γ’νικίσιους, -α, -ου = γυναικείος.

γάβια = η θέση

γαβριάς = τόπος με γάβρους

γαβρουλουιόμι  = γαμπρολογιέμαι.

γάβρους = είδος δέντρου, με την επιστημονική ονομασία Carpinus

γαζέτα δεν έχει  =είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της Ρωσσικής και Οθωμανικής κατοχής (Ρωσσοτουρκική Συμμαχία)

Γαϊδουράγκαθο =  κουφάγκαθο, κάρδος, σίλυβο. Διετές ακανθώδες φυτό που φθάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Τα φύλλα του είναι πράσινα με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σαν φλέβες και τα λουλούδια του έχουν χρώμα βυσσινί. Είναι φυτό ιθαγενές της Μεσογείου και φυτρώνει σε όλη την νότια Ευρώπη. Είναι αυτοφυές, ευδοκιμεί σε χερσότοπους αλλά και σε καλλιεργημένες εκτάσεις. Προτιμά τα ηλιόλουστα μέρη και τα καλά στραγκιζόμενα εδάφη. Πολλαπλασιάζετε εύκολα από μόνο του με τους σπόρους του και αντέχει μέχρι και τους -15 βαθμούς κελσίου. H ρίζα και τα φρέσκα νέα φύλλα του τρώγονται ωμά ή μαγειρεμένα αλλά πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν οι αιχμηρές άκρες τους, το οποίο είναι αρκετά χρονοβόρο. Τα φύλλα είναι αρκετά παχιά και έχουν ήπια γεύση όταν είναι νέα, αλλά γίνονται πιο πικρά το καλοκαίρι με τη ζέστη. Μαγειρεμένα έχουν γεύση σπανακιού. Τα κεφάλια του μπορούν να φαγωθούν όπως οι αγκινάρες πριν ανθίσουν, αλλά είναι πολύ πιο μικρά. Οι ξεφλουδισμένοι μίσχοι του τρώγονται ωμοί ή μαγειρεμένοι, είναι εύγευστοι και θρεπτικοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι ή το ρεβέντι ή να προστεθούν σε σαλάτες. Τρώγονται καλύτερα την άνοιξη όταν είναι νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο του καφέ.

γαϊδουρουτόμαρου είνι = είναι ασυγκίνητος, είναι χοντρόπετσος.

γαϊτανάτα αφρύδια = φρύδια σαν το γαΐτάνι λεπτά

γαϊτάνι = λεπτό κορδόνι  , κορντόνι, κουρδούνι, κουρδόν, δέτης, λεφτάρι, τεχρίλι

γαϊτάνουμα = διακόσμηση των ενδυμάτων με γαϊτάνι.

γαϊτανουφρυδούσα = γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια.

γαϊτανώνου  = ράβω στα υφάσματα γαϊτάνι

γαλάζια κι πράσινα = έκφραση περιφρόνησης

γαλαζιάζου  = γίνομαι στο πρόσωπο γαλάζιος (κλάμα, κρύο ), οργίστηκα

γαλάζιου σ’κώτι = έκφραση υπερβολής

γαλάζιους = γαλανός, μπλε

γαλαζούλα = αγκαθωτόςθάμνος. Γαλαζούλα (Erygnium). Το γένος Erygnium έχει πάνω από διακόσια είδη στις εύκρατες και στις θερμές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων μονοετών, διετών ή και μακρόβιων πολυετών φυτών. Αποτελούσε τη βάση των αφροδισιακών παρασκευασμάτων στην αρχαία Κόρινθο. Όταν ο βλαστός αποξηραίνεται, ο άνεμος ξεριζώνει εύκολα το φυτό και το κυλά στο χώμα, εξ ου και το γαλλικό του όνομα ‘’κυλιόμενο αγκάθι’’. Το γαλάζιο αγκάθι ή γαλαζούλα δίνει ωραίο σε γεύση νέκταρ και γύρη αλλά και διάφανο μέλι. Την ίδια χρονιά που φυτεύτηκε θα ανθίσει. Τα λουλούδια του φέρονται πάνω σε ένα πολύ πυκνό κουβάρι βλαστών. Το μαζεύουν για τους τρυφερούς βλαστούς του μαζί με άλλα χόρτα.

γαλαζουφουρημένη = αυτή φοράει γαλάζια ρούχα.

γαλανός = γαλανομάτης.

γαλάρα = προβατίνα ή γίδα που αρμέγεται.

