δαγκώνου = δαγκώνω -ομαι & δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ κάτι ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω (αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. έδακον )

δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου, πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.

δαμάζου = δαμάζω, υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου, καταφέρνω να υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: τα στοιχεία της φύσης, ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα, καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου

δαμάλι = νεαρός ταύρος

δαμαλ'σμός = ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς

δαμάσκο = είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια.

δανεικός -ή -ό = αυτός που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος

δαντέλα =   είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ. σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές

δαντιλουτός = δαντελωτός -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό του οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας, παρουσιάζει δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές

δαρτή = δυνατή βροχή.

δασιά = πυκνά

δασκαλάκος = ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος, περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος

δασκαλεύου = δασκαλεύω, συμβουλεύω κάποιον τι να πει και τι να κάνει σε δεδομένη στιγμή, πώς να μιλήσει / να φερθεί, καθοδηγώ κάποιον σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές

δασκαλούδια = δασκαλοπαίδια

δασκαλουκάλ’βου = το καλύβι σχολείο

δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά πλατάνια

δαυλί = δαυλός, κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρηαναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]

δαχ’λίδι, δαχλίδ = δαχτυλίδι.

δάχ’λους, δάχλου = δάχτυλο, παρεμβαση , υποκίνηση, ανατροπή, υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος

δαχλιά = δακτυλικό αποτύπωμα

δαχλίθρα = δαχτυλήθρα

δγιαούρτι = γιαούρτι

δειλ’νό = δειλινό, απόγευμα.

δειλιάζου = φοβάμαι, διστάζω.

δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό αρνί που βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε

δείξη = διάκριση, εμφάνιση.

δείχνουμι = επιδεικνύομαι, προβάλλω τον εαυτό μου

δέμα = μικρός φράχτης έξω από το μαντρί

δέντρινα ξύλα = ξύλα από βελανιδιά

δεντρουμουλόχα = φυτό

δέντρους = βελανιδιά

δέξ’μου =υποδοχή που κάνουμε σε κάποιον.

δέξια =αίσια, επιτυχώς.

δέξιους, -α, -ου = δεξιός, επιδέξιος, καταφερτζής

δέοντα = πρέποντα, χαιρετίσματα

δέουντα = χαιρετίσματα, πρέποντα

δέρου = δέρνω (μτφ.) περιπλανιέμαι, βασανίζομαι

δέση = φράγμα σε ρέμα για να διοχετευθεί αλλού το νερό

Δέσποινα = Παναγιά.

δευτιρόιννη = τρίχρονη προβατίναπου γεννάει για δεύτερη φορά

δημοσιά = δημόσιος δρόμος μεγαλύτερος που χρησιμοποιούσαν όλοι

διάβα = πέρασμα, πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των χειμαδιών

διαβαίνου = διαβαίνω, περνώ.

διαβάτ’σσα = διαβάτισσα, περαστική

διαγουμίζου, διαουμίζω = λεηλατώ, αρπάζω, λαφυραγωγώ

διακονιάρς = ζητιάνος

διαλέου = διαλέγω.

διαλεώνας, διαλιώνας = η διαλογή, ξεδιάλεγμα (όποιος διαλέγει πολύ παίρνει τουν διαλεώνα , ότι μείνει)

διαλιμένους = διαλεχτός, αξιόλογος, παλληκάρι

διαλιχτός = εκλεκτός.

διαόλισσα =θηλυκό του διάβολος

διαολοκνιέμαι/ζαλουκνιέμαι = έχω νευριάσει, είμαι ανήσυχος , με συνταράζει

διαουλιά =πονηριά, πανουργία, πονηρή πράξη, συκοφαντία

διαουλίζου = στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον

διαουλουπαρμένους = (μτφ.) δαιμονισμένος, δημιουργεί άσχημεςκαταστά­σεις.

διάουλους = ο διάβολος, σατανάς

διαουλουσπαρμένους = ανάποδος σαν παιδί διαβόλου, άτιμη ράτσα.

διαουρτάρι = μικρή ποσότητα από γιαούρτι (μαγιά)

διαούρτι, δγιαούρτι = γιαούρτι

διαουρτουλόους = ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι

διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό (γίνεται το διασίδι).

