω, κάνω στην άκρη για να περάσει κάποιος
ανάμιρα = στην άκρη, παράμερα, σε ερημικό μέρος.
αναμιράου = παραμερίζω, κάνω στην άκρη, αφήνω τόπο να περάσει κάποιος: αναμέρα να πιράσουν τα πρότα.
ανάμιρους = απόμερος, ερημικός, απομονωμένος.
αναμπαίζου, αναγιλάου = κοροϊδεύω.
αναμπέξαλλους = άτσαλος,απρόσεκτος, παράξενος, στραβόξυλο
ανάντιους, ινάντιους =αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική άποψη, αντίπαλος.
άναντρους = δειλός
αναπαμός = ξεκούραση, ανάπαυση. [anapamós]: (λαϊκότρ., λογοτ.) ξεκούραση, ανάπαυση ή ψυχική ηρεμία
αναπάντ'χους -η -ου = κάτι που δεν περίμενε, δεν υπολόγιζε ή δε φανταζόταν κανείς ότι θα συμβεί, απροσδόκητο, για κάποιον που έρχεται και εμφανίζεται ξαφνικά
ανάπαψη = ανάπαυση.
αναπάψουμα = ψυχολειτουργιά
αναπιάνου = ανακατώνω το προζύμι με αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί και κυρίως τα ψωμιά για το γάμο
ανάπιασμα = προζύμι, μαγιά με αλεύρι για να φουσκώσει
ανάπλιγα, ξέπληγα = ξέπλεγα μαλλιά.
αναπουδιά = εμπόδιο, ατυχία.
αναπουδιασμένους = ιδιότροπος.
ανάργαστα = δέρματα που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία.
ανάρια =αραιά-αραιά σε διάρκεια
ανάριος -α -ο = αραιός, επίρρημα κατά αραιά διαστήματα ιδίως χρονικά, κάπου κάπου
ανάρμιγους = ανάρμεχτος
άναρτου = δεν αρταίνει
ανασκ’λώνου = ρίχνω κάποιον ανάσκελα,-ουμι πέφτω ανάσκελα
ανάσκ'λα = ανάσκελα, ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω
ανασκ'λώνω = αναστατώνω, γυρνάω τα πάνω κάτω
ανάσκ'λωσα = αναποδογύρισα
ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για να δουλέψω
ανασταίνου -ομαι = ανάστησα και ανέστησα, επαναφέρω στη ζωή ένα νεκρό, γιορτάζω την Ανάσταση, ξαναζωντανεύω κάτι, ανατρέφω, μεγαλώνω
ανατριχιάδα = ανατρίχιασμα
αναφαγιά = λίγη ή τροφή, δεν φτάνει η τροφή
αναφέρου = μνημονεύω,ονομάζω.
ανάφτου = ανάβω.
αναχαράζουν (τα κουπάδια) = ανακατώνονται, κινούνται
ανάχλια =χλιαρά, σιγά-σιγά, με μαλακό τρόπο
ανεβατός -ή -ό = για ψωμί που έχει πάθει ζύμωση και έχει φουσκώσει, ένζυμος, σχέδιο βελονιάς σε κεντήματα
ανέγνουμους = ανόητος, άμυαλος.
ανεμοσίουρι = ανεμοσούρι , δυνατός αέρας με βοή, δυνατός απότομος αέρας
ανέσουστους = όχι σωστός, μισοτελειωμένος, κοντός
ανηβάσταγους = ανυπόμονος
ανήλιαγους = ανήλιαστος, αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο, σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος
ανήλιου = το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, ζερβό
ανημπόρια = αρρώστια
ανημπουρεύου = αδιαθετώ, αρρωσταίνω
ανήμπουρους = αδιάθετος, άρρωστος, αδύναμος, αυτός που έχει ανάγκη από βοήθεια
ανήξιρους = δεν ξέρει τίποτα,απληροφόρητος
ανήφουρου = ανηφόρα
άνθια = άνθη
ανθίζου = ανθισμένος & ανθώ, βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω λουλούδια, βρίσκομαι σε ηλικία ανάπτυξης, ακμάζω
ανθού = ανθίζω.