γαλαρεύου  = αρχίζω νααρμέγω μια προβατίνα ή μια γίδα

γαλάρι, γαλαριό = χώρος για γαλάρια, γαλαρομάντρι

γαλάρια = τα ζωντανά  που έχουν γάλα, πρόβατα ή γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.

γαλάρια θάλασσα πολύ καθαρή.

γαλαριάρ’ς = αυτός που βόσκει τα γαλάρια, ο καλύτερος από τους τσοπαναραίους

γαλαρο- ή γαλαρου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο εχει άμεση σχέση με το γάλα: γαλαρόγ’δα, γαλαρόκαμπους, γαλαρόκυπρους, γαλαρουκούδ’να, γαλαρουκουπή, γαλαρουτσιόκανου,γαλαρουκόπαδου, γαλαρουτόπι, γαλαρουλίβαδου, γαλαρουχόρταρου, γαλαρόκυπρους.

γαλαροκοπή = ξεχώρισμα τα γαλάρια απ το κοπάδι

γαλαρουμπλιόρα = η τρίχρονη γεννημένη προβατίνα.

γαλατένιους = επιδερμίδα σαν άσπρο γάλα.

γαλατόπ’τα = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.

γαλατουδ’λειές, = τα σχετικά με την παραγωγή του γάλακτος

γαλατουκάλ’βα = καλύβα για το γάλα.

γαλάτους, -η, -ου = δίνει πολύ γάλα

γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του σπιτιού, μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει μαζί του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα

γαλατσίδα = το φυτό πόα ευφόρβια η μυρσινίτις που έχει γαλακτώδη χυμό  Με την ονομασία Ευφόρβια υπάρχουν σήμερα σε όλο τον κόσμο 1000 περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών. Από αυτά 40 είδη συναντούμε και στη χώρα μας τα οποία αποκαλούμε συνήθως Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους χυμού που βγαίνει από τον κορμό της) Η Euphorbia pilulifera (Ευφόρβια η σφαιριδιόκαρπη) – ονομαζόμενη και Euphorbia hirta-τη συναντούμε με την ονομασία Ευφόρβια είναι ένα από τα είδη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για θεραπευτικούς σκοπούς, κάτω από τις οδηγίες έμπειρου βοτανοθεραπευτή. Τα περισσότερα είδη των Ευφορβιοειδών είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο.Υπάρχουν όμως κάποια είδη που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται μόνο κάτω από οδηγίες έμπειρων βοτανοθεραπευτών.

γαλαχτιρή = ζώο που έχει πολύ γάλα.

γαλιάτι = με αργό βήμα.

γαλίκι = μικρό κοφίνι φτιαγμένο από φέτες ξύλου

γαλουδέρματου = τομάρι για το γάλα

γαλουκούρκουτα =χυλός που γίνεται με βρασμένο γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.

γαλουμέτρημα = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος, που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου, ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά

γαλουτύρι = τυρίπουγίνεται με ειδική επεξεργασία

γαμουκούλουρα = η κουλούρα της πεθεράς για τον γάμο,ψωμιά του γάμου.

γαμπρουβέλιντσα = βελέντζα πάνω στην οποίαν καβαλικεύει ο γαμπρός

γάνα = μουντζούρα από κάρβουνο η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά, η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει

γάνιασα = στέγνωσε η γλώσσα μου, έσκασα

γάνους = χιουμοριστικό σαρακατσάνικο παιχνίδι που ο ένας μαυρίζει το πρόσωπο του άλλου με καπνιά από τη γάστρα ή από τα καμένα κάρβουνα

γάντσοι = μικρές φουρκούλες μπηγμένες στο κονάκι και στις οποίες κρεμάμε διάφορα πράγματα, σαν κρεμάστρες

γανώθκα = λερώθηκα από κάρβουνο, μουτζουρώθηκα

γανώνου  = κασσιτερώνω τα χαλκώματα   -ουμι γεμίζω γάνες

γαργαλίδι = μικρό κλειστό κουδουνάκι για κατσίκια και αρνιά.

γάργαλους = γάργαρος

γαργαρουλιμούσα = κοπέλα με όμορφο λαιμό

γαρδαβίτσα = κρεατοελιά  

γαρδαλώνου  = φτιάχνω κάτι πρόχειρο και όχι σταθερό.

γαρούφαλα = γαρίφαλα

γαστρέλους = ταψί χωρίς κόθρο γύρω-γύρω για τις κουλούρες.

γάστρος, γάστρα  =  μεταλλικό κωνικό απλωτό σκέπασμα, με το οποίο, αφού θερμανθεί μπουν κάρβουνα η καυτή στάχτη πάνω και κάτω ,σκεπάζεται το ταψί  Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» = τ ο κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.

γάτις = πέταλο στη σόλα 

γατουξιέρασμα = (μτφ.)ασήμαντο ανθρωπάκι. αδύνατος και κοντός άνθρωπος γατσιασμένους, κατσιασμένος = κακομοίρικο.

γατσόμαλλα = χνούδια στο μέτωπο, στο λαιμό

γατσόπ’λου = αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του από το πολύ φαγητό  

γατσουμαλλιασμένους =  αυτός που ανατρίχιασε από το κρύο.

γγαστρώνου = αφήνω έγγειο

γειτουνεύου = είμαι γείτονας με κάποιον, επισκέπτομαι το γείτονά μου

γελάδι, γιλάδα  = αγελάδα

Γενάρ'ς =Ιανουάριος

γέρεψα = γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός

γέριμα = γιατρειά

γεροξούρας = γέρος

γηράδις, = παλιές πληγές, επουλωμένα τραύματα

γηρουκόμι = γερασμένο ή αδύνατο ζώο που έχει ανάγκη από φροντίδα, γέροντας, αδύναμος άνθρωπος.

γηρουκουμάου = φροντίζω τους γέροντες.

γης =γη

γητεύου = θεραπεύω με γιατροσόφια

για = ή (διάζευξη)

για ταύτου  = γι’ αυτό το λόγο

γιακέτα = μάλλινη πλεχτή ζακέτα.

γιάκσει  = για άκουσε

γιαλίσκα  = καθρεφτίστηκα

γιαλός = παραλία, ακροθαλασσιά

γιάνου, να γιάνου = να γίνω καλά, να θεραπευτώ

γιατάκι = τόπος για ανάπαυση, καταφύγιο, λημέρι, κατάλυμα, αλλα και φωλιά άγριων ζώων.

γιάτουια  = να το μπροστά σου.

γιατουιά = νάτο εδώ

γιατρειά = θεραπεία.

γιατρέσσια = η γιατρός.

γιατρεύουμι  = θεραπεύομαι.

γιατρικό = ίαμα, φάρμακο

γιατριμός = θεραπεία.

γιάτρισσα = γιατρίνα

γιατρουκουμάου περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο 

γιατρουσόφια =  θεραπεία πρακτικού

γιδαμπουριά = πόρτα από το γιδομάντρι

γιδάρ’κου κριάρι, = κριάρι που, όταν ήταν αρνί, είχε πιει γάλα από γίδα

γιδάρ’ς  = οτσομπάνος που βόσκει τα γίδια.

γιδαραίοι = αυτοί που βόσκουν γίδια

γίδι = γίδα. Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη λέξη «αιξ = αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)!

γιδιρά = γίδια .

γιδίσιου = γίδινο.

γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση με γίδια : γιδό­κλιτσα, γιδόστρουγκα, γιδου­κόπαδου, γιδόκουρους, γιδουμάντρι, γιδόγαλου, γ’δουκόπι, γιδουτόμαρου,  γιδουκακαράντσα (γί­δινη κοπριά), γιδότουπους.

γιδόπρατα = γιδοπρόβατα.

γιδουκουρεύτρα = χοντρό παλούκι με διχάλα που το χρησιμοποιούμε για να κουρεύουμε τα γίδια

γιδουμαμέδις = Σαρακατσιαναίοι. που έχουν μόνον γίδια.

γιδουξούρια = έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε τους Σαρακατσαναίους που έχουν πολλά γίδια

γιελαντζούρι = πρώιμο ανοιξιάτικο χορτάρι.

γιέμ, γιε μ’ = εσύ, παιδί μου

γιεννουλίβαδου = μέρος του λιβαδιού με παστρικό χορτάρι στο οποίο βόσκουν μόνον τα γιννμένα (αυτά που έχουν γεννήσει)

γιέννους = περίοδος που γεννάνε τα πρόβατα.

γιένουμι = γίνομαι, γεννιέμαι

γιέρα = ταγεράματα.

γιέρεψα = γιατρεύτηκα, έγινα καλά

γιέρμα του ηλιού = ηλιοβασίλεμα

γιέρνου = κλίνω προς τα πλάγια,. (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο

γιερουμπαμπαλής = πολύ γέρος.