διάσελο, διασέλα, διάσιλου.= το σχετικά ομαλό κομμάτι που ενώνει δυο κορυφές του βουνού και αποτελεί πέρασμα

διασίδι, δγιασίδι = οι κλωστές του αργαλειού που υφαίνονται

διάστρα = εξάρτημα στο οποίο ιδιάζω το στημόνι, κομμάτι ξύλου εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και τρυπημένο με πολλές τρύπες σε δυο σειρές

διάτα = συμβουλή δίκην εντολής, διαταγή

διατάζου, διατάζω = συμβουλεύω

διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθείκαθιερωμένα, πατροπαράδοτα, έθιμα

διάτανους = διάβολος

διαφέρουμι = ενδιαφέρομαι.

διαφιντεύου = προστατεύω, υπερασπίζομαι, εξουσιάζω.

διαφιντής = διευθυντής.

διάφουρου = τόκος, κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον:

δίβιργα = παγίδες για πουλιά

δικάζου =βγάζω απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί

δικαχρουνούσα = δεκάχρονη

δικηόρους = δικηγόρος.

δίκια =γυναίκα που είναι μέτρια στο ύψος, αυτή που έχει ύψος κανονικό

δίκιου =μισθός, οφειλή, ρόγα

δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.

δικουχτώ=δεκαοχτώ

δικράνι = ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο, χρήσιμο για το μάζεμα των χορταριών

διληβουριάς = τρελοβοριάς

δίμ’του, δίμτου ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα στον αργαλειό (στημόνι, υφάδι)

διμάτι = δεμάτι

διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα πρόχειρα ποιμενικές μαντριά

δίνου κουρίτσι = λογοδίνω, παντρεύω. το κορίτσι μου

δίνου φουτιά = βάνω φωτιά

διντρουλάκι = αγαπητικός

δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο, παράπλευρα, παίρου δίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.

διπλά γκδούνια = μεγάλα και βαριά κουδούνια.

διπλάρκα = δίδυμα

διπλάρκου, διπλάρ’κου = αρνάκι η κατσικάκι που γεννήθηκε διπλό με άλλο, δίδυμο

δίπλα, αδίπλα κουνάκι = ορθογώνιο κονάκι με δίριχτη σκεπή.

διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της

διπλουκουπανιά = χτύπημα των ρούχων που πλένω με δυο κόπανους, εναλλάξ  

διπλουκυπριά = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο κοίλωμα δεύτερο μικρό κύπρο

διπλουπρουσκυνού = προσκυνώ δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο σεβασμό

διπλουτσιόκανα = μεγάλα και βαριά τσιοκάνια που βάζουμε στα γίδια

διρμάτια = τομάρια

διρπάνι = δρεπάνι

διστομίαση = η διστομίαση   είναι μια παρασίτωση του ήπατος των μηρυκαστικών και περισσότερο του προβάτου πολύ διαδεδομένη σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η νόσος οφείλεται στο παράσιτο Δίστομο το ηπατικό, το οποίο ανήκει στην τάξη των τρηματωδών πλατυελμίνθων. Το παράσιτο βρίσκεται στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου γεννάει τα αυγά του, τα οποία με τη χολή κατέρχονται στο έντερο και με τα κόπρανα βγαίνουν στο περιβάλλον. Όταν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας μέσα σε 10 περίπου ημέρες, τα αυγά εκκολάπτονται και ελευθερώνονται τα έμβρυα, που ονομάζονται μειρακίδια. Αυτά κολυμπώντας στα επιφανεικά νερά βρίσκουν τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία. Μέσα σ' αυτόν υφίστανται τρεις μεταμορφώσεις: σε σποροκύστεις-ρέδια-κερκάρια. Μετά 1-2 μήνες εγκαταλείπουν τον ενδιάμεσο ξενιστή, κολυμπούν στα λιμνάζοντα νερά και εγκυστώνονται στα στελέχη των χόρτων των υγρών λιβαδιών, Με τη βόσκηση των λιβαδιών αυτών τα ζώα καταπίνουν τα μετακερκάρια, τα οποία φτάνουν στο έντερο και μετά στο ήπαρ.