άνθρακας =αρρώστια ζωντανών, ανθρώπων (αχαμνό, νταλάκι)
ανιβατίζου =ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι για να φτιάξω το ψωμί (ύψωμα)
ανιβατό = ψωμί που είναι φτιαγμένο με προζύμι (υψώνεται)
ανίδια = άσχετη, γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα, ανίδεη
ανιμόκουνια = πρόχειρη τεχνητή κούνια
ανοιχτωσιά = ανοιχτός τόπος
ανόρεχτος -η -ο = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό, που γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής διάθεσης
ανουσταίνου, ξανουσταίνου = γίνομαι άνοστος, άγευστος, χάνω την ιδιαίτερη γεύση, τη νοστιμιά μου, (μτφ.) γίνομαι άνοστος , άχαρος, κάνω κάτι άνοστο, (μτφ.) κάνω κάποιον ή κάτι να φαίνεται άνοστος, άχαρος
άνουστους -η -ου = δεν έχει γεύση, άγευστος, ανούσιος , κάτι που δεν έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι νόστιμο στους τρόπους
αντάμα = μαζί
αντάμουμα, αντάμωμα = συνάντηση
ανταμώνω, ανταμώνου = συναντάω
αντάρα = ομίχλη, θολούρα, καβγάς, φασαρία
ανταριάζου = γεμίζω ομίχλη, θολώνω,θόλωσε το μυαλό μου
ανταριασμένους = για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή από μαύρα σύννεφα καταιγίδας, άνθρωπος με θολωμένο μυαλό, κατσούφης, μουτρωμένος
ανταρτιά = αντάρτες, πλήθος ανταρτών, μια εποχή με αντάρτικο
ανταρτοσύνη = αντάρτικο, η οργάνωση των ανταρτών
ανταρτουσύνη = αναταραχή, πόλεμος, ανταρτοπόλεμος
αντάρτ'ς , αντάρτ'σσα = πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ, κομιτατζήδες , ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος
άντε , άιντε , αϊντι = εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής, πήγαινε, έκπληξη ή δυσπιστία, αποδοκιμασία ή ασυμφωνία, συγκατάθεση
άντες = άντε !
αντέστε & άντεστε & αϊντέστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που απευθύνεται σε πολλούς
αντέτι = έθιμο, συνήθεια
αντέχου -ουμι = διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες, διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως τις σωματικές· βαστιέμαι, κρατιέμαι, αντιμετωπίζω ή έχω τη δυνατότητα να αντιμετωπίσω με επιτυχία.
άντζα = η γάμπα
αντήλιου = ότι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση, χωρίς ήλιο
αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι και το υφασμένο διασίδι).
αντιάζου = αμφιβάλλω, δεν είμαι σίγουρος
αντίδουρου = μικρό κομμάτι από πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει
αντικιάζου = σκοπεύω, επισημαίνω κάτι , κοιτάζω απέναντι εκεί προσπαθώντας να εντοπίσω
αντικιαστά = στα τυφλά, στο περίπου
αντίκλαρο = το ξεχωριστό, το μοναδικό (τα αντίκλαρα ήταν μεμονωμένα δένδρα σε πεδινές εκτάσεις όπου ξεκουράζονταν οι διαβάτες. Το τραγούδι που δίνει το πλήρες νόημα είναι θαρρώ το "εγώ ήμουνα τα αντίκλαρο"
αντίκρια =απέναντι
αντικρινός -ή -ό = βρίσκεται απέναντι από κάτι ή κάποιον άλλο
αντικρίνουμι = απαντώ, απαντώ γιακάποιον άλλον
αντιλαλού = αντηχώ, ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση, χώρος που είναι γεμάτος από δυνατούς και συνεχόμενους ήχους
αντιλουιά = απόκριση, ανταπάντηση
αντιλουϊόμι = αντιλέγω, ανταπαντώ
αντίπερα = στο απέναντι μέρος
αντιπρουψές =παραπροψές, (τρία βράδια πριν).
άντιρου = έντερο.
αντιρριόμαι = είμαι επιφυλακτικός
αντίστρα = ράβδος με την οποία στρίβω το πίσω αντί, αλλά κρατάω και το διασίδι τεντωμένο
αντίχαρη = ανταπόδοση χάρης
αντίχριστους = άπιστος, (μτφ.)καταραμένος, δύστροπος
αντράδερφος, αντράδιρφους, κουνιάδος, κουνιάτος, κουνιάδ = αντράδελφος, αντράδιρφους, αντραδιρφός, αντράιρφος, αντράερφος, αντράεφος, ντράιρφος, αντράλφος, ντρέιφος , γυναικάδερφος, γινεκάδελφος, γινικάδιρφους, γνικάδιρφους, γινεκάερφος, γενεκάδερφος, γενεκαερφός, γινεκαδέλφι, γινεκαδέρφι, γνικαδέρφι, γενεκαϊρφός, απο το Βενετσιάνικο cugniado
αντράδιρφα = τακουνιάδια.
αντράδιρφους, -έρφη = κουνιάδος, κουνιάδα
αντράλα = ζάλη, φασαρία, πανικός, ίλιγγος
αντραλίζομαι = ζαλίζομαι
αντραλιόμι = έχω ίλιγγο, ζαλίζομαι
αντραλίσκα = ζαλίστηκα
αντρειώνουμι = γίνομαι γενναίος.
αντρέπουμι = ντρέπομαι.
αντριάς = αντρειωμένος
Αντριάς, Αντριγιάς = οΔεκέμβριος.
αντρίκια = ανδρικά,τρόπος με τον οποίο καβαλικεύει ο άντρας
αντρουγινιά = το σόι του άντρα
αντρουπή = ντροπή.