γιέρουντας = γέροντας, έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσάνα τον άντρα της

γιεύουμι = παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, πικραίνομαι, δοκιμάζω ψυχικό πόνο 

γίκους = στοίβα από βελέντζες η υφαντά

γιλάδι = αγελάδα , βόδι

γιλαδουβουνιά είνι  =  είναι βρόμα.

γιλαδουβύζ’κα, γιλαδουμάσταρα = πρόβατα ή γίδια που έχουν στο μαστάρι τέσσερις ρό­γες

γιλάου = γελάω και αναγιλάου  = κοροϊδεύω

γιλασούμινους =  εύθυμος άνθρωπος, πρόσχαρος.

γίνγκει  = έγινε (αόριστος του γίνομαι)

γίνκι, γένκι = έγινε

γιννουβόλ’μα = η συνεχείς γέννες

γιννουβουλάου = γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά

γινόκαδη = κάδη στην οποία αφήνω το γάλα που έχω για αποβουτύρωση για να ξινίσει.

γινουμένα = υφάσματα που τα έχουμε επεξεργαστεί στα μαντάνια, ώριμα φρούτα, αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.

γινουμένο = ώριμο

γίνουνταν  = ωρίμαζαν

γιντάτους, = γεννημένος έτσι όπως είναι. από τη γέννα του.

γιόκας = γιος 

γιόμ’σι του φιγγάρι  = είναι πανσέληνος.

γιόμα = μεσημέρι , γεύμα, μεσημεριανό

γιόμσμα  = γέμισμα

γιόμστου = γέμισε το

γιον  = μόλις, όπως

γιορντάνι = κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι, γιουρντάνι, γιορνταναλίκι, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά

γιορτάνι = περιδέραιο

γιουκλαμάς = η περιπλάνηση του κοπαδιού από τόπο σε τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα.

γιούλη μ’ = παιδί μου

γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και του νουνού του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και το ψημένο σφαχτό του νουνού. Ορίζεται κάποιος αρχηγός και διευθύνει το δρώ­μενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα. Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον καλεσμένο να πιει το κρασί και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι πίνουν νεόνυμφοι και ο νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές. Μία παραλλαγή είναι να προσφέρει το κρασί στους καλεσμένους ο νουνός

γιουματίζου = γευματίζω

γιουμάτους =γεμάτος.

γιουμίδια =  βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια   ή εντόσθια καβουρδισμένα

γιουμώνω, γιουμίζου = γεμίζω

γιούπατο = το βαθύ της χούνης ( χούνη = βαθειά χαράδρα που καταλήγει σε στένωμα)

γιουρτάδις = γιορτές.

γιουρτάζου = έχω γιορτή

γιουρτάνι = περιδέραιο, στολίδι.

γιουρτάσι = γιορτή, γλέντι.

γιουρτόπιασμα = παλιόπαιδο,παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές μέρες

γιουφίρ(ι), γκιουφίρ(ι) = γεφύρι 

γιρακουμύτ’ς = έχειτη μύτη κυρτή σαν του γερακιού, καμπουρομύτης-α

γιρεύου, γερεύω = θεραπεύομαι.

γιρουντάματα =  γεράματα.

γιρουντουϊέλατα = γέρικα έλατα

γιρουσύνη, γεροντοσύνη = γεράματα.

γκαβός = τυφλός

γκαβούλιακας = στραβάδι, δε βλέπει καλά

γκαβουλόγους = οφθαλμίατρος 

γκαβράρους = ο πρώτος, ο βασικός, από τους -συντρόφους που φυλάνε το ίδιο κοπάδι 

γκαβώθκα = τυφλώθηκα

γκαβώνουμι = τυφλώνομαι.

γκαλιαμάνα = είδος πουλιού

γκαλιούρ’ς, γκαλιούρς = αλλήθωρος.

γκάλιουρας = αλλήθωρος

γκαλιουρίζου = αλληθωρίζω.

γκάλμπα = γίδα με κοκκινωπό χρώμα

γκάλπα = κοκκινωπό χρώμα

γκαμηλουψώρα = ψώρα που δε γιατρεύεται.

γκανιάζου = πλαντάζω στο κλάμα, καίγομαι από δίψα 

γκανιάζω, γκανιάζου , κορακιάζω =  διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω, γανιάζω, γανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω, καρανιάζω

γκάνιαξα  = διψάω πολύ

γκάνιαξει = κλαίει γοερά , ασταμάτητο κλάμα

γκάντινα = γλοιώδης ουσία που βγαίνει στη γέννα των ζώωναμνιακός σάκος του εμβρύου

γκάντσι, τουν κάντσι =τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε ή τον έπεισε

γκάρα = υδρόφιλο μεγάλο φυτό σαν κρίνος με μεγάλα και πλατιά φύλλα

Γκαραγκούν’δις = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου

γκαρδεύου = στερεώνω το διασίδι με το γκάρδιο

γκαρδιακός = επιστήθιος φίλος.

γκάρδιου = βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που τυλίγει το διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί 

γκαρδιώνου = ξεπαγιάζω   

γκαρίζω = φωνάζω δυνατά σαν γαϊδούρι που γκαρίζει

γκαρντιλάνος = λαιμός, λάρυγγας (από την ελληνική λέξη «γαργαρεών»)

γκαρσμένους = ξεφωνημένος.

γκαστριά = εγκυμοσύνη

γκαστριάρ’ς = τσομπάνος στα γκαστρωμένα 

γκαστρόγρικου = μαντρί για τα γκαστρωμένα

γκαστρουλίβαδου = μέρος  στο οποίο βόσκουν μόνον τα γκαστρωμένα πρόβατα.

γκαστρουλουιόμι = παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή κάνω προσπάθειες για να μείνω έγκυος   

γκαστρουμένα =  έγκυα

γκαστρουχουρίζου = χωρίζω από το κοπάδι αυτά που θα γεννήσουν σε λίγο 

γκβάρι = κουβάρι , νήμα μαζεμένο απ το γνέσιμο, μαζεμένος κουβάρι απ το κρύο, στον πλυθημτικό τα αρχίδια

γκβαριάζου =κουβαριάζω, μαζεύω το νήμα σε κουβάρια –ουμι κουβαριάζομαι.

γκβαριάζουντι τα πρότα = συνωστίζονται. ο λύκος τα κουβαριάζει

γκβέντα = κουβέντα.

γκβέντα, κβέντα = κουβέντα, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι, μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, λακριντί

γκβέντιασμα, = το κουβέντιασμα, συζήτηση

γκβιντιάζει η φουτιά = ήχοι από τις φλόγες της φωτιάς, 

γκβιντιάζου =κουβεντιάζω, στοχάζομαι

γκδούνα = μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα γκεσέμια

γκδούνι = κουδούνι Οι Σαρακατσάνοι κρεμούσαν τα κουδούνια τους την άνοιξη όταν αφήναν τα χειμαδιά και έπαιρναν το δρόμο προς τα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν. Η διαδικασία αυτή, το διάλεγμα και το συνταίριασμα των κουδουνιών στο κοπάδι, λέγονταν αρμάτωμα. Το φθινόπωρο, κατά την επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά κουδούνια από το κοπάδι, το ξαρματώνουν, και αφήνουν λιγοστά μονο σε ορισμένους μπροστάρηδες. Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται όμορφα.  γκδούνι  δίχους  γλουσσίδι (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο,κενός.

γκδουνότρυπα = βαθύ κοίλωμα στο έδαφος 

γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο της άσπρο, μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα πόδια, γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.

γκέφιρα , γκιουφύρι  = γεφύρι = γέφυρα, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ, γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ

γκζάνι  = παιδί

γκζάνια = μικρά παιδιά.

γκιέμι = χαλινάρι

γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της είναι άσπρο 

γκίζα = μτζήθρα, μυζήθρα

γκιζέρ’μα = γύρισμα

γκιζέρα = γύρνα τον κόσμο, περπάτα

γκιζεράου, γκιζιράου = τριγυρνάω, περιπλανώμαι, τριγυρίζω άσκοπα.

γκιζιρισμός = περιπλάνηση, τριγύρισμα

γκιζουτόμαρου = ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα

γκιζουφάηδις = παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που τρώνε γκίζα, προϊόν κατώτερης ποιότητας.

γκιόλι = γκιόλα, λιμνούλα.

γκιόξια = στήθη.

γκιόσα  = μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα

γκιουβούρι = κιβούρι, μνήμα

γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και νερό

γκίρνα = πιθαράκι.