δίστρατα = τόπος με σταυρο­­δρόμι, σταυροδρόμι, δίστρατο , το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι. Δίστρατον < δι + στράτ(α) -ον

δίφουρη =γεννάει δυο φορές τον χρόνο

Διφτέρα = Δευτέρα

διφτέρι = το μπλοκάκι τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα και τα βιβλία τετράδια των μαθητών

διχώς = χωρίς

δλειά = δουλειά

δόγα, δούγα = βαρελοσανίδα

δόκανου = παγίδα.

δόλιους, -α, -ιου = κακόμοιρης, ταλαίπωρος

δομός = το σύνορο ακαλλιέργητο του χωραφιού για βόσκηση, αλλα και στρώμα( σάλωμα) κτισίματος της καλύβας στην κορυφή

δόντια =κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον αργαλειό

δόσ’μου = δούναι, έξοδα της στάνης.

δουδουκάρια , μασιές =  τραπεζίτες, γομφίοι

δουκιώμι = θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει κάτι, νομίζω, αναρωτιέμαι

δουλιφτάδις =εργάτες

δουλιφτάρδις = αυτοί που δουλεύουν πολύ

δουλώνου = δηλώνω.

δουμός, δομός = το σύνορο μεταξύ χωραφιών, ακαλλιέργητο, που το έβοσκαν τα πρόβατα, κάθε σειρά από σάλλωμα στη σκεπή

δουντάκια = διακοσμητικό θέμα στο κέντημα

δουξάρια = πόδια.

δουξουλουϊά = δοξολογία.

δουσιά =δόση.

δραγασιά = παρατηρητήριο πάνω σε δέντρο

δραγάτης = αγροφύλακας, αμπελοφύλακας.

δράγκα = γουλιά, σταγόνα, σταλιά νερού ή ποτού.

δραγκουμάρα = αρρώστια στα ζώα πιάνονται τα πόδια

δραγκώνουμι =αρρωσταίνω και άλλες φορές κουτσαίνομαι, «πιά­νομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου

δράκισσα = δράκαινα

δρακουντιά = φιδόχορτο.

δράκους = υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.

δράμι = μια σταλιά, λίγο, τρέξε, 3,2 γραμ

δραμιάρ’κα = οι μπαλίτσες από μολύβι μέσα στο κουδούνι για να βγάζει ήχο

δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα

δρασκέλατο = πήδατο, πήδηξε

δραχτουλόους = σακούλι για αδράχτια.

δρούγα = αδράχτι, η αρχαία άτρακτος, χοντρό νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι, όταν η περιστροφή του αδραχτιού γίνεται στην παλάμη.

δρουμιάζου κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία που πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.

δρουπίκι =δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο που έχει δεχτεί τσίμπημα από φίδι το ζώο

δρουσάτα = δροσερά

δρουσιόμι = δροσίζομαι

δρουτσίλι =μπιμπίκι

δρυμόνι = κόσκινο από λευκοσίδηρο με μεγάλες τρύπες

δσάκι = διπλός σάκος ένας μπροστά ένας πίσω στην πλάτη συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ύφασμα

δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του γέννου.

δυγόνι= αρνί που γεννιέται προς το τέλος   του γέννου

δυόσμους = δυόσμος(επιστημονική ονομασία Mentha spicata, Μίνθη η σταχυώδης) είναι είδος μέντας. Ο δυόσμος περιέχει φολικό οξύ, ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, Β6, Ε, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο, μαγγάνιο και χαλκό. Λόγω λοιπόν των συστατικών του χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως σε γαργάρες για θεραπεία πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο στην κακοσμία του στόματος, χωνευτικό και καταπραϋντικό της γαστρεντερικής δυσφορίας, ως ηρεμιστικό, για την τόνωση της μνήμης, τη θεραπεία των σκασμένων χεριών και της πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό (σε συγκεκριμένες δόσεις) και εμμηναγωγό (ακατάλληλο για εγκυμονούσες). Θεωρείται ότι προσφέρει ανακούφιση στην αϋπνία, τον πονοκέφαλο, τον πονόδοντο (από αποστήματα), στους ρευματόπονους και τον πόνο. Τα τρία τραγουδισμένα αρωματικά : Ο δυόσμος , ο βασιλικός και το μακεδονήσι, πάν' τα ματάκια μ' βρύση

δυχατέρα =θυγατέρα

δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, "Σαρακατσάνικη Λαλιά"

δώκ’ τ = δώσ’ του

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.