ανύβουμι, ν΄θβουμ = νύβομαι
άνυδρους τόπους = τόπος στον οποίο δε βρέχει, που έχει ξηρασία
ανυπουδησιά = χωρίς παπούτσια,κακομοιριά, φτώχεια.
ανύφαντα = αυτά που δεν τα έχω υφάνει.
ανψιόκας, = ανιψιός (χαϊδευτικά).
ανψιός, -ά = ανιψιός, ανιψιά.
άξα = άκουσα
αξαίνω = ψηλώνω , μεγαλώνω
άξαντους -η -ου = άξαντος μαλλί που δεν το έχουν ξάνει, που είναι αλανάριστο.
άξαφνους -η -ου = ξαφνικός, άξαφνο, απροσδόκητο
αξιάδα = παλληκαριά, ικανότητα
αξιοσύνη = επιδεξιότητα, έχει τα προσόντα κάποιος να κάνει πολύ καλά κάτι, να πετυχαίνει, ικανότητα
αξιότιρους = δυνατότερος
άξιους -α -ου = έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες για κάτι, είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος, αξίζει για αυτό που κάνει
αξιώνου = κάνω κάποιον άξιον
αξούργους = αξύριστος
αουπάν = από επάνω.
απ' αυτού = από αυτό το σημείο.
απ’ τα τώρα = από τώρα.
απαγάδιασι = μαλάκωσε, ηρέμησε
απαγάλια, απ'αγάλια = σιγά - σιγά, αργά, χωρίς θόρυβο, πιο σιγά.
απαγκιάζου = προφυλάσσομαι από τον αέρα, πηγαίνω και κάθομαι σε απάνεμο μέρος
απαγκιρό = απάνεμο μέρος.
απάκι = νεφραμιά των ζώων.
απαλό, μέντζο = η ψίχα του ψωμιού
απάν = πάνω
απαντάου = συναντώ
απαντουχή = προσδοκία,. παρηγοριά.
απαρατάου = εγκαταλείπω, αφήνω.
απάρμιγμα, του τελείωμα από το άρμεγμα.
απαύτου = από αυτού, από αυτό το μέρος, για τούτο
απαυτώνει, τετοιώνει = του κάνει σεξ
απέ = κατόπι, ύστερα
απέδου = από εδώ και μετά
απειρουλόητους, απειρουλόητος = απεριποίητος,ατημέλητος δεν περιποιέται τον εαυτό του, δεν προσέχει την εμφάνιση του
απέκει = από το άλλο μέρος, από εκείνο το σημείο
απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο
απέκεια = από εκεί
απήγανους = θάμνος που χρησιμοποιείται για εξορκισμούς. είναι ισχυρό τοξικό φυτό γνωστό για τις ισχυρές του καθαρτικές ιδιότητες. Ο απήγανος λέγεται ότι απομακρύνει τις γάτες, τους σκύλους, τις μάγισσες και τα κακά πνεύματα. Η παράδοση λέει ότι ο Οδυσσέας έδωσε απήγανο στους συντρόφους του για να τους κρατήσει ανεπηρέαστους από τα μάγια της Κίρκης. Λέγεται ότι βοηθά στην επίτευξη του στόχου μας. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι έτρωγε απήγανο για να βελτιώσει την όραση και την δημιουργικότητά του. Το βότανο αυτό συμβολίζει την θλίψη, την μετάνοια, την μεταμέλεια την οδύνη. Το φύλλο του απήγανου ήταν το μοντέλο για το σχέδιο των σπαθιών στην τράπουλα. Σε λογοτεχνικά κείμενα το βότανο αυτό έχει ονομαστεί βότανο της μη αβρότητας. Απήγανο έδινε η Οφηλία στον Άμλετ. Υπάρχουν αναφορές στην Αγία Γραφή για το βότανο αυτό. Χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα φιδιών και άλλων δηλητηριάσεων. Ήταν το περίφημο αντίδοτο του δηλητηρίου του Μιθριδάτη. Οι αναφορές του Αθηναίου λένε, ότι ο τύραννος του Πόντου Κλέαρχος διασκέδαζε με τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του στα ανάκτορά του δίνοντάς τους δηλητήριο που έφτιαχνε ο ίδιος. Εκείνοι όμως ως αντίδοτο έπαιρναν τον απήγανο
άπηχτους -η -ου = δεν έχει πήξει αυτός
απθαμή = πιθαμή, μονάδα μήκους (το μήκος της πιθαμής)
απθώνου = αποθέτω, βάζω κάτι καταγής. -ουμι κάθομαι κάτω.
απθώτρα = μέρος που αποθέτω κάτι, πρόσωπο εμπιστοσύνης
απίδι = το αχλάδι
απίστουμα =μπρούμυτα
απκάτ = από κάτω
απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που το χρησιμοποιούμε και για κέρασμα
απλάδι = κεντητό στρωσίδι που έμπαινε στο άλογο του γαμπρού.
απλουκιέρα = γίδα που έχει τα κέρατά της απλωμένα.
απλουσιά = το διάστημα του στημονιού ανάμεσα στο μπροσταντί και στο ξυλόχτενο που το έχουμε υφάνει
απλουτό = είδος διασιδιού.
απλουτός = χορός στα τρία
απλόχερος = χουβαρντάς
απόβραδου = αργά το βράδυ
απόβρουχου = μετά από βροχή
απόγιουμα = απόγευμα.
απόγουνου = απάνεμο μέρος, προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία, απάνεμος, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος
απόγραμμα = σύσταση, διεύθυνση
απόδαυλου = μισοκαμμένο κομμάτι ξύλου (κρύβετε στη στάχτη για να ξανανάψει φωτιά)
απόδητους = ξυπόλυτος
αποθυμιά = (ομηρικό «αποθύμια»), πεθύμισμα
απόκαμα = κουράστηκα αρκετά , κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο
αποκκόβω = σταματώ πια το βύζαγμα του αρνιού για να παίρνω το γάλα τους
απόκλαρα = μικρά κλαδιά που μένουν μετά από το κλάρισμα ενός μεγάλου κλωναριού
απόκουντα, απουκουντά = επόμενα, αυτά που ακολούθησαν
απόκρυφα =κρυφά-κρυφά, μυστικά, χωρίς να μας καταλάβουν
απόλ’σι η ικκλησιά = σχόλασε
απόλ’σι ου κιρός = καλυτέρευσε, άνοιξε
απόλ’σι του κουρμί = ξεκουράστηκε, χαλάρωσε.
απόλαμπρα = μετά το Πάσχα.
απόμ’νι μι ’ν κλίτσα στα χέρια = (μτφ.) Ήρθαν και μας είπαν η θα μείνετε υπάλληλοι στα κοπάδια η θα τα πάρει το κράτος και θα βάλει άλλους..…δεν τσ πίστιψαμαν κι απόμναμαν μι τσ κλείτσις στα χέρια. (αφήγηση Σαρακατσάνου της Βουλγαρίας)
απομόνουμι = πνίγομαι
απόπατους = αποχωρητήριο, βωμολόχος
απόρξι = απέβαλε( βλ απουβουλή)
απόρρ’μα = έμβρυο που αποβάλλει το ζώο, μικροκαμωμένος άνθρωπος, μισή μερίδα
απόσκαρα = μετά το σκάρο, το ξημέρωμα.
απόσκια = σκιερά μέρη
απόσκιο, απόσκι = μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος κάποιες στιγμές, που έχει σκιά.
απόσουσμα =πολύ κοντός και αδύνατος άνθρωπος, ανθρωπάκος.
αποσταμένος = κουρασμένος
απόστασα = κουράστηκα
απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που εκφράζει το β' συνθετικό: απουβράζου, απουζ’μώνου, απουπλένου, απουφκιάνου, απουχαρτώνου, απούπι κτλ.
απού = όπου
απουβουλή = είναι μισή μερίδα,
απουβουλή = αποβολή εμβρύου,τα αίτια είναι πάρα πολλά απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος συνήθως χλαμυδίωση, μελιταίος, τοξοπλάσμωση
απουβραδίς = από το προηγούμενο βράδυ
απουγιένουμι = καταλήγω κάπου
απουγουνιάζου = κάθομαι σε μέρος που δεν φυσάει
απουδιαλιούδια, απουδιαλεούδια = αυτά που απομένουν μετά από τη διαλογή και είναι κατώτερα (όποιους πολυδιαλέει παίρνει τα απουδιαλεούδια)
απουδιώχνου = απομακρύνω, διώχνω μακριά
απουδότ’ς = βοηθητικός τσομπάνος (μισοτσομπάνος) για όλες τις δουλειές
απουδουτ’λίκια = χρήματα με τα οποία το τσελιγκάτο πληρώνει τον προμηθευτή
απουδώθι = από εδώ, από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που βρίσκομαι.
απούθι = από πού;
απουκάμνου = έχω καταπονηθεί, έχω απαυδήσει.
απουκεί = από εκεί, αποκεί
απουκείθι = από εκεί, από εκείνη τη μεριά, από την πίσω μεριά
απουκειό = από εκείνο
απουκόβου = απογαλακτίζω, απαγορεύω, εμποδίζω
απουκοτιά = παλαβομάρα, ανοησία
απουκουντά = από πίσω, στη συνέχεια, από την πίσω μεριά.
απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.
απουκρεύου = αρχίζω νηστεία, κάνω αποκριά.
απουκρίνουμι = απαντώ, απολογούμαι.
απουκώλουμα = το πίσω μέρος από το κονάκι
απουλ’σιά, = βοσκή μιας μέρας σε μέρος του λιβαδιού
απουλ’τη = είδος βελέντζας.
απουλ’το = υφαντό χωρίς σχέδια, ελεύθερο
απουλαμπή = λιακάδα, ζέστη ανάμεσα σε βροχή
απουλάου = αφήνω. -ώμι σπεύδω
απουλαυές = ωφέλειες, κέρδη.
απουλίβαδου = λιβάδι (απολυσιά) που έχει βοσκηθεί
απουλουιόμι = δίνω απολογία.
απουλτός = ελεύθερος, λυτός, χορός στα τρία
απουλυταριά = εργαλείο του αργαλειού που στηρίζει το πισινό αντί για να μην ξεσέρνει το στημόνι
απουμόθκα = έπαθα ασφυξία, πνίγηκα, έχω δύσπνοια
απουμουμάρα = δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω από την πολλή ζέστη.
απουμώνου = βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου, του κόβω την ανάσα, τον πνίγω, προκαλώ ασφυξία σε κάποιον –ουμι παθαίνω ασφυξία.
άπουνους = αυτός που δεν είναι πονετικός.
απουπέρα = απέναντι.
απουρρίχνου = αποβάλλω.
απουσκιώνου = κάνω ίσκιο, κάνω σκιά, ισκιώνω
απουσταμάρα = μεγάλη κούραση.
απουστένου = κουράζομαι.
απουσώνου = αποτελειώνω
άπραγους = απείραχτος.
Απρίλ'ς = Απρίλιος
άπριπα = δεν πρέπουν.
απστόμ’σμα= γύρισμα κωλοτούμπα
απστόμσει = αναποδογύρισε
απστουμάου = αναποδογυρίζω, γυρίζω απίστομα,
απστουμίζου = αναποδογυρίζω, γυρίζω απίστομα,
αράδα = σειρά, παιδί της παντρειάς.
αραδιάζου, αραδιάζω = πηγαινοέρχομαι, ψάχνω, λέω, περπατάω, εξιστορώ, διηγούμαι με τη σειρά κάτι,–ουμι μπαίνω στη σειρά
αράδιασμα = πήγαινε έλα
αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό μου, περνάω.
αράζουεμφανίζομαι, ξεμυτίζω
αράθ’μους = οξύθυμος, ευέξαπτος
αρανός = ουρανός.
αράπ’ς = μαύρος,μαύρο αρσενικό μουλάρι ή μαύρο αρσενικό σκυλί, μαύρο θηλυκό μουλάρι.
αραπουβάκρα = ηπροβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και τα αφτιά
αραπουσίτι = καλαμποκίσιο αλεύρι.
άραχνο = κακάσχημο, ανυπόληπτο, τιποτένιο
άραχνους = δυστυχισμένος, έρημος, άθλιος
αρβάλα = στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, συνέχεια, σβάρνα
αρβάλι = χερούλι από σκεύος, χειρολαβή. το ίδιο το σκεύος
αρβανίτ’ς = βορειοδυτικός άνεμος
αργάζου =επεξεργάζομαι (συνήθως στα δέρματα ) κατεργάζομαι το δέρμα, σκληραίνω το δέρμα.
αργαλείο, ιργαλείου = αρχ. ἐργαλεῖον >εργαλείο
αργαλειός = ξύλινη χειροκατασκευή με την οποία ύφαιναν ρούχα, ο παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός των Σαρακατσάνων, μηχανή σε εργοστάσιο ύφανσης
αργαλειός τ’ς γούρνα = αυθεντικός Σαρακατσάνικος αργαλειός.
αργαλίσια = αυτά που υφαίνονται στον αργαλειό.
αργασμένο = αυτό που έχει αργαστεί, κατεργάζομαι δέρματα, σκληραίνω, ροζιάζω
αργαστήρι = εργαστήριο.
αργγιλές = ομάδα απόνεαρά και ασαμάρωτα άλογα
άργητα = ώρες αργίας, σχόλης, ελεύθερος χρόνος.
αργουξυπνάου = ξυπνάω κάποιον σιγά σιγά, αργά-αργά
αργουπλέκου = πλέκω αργά.
αργυρός =ασημένιος
αρδιλεύου = εξολοθρεύω, εξοντώνω
αρέ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας προς τον άντρα της
αρέου = αρέσω
αρζάφτι = τμήμα του κρανίου που βρίσκεται στη βάση από το αφτί
αρίδα = πόδι, η κνήμη κυριολεκτικά, κοντούλης άνθρωπος
αριεύου = αραιώνω.
αριουπλέκου = πλέκω αραιά.
αριουπλιμένου = αραιοπλεγμένο.
αρισιά = γούστο
αρκάτα = πουλάρια που ακόμα δεν τα καβαλίκεψαν, ελεύθερα, άπιαστα, ανημέρωτα
αρκούδια = αρκούδες.
αρκουδουπούρναρου = είδος από πουρνάρι με μεγάλα φύλλα
αρκουδουτόμαρου = τομάρι αρκούδας,χοντράνθρωπος
αρμαθιά = πλήθος ομοίων πραγμάτων περασμένα σε σχοινί η σύρμα νια αρμαθιά πιδιά = πολλά παιδιά.
αρμαθιάζου = περνώ σε κλωστή κάτι και κάνω αρμάθα φτιάχνω αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα από τον άλλο
αρμακάς = σωρός από πέτρες. Από τη λέξη «έρμαξ – κος»
αρμάνι, ρμάνι = δάσος
άρματα = όπλα, κοσμήματα
αρμάτα = στολισμός (γιορτινή φορεσιά, κοσμήματα, κουδούνια), οπλισμός
αρματώνου = στολίζω, φοράω στα γιδοπρόβατα τα κουδούνια και τα κυπριά, του Ευαγγελισμού αρματώναν τα κοπάδια,. οπλίζω, -ουμι στολίζομαι, οπλίζομαι.
αρματώστρα = κοπέλα που στολίζεται
αρμέν = αρμέγουν
αρμέου = αρμέγω.
αρμιγμα, αρμιή, άρμιμα = άρμεγμα. Το άρμεγμα με το χέρι ήταν για αιώνες ο μοναδικός τρόπος λήψης του γάλατος. Γίνεται με εφαρμογή πίεσης στη θηλή του μαστού και τράβηγμά του προς τα κάτω, με το γάλα να συγκεντρώνεται σε κάποιο δοχείο (καρδάρα ή καρδάρι).
αρμιχτάδις = αυτοί που αρμέγουν τα ζώα
αρμύρα = Χορταρικό που τρώγεται συνήθως βραστό, παίρνει το όνομά της από τη θάλασσα, κοντά στην οποία φυτρώνει .Η αρμύρα, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για την παρασκευή καυστικής σόδας - ποτάσας -αλισίβας - καλίου. Εξ άλλου τοπικές ονομασίες της αρμύρας το υπενθυμίζουν: αλισίβα, καλιά, σαλαμούρα, υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται το τυρί.
αρμυρίκια = θάμνοι κοντά σε αμμουδιά
αρμυρουκ’λούρα = πολύ μικρή αρμυρή κουλούρα που τρώνε τα κορίτσια την Καθαροδευτέρα
αρνάδα = θηλυκό αρνί.
αρναδουχρουνιά = χρονιά που οι προβατίνες γεννούν πολλά θηλυκά αρνιά και λίγα αρσενικά.
αρνάρ’ς = αυτός που βόσκει τα αποκομμένα αρνιά
αρνάρι = λίμα
αρναρίζου = κόβω, χαράζω βαθιά ένα αντικείμενο σιδερένιο με το αρνάρι.
αρνητής = αυτός που απαρνιέται τον έρωτα, την πίστη
αρνόπρατα = κοπάδι με αρνιά και πρόβατα.
αρπαγάδις = κλέφτες.
αρπάκι = θάμνος, είδος βελανιδιάς τα κλαδιά του οποίου είναι
άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η επιφάνειά του
αρπάχνου = αρπάζω βίαια, παίρνω
αρραβωνίσιου μαντίλι, συβουμάντ’λο = μαντήλι αρραβώνα
αρριβουνίσια = των αρραβώνων
αρριβώνα = βέρα
αρρόιαστους = αυτός που δεν είναι ρογιασμένος,
αρρούπουτους = αχόρταγος, παμφάγος.
αρρουστού = αρρωσταίνω.
αρταίνομαι = δεν νηστεύω, τρώω κάτι που δεν είναι νηστήσιμο
αρτιρίζει, αρτιράει = φτάνει και περισσεύει, ξεχειλίζει
αρτσιβούτσι = είδος μανιταριού που μοιάζει με σφουγγάρι.
άρτυμα = φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει
αρφανός = ορφανός.
αρχ’νάου = αρχίζω.
αρχεύου αρχίζω.
αρχήνσα = ξεκίνησα
αρχνή = αρχή, ξεκίνημα
αρχουντικός =πλούσιος
αρχουντουδυχατέρα = πλουσιοκόριτσο.
αρχουντουϊπούλα =αρχοντοπούλα, πλουσιοκόριτσο.
αρχουντουμαθημένους = αυτός που έμαθε να ζει αρχοντικά, καλομαθημένος.
αρχουντουνιός = άρχοντας,πλουσιόπαιδο.
ασαμάρουτα = είναι χωρίς σαμάρι.
άσαρκους = χωρίς μυς,λιπόσαρκος, αδύνατος.
ασήμαδο, -δους = χωρίς σημάδι
ασήμια, αλύσια = κοσμήματα
ασημώνου = επαργυρώνω. δωρίζω αργυρένιο νόμισμα για καλή τύχη.
ασιγούριφτους = ανήσυχος.
ασκαντιρός = σιχαμερός, άσχημος.
ασκασιά = σιχασιά, σιχαμάρα, αηδία, να την σιχαίνεσαι
ασκέπαγου, του καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από μπροστά.
ασκητήδις = ασκητές.
ασκιαίνουμι, ασκένομαι = σιχαίνομαι, αηδιάζω.
ασκιέρι = άτακτο σώμα στρατού.
ασκόλαστους = μισοτελειωμένος.
ασλάνι = παλληκάρι, λιοντάρι
άσμιγους = αντικοινωνικός, ακοινώνητος.
άσμπροξα = έσπρωξα
ασμπρουξιά = σπρώξιμο.
ασμπρώχνου = σπρώχνω, σκουντώ.
άσουγους = άσχημος.
άσουτους = δεν τελειώνει,απεριόριστος, άφθονος, απέραντος
ασπάλαθους = θάμνος με χοντρά αγκάθια.
άσπρα = τούρκικα νομίσματα.
ασπριδιρός = άσπρος στην εμφάνιση, στο πρόσωπο.
ασπρόβουλου = είδος από φυλαχτό.
ασπρόρουχα = άσπρα, χαρούμενα, γιορτινά ρούχα.
ασπρουκανούτα μαλλιά = γκρίζα ανοιχτά.
ασπρουνόρα, -κου = μαύρη προβατίνα που έχει άσπρο την άκρη από την ουρά της, η μαύρο αρσενικό πρόβατο που έχει άσπρη την άκρη από την ουρά του
ασπρουπάρια = είδος πουλιών.
ασπρουσυγνέφιασι ου ουρανός = οουρανός είναι γεμάτος με άσπρα σύννεφα και σε λίγο θα βρέξει
ασπρουφουρού = φοράω άσπρα ρούχα, ρούχα γιορτινά, ρούχα χαρούμενα
άσπρουχμα= σπρώξιμο
ασπρόχουμα = χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.
ασπρόχρυσα = ρούχαόμορφα, χαρούμενα [15α, 159].
ασταύρουτους = αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να σταματάει, αυτός που δε διασταυρώνεται, που δε συναντιέται με άλλον
αστένια = ασθένεια
αστέρου = φοράδα με άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.
αστήθι = το μπροστινό μέρος από το κονάκι, το στήθος
αστιράτου = άλογο που έχει άσπρο μπάλωμα στο πρόσωπο.
αστουχάου = ξεχνάω, λησμονώ -ώμι λησμονιέμαι.
αστόχσα = ξέχασα
αστράγκ’στου τυρί = δεν του έχει αφαιρεθεί το τυρόγαλο.
αστραπόβουλους, αστραπόβολο = κεραυνός, αστραπή που πέφτει.
αστραποκαμένος = καμένος από αστραπή
αστραπουβουλάει = αστράφτει και πέφτουν κεραυνοί.
αστρί = αστέρι.
αστρίτ’ς, =είδος φιδιού με στίγματα πάνω στο σώμα του με σχήμα σαν τα αστέρια
αστρουβουλή = καλικάντζαρος
αστρουπιλέκια = κεραυνοί.
αστρουφιγγιά = ξαστεριά χωρίς φεγγάρι.
ασφάκα = ο θάμνος φλομίς η θαμνώδης . Η ασφάκα είναι είναι ξυλώδες φυτό – θάμνος της οικογένειας των Χειλανθών της τάξης των Σωληνανθών. Φυτρώνει κυρίως σε βραχώδη ή πετρώδη εδάφη και φτάνει έως ενάμιση μέτρο μέγιστο ύψος. Ευδοκιμεί κυρίως στη νοτιοδυτική Ελλάδα και σε κάποια νησιά. Τις περιοχές με ασφάκα στην Ήπειρο τις ονομάζουν Βελαούρες. Το φυτό ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως «ελελίφασκος» και είχε φαρμακευτικές ιδιότητες, καθώς εκκρίνει μία αντιοξειδωτική ουσία η οποία καταπολεμά την κυτταρική γήρανση!
ασφακουκιέφαλου = τοάνθος από την ασφάκα δεν μπορεί να το προσπελάσει η μέλισσα με ειδικούς τρόπους παίρνουν το νέκταρ της και παράγουν μεγάλης αξίας μέλι.
άταλα = ισχνά ζώα, αδύνατα, κακορίζικα.
ατάραγους = βαρύς κι ασήκωτος
άτια = ταάλογα
ατόφια ρόκα = μονοκόμματη, μονόξυλη ρόκα
ατόφιους = αγνός, γνήσιος.
άτχα = χαμάρα, λιποψυχία, τα άτυχα
αυγαταίνω = αυξάνω
αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για προστασία από τα νερά της βροχής.
αυνούς = αυτούς
αυτήνη = αυτή
αυτίνα = αυτός,αυτός εκεί
αυτίνους = αυτός, αυτός εκεί.
αυτοίν = αυτοί
αυτότητα = ταυτότητα.
αυτού = ακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)
αυτού = εκεί.
αυτούια = εκεί δα, εκεί ακριβώς.
αφ’μένα = οικοσκευή που δεν μας είναι απολύτως αναγκαία και την αφήνω το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε φίλους μας.
αφ’σκιά = ασχήμια.
αφαλέγκους, αφαλέους = τυφλοπόντικας
αφαλόςλ’βαδιού = το μέρος εκείνο του λιβαδιού που είναι πλούσιο σε βοσκή και βρίσκεται μάλλον στο κέντρο του λιβαδιού.
αφαλουκόβου = κόβω τον ομφάλιο λώρο.
άφανους = άφαντος., άφαντο. Ομηρική λέξη «άφαντος». Ιλιάς Υ, 303
αφέντ’ς = ο αδερφός του άντρα μιας γυναίκας, ο κουνιάδος, αφέντης ή προσωνυμία του παντράδερφου από τη νύφη (αρχαιοελληνική «αφθέντης»- «αυτός έντης» = φθάνω στο τέλος)
αφηρημένους =αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.
αφηρούμι = χάνω τα λογικά μου
αφιντάκους = ο μικρότερος απ’ τους κουνιάδους της νύφης.
αφίρι = δροσερό.
αφόντας = αφ’ ότου, από μια στιγμή και
αφόρμ’σι = ερεθίστηκε και επιδεινώθηκε η πληγή
αφούντζια = καβάλα στους ώμους, (το σώμα του είναι πάνω στο σβέρκο μου, τα πόδια του κρέμονται μπροστά μου κι εγώ το πιάνω από τα χέρια του)
αφουρμή = κατηγορία, συκοφαντία
άφουρουσαπούνι = σαπούνι πολύ καλής ποιότητας ή και σαπούνι που δεν έχει χρησιμοποιηθεί
αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του αφρού.
αφρύδια = ταφρύδια.
αφρύς = ευρύχωρος, ανοιχτός τόπος.
αφσκί = κοπριά.
αφτί ρόκας = πλάτωμα της ρόκας.
αφτούνος, αφτίνους = αυτός, αφτός, άφτος, αφθός, άφτο, αφτόνος, αφτόνους, αφτές, αφτίνος, αφτιός, εφτός, έφτους, φτος, εφτόνος, ιφτόνους, εφτούνος, φτούνος, φτούνους, εφτίνος, φτίνος, εφτιός, αφνός, έφνους, ατός, ατό, ατέ, αντέ, ατάν, ατιάς, άφστο, άστο, ετός, ετό, εντό, ετιά, τιας, τιαν, ετζιά, ετάς, ιτός, ιτού, ιτά, ίτο, ετούνος, ετούνους, αφτούντο, εφτούντο, ατούντο, αφτοσδά, αφτουσδά, αφτουδάς, φτοσδά, φτόσδα, φτουνοσδά, αφτοσγιά, αφτόσγια, φτοσιά, φτοσγά, φτοσά, αφτονάς, αφτουνάς, αφτόνας, αφτονασά, αφτινοσά, αφτινοσέ. αφτούνουδι, χάτος, χατοχάς, ατοχάς, άτοχας, αχατοχάς, αχάοχας, τος, τους, τόσνας
αφύσ’κα μο’ρχιτι = δε νιώθω καλά, αισθάνομαι κάποια αδιαθεσία.
αφύσ’κους = άσχημος, ασχημάνθρωπος
αφύσκια = ασχήμια, πανάσχημη
αφύσκο = άσχημο, κακό αχαΐρευτος ανεπρόκοπος
α'χά! = ναι!
αχάλαγου τυρί = είδος από μαλακό τυρί
αχαμνά = οι όρχεις
αχαμνά κάνου = κάνω αταξίες, δεν κάθομαι ήσυχα.
αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια ξελιγωμάρα και έχω ανάγκη από τροφή
αχαμναίνου = αδυνατίζω
αχαμνό = αρρώστια (άνθρακας)
αχαμνός = ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, ο άπαχος, ο ξερακιανός. ο λιγνός, ο ατροφικός κακός
αχαμνούτσ’κους, -ούλα, -ούτσ’κου = λίγο αδύνατος.
αχανιάτ’κα = χρήματα που πληρώνει ο τσέλιγκας στα χάνια
άχαρους = άκομψος.
αχμάκ’ς =κακορίζικος.
άχνα = ανάσα, ελάχιστη φωνή
αχνίζου = βγάζω αχνό
αχνός = ατμός
αχνουβουλάου = αχνίζω διαρκώς
αχός = βουητό, αντίλαλος, ήχος
αχούρ(ι) = αχερώνας, στάβλος, βρώμικο και ακατάστατο μέρος
αχραδουτός = είδος τρουβά.
αχρόνιαγους = αχρόνιστος.
αψηλός = ψηλός
αψήλου (τ’) = ψηλά, σε ύψος
άψηφους = απονήρευτος, αθώος
αψ'υς = ευέξαπτος , οξύθυμος, απότομος, νευρικός, (από τις ομηρικές λέξεις «αψά», «αίψα», «αίψ», «αιπύς»= ταχύς, οξύς
αψυώνου = θυμώνω, γίνομαι οξύθυμος
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, "Σαρακατσάνικη Λαλιά"