καβαλ’κιεύου = ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.

καβαλάου = καβαλικεύω

καβαλάρ’ς = καβαλάρης, οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της στέγης , οριζόντιο τεντόξυλο.

καβαλαραίοι, καβαλαρία = καβαλάρηδες.

καβαλαρίας τραγούδια = τραγούδια που λένε στο συμπεθεριακό στη στράτα, καθώς πηγαίνουν καβαλάρηδες για να πάρουν τη νύφη.

καβαλίκα = έμπα καβάλα, είμαι καβάλα

καβαλίκεμα = καβάλημα σε υποζύγιο, γαμήσι

καβαλίνα = αλογοκοπριά

καβάλις = αντρικό παιχνίδι

καβαλότουπα = παιχνίδι για μεγάλους.

καβαλουβέλιντζα = βελέντζα στη σέλα του άλογου

καβούλι = αποδοχή, συμφωνία, συνεννόηση συνάντηση σε συμφωνημένο τόπο (δεν γένετι καβούλι = δεν μπορείς να συνεννοηθείς)

καβούλι βάνου =ορίζω κάτι σίγουρα

καβουρμάς =κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται στο λίπος

καβουρντίζου = ξερoψήνω, τσιγαρίζω.

καβουρντίζου = τσιγαρίζω, ξεροτηγανίζω , ψήνω (ξηρούς καρπούς) | τούρκικο kavurmak

καγκέλι =διακοσμητικό στο κέντημα, ζικ-ζακ

καγκιλουφρύδα = γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.

καγκιόλια = μονοπάτια με στροφές, πηγαίνει κουνάμενος

καδένα = αλυσίδα.

κάδη = ξύλινο μεγάλο ή μικρό δοχείο σε σχήμα κυλινδρικό, ή κόλουρου κώνου.

καδί = ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα.

καένας = κανένας.

καζαναριό = πλυσταριό

καζανουσάκια = σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια

καζαντίζου = [kaza'dizu] ‘πλουτίζω’,

καζαντίζου = αποχτώ περιουσία, κερδίζω.

καζάντιου, καζάντια =τουκέρδος.

καζιάκα = ξύλινο φορείο, ξυλοκρέβατο.

κάηκι η πρατίνα = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα και θα πάθει μαστίτιδα

καήλα = κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται απ’ αυτό, στε­νοχώρια, πρόβλημα

καθάριου = σιταρένιο ψωμί

καθάριους, -α, -ου =έντιμος, αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.

καιαπι = και που

καϊαρα = το τσιγάρο

καϊάς, κάιας, καϊάρς = κακός, εγκληματίας

καίου = ακυρώνω , μηδενίζω την προσπάθεια

κακαντρούλ’ς = ασήμαντος άντρας, ανθρωπάκι

κακαράντζα = κοπριά γιδοπροβάτων και έχει στρογγυλό μικρό σχήμα. ο ευτελής Από το ρήμα «κακκάω= κάνω κακά

κακαρώνω = μένω ξερός, μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος

κακιώνου = θυμώνω, κατεβάζω τα μούτρα

κακάβι = τέντζερης, χάλκινη χύτρα

κακκαβούλι = μικρό κακκάβι χάλκινο με χερούλι

κακόπλαου = κακοτράχαλη πλαγιά,τόπος απροσπέλαστος

κακου- πρώτο συνθετικό σελέξεις που δηλώνει ότι ακολουθεί κάτι κακό: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου, κακουτίναχτηκακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά, κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφανκει (δυσαρεστήθηκα)κακουπαθαίνουκακόγνουμους, κακουγνουμιάκακότ’χους, κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.

καλ’μιράου = εύχομαι καλημέρα, τραγουδάω (σαν να μοιρολογώ) πονεμένα για τον ξενιτεμένο

καλαμίδα = μικρή καλαμένια

καλαμίδια = εξαρτήματα του αργαλειού όπου τύλιγαν το διασίδι

καλαμίζου = περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω μασούρια

καλαμοβύζα = βυζιά με θηλές μακριές, το αντίθετο

κάλαμους, ου καλαμιά, καλάμι.

καλγώνου = πεταλώνω τα ζώα.

καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και το ίδιο το παιχνίδι

καλεντούλα (Calendula officinalis) = ετήσιο φυτό που φτάνει τα 50 εκατοστά Τη συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα πέταλα από τα άνθη της, από το χειμώνα έως την άνοιξη που ανθίζει. Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε φαγητά για να δίνει κίτρινο χρώμα και άρωμα.

καλέσια = άσπρη προβατίνα με μαύρες βούλες στο κεφάλι

καλή μέρα = ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ. Πέμπτη).

καλή νύφη = ηθική, παρθένα.

καλημιράου = καλημερίζω

καλησπιρίζου = εύχομαι καλησπέρα

καληώρα σ’ = έκφραση αγάπης, συμπάθειας, καλοσύνης, καταδεχτικότητας από γυναίκα κυρίως

καλίβι = η καλύβα, κονάκι β.λ, η κατοικία των Σαρακατσάνων

καλιγούσια = λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή άσπρους δακτύλιους στα πόδια

καλιγώνου = πεταλώνω

καλιμπαρδί, τουχρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.

κάλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και στα πόδια

κάλισμα = προσκλητήριο του γάμου  

καλιστάδις, οι καλεσμένοι του γάμου.

κάλλια = κάλλη, ομορφιά, ωραία εμφάνιση

καλμέρα σ, καληώρα σ’ = ευχή καλό μου, καλή να είναι η ώρα σου

καλό μ’ = χάιδεμα μικρού, καλό μου

καλόβουλους = καλοπροαίρετος, καλόγνωμος.

καλογιάννια, καλουιάννια = Το έθιμο του κλήδονα(κάθε κορίτσι, πήγαινε ένα προσωπικό της τιμαλφές δεμένο σε ένα μπουκέτο «καλογιάννια» -μυρωδάτο φυτό, που φυτρώνει σε ανάβρες στα βουνά κι έχει μοβ μικρά λουλουδάκια και τα έβαζαν σε ένα κακάβι αφήνοντας τα ένα βράδυ στην βρύση και το άλλο πρωί τα έβγαζαν Η κοπέλα που πρώτη θα έβλεπε να βγαίνει το δικό της μπουκέτο, που αναγνώριζε από το τιμαλφές (δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, κ,ά.) θα παντρευόταν πρώτη )ταλουλούδια του βουνού με σκούρο χρώμα και δυνατό άρωμα. Τα μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού του Κλήδονα.

καλογιάννος = μικρό πουλάκι

καλόημιρις, καλόγνουμις = χαρακτηρισμός για τιςνεράιδες, υπερφυσικά όντα οι νεράιδες

καλόημοιρη = αυτή που έχει καλή τύχη

καλόηρος = καλόγερος

καλόνι, καόνι, καβούνι = πεπόνι

καλός = ωραίος, όμορφος, γερός, υγιής.

καλότχις =νεράιδες, φαντάσματα.

καλότχους, -η, -ου = καλότυχος .

καλού = προσκαλώ

καλου-πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού, του ωραίου, του εύκουλουή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι, καλουγιννάου, καλουγραμμένους (όμορφος , τυχερός), καλουκαρδαίνου ή καλουκαρδίζου (του φτιάχνω την καρδιά, τον κάνω να νοιώθει ευχάριστα), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας, καλουπιθιρά, καλουπιρνάου, καλουπρατίνα, καλουσουρίζου, καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος), καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά (ομορφογύναικα), καλουξιχμάζου, καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο), καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.

Καλουγιάν’ς =  Ιωάννης ο Πρόδρομος.

καλούδια = δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, φρούτα

καλουκιρίσιους, = καλοκαιρινός.

κάλτσα = υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο

καλτσάτκους = χορός στα τρία.

κάλτσινου = είδος διασιδιού για παντελόνια ή πατατούκες.

καλτσόν’μα = νήμα για κάλτσες

καλτσουβέλουνου = βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες.