γκισέμ = τράγος επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα τραγιά, ευνουχισμένοκριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι

γκισιεμουκούδουνα = μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε στα γκισιέμια

γκλάβα = το μυαλό στο κεφάλι

γκλάνας = τεμπέλης.

γκλικ, κάνου γκλικ = καταπίνω 

γκόλιους = φαλακρός.

γκόλφι = φυλαχτό.

γκόρμπα, -ου = μαύρη γίδα, αρσενικό μαύρο γίδι.

γκορτσιά = άγρια απιδιά

γκόρτσο = ο καρπός της γκορτσιάς ,το αγριαχλάδι.

γκούβρας =  αμίλητος, άκριτος.

γκουγκουρίζει η πρατίνα = γλείφει και χαίρεται το αρνί.

γκουζιόκα, γκουζόκα = πανωφόρι γυναικείο που φτάνει εφαρμοστά μέχρι τη μέση.

γκουζιόκι = κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με διακοσμητικά ριχτά μανίκια στην πλάτη 

γκουλαβίνα = νωπή προβάτινη κοπριά.

γκουλαίμ’ς =  μακρυλαίμης.

γκουμαχάου, αγκουμαχάου  = ανασαίνω βαριά από κούραση, αρρώστια ή πυρετό.

γκούμες = λαστιχένια παπούτσια

γκουμούλια = μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο

γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη μέση τους και πάνω από το ζωνάρι.

γκουργκόλια = πατάτες 

γκουρλώθκα  =  πνίγηκα

γκουρμπάνι = ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας, που αντιπροσωπεύει δυνάμεις οι οποίες πρέπει να εκδηλωθούν για το καλό του τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός προσώπου, ανάλογα το που ήταν ταμένο το “γκουρμπάνι”.Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Οι γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι” οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άη Δημή- τρη και του Άη Γιώργη. Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί, που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες (υφαντά στενόμακρα, σαν τραπεζομάντηλα) που είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι. Οι καλεσμένοι, αφού χαιρετούσαν δίνοντας ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά τους την τάβλα. Επάνω στην τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες για τον καθένα. Αφού μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι, πίνοντας ρακί από το παγούρι, όλοι με τη σειρά. Τα τραγούδια που άρχιζαν το γκουρμπάνι “τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.

γκουρμπανίσια τραγούδια   =  τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα γκουρμπάνια

γκουρτσιά = αγριοαπιδιά.

γκουρώνου  = πεισματικά αρνούμαι, μουλαρώνω

γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων 

γκουτζιάμ = μεγάλος

γκούτσια  =   γρούνα.

γκράδις = παλιά όπλα οπισθογεμή.

Γκραίκους = Έλληνας χωρικός, Ελληνίδα χωρική 

γκράνας =  ξεροκέφαλος, χωρίς πνευματική ευστροφία.

γκρέμπα =   μέρος γεμάτο βράχους, γκρεμός 

γκρικεύου = γίνομαι χωριάτης. παντρεύομαι χωριάτη

Γκρικιά = Ελλάδα

γκριμάου κρημνίζω.

γκριμός = βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.

γκριτζιάλα = γκρίνια.

γκρίτζιαλους = γκρινιάρης, μεμ­ψίμοιρος.

γκώσμα = στενοχώρια, άγχος, πρόβλημα.

γλαβάνι = πηγή, αρχή από ρέμα.

γλαρά μάτια = μάτια όμορφα, λαμπερά, χαρούμενα.

γλέντημα = διασκέδαση, ευχαρίστηση

γλέπω, γλέπου = βλέπω.

γληγουράτι,-τε, αγλήγουρα αγληγουράτε  = κάντε γρήγορα

γλιέπια, = ειδήσια, λόιασμα, λογοδόσιμο

γλιστρίδα (Portulaca Oleracia) =  αντράκλα, σκλιμίτσα, τρέβα, χοιροβότανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20 εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις και παχιά. Λέγεται ότι αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω από τη γλώσσα σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια διατροφική έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα βοηθάει την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο. Τρώγεται ωμή σαλάτα

γλοιτσιάζου = κάνω κάτι να γλιστράει 

γλουσσίδι = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.

γλυκάδια = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου 

γλυκατζής = ζαχαροπλάστης

γλυκου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό αγάπη,  τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση: γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια, γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

γλύνα =  λίπα από χοιρινό.

γλώσσα τ’ γκδουνιού = το γλωσσίδη που δημιουργεί τον ήχο στο κουδούνι

γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.

γνέμα = το νήμα απ το γνέσιμο μαλλιού  στη ρόκα

γνηκίσιους = γυναικείος

γνοιάζουμι ενδιαφέρομαι, φροντίζω.

γνουμκός, γνουμηρός, = γνωστικός, μυαλωμένος.

γνυκίσια = γυναικεία, ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα

γνώμη, = νους, μυαλό

γνώρος = γνωριμία, ικανότητα του τσομπάνου να γνωρίζει τα πρόβατά του

γόνα = γόνατο

γονικά = γονείς, πεθερικά

γούβα  =  κοίλωμα, βαθούλωμα

γούλη = οπή, στόμιο.

γούλια, τσιντζιά = ούλα.

γουμαρ’νά = γαϊδουρινά

γουμάρα = γαϊδούρα

γουμαράγκαθα = γαϊδουράγκαθα.

γουμάρι = γαϊδούρι.

γουμάρι = το γαϊδούρι

γούμινους = ηγούμενος του μοναστηριού

γουνέοι, γουνικά,  γουνήδις = γονείς.

γουνής = γονιός

γούπατου = βαθούλωμα του εδάφους.

γουργουλαλούν κουδούνια ηχούν ρυθμικά και συνέχεια.

γουργουλεύω = ανακατεύω

γούρδας = ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες προβατίνες, κοκκινίζει το σώμα τους 

γούρνα  =  βαθούλωμα φυσικό η τεχνητό γεμάτο νερό

γούρνα, γκιόλα =  κοίλωμα στο έδαφος, λάκκος με νερό

γράβα, γράδα = σχισμή στο βράχο. χαραμάδα

γραβανή  = κουρκούτη, ασπρόμαυρη, γκριζόμαυρη

γραβανός = έχει πολλά χρώματα ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο αλλά και γκρι ή και καφέ).

γραίνου = ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα μαλλιά 

γραμμένους/η = πολύόμορφος/η

γραφή = γράμμα, επιστολή.

γραφτό = μοίρα, πεπρωμένο

γρέκι = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα ζωντανά, μαντρί.

γρέκιασμα = διανυκτέρευση

γρεκουτόπι = τόπος για γρέκι

γρέντζιλο =  άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.

γρίβας-α = άλογο-φοραδα με λευκόφαιο χρώμα

γριβιάζου, γριβίζου = γίνομαι σιγά-σιγά ασπρομάλλης.

γρίβους = γκριζομάλλης, αυτός που άσπρισαν τα μαλλιά του.

γρικιάζου = πάω το κοπάδι στο γρέκι

γριντζίλα = στριμμένο σκοινί. αναρριχόμενο αγριόκλημα

γριντζιλά μαλλιά = κατσαρά μαλλιά.

γρίτζιαλους = γκρινιάρης, στριμμένος

γρόθους = γροθιά, μπουνιά.

γρουθίζου  = με τη γροθιά μου ζυμώνω το ψωμί.

γρουμπούλι = μικρός στρογγυλός όγκος σαν σβώλος, καρούμπαλο

γρουμπούλιασε, γρούμπιασι = σβόλιασε

γρούνα = παιδικό παιχνίδι.

γρουνάρς = βοσκός γουρουνιών

γρουνοτσάρχα = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού

γρουνούλα = παιδικό παιχνίδι που μοιάζει πολύ με το γνωστό παιχνίδι της κολοκυθιάς

γρυμπός = καμπούρης, αυτός που έχει αετίσια μύτη 

γυαλί  =  γυαλί,το γυάλινο ποτήρι,καθρέφτης.

γυαλιένια =  όμορφη γυναίκα, αστράφτει σαν γυαλί και είναι λεπτεπίλεπτη

γυαλιένιους = γυάλινος, διάφανος

γύλα =  διχαλωτό ραβδί

γύρ’σι η πρατίνα  = ξαναζευγάρωσε η προβατίνα

γύρ’σμα = στέκι, τόπος φιλοξενίας

γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ξαναζευγάρωσαν δεύτερη φορά την ίδια περίοδο

γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω- γύρω από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό, ολόγυρά μας

γυρίζου  =   μετανιώνω

γυρίσματα του τραγουδιού = λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι (βράζει η φωνή)

γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι, επίπληξη σε παιδιά κακά

γυφτουκούνια = πρόχειρη κούνι

γώνα = γόνατο

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, "Σαρακατσάνικη Λαλιά"

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.