φ’κάλι = μάτσα από αγριόθαμνο, ονομαζόμενο ''φουκάλι'', δεμένο και πατημένο με βάρος, για να πάρουν το σχήμα σκούπας , αρχαίο το κόρηθρον, φουκάλι ή φουκαλιά , σκούπα
φ’καλίζου = σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
φ’λεύου = φιλοξενώ, τραπεζώνω, -ουμι φιλοξενούμαι
φ’λιά = επίσκεψη, φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.
φ’λίου, φλάου = φιλάω.
φ’λλάδα = φυλλάδα, βιβλίο, σημειωματάριο
φαγάρι = γάλα για οικογενειακή κατανάλωση
φάγουσα= έτριψα με την λίμα (αρνάρι)
φαγώνω = τρίβω με σουγιά η λίμα
φαϊ = φαγητό
φακιόλια ρίχνει = ρίχνει πολύ χιόνι
φαλάγγια =ομάδες στρατιωτών (κυρίως Τούρκων)
φαλαρός =φαλακρός
φαλκάρι = τσελιγκάτο, στάνη, παρέα
φαλκαρίζου = ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και φτιάχνω το φαλκάρι (τσελιγκάτο)
φαμπ’λεύου = κάνω οικογένεια(φαμπλιά)
φαμπλιά = φαμελιά, οικογένεια .
φανιλουσκούτι = ύφασμα για τις φανέλες.
φαντασιά = φαντασία, λογισμός
φαντασμένους, -η, -ου = αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.
φαούρα = φαγούρα
φάρα = σόι, φυλή
φαρδουκούδ’να = φαρδιάκουδούνια
φαρμάκι = το δηλητηριώδες φυτό κόνιτο το νάπελλο, ακόνιτο το ρανουκουλόφυλλο, ακόνιτο το λυκοκτόνο. ( Aconitum napellus ) Δηλητηριώδες φυτό, γνωστό στην Ελλάδα από την εποχή των μυθικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι το χρησιμοποιούσαν όπως το κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο, ενώ χρησιμοποιούσαν τον χυμό του για να παρασκευάσουν δηλητήριο, στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε
φαρμακομένους= πικραμένος, στεναχωρημένος
φαρμακώθκα = πικράθηκα , στεναχωρήθηκα
φαρσώνου = πλέκω με κλαδιά
φαρφαλιάρ’ς = πολυλογάς, φλύαρος.
φασκιά = χοντρό μάλλινο σχοινί με το οποίο έδεναν τα σπάργανα γύρω γύρω στο μωρό
φασκιώνου = τυλίγω τα σπάργανα στο παιδί και τα δένω
φάνα = θάμνος.
φεγγίστρα = μικρό παραθυράκι στην καλύβα
φέλπα = βαμβακερού ύφασμα σάν βελούδο.
φέξη = φωτισμός, η περίοδος γεμίσματος του φεγγαριού
φέξος, φέξου = το φώς
φέρμιλη = το γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράν με τη φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο με χρυσά κεντήματα και συρίτια
φέρτ’ς = ξύλο για το τύλιγμα του διασιδιού
φέσι = σκούφια.
φέτου =εφέτος.
φεύγα = αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.
φεύγας = πολύ γρήγορος στο περπάτημα.
φεύγιστι, φευγάστι = φύγετε.
φηρός, -ή, -ό = λειψός
φιδιάζιτι = δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού [
φιδιατίσκα = δαγκώθηκα από φίδι.
φιδόκαμψου, φιδουρούτι.= το πουκάμισο του φιδιού (παλιό δέρμα)
φιδουκιέφαλου = φυλαχτό
φιδουρούτι = παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.
φιδόχουρτο (Δρακόντιον) = Το συναντούμε με τις ονομασίες δρακοντιά, δρακόντι, φαί του φιδιού, σταφύλι του φιδιού, λιάρος ή φιδόχορτο. Η δρακοντιά είναι ενδημικό φυτό που συναντάται στα Βαλκάνια, σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Το φιδόχορτο είναι αποχρεμπτικό στην περίπτωση άσθματος και χρόνιου βήχα, ενώ είναι και δυνατό ευκοίλιο. Παλιότερα, ο Διοσκουρίδης σύστηνε την ώριμη, ξεραμένη στον ήλιο και κοπανισμένη ρίζα στους ασθματικούς, τη σκόνη της ρίζας με νερό ως αφροδισιακό, τη σκόνη ζυμωμένη με μέλι ως καθαριστική των κακοηθών και φαγεδαινικών ελκών και τέλος τη σκόνη ανακατωμένη με «λευκή άμπελο» (κουρμπένι ) ως καταστροφική των πολύποδων (ακόμα και των καρκινωμάτων), καθώς και προληπτική του δαγκώματος της οχιάς.
φιλάει, οφελάει, φλάει = φυλάει, παραφυλάει, ωφελεί.
φιλεύω = φιλοξενώ
φιλί = κομμάτι από την πίτα.
φιλιά = φιλοξενία, επίσκεψη
φιλιώνου =ενώνω, συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.
φιλλύκι (φιλλυρέα η πλατύφυλλος) = το φυτό που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια είναι στην οικογένεια της ελιάς. Ένα φυλλαράκι από το φυτό αυτό το βάνουμε μέσα στην μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο γονιμότητας των ζώων. Απαντάται και ως φιλλύκι, φελλύκι, αγριομυρτιά, γκρεουσιάδι, κ. ά.. Το Γένος της περιλαμβάνει γύρω στα 6 είδη θάμνων ή δέντρων, με διαστάσεις όχι πολύ μεγάλες. Είναι διαδομένη κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες, και καλλιεργείται στο ύπαιθρο, μόνον στις περιοχές με ιδιαίτερα ήπιο κλίμα. Στον θάμνο αυτό αναφέρεται ο Διοσκουρίδης σαν Φιλλυρέα, ενώ στο ίδιο φυτό με ένα λάμδα (Φιλυρέα) αναφέρεται ο Θεόφραστος, (Φυτών Ιστορία 1 , 9, 3
φιλντισιένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από ελεφαντόδοντο, πολύτιμος
φιλυρούδια = λουρίδες από ύφασμα.
φινέστρα = παραθυράκι στο κονάκι για φως, φεγγίτης.
φιρέοικους, -η, -ου = νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και μετακινείται για την εξεύρεση καλύτερων συνθηκών για την δουλειά του
φιρφιρί = παγούρι για το τσίπουρο, ούζο
φίτζια ζντρίγαλα = παιδικό παιχνίδι
φκειασίδια = τα καλλυντικά και τα αξεσουάρ της εποχής
φκιάνου = φτιάχνω
φκιάνου τα γίδια = τακτοποιώ, περιποιούμαι
φκιάρι = το φτυάρι
φκιασιά = το φτιάξιμο του σώματος
φκιασίδια = τα καλλυντικά και στολίδια της Σαρακατσάνας φλαμπουράκους = μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που
φλάμπουρας = λάβαρο, σημαία του γάμου του γάμου Τα παλιότερα χρόνια ήταν βυσσινή πανί με σταυρό όπως η Βυζαντινή σημαία τώρα είναι η σημαία των Σπαχήδων . Το ράψιμο του φλάμπουρα είναι μια κορυφαία στιγμή για το σπίτι του γαμπρού και αποτελεί ξεχωριστή εκδήλωση την Παρασκευή το βράδυ. Οι γυναίκες έχουν την πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το φλάμπουρα με την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που τραγουδούν. Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές (άσπρη, κόκκινη, γαλάζια) ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή ή με εννιά βελόνια και κόκκινη κλωστή Πάνω στο φλάμπουρα εβάζαν γουργουλίδια και κορδέλες τραγουδώντας το " Ράψε φλάμπουρα καλά θα γύρει ράχες και βουνά, να μην τον σκίσουν τα κλαριά" κ.α τραγούδια των προζυμιών Ο μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε στη δεξιά μεριά από την πόρτα του κονακιού.
φλαμπουριάρ’ς, μπράτ'μος = αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο . Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που τους γονείς του στη ζωή.
φλαμπουρόξ’λου = ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς το οποίο αποτελεί το κοντάρι και τον σταυρό του φλάμπουρα. Ο σταυρός είναι στην κορυφή. Στις άκρες από το σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.
φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι ή ξύλινο μικρό δοχείο για νερό η κρασί.
φλάω = φιλώ
φλέτρα = φτερά
φλέτρας,-α = πεταλούδα , πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς
Φλιβάρ'ς = Φεβρουάριος
φλιτράου = πετάω (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω ανάλαφρα από χαρά
φλόκια = κρόσσια.
φλόκους = δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες.
φλουιέρα = φλογέρα.
φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ πανωφόρι μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς φλόκους
φλουρένιους, -α, –ου = αυτός που είναι από φλουρί
φλουριά = τούρκικα χρυσά νομίσματα.
φλουρίζου = ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.
φλώρα = ασπρα
φλωρουγκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές στο πρόσωπο.
φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-σταχτιές τρίχες ανακατωμένες
φλωρουκάπ’ς = αυτός που φοράει κάπα με χρώμα σχεδόν λευκό
φλώρους, -α, -ου =άσπρος.
φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να γεννήσει, αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)
φόντα, φόντας = όταν
φόρτουμα, φόρτωμα =. φορτίο, η διαδικασία για το ξεκίνημα του καραβανιού
φουβέρτα = φοβέρα.
φουκαλίζω = σκουπίζω μα σάρωμα
Φουκαλίτσα = σκούπα
φουλιάζου =κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος.
φουλτάκα = φουσκάλα στο δέρμα (φλύκταινα )
φουλτακιάζου = βγάζω φουσκάλα
φουνιμένους = φονεμένος, σκοτωμένος, σφαγιασμένος φουντούλας = αλαφρύς, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο που θέλει να φαίνεται.
φουράδα = η φοράδα η πονηρη γυναίκα
φουρδάκλα = φουσκάλα.
φούρια = βιασύνη, θυμός, λύσσα.
φούρκα = διχάλα
φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του αφτιού σε σχήμα διχάλας (σαν φούρκα)
φουρκίζουμι = αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα, θυμώνω.
φουρκούλις = πολύ μικρές φούρκες (κλιτσούλες), με αυτές πιάνουμε τις θηλιές της τέντας για να τη στερεώσουμε
φουρλατάου = γυρίζω σαν τη σβούρα
φουρλατίζου = σκορπάω, εκσφενδονίζω, δε λογαριάζω, .θυμώνω.
φουρνατζής = φούρναρης.
φουρουμανάω = δεν καθομαι φρόνημα
φουρτουμένη = έγκυος γυναίκα
φουρτουτήρα = λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων για να μην γερνει το φορτίο όταν φορτοθεί η μία μεριά
φούσκα = ουροδόχος κύστη.
φούσκουμα = ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός.
φουσκουμπουνιασμένους, = αυτός που είναι πρησμένος στο πρόσωπο κυρίως από ύπνο: φουσκουμπουνιασμένους , αγουροξυπνημένος
φουσκούρια = είδος από μανίκια
φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.
φούστια = αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά
φουστίσιου = ύφασμα για φούστες.
φουτίκια, φωτίκια = τα δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία ηταν ολοκληρωμένη αλαξιά
φουτόξ’λα = ξύλα που κάνουν καλή φωτιά
φουτουγόνι = η γωνιά με φωτιά
φρέζα = στενή ταινία την οποία βάζουμε στα υφαντά.
φριντζιάτους, -η, -ου = αυτός που είναι στολισμένος με φρέντζες
φριτζιάτου = η υποδοχή του κονακιου περιφραγμένη αυλή με καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους, τεχνητός ίσκιος, τσαρδάκι.
φριτζιατουκόνακου = κονάκι με φριτζιάτο (βλέπε λέξη)
φρίττου = τρομάζω, φοβάμαι
φρίχκα = τρόμαξα.
φρουξ’λιά , Κουφοξυλιά, Αφροξυλιά αλλά και Ζαμπούκος = δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος, φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.
φρούσιου = ζώο με κατάλευκο κεφάλι
φρούτα = μανίκια από το το πουκάμισο της γυναικείας στολής.
φρουτουπόδια = νυφική ποδιά.
φσάει = φυσάει
φσέκι = βολίδα όπλου
φσουνιάρ’κα = μυξιάρικα πρόβατα.
φταίξους = φταίξιμο.
φταλειά = είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι και τυρί και ψήνεται στη φωτιά
φτηνοπέτσκο = φτηνόφλουδο.
φτίλι = φυτίλι
φτιλιάς = Η φτελιά ή κοινώς και φτελιάς, φτιλιάς, φτελιός και στα αρχαία ελληνικά γνωστή ως πτελέα ή πτελέη, είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Το ξύλο της φτελιάς είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες» (τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται) έτσι η ξυλεία της δεν σκίζεται εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από πτελέα και οι κατάλογοι αναφέρουν φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα Επειδή δεν σαπίζει όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού, και στην κατασκευή των υδραντλιών Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία Ο Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα μπορούν να βραστούν ως χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί Οι σπόροι είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη ]
φτινά = λεπτά, λεπτά ρούχα, υφάσματα, χαρτί κ.α
φτίνα =. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.
φτινός, -ή, -ό = λεπτός,-η,-ο.
φτιρό = μέροςτου κοπαδιού, η άκρη απ το κοπάδι.
φτιρουτό = διακοσμητικό σχέδιο
φτουχαίνου = φτωχαίνω, αδυνατίζω
φτσέλα, φτσιέλι, φτσιλάκι, φτσιέλα = ξύλινο δοχείο νερού που το εφερνε ο τσομπάνος στον ώμο(αντί για παγούρι). βιτσέλα ή βουτσίνα , βουτσέλι, ξύλινη υδρία (παράγεται από τη λέξη «βυτίνη») Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις», από την οποία στη συνέχεια προήλθε το βουτσί.
φτύματα = σκουληκάκια από φτύσιμο μύγας στα τρόφιμα
φτύου = φτύνω
φύβγα = φεύγα
φυλαχτ’κά = μισθός του τσομπάνου, ρόγα
φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού,
φυλλουκάρδια = τα βάθη της καρδιάς οπου τα συναισθήματα.
φυντάνι = νέο βλαστάρι που μεγαλώνει
φύρα = φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους.
φυσσάτου = συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς φυσσάτου.
φύτρα = γενιά, καταγωγή.
φώλος, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη φωλιά της κότας για να την κάνει να γεννά, αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε μέσα περιπαικτικά
φώρα = φανερά , αποκάλυψη κάποιου γεγονότος
φωτίκια = τα δώρα του νονού κατά το βάπτισμα Σε κάποιες περιοχές (οι Πολίτες Σαρακατσάνοι) έπερναν τα φωτίκια στην εφηβία και σταματούσαν από εκει και μετά τα δώρα σε γιορτές. Αποτελούσαν μια ολόκληρη αλαξιά από ποδήματα μέχρι καπέλο Παράγεται από το ρήμα «φωτίζω» =δίνω φως.
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}