καλύβα, κονάκι = το καλύβι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα «καλύπτω»     Είδη καλυβιού : 1. ορθό ή τουρλωτό καλύβι, 2. μονό (α) δίπλα καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και διπλό (α) δίπλα καλύβι, 3. φριτζατοκόνακα τα οποία περιστοιχίζονται από φράχτη ο οποίος σχηματίζει απλόχωρη αυλή . Όταν ο φράχτης περικλείει ένα καλύβι ονομάζεται μονό φριτζουκόνακο όταν περικλείει δύο, διπλό φριτζοκόνακο

καλυβουδάσκαλοι =δάσκαλοι που μαθαίνουν στα Σαρακατσανόπουλα γράμματα στα βουνά.

καλυβουμάντρι = είδος μαντριού σαν το μονό (α)δίπλα καλύβι

καλυβουσφύρι = σφυρί με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που στηρίζουν τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.

καλυβουτόπι =μέρος κατάλληλο για το κονάκι

καλυγουθήκη = σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή.

κάλφας = ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο τσομπαναραίους συ­ντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

κάμα = ζέστη, καύσωνας,   ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»). Ιλιάς Ε, 865, αλλα σημαίνει και κάτι παραπάνω (κάμα τρανότερος, κάμα ομορφότερος)

καμακαλύτιρους = πιο καλός,καλύτερος από όλους

καμάρι = περηφάνια, έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα

καμαρουμένους, -η, -ου = καμαρωτός, χαριτωμένος, αξιοθαύμαστος

καμαρώνου = κορδώνομαι, αισθάνομαι περήφανος

καμένα χαρτιά = γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα

καμένους, -η, -ου = λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται με αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα, κακός

καμίνια = καμία

καμόνουμι = γίνομε ( περιπαικτικά είμαι καλά)

καμούτις, οι καμώματα.

καμπανέλι = μπρούτζινος κύπρος με βραχνό ήχο

καμπάς =, ου φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα

καμπάτ’κου φόρτωμα = ογκώδες φόρτωμα

κάμπιανου = κάποιου

κάμπος = η επιφάνεια του υφαντού που φέρει σχέδια

καμπούλι, καβούλι = συγχώρεση, «άφεση αμαρ­τιών

κάμπουσου = αρκετό

καμπρί = πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά.

κάμσου = πουκάμισο

καμτσίκι = μαστίγιο

καμώνου = κάνω κάτι

κάνα κιρό = κάποια φορά, κάποτε

καναβίδια = μικρές τριχιές αγοραστές

κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει νερό και πίνουν τα ζώα

καναπίτσα = λυγαριά

κάνας, καμίνια, κάνα = κανένας, καμία, κανένα

κάνγκουρου = άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες

κάνει = είναι σωστό, επιτρέπεται

κάνι = τουλάχιστον

κάνι σιαπέρα = πήγαινε πιο πέρα

κανούτα = γίδα με σταχτογάλαζο χρώμα, σταχτί.

καντάρι, στατέρι = ζυγαριά.

κάντιου =καθαρό, αναλειωμένο βούτυρο.

καντίπουτας = τίποτα τελείως

καπ’λιά = υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια σαν κουβέρτα, τη βάζω στα καπούλια του ζώου για στ'πίσμα

κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο με μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει ακούρευτη σαν σαμαράκι

καπακώνου = σκεπάζω, καλύπτω.

καπαριάζου =δίνω προκαταβολή. -ουμι δίνω το λόγο μου, δίνω υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι

καπάρου = προκαταβολή. (απ' το ρήμα: καπαρώνω)

καπαρώνου = δίνω προκαταβολή, αρραβωνιάζω

καπέτι = υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της μυζήθρας

καπίστρι = χαλινάρι.

καπιταναρέικους, -η, -ου = καπετανέϊκος, του καπετάνιου

καπιτανάτου = αυτό που διοικεί ο καπετάνιος

καπιτάνιους, -ισσα = καπετάνιος, καπετάνισσα.

καπιτανόιπουλου, -ούλα = άξιος λεβέντης,παλληκάρι από γενιά καπεταναραίων, κορίτσι από γενιά καπεταναραίων

καπιτάνους, ου = είδος φαγητού.

κάπνα = καπνός, αιθάλη.

καπνισμένους, -η, -ου (μτφ.) αδιάθετος.

καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο πρόσωπο.

καπότα, καπότου = στενή κάπα

καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω απ τν ουρά

καπουραφτάδις = ράφτες για τις κάπες μη Σαρακατσάνοι

καπουσκούτι = χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για κάπες.

κάπουτις = κάποτε.

κάπουτου = είδος υφάσματος με το οποίο φτιάχνουν πουκάμισα ή φουστανέλες.

καπρί = ξεδιάντροπος, κυρίως γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική

καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και οι άνθρωποι, πορεία Σαρακατσάνικων οικογενειών

καραβιδιάζου = δένω πολύ σφιχτά κάτι.

καρακόλι =ομάδα από γέροντες και παιδιά που αναχωρεί γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν πρέπει να καθυστερεί το υπόλοιπο καραβάνι, έφευγε σια μπρουστά.

καραμάν’κα, καραμάνικα = πρόβατα μεκάτασπρο μαλλί που έχουν στο πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα πρόβατα με τα δύο μάγουλα μαύρα

καραματιάζου = στοχεύω κάτι επίμονα

καραμαυριάς = κατάμαυρος.

καραμηλουτή = κουβέρτα που την υφαίνουν με μάλλινο υφάδι και στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια

καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των ποδιών του είναι σκούρο καστανό

καραμπατάκ’ς = ψεύτης, λωποδύτης.

καραμπατάκι = είδος πάπιας.

καραμπουλάχανο, κρουμπουλάχανου = στρόγγυλο άσπρο λάχανο.

καραουλάου, καραουλίζου = φυλάω σκοπιά

καραούλι = σκοπιά, θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις

καράς = μαύρος

καρατζουσούβλι = βελόνι για να ράβω παπούτσια

κάργας = ψευτοπαλληκαράς.

καρδάρα, καρδάρι = ξύλινο δοχείο η από λαμαρίνα, συνήθως στρογγυλό, μέσα στο οποίο άρμεγαν, βρέχει καταρρακτωδώς

καρδιά = το στομάχι

καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.

καρέλι = καρούλι, εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην οποία περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι)

καρκαλέτσι, καρκαλέτς = κοκίτης

καρκαλιότι η κότα = κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.

κάρκαλο = κάρβουνο

καρκαλοϊότει = γελάει (σαν κότα που κακαρίζει), γελάει δυνατά,

καρκανιάζω = ξεροψήνομαι.

καρκάνιασι = ξεράθηκα, έγινα κάρβουνο, ζεστάθηκα πολύ στη φωτιά

κάρκανου γίν’κι = κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).

καρκάντζαλους, καρκακατζέλια = καλικάντζαρος, -αροι , σατανάς, διάβολος.

κάρκαρα = γέλια

καρκαρίζουμι, καρκαργιώμι, καρκαριώμι =κακαρίζω γελώντας, φλυαρώ γελώντας, γελάω επιδεικτικά, δυνατά

καρκατζαλαίοι = παγανά

καρκατσάβαλα = αφούντζια.

καρκόθκα = πνίγηκα

κάρκουμα= πνίξημο

καρκώνουμι = πνίγομαι, μου αποφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν μπο­ρώ να καταπιώ

καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα κάτω

καρντιλάνους = λάρυγγας.

καρούμπις = χαρούπια.

καρσί = απέναντι (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)

καρσι-καρσι = αντικριστά

καρσινός, -ή, -ό =αντικριστός

κάρτα =φωτογραφία

καρτάλι = είδος αετού.

καρτιριμός = υπομονή, το να περιμένεις, η αναμονή

καρτιρού = περιμένω, προσδοκώ

καρυά = καρυδιά.

καρυδώνω = πνίγω (θα τουν καρυδώσου) καρύδ = το καρύδι , το μήλο του Αδάμ στο λαιμό

κάρυνους, -η, -ου = αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς

καρφίτσα =. κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας, διακοσμητικό κέντημα

καρφουβέλουνου = ασημένια καρφίτσα.

κασαβέτ(ι) = στεναχώρια, βάσανο

κουσάρα -κασάρα = σιδερένιο πλατύ εργαλείο για κλάδεμα

κασιόπ’τα = αλευρόπιτα με τυρί και βούτυρο χωρίς

κασιρία =καλύβα αποθήκη για τα τυριά, τα κασέρια.

κασκαβάλι = είδος κασεριού

κασκαρίκα = φάρσα, πάθημα.

κασσάρα = εργαλείο μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το οποίο κόβω ξύλα

καστανόλουγγους, σ' τσ καστανιές = λόγγος με καστανιές, μέρος με καστανιές.

κάτ’ =προς

κατάβαθα= εντελώς στο βάθος, μέσα στην ψυχή

καταβόθρα = υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία πολλές φορές χάνονται νερά.

καταβόλιασμα, του η ενέργεια του καταβουλιάζου.

καταδέχουμι = είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.

καταΐ = κάτω, καταγής.

κατάκαμπα = καταμεσής στον κάμπο.

κατακαμπής = κατάμεσα στον κάμπο.

κατακιφαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι, με πέτυχε στο κεφάλι, με εξουδετέρωσε

κατακουκκινίζου = κάνω κάτιπολύ κόκκινο

κατάκουρφα = ακριβώς πάνω στην κορυφή.

κατάλακκα = καταμεσής στη λάκκα

καταλαχού=κατά σύμπτωση, τυχαία, πάνω στην ώρα,

κατάνακρα = εντελώς στην άκρη τελείως.

καταντένου, καταντάου = καταντώ, γίνομαι, καταλήγω

κατάντια, καταντιά, καταντιό = η οικονομική κατάσταση κάποιου, προκοπή

κατάντικρυ = απέναντι ακριβώς

καταούλα = καταγής

καταπ’σιά =γουλιά

κατάπατου, κατάπαμα= ομφάλιος λώρος , αφαλός.

καταπιώνας = φάρυγγες

καταπράσνα β’νά = πολύ πράσινα βουνά, βουνά με βοσκή,

καταρουτάου = ρωτάω με λεπτομέρειες , ρωτάω πολλά

κατάρραχα = επάνω στη ράχη ακριβώς

κατασάουρα =καταγής, πάνω στο χώμα, πάνω στο έδαφος

κατάσαρκα = πάνω στο σώμα, το πρώτο ρούχο (κασκορσές = κατασάρκι) ακριβώς πάνω στο κορμί

κατασάρκι = μάλλινη φανέλα απευθείας πάνω στο γυμνό σώμα, το πρώτο ένδυμα

καταφρουνιμένα = περιφρονημένα,αυτά που μας προκαλούν λύπη

καταχειριάζου = δέρνω με τα χέρια, περιλαβαίνω κάποιον

καταχειρίζου = χτυπώ με το χέρι μου, χαστουκίζω

καταχνιά = ομιχλώδης ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα θολή, εποχή δύσκολη

καταχουνιάζου = εξαφανίζω κάτι, βάζω κάτι πολύ βαθιά.

καταψιά = γουλιά ή μπουκιά

κατέχου  = γνωρίζω, ξέρω, έχω κτήμα μου.

κατηγόριου =κατηγορία.

κατιβάζου αβγό = έβγαλα κήλη, αρρώστησα από κήλη.

κατιβασιά =φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή

κατιβασμένα, κατεβασμένα = φερτά υλικά από τα νερά του ποταμού

κατ'ιμένα = προς εμένα

κατιπούθι = κατά πού

κατ'ισένα = προς εσένα

κάτρα = ούρα

κατράω = κατουρώ

κατρήστρα, κατρήθρα = ουροδόχος κύστη.

κατσ’κάδα = θηλυκό κατσικάκι

κατσ’κάρ’ς = κατσικάρης

κάτσα = χορός αλλα και χορευτική φιγούρα. Είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο σήκωμα. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι ζωηρά σε ρυθμό. Στους Σαρακατσάνους της περιοχής μας, η ‘’κάτσα’’ ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο γλέντι χωρίς ‘’κάτσα’’.

κατσάκ’ς = κλέφτης.

κατσαρέλα, κατσαρή, πουτσαρέλα = πέος αγοριού.

κατσαρός = κατσαρομάλλης.

κατσέλια = στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το γύρω-γύρω των ενδυμάτων.

κάτσενα = κόκκινο πρόσωπο και τα πόδια κόκκινα

κάτσι = κάθισε

κατσιαμάκι = χυλός (καλαμποκίσιο αλεύρι +αλάτι + πιπέρι + λάδι)

κατσιαμέρια = σκουλαρίκια που πιάνονται από τα μαλλιά δίπλα στα αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή ασημένια και πολύτιμες πέτρες

κατσιαμπούρα = ζωικό παράσιτο.

κατσιαρμάδις = πρώιμα αρνιά.

κατσίκι = νεογέννητο της γίδας.

κατσικουπ’τιά = κατσικίσια πυτιά.

κατσικουτσιόκανα = μικρά τσιοκάνια για τα κατσίκια.

κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο πορτοκαλί χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά 

κατσινουκάλισια = προβατίνα που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της κάτσινας και της κάλλισιας.

κατ'σιό = ανάπαυση, καθισιό, τεμπελιά.

κατσιός = αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.

κατσιούλα τουν έχει = είναι έτοιμος για τσακωμό

κατσιούλα, κατσούλα = η κουκούλα από την κάπα η κατσούλα της καλύβας όπου σχηματίζονταν ο σταυρός σε κίνηση να δένονται συγκλίνοντας τα λούρα και θεωρείται και αιτία προέλευσης του ονόματος σαρα = βουνά απάτητα, κασ - κατσ από τις κατσιούλες, σταυρός = Σαρακατσιάνος

κατσιούλα, κατσούλα = κουκούλα, καστιούλα, καπισόνι, καμουλίκα, καρκούλα, τσιουτσιούλα, χουχούλα, από το Λατινικό cucullus

κατσιουλόλουρα = λούρα που χρησιμοποιώ για να φτιάξω την κατσιούλα από το κονάκι

κατσίρτ'σι, κατζίρντισι = την κοπάνησε , ξέφυγε, "του ’φυγε" το μυαλό

κατσίτοι = καθίστε

κατχεύου, κατχιαίνου = αδυνατίζω, χάνω βάρος

καυκαλήθρις, οι = αγριολάχανα.

καύκαλο = το καβούκι

καυκί, καυκιά,  = ξύλινο βαθύ πιάτο, ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς (λεκάνης), ξύλινη κούπα για το αλεύρι

καύτρα = άκρη από κάτι που καίγεται

καύτρις = σπυριά που βγαίνουν στα χείλη από τον πυρετό.

καφκιά, καφκί, κούπα, κούπος, κουπάρι, = τάσι, φλιτζάνι, φλυτζάνι, φλιτζάνα, φιλτζιάνι, φεντζάνιν, τσάσκα, τσιάσκα, τζάσκα, ισκιρά, καυκί, καυκιά, καφκουμάνα, κίκαρα, κίκαρη, κικαρί, κίκαρ, κάσκα, νεμπότης, μπιλιούρ, ντράφτσα, σκουτέλι, ξτέλα, σιόλι, σιολ, γαδίνι

καψάλα = απομεινάρια πυρκαγιάς, καμένος τόπος, έρημο μέρος,

καψαλήθρα = γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμένο δέρμα

καψάλι = καμένο μέρος πριν αναπλαστεί ακόμη

καψαλιά, καψάλα, καψάλι = βλέπε όμοιες λέξεις

καψαλιάρ’ς = καημένος, καημένη.

καψαλίζου τα μάτια = ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα από θυμό, εκνευρισμό ή καίω τα ματοτσίνορα κατα λάθος απ την φωτιά

καψαλίζου τα ξύλα = καίω τη φλούδα από τα χλωρά ξύλα, για ευλυγησία

καψαλίζου του κριάσι = καίω τις τρίχες που υπάρχουν επάνω του, το αποψιλώνω από τις τρίχες

καψαλίζουμι = καίγονται οι τρίχες από το σώμα μου.

καψαλίζω = καίω μαυρίζοντας κάτι (π.χ φτιάχνω πυρομάδα (φρυγανιά) καίγοντας το ψωμί)

καψαλίσκα = κάηκα

καψηρός = καημένος.

καψουμούν’δις, = αποκαλούν οι Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους κτηνοτρόφους χωριάτες με λίγο βιό

κείθι,  κείθε = κατά 'κει, συνήθως από την πίσω μεριά π.χ (κίθε απ το βουνό)

κείνα = εκείνα

κείνο = εκείνο (ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος "κεινός"

κείτουμι = . είμαι κατάκοιτος. κείτομαι καταγής, είμαι άρρωστος, ευρίσκομαι νεκρός

κεντέρι, κιντέρι, κιδέρι = λύπη, θλίψη, χλίψη, κάχρι

κέρδητα= κέρδος, όφελος

κερχανατζής = νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, ρουφιάνος, μπεζεβέγκης, μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κοντόσης, αγαπητικός

κήπια = μικροί κήποι γύρω από τα κονάκια

κιαμέτι = μεγάλη βροχοθύελλα, κατακλυσμός.

κιαπέ = και μετά, και ύστερα.

κιαρατάς, κιρατάς = κερατάς.

κιατίπης, κιατίψ = γραμματικός, γραμματκός, γραμμακικό, γραφιάς, γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας

κιβούρι = μνήμα.

κίγκλα = το λουρί που κρατά δεμένο το σαμάρι στη μέση του ζώου, ίγκλα, ίγλα, ίνγλες, γίγκλα, γίγλα, γίνγκλα, νίγκλα, νίγλα, ζεύστρα, μισιά, μισιό, μεσά, μπροστελίνα, μπροστιλίνα από το λατινικό cingula

κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ = αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα, αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα, αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν

κιδρίσιους = από κέδρο.

κιδρόξ’λα = ξύλα από τον κέδρο.

κιεδρουμπόμπουλα = καρπός από το κέδρο.

κιέδρους = κέδρος (Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Τους συναντάμε συχνά σε ελατοδάση, διότι οι κέδροι αρχικά παρέχουν τη σκιά που απαιτούν τα έλατα για να μεγαλώσουν κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους. Το ξύλο ενός κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα άρωμα, και γι' αυτό χαρακτηρίζεται και ως αρωματικό δέντρο

κιέρατου = το κέρατο, πονηρός κι έξυπνος άνθρωπος

κιέρμα = κομμάτι κρέας από ψόφιο ζώο, από ζώο που το έφαγε ο λύκος

κιλάρφανους ολάρφανους -η, -ου = αυτός που μένει ορφανός πριν γεννηθεί

κιλιμόχτινου = ειδικό χτένι που το βάζω στον αργαλειό, όταν υφαίνω κιλίμια.

κιλιπούρι = ξένο ζώο σε κοπάδι, τυχερό

κιμέρι = ζώνη υφάσματος από την οποία πιάνεται η γυναικεία φούστα, πορτοφόλι της ζώνης, χώρος

κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς = αρχοντάθρωπος, αρχοντάθρωπος, αρκοντάθροπος, αρχουντάθρουπους

κιμπαρλίκι = αρχοντιά, αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά, αρκόντια, αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά,

κίνα = ξεκίνα

κίνα ναχ΄ς = μούντζωμα με χειρονομία (αυτά να έχεις)

κινάτε = ξεκινάτε

κιντέρι = πόνος , αλλα και μικρό χαλάκι

κιντράου τα πρότα = ερεθίζω τα πρόβατα να προχωρήσουν από τη στρούγκα για άρμεγα

κιντρίζου = τσιμπάω, σπρώχνω τσιμπώντας να προχωρήσει το ζώο

κίντυνους = κίνδυνος.

κιό = αφού, ενώ (κιό δεν έχω φράγκο)

κιόλα =  κιόλας.

κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος, = τυφλός ,στραβός, στραός, στραβούλιακας, στραβαλιγκιόζης ,γκαβός, γκαβό, γκαγκαβό, γκαϊβός, γκαϊδός, γκαϊντός, σγκαϊντός, σγκαϊδός, καϊδός, γαϊδός, σγαϊδός, γκαβόματος, γκαβομάτης, γκαβούακας, αλλήθωρος, αλίθορε, αλιθόρος, αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης

κιότευω = δειλιάζω, φοβάμαι (κιότεψα = δείλιασα, φοβήθηκα)

κιότιμα = δειλία

κιότιψα = λιποψύχησα, απογοητεύτηκα, φοβήθηκα

κιουλάφι, κιουλάφ, κιουλάχι = σκούφος, σκούφους, σκουφί, σκούφια, σκουφέτα

κιουστέκια = δυο τριχιές με τις οποίες δένω τα πόδια του αλόγου για να μάθει ανάλαφρο βάδισμα

κιουστικιάζου = .βάζω του αλόγου κιουστέκια, ουμι εγκλωβίζομαι, είμαι δεμένος

κιουτεύου = φοβάμαι

κιουτής = φοβητσιάρης

κιραλ’φή, η = πρακτικό γιατροσόφι (αλοιφή με κερί και λάδι)

κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα ρίχνουν σε τροβά) οι καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το τελείωμα του γάμου.

κιρλυγγίτσι, κιρλικίτσ = αγγούρι

κιρνάου = κερνάω.

κιρός = καιρός

κισλάς = χειμερινό βοσκοτόπι.

κισμέτι, χουσμέτι = τυχερό, γραφτό, γραμμένο, ριζικό, μοίρα, ζούδιο

κίτιρνους =κίτρινος, αρρωστιάρης

κίτρινις, ου άνθη κολοκυθιάς

κιφαλάρι = ξύλινο ημικύκλιο στο πάνω μέρος της σαρμανίτσας, το τελείωμα του υφαντού που είναι διακοσμημένο

κιφαλαριά =πονοκέφαλος.

κιφάλι = κεφάλι, κάθε κομμάτι από το φουστάνι. Το κάθε φουστάνι γίνεται από δέκα περίπου κεφάλια ή 25-30 αδερφωμένες ιδιασμένες κλωστές. Ένας αριθμός από κεφάλια αποτελεί το διασίδι. π. χ. 8, 10 ή περισσότερα

κιφαλιάτ’κου = φόρος για κάθε κεφάλι ζώο

κιφαλόβρυσου = κύρια πηγή, κεφαλάρι

κιφαλουτάνι = κεφαλομάντιλο.

κιχαϊάς = τσέλιγκας

κιχαϊλίκι = αξίωμα του κεχαγιά

κιχαϊλίτ’κου = χρήματα που παίρνει ο τσέλιγκας για τις υπηρεσίες που προσφέρει στο τσελιγκάτο, αμοιβή του τσέλιγκα.

κιχαΐνα = γυναίκα του τσέλιγκα

κιχαϊουπαίδι = τσελιγκόπουλο

κλ(ε)ίτσα= ευθύ σκαλισμένο η όχι ξύλο που προορίζεται κυρίως για το πιάσιμο των ζώων αλλα και δευτερευόντως για στήριξη. Κλ(ε)ίτσα κυρίως λέμε το μικρό καμπυλωτό οριζόντιο μέρος με μορφή σχεδόν πάντα κριαριού που μπαίνει στο κλιτσόξυλο

κλ(ε)ιτσιά = χτύπημα με την κλίτσα.

κλ(ε)ιτσόξ’λου = ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.

κλ(ε)ιτσούλις = μικρές κλιτσούλες (γάντζοι) που τις μπήγουν στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουν μέσα από τις θηλιές της τέντας, με αυτές τεζάρουν και σταθεροποιούν την τέντα (τσιατούρα) κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων

κλάθκα = μου κόπηκαν τα άκρα, κουλάθηκα

κλαμπανίζω = παράγω θόρυβο, το χτύπημα της καμπάνας, κωδωνοκρουσία, καμπάνισμα.

κλανιάρ’ς = (μτφ.)φοβητσιάρης.

κλάπα = σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το κουδούνι

κλαπάν’σμα = ο θόρυβος που κάνει το σκυλί (κλάπ - κλάπ) τρώγοντας το γάλα

κλαπανίζει του σκ’λί = ο τρόπος που το σκυλί τρώει το γάλα

κλαπανίζου = κάνω χαρακτηριστικό θόρυβο τρώγοντας

κλαπάτσα, γκλαμπάτζα = ασθένεια των προβάτων , βλέπεδιστομίαση, γκλαπάτσα, αβδέλιασμα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, βιδέλιασμα

κλαπατσίμπανα = όργανα, ορχήστρα

κλάρ’σμα = κλάδεμα, κόψιμο κλαδιών

κλάρα = μεγάλο κλαρί, από το κλαρί + μεγεθυντικό επίθημα -α

κλαριά = τα δέντρα, τα καλαδιά

κλαρίζου = κόβω κλαδιά για να τα φτάνουν τα κατσίκια

κλαρίνο = πρόσφατο μουσικό όργανο, των Σαρακατσάνων, κλαρινέτο, καρνέτο, γκαρνέτο, γλαρουνέτο από το Ιταλικό clarino

κλαρίσιοι = Σαρακατσαναίοι που έχουν τη στάνη τους μέσα στα κλαριά, στα λόγγα.

κλαρίσκα = μου κόπηκαν τα χέρια απ το βάρος

κλαρουκουπάω = κόβω τα κλαδιά από το δέντρο, κλαρίζω το δέντρο για να φάνε τα ζώα.

κλαρούλα = σχέδιο στο κέντημα , υφαντά

κλάρους = κλάρισμα δέντρου, η εποχή για κλάρισμα

κλαρώνου = πλέκω με κλαριάτο σκελετό του καλυβιού. κλάρουσι του κου­πάδι στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί

κλαρωτό = σχέδιο στα κεντήματα και υφαντά

κλειδί = κομμάτι από αργασμένο πετσί

κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω, ασφαλίζω.

κλειδουνιά = κλειδαριά.

κλειδουπίνακου = μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας που κλείνει σχεδόν αεροστεγώς και υδατοστεγώς

κλείδουση = άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.

κλειδουτή = ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και συνταιριάζεται, υπάρχει και μονή με ένα ξύλο

κλειδώματα = κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά

κλείου = κλείνω.

κλείσμα =φράχτης ή το γύρω-γύρω της στρούγκας.

κλεισούρα = πυκνό δάσος.

κλεισούρα = στενοτοπιά, στενοπόρι, στενόπορο, στενοποριά, στένος, στενούρα, στερούνρα,( από τα πολλά και πυκνά δένδρα ).

κλειτσουτό =σχέδιο ύφανσης, κεντήματος

κλέφτ’ς = κλέφτης , παιδικό παιχνίδι

κλέφτες = έτσι ονομάζονταν τα μέλη ένοπλων παράνομων ομάδων του βουνού, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και πριν, οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους στα φημισμένα κλέφτικα δημοτικά μας τραγούδια. Κάθε ομάδα κλεφτών είχε δικό της μπαϊράκι(σημαία), τον καπετάνιο, το πρωτοπαλίκαρο και τους ψυχογιούς                       ( ανήλικα κλεφτόπουλα). Κρύβονταν σε δυσκολοπάτητα μέρη, τα λημέρια και έβαζαν σκοπιές, τα καραούλια.

κληματσίδα = αναρριχόμενο φυτό που μοιάζει με αγιόκλημα, τα κλαδιά από αναρριχόμενα φυτά

κλίκια =ανάγλυφες σχέδια από ζυμάρι που φκιάχνουν οι γυναίκες πάνω στις κουλούρες.

κλικόπ’τα =είδος πίτας.

κλιτσ’νάρια, τα μακριά πόδια.

κλίτσα γράμματα(ναι) = λίγα γράμματα τα στοιχειώδη.

κλίτσις = γράμματα· οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα των γραμμάτων

κλιτσνάρι = πόδι αδύνατο

κλιφτόπουλα , κλεφτόϊπουλα = κλεφτόπουλα (ανήλικοι ψυχογιοί των κλεφτών) Σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι δύσκολες συνθήκες της ζωής έκαναν πολλούς να ανεβαίνουν στα βουνά και να γίνονται ληστές. Οι αρχές τούς αντιμετώπιζαν ως κακούργους, ο λαός όμως θαύμαζε το ελεύθερο φρόνημα, τη λεβεντιά και την παλικαριά τους κι έκαμε τραγούδι τη ζωή και τα κατορθώματά τους. Έτσι οι κλέφτες θεωρήθηκαν λαϊκοί ήρωες. Οι Τούρκοι, για να προστατέψουν την ύπαιθρο από τους κλέφτες, οργάνωσαν ειδικά τμήματα, τους αρματολούς. Αυτοί αναλάμβαναν τη φύλαξη μιας περιοχής, που λεγόταν αρματολίκι. Πολλές φορές το οθωμανικό κράτος έδινε τα αρματολίκια σε ξακουστούς κλέφτες, που δεν μπορούσε να τους υποτάξει αλλιώς. Ο σουλτάνος φρόντιζε να παραμερίζει τους αρματολούς, που αποκτούσαν ιδιαίτερη δύναμη ή έδειχναν ξεχωριστή συμπάθεια στους ραγιάδες. Τότε αυτοί ξαναγίνονταν κλέφτες. Συχνά κλέφτες και αρματολοί συνεργάζονταν με αποτέλεσμα οι λέξεις κλέφτης και αρματολός να σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Κάθε ομάδα αρματολών ή κλεφτών είχε το δικό της μπαϊράκι (σημαία), τον καπετάνιο της και το πρωτοπαλίκαρο της, που είχε θέση υπαρχηγού. Η ομάδα μπορούσε να έχει και ψυχογιούς, δηλαδή ανήλικα κλεφτόπουλα.

κλιφτουλήμιρα = κλέφτικα λημέρια

κλοιά = κοιλιά

κλός, -ή, -ό = κουλός, ανάπηρος, κατάκοιτος, περιπαικτικά αυτός που δεν πιάνουν τα χέρια του

κλόσια = κρόσσια από τα υφαντά.

κλοτσιά, κλότσος, κλότσους = κλωτσιά, τσινιά, τσουνιά, τσιαφλέκι, ανεποδάρα, λακτέα, λαχτία, λάχτα από το Ιταλικό calcio

κλοτσοτύρι = είδος ξινού τυριού (το έφτιαχνάν αφού έπαιρναν το βούτυρο)

κλουκανάεικλουπακάει = ο θόρυβος αποκάτι υγρό που κινείται σε σκεύος  ή  σε δοχείο κλειστό, το κλουκ - κλουκ

κλουνά = κλωστή.

κλουνάρας = αυτός που πιάνεται από το κλωνάρι και χορεύει μόνος του

κλουνί = μικρό κλωνάρι, βλαστάρι από φυτό, κλωστή

κλούρα = η κουλούρα, ψωμί ψημένο

κλούρι = κουλούρι

κλουριάζουμι = κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.

κλουρώνου =κουλουριάζω, περικυκλώνω, -ουμι κουλουριάζομαι

κλουστάρια =στριμμένα μαλλιά.

κλουτσιάρ’κου = ζώο που κλοτσάει.

κλουτσουτύρι =ξινοτύρι που παράγεται από το ξινόγαλο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε το βούτυρο

κλώθω = φέρνω κάτι γύρω γύρω, κινούμαι κυκλικά,στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω το μαλλί σε νήμα.

κλώνοι= κλωνάρια.

κμάνι = ασθένεια που πληγιάζουν τα ζώα ανάμεσα στα νύχια

κνάου τ’ στάνη =οτυροκόμος (μπάτζιος) αρχίζει την τυροκόμηση πάνω στο βουνό.

κνάσ = κουνάς

κνάτε = κουνάτε

κόβιτι του γάλα = γίνεται μυζήθρα και τυρόγαλο, χαλάει η σύσταση του (κόβετε) στο βράσιμο γιατί είναι ημερών και ξινίζει

κόβου = σφάζω

κόβου του γάλα = σταματάω να πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο (τυροκόμο).

κόβουντι τα πρότα = αποκόπτονται απ’ το κοπάδι τα πρόβατα

κόβουντι τα στ’μόνια μ' = δεν έχω κουράγιο, δεν έχω όρεξη για ζωή, γεράζω.

κόθρια =κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το κεφαλοτύρι.

κόθρος = η "γωνία" του ψωμιού (τα ακριανά κομμάτια πίτας ή γλυκού) και η μικρή υπερύψωση σαν εξοχή σε ένα μέρος της βάτρας

κοιλάρα = καλύβι αποθήκη

κοινουνιά = θεία κοινωνία.

κοκαλώνω, κρουσταλιάζω, ξυλιάζω = γίνομαι κόκαλο, κρύσταλλο, ξύλο, από το κρύο

κοκκ’νουβουλάου = είμαι κατακόκκινος, "κουκκινουβουλάει η μπούκατ"

κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια

κοκκαλίτσι = κουμπί του πουκαμίσου.

κόκκινη, -ου =   γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο)

κοκόσες = καρύδια

κόκουτας, κόκουτους = κόκορας

κόλλα, κολλάστρα = πρωτόγαλα της προβατίνας που είναι πολύ παχύ, θεραπευτικό πρωτόγονο έμπλαστρο

κομιτατζής = αντάρτης, τσέτης

κόν’σμα = εικόνισμα.

κόνα = εικόνα.

κονάκι = καλύβι, κατοικία, σπίτι

κονεύω, κονιάζω = κονέβγω, κονέφκω, κάθομαι, καταλύω

κόντις =αβγά της ψείρας

κόντιψαν τα πρότα = λιγόστεψαν

κοντό = το ανδρικό πουκάμισο που φτάνει ως την μέση

κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα = σύνεργο για να φτιάχνουνε δαντέλα από το Βενετσιάνικο copano

κόπανος = το ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα πλένοντας τα

κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην αυλή μας)

κόπρια =σκουπίδια που πετιούνται στα απορρίμματα που τα ονομάζουν "κοπριά"

κόπτσα = μικρή πόρπη, κόπιτσα

κόρδα = πρόχειρη κατασκευή για να χρησιμοποιηθεί ως μαντρί

κόρτσα = στρώμα (πέτσα) από λέρα πάνω στο δέρμα ή στο ρούχο

κορφή = η κορυφή γενικώς(βουνού, δένδρου, κορυφή στα γράμματα, στη ζωή, κ.ο.κ) αλλα και το πήγμα ξινισμένου γάλακτος απ΄ το οποίο θα βγει με χτύπημα το βούτυρο . Επίσης , κορφίε = κορφή, η πέτσα του γάλατος ή τα λιπαρά του που σχηματίζονται επάνω μετά το βράσιμο. Από την ομηρική λέξη «κορυφή» = το ύψιστον, η κορυφή

κόρφια = στήθη

κόρφουμα =φυσικό κοίλωμα.

κόρφους =η περιοχή ανάμεσα στο στήθος και τη μασχάλη που αποτελεί απόκρυφο μέρος του σώματος

κόσια = τρέξε

κόσσα = μεγάλο δρεπάνι (η κόσα που κρατάει χάρος)η είδος χτενίσματος (πλέξιμο των μαλλιών), κοτσίδα. . Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω

κοτσάφτκου = ζώο σημαδεμένο με κόψιμο στην μπροστινή άκρη το ένα οι και τα δύο αφτιά

κότσι   = αστράγαλος

κότσια = παιχνίδι όμοιο με το σημερινό ζάρι.

κότσιαλου = φρύγανο

κούδα = ομάδαομάδα που συνήθως μας είναι αντιπαθητική

κουδέλα = στροφή του δρόμου, ελιγμός, σχέδιο κεντήματος ύφανσης με κυματιστό μαίανδρο

κουδιλιαστά = μαιανδρικά, ζικ –ζακ.

κουθρίσιου = είδος τυριού

κουκκόσις = καρύδια

κούκκους = στολίδι στο λαιμό του

κούκλους = κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που μοιάζει με πέπλο.

κουκλώνου = βάνω στη νύφη τον κούκλο (πέπλο).

κουκούδα = διόγκωση

κουκουμπέλις =  μανιτά­­­ρια,πολυκύτταροι μυκήτες με χαρακτηριστική, συνήθως ομβρελοειδή μορφή. Η λέξη μανιτάρι είναι υποκοριστικό της αρχαιοελληνικής αμανίτης. Τα αυτοφυόμενα στα λιβάδια και τα δάση ονομάζονται διεθνώς Fungo epigeo και τα υπογείως αναπτυσσόμενα τρούφες, το γνωστό ύδνον που αναφέρει κατ΄επανάληψιν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης. Οι πρωτεΐνες των μανιταριών, λόγω της παρουσίας όλων των βασικών αμινοξέων, είναι υψηλής ποιότητας, πολύ ανώτερες από τις φυτικές πρωτεΐνες, πλησιάζοντας την ποιότητα των ζωϊκών πρωτεϊνών

κουκουμπλούλα, κάθουμι κουκουμπλούλα = κ άθομαι οκλαδόν ή μισογονατισμένος

κουκουνιάζει = όταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα

κουκουνιάζου = κάθομαι στα γόνατα, κωλοκάθομαι.

κουκουρέτσι =μαλλί τυλιγμένο με σιρίτια που μπαίνει στο χτένισμα του κεφαλιού της γυναίκας ψηλά στο μέτωπο.

Κούκους ή Φασσουτρίγουνου = κούκος με το επιστημονικό όνομα Cuculus canorus είναι ένα πτηνό της οικογένειας των Κοκκυγιδών και είναι ευρύτατα γνωστό για το χαρακτηριστικό δισύλλαβο κάλεσμα του, "κου κου". Είναι αποδημητικό και θεωρείται το πρώτο πουλί που προαναγγέλλει την άνοιξη και σταματάει να λαλεί του Αγ. Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί με άνοιγμα φτερούγων που μπορεί να φτάσει και τα 60 εκατοστά. Το οστάριο της κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής μας στήλης ονομάζεται κόκκυγας, από την ομοιότητα του οστού με το ράμφος του κούκου. Η συνήθεια του πτηνού να κάθεται μόνο του, προτιμώντας ψηλά σημεία καθώς και το γεγονός ότι δεν έχει δική του φωλιά, αλλα γεννάει σε φωλιές άλλων πουλιών που κλωσάν και τα αυγά του, συνετέλεσαν ώστε το όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και την ερημιά. Εξ ου και οι χαρακτηριστικές εκφράσεις: «Απόμεινε σαν κούκος» και «Έμεινε στο σπίτι σαν τον κούκο».

κουκουσούλα, -ες = φυτό με μικρό βολβό (τις τρώγαμε)

κουκουστάκια = καρπός της οξιάς.

κούλ’κου άλουγου = σταχτί άλογο.

κούλα = θηλυκό άλογο με καφέ χρώμα

κουλάζουμι = αμαρτάνω, αυτοτιμωρούμαι

κουλάνι =εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην ουρά.

κουλάστρα = πρωτόγαλο, κολάστρα, κουλιάστρα, κουλάστρα, κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα, γλιάστρα, πρωτόγαλα, πρωτογαλιά, κοκοφρίκος, κουρφίγκους, γκουφρίκος. Το πρωτόγαλα (στα λατινικά: colostrum, ενώ στα αρχαία: πύαρ) είναι το «γάλα» των πρώτων ωρών και ημερών, που τα θηλαστικά παρέχουν στα νεογνά τους. Έχει κιτρινωπό χρώμα και είναι το πρώτο γάλα που παίρνει το νεογέννητο αμέσως μετά τον τοκετό και είναι σχεδόν ο μόνος δρόμος για την απόκτηση της παθητικής ανοσίας που χρειάζεται το νεογνό για την βιωσιμότητα του. Η ονομασία προέρχεται από το λατινικό colostrum

κουλιάντζα , στρουμπάρα = ασθένεια στα ζώα (δυσεντερία) Ασθένεια αιγοπροβάτων: Εντεροτοξιναιμία (Στρουμπάρα) Αίτιο: Το CIostridium perfrigens, μικρόβιο που πολλαπλασιάζεται έντονα στο έντερο και παράγει τοξίνες. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρουσιάζεται στα νεογέννητα τις 2 πρώτες βδομάδες της ζωής τους.Αρρωσταίνουν το 5-90% των νεογέννητων αμνοεριφίων.

κουλκουτάου = καλοπιάνω

κουλλιατζιάρς = αυτός που πάσχει από κολλιάτζα (δυσεντερία)

κουλλιέτσια = κουλούρια, μικρά ψωμάκια.

κουλλτσίδα = φυτό που κολλάει πάνω μας

κουλόκρα, κοιλόμαλλο = μαλλί κοντόινο και, γενικά, κατώτερης ποιότητας από το κουλούριασμα (το κούρεμα της κοιλιάς του στήθους και των μηρών) πρίν τον κούρο

κουλόκρου = μαλλιά από το κουλουκούρεμα

κουλόνα, κολόνα = στύλος , κιόνι, τζιόνιν από το Ιταλικόcolonna

κουλόπανα = κομμάτια ύφασμα με τα οποία περιτυλίγουμε τα βρέφη.

κουλουβός, -ή, -ό = ακρωτηριασμένος, ελλιπήςζώο που έχει κοντή ουρά, -οί οι Μακεδόνες Σαρακατσάνοι γιατί φοράνε κοντή φουστανέλλα

κουλουκθόπτα = πίττα από κολοκύθα

κουλουκρίζω, κουλουκρίζου = κουρεύω τα μαλλιά στην κοιλιά των προβάτων την αρχή της άνοιξης

κουλουτούμπσι έκανε κωλοτούμπα.

κουλουφουτιά = πυγολαμπίδα.

κουλυρίδα = αυτό που τυλίγεται γύρω γύρω από κάτι άλλο

κουλυρόπ’τα, κουλυρή = είδος πίτας,πίτα που τα φύλλα τα τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.

κουμανταρίζου = κάνω κουμάντο, κατευθύνω

κουμάντου, κουμάντο = έλεγχος, κοντρόλο, κοντρόλ

κουμάσι = κοτέτσι (παλιάνθρωπος)

Κουμίτις = Κομιτατζήδες

κουμπί = προεξοχή που παρατηρείται στον ανδρικό λαιμό, ονομάζεται «μήλο του Αδάμ» ή στην καθομιλουμένη και «καρύδι». Για πολλούς είναι η απόδειξη του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο έγινε η αιτία να εκδιωχθεί ο άνθρωπος από τον παράδεισο.

κουμπιάζου = κομμάτι τροφής με εμποδίζει να καταπιώ, πνίγομαι, μπουκώνω

κουμπίνα = θεριζοαλωνιστική μηχανή

κουμπόδιασμα =σχεδιασμός του κονακιού

κουμπουδιάζου, κουμπουδιάζω = δένω κόμπους κάτι, κάνω κόμπους, φτιάχνω κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το υφαίνω.

κουμπουδιασμένους, -η, -ου  = τσιγκούνης.

κουμπουθλιά = γυναικεία πόρπη.

κουμπουλόι = κομπολόι αδύνατο ζώο, άπαχο, κοκκαλιάρικο

κουμπουράδις = αυτοί που κρατούν πιστόλια, αστυνομικοί.

κουμπουραχιά = τμήμα της σπονδυλικής στήλης κατά μήκος της ράχης

κουμπούρι, κουμπούρα =πιστόλι.

κουνάκι = σπίτι του Σαρακατσάνου, μέρος διανυκτέρευσης κατά τις μετακινήσεις, νοικοκυριό, οικογένεια -ια σαρακατσάνικος οικισμός

κουνακιάρς, -α, -κου = αυτός που ζει στο κονάκι, που η ζωή του κινείται γύρω από αυτό

κουνέβου = σταθμεύω, φτιάχνω κονάκι

κουνούκλα =φυτό πόα και με χρώμα μοβ που το αγαπούν πολύ τα πρόβατα.

κουντά = μετά, ύστερα.

κουντακιανός, -ή, -ό = κοντούλης, μι­κρόσωμος.

κουντακιανούλα = κοντούλα.

κανταρέλα = καραβάνι με φορτωμένα ζώα που πηγαίνουν το ένα κοντά, πίσω στο άλλο.

κουντεύου = πλησιάζω, κονταίνω.

κουντνέλα, κουντνιέλα = τελευταία πρόβατα από το κοπάδι, ουρά από το κοπάδι

κουντό =πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι κοντό και φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες, τουν παίρου στου κουντά ακολουθώ κάποιον καταπόδ

κουντο- ή κουντου = πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια του κοντού: κουντουβούνια, κουντόκλιτσα, κουντουξιά,   κουντουτσούραπου (κάλυμμα στο γυναικείο πόδι ανάμεσα στην πατούνα και την κάλτσα που φτάνει στον αστράγαλο)κουντουιέλατους, κουντουφτάνου, κουντουραχούλις, κουντουστούπι, κουντόκαπα και κουντουκάπι (κομμάτι στη φορεσιά), κουντόκουρμους.

κουντουρίσιου = συμβούλιο που κάνουν οι Σαρακατσιαναίοι  πάνω στα βουνά, για να μοιράσουν τα λιβάδια.

κουντράου =χτυπάω με τα κέρατα

κουντύλι = κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.

κουντυλουγραμμένους, -η, -ου = φτιαγ­μένος με το μολύβι, ζωγραφισμένος = πολύ όμορφος, σαν ζωγραφιά

κούπα = βαθύ πιάτο φαγητού, κάτι κλειστό (κούπα τα μάτια), ποτήρι, κύπελλο, σχέδιο υφαντών , κεντημάτων Κούπα = κούπα, ποτήρι αναφέρεται ότι προέρχεται από το λατινικό «cupa» = σκύφος, αλλά οι ρίζες εντοπίζονται στη μυκηναϊκή γλώσσα: «kupera» (πινακίδες)

κούπα τα ’χου τα μάτια = στραβώνομαι, δε βλέπω και ξεγελιέμαι

κουπάδι = σύνολο από ζώα, το κοπάδι των προβάτων η των κατσικιών αλλα και πλήθος ανθρώπων Από τη βυζαντινή λέξη «κοπή» = ποίμνη

κουπαδιάζου = χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα κλπ

κουπάνα = ξύλινοσκαφίδι.

κουπανάει η πρατίνα = είναι άρρωστη, χτυπάει δυνατά η κοιλιά της προβατίνας

κουπάνες = ξύλινες παραλληλεπίπεδες ανοιχτές από πάνω κατασκευές (σκαφίδια) για ταΐστρες των ζώων

κουπανιάρ’κου = άρρωστο πρόβατο που φουσκώνει και ξεφουσκώνει η κοιλιά του.

κουπανιάρ’ς = άρρωστος.

κουπανίζου =χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.

κουπέλλα =κορίτσι.

κουπιάζου = κάνω τον κόπο

κουπιαστό = είδος διασιδιού

κούπουμα = καπάκι από σκεύη.

κουπουστάρι = καπάκι από πάφλα η χάλκινο σε μαγειρικό σκεύος

κουπουτά, κουπουτούτ’σ’κου = υφαντά σχέδια με κούπες

κουπριά = η κοπριά των ζώων, (μτφ.) βρομερός, άχρηστος, άξιος για πέταγμα, για περιφρόνηση.

κουπρίζου = αποβάλλω τα περιττώματα μέσα από τη φυσική οδό, αφοδεύωίχνω κοπριά σε χωράφι η κήπο,

κουπώνει η καρδιά = (μτφ.) στενοχωριέμαι, ψυχοπλακώνομαι.

κουπώνου = βάζω το καπάκι σε σκεύος, κλείνω, καλύπτω

κουρ’φή = κορυφή, γινωμένο για βάρεμα (αποβουτύρωση) γάλα , αφρόγαλο

κουρ’φουβούνια = βουνοκορφές.

κουρακιάζου του τραγούδι = κλώθω, σέρνω και κρατάω πολλή ώρα τοτραγούδι

κουρακιαστό τραγούδι = τραγούδι που ο τραγουδιστής το κλώθει και το σέρνει πολύ, βράζει η φωνή του

κουρδαρίζουμι = περηφανεύομαι χωρίς ντροπή

κουρδέλια =δεμάτια από κλαδιά

κουρδοκύλσα = κατρακύλησα

κουρδουκ’λάου = κατρακυλάω, πέφτω και κυλάω πολύ αστεία και απρεπώς.

κουρδουκύλα = κατρακύλισμα.

κουρδουμπλός, -ή, -ό = κοντός και χοντρός, αυτός φαίνεται σαν στρογγυλός

κουρδουμπούλι =. βόλος, παχουλός

κουρίτσι = κορίτσι

κουριφτάδις = αυτοί που κουρεύουν τα ζώα

κουριφτής =αυτός που κουρεύει τα πρόβατα.

κούρκες, τίκια = γαλοπούλες

κούρκουμπα = κάθισμα στα γόνατα

κουρκούτι = βρασμένο αλεύρι , περιπαικτικά και το μυαλό του χαζού , κατάλληλο για να τρέφονται τα βρέφη.

κουρκουτιάζω = χαζεύω

κουρμί =αμάνικο μαύρο μάλλινο με κεντητό μπούστο στη γυναικεία φορεσιά.

κούρνια = κουτουκούμασου, κοτέτσι, κοτέτς, κουτέτς, κουτέτσι, κουτέτσους, κουτσίνα, κοταριό, κοκοτζέλι, ορνιθαριό, ορνιθοκούμασο, καθικιά, κάτικας, κατίκ, κάτκας, κατιά, κιτάστρα, κιτάστρια, κιτάς, γκαλινάρι, κούρνια, φωλιά, οβαστάριν, πόνε, αγουμάς, αουμάς, αομάς, καπονάρα

κούρνια = φωλιά.

κουρνιάζου = φωλιάζω.

κουρνιαχτίζου = σηκώνω σκόνη, σκονίζω, -ουμισκονίζομαι

κουρνιαχτός = σκόνη

κουρόμπλου = κορόμηλο. Το κορόμηλο, είναι το φρούτο που βγαίνει από το φυλλοβόλο δένδρο κορομηλιά και ανήκει στην οικογένεια Ροδανθών. Η κορομηλιά είναι γνωστή και με την ονομασία κουρουμπλιά, (σαρακατσάνικο) κουμπουλιά και τζανεριά. Τα κορόμηλα βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα των αντιοξειδωτικών τροφών και εκτός των άλλων προστατεύουν την καλή λειτουργία το εγκεφάλου, της καρδιάς, του νευρικού συστήματος και των ματιών, ενώ δρουν κατά της υπερτροφίας του προστάτη.

κουρουμπλιά = αγριοκορομηλιά, κορομηλιά. φυλλοβόλο δένδρο κορομηλιά και ανήκει στην οικογένεια Ροδανθών. Η κορομηλιά είναι γνωστή και με την ονομασία κουμπουλιά και τζανεριά.

κούρους = κούρεμα των γιδοπροβάτων. Μια σημαντική δραστηριότητα των Σαρακατσαναίων κατά την χρονική αυτή περίοδο ήταν ο “κούρος”, δηλαδή το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων. Να σημειώσουμε ότι η εργασία αυτή αποτελούσε μια ιδιαίτερα επίπονη και κοπιαστική διαδικασία, καθώς το μαλλί των ζώων είναι ποτισμένο με λίπος (σαργιά), το οποίο εμποδίζει σημαντικά την εισχώρηση του ψαλιδιού στα μαλλιά και κατ’ επέκταση το κόψιμό τους. Ο χρόνος του κούρου ήταν συγκεκριμένος. Έτσι, τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου έκαναν μόνο το “κουλούριασμα”, δηλαδή έκοβαν με το “πρατοψάλιδο” τα μαλλιά που σκέπαζαν τους μηρούς, το στήθος και την κοιλιά των προβάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανακούφιζαν τα ζώα απ’ την ζέστη αλλά και τα παράσιτα, αφαιρώντας το πυκνό τους τρίχωμα. Σημειώνεται πως το μαλλί αυτό ήταν κοντόινο και, γενικά, κατώτερης ποιότητας και ονομαζόταν: «κουλόκρα» ή «κοιλόμαλλο». επειδή είναι μικρά (“κοντά”), δεν είναι κατάλληλα για γνέσιμο και πλέξιμο. Χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών και στρωμάτων. Αντιθέτως, το καλό μαλλί προέκυπτε απ’ τον τακτικό κούρο που γινόταν τον Μάιο, δηλαδή αφότου περνούσαν τριάντα με τριάντα πέντε ημέρες στα βουνά και βελτιωνόταν ο καιρός. Τα μαλλιά αυτά ήταν μακρόινα και λέγονταν: «μαΐσια». Από αυτά έβγαινε, επίσης, κι η «σούμα» ή «λαγάρα»………… Ο κούρος έμοιαζε, γενικά, με πανηγύρι, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς στην οποία συμμετείχε όλο το τσελιγκάτο. Κυρίως, πρωτοστατούσαν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες βοηθούσαν, μαζεύοντας και αποθηκεύοντας το μαλλί με το οποίο θα δημιουργούσαν μετέπειτα μια μεγάλη ποικιλία από μάλλινα υφάσματα. … Πιο συγκεκριμένα, να αναφέρουμε πως οι γυναίκες ξεχώριζαν αυτά τα πλοκάρια σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που θα κρατούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και σ’ αυτά που θα έδιναν για πούλημα. Μια άλλη κατηγοριοποίηση των πλοκαριών γινόταν με βάση το είδος του υφάσματος (“σκουτί”) που ήθελαν να κατασκευάσουν. Έτσι, για να φτιάξουν φούστες, φουστάνια, παλτά, γιλέκα, μπουραζάνες χρησιμοποιούσαν μαλλί όχι αδρύ. Για τις φανέλες και τα κατασάρκια χρησιμοποιούσαν μαλακό μαλλί, κυρίως αρνόμαλλο, ενώ για τα τσιόλια, τις κάπες, τις τέντες και τα αλογόσιολα διάλεγαν τα ασπρόμαυρα μαλλιά (τα “σίβα”). Μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα των μαλλιών που είχαν συγκεντρώσει οι Σαρακατσάνες στα καλύβια τους, σειρά είχε το “ξάσιμο”, δηλαδή η διαδικασία με την οποία έξαιναν το μαλλί με τα δάχτυλα και έβγαζαν από αυτό τις κολτσίδες και τυχόν άλλα παράσιτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μαλλί γινόταν αφράτο και μαλακό για να περάσει στην επόμενη φάση, αυτή του “λαναρίσματος”. Κατόπιν, τύλιγαν το λαναρισμένο, πλέον, μαλλί σε τουλούπες, για να ακολουθήσει το γνέσιμο με τη ρόκα.……             (από άρθρο της Β. Ζαγναφέρη στα πορτραίτα Σαρακατσαναίων)   κουρά (αρχ.)= από το "κείρω" που σημαίνει ψαλιδίζω, κόβω, ξυρίζω την κόμη

κουρουψάλ’δυο = ψαλίδι για το κούρεμα

κουρσεύου = λεηλατώ, λαφυραγωγώ

κουρσιούμι =πολύ βαρύ, ασήκωτο από το βάρος, βλήμα

κουρφανταριασμένου β’νό = βουνό με αντάρα στην κορυφή του

κουσ’μαρόπ’τα =πίτα που γίνεται με κουσμάρι

κουσάνα = κοτσίδα, κουτσίδα, κοτσινίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδι, πλεκάδι, πλεκάδ, τσουλί, βουρλίδα, βουρλίδι, βλιρίδα, βρουλίδα, βρουλίν, βρούλος, φρουλίν, φρούλος, κλοστό, κλόσα

κουσάνα =κοτσίδα, πλεξούδα

κουσάφι = είναι το παραδοσιακό έδεσμα το οποίο γίνεται από αποξηραμένα φρούτα, κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κομπόστρα

κουσέβου = κουσέβω = τρέχω

κουσέβς = τρέχεις

κουσή = τρέξιμο, ταχέως, γρήγορα, κοσή, κόσι, κοσί, κοσιή, κόσα, κουσή, κουσί, κουσίδι, κουσιαμάκι, κοσιός, κουσιός, κουσιάτα, κόσιαγμα, τρέξιμο, τρεχάλα, τριχάλα, ατρέχα, αγλάκι, βιλέγκο, βιγκάλα, βογκάλα, βούσμα, βούρισμαν, βούρημαν, βούρος, βούρη, γούρος, κόρσα, πιλάλα, πιλάλιμα, πλάλιμα, πλαλιά, πλάλους,

κουσιά, κόσα =μεταλλικό εργαλείο με το οποίο κόβουν κυρίως χόρτα.

κούσιαλο = γέροντας, σκελετωμένος καμπουριασμένος αδύναμος άνθρωπος

κουσιαρίζου =γίνομαι είκοσι, ο μήνας εχει είκοσι

κουσκινίδια = κεράσματα στο κόσκινο, όταν αναπιάνουμε τα προζύμια

κουσκνάου = κοσκινίζω

κουσμάρι = πρόχειρο φαγητό (ξινισμένο φρέσκο ανάλατο τυρί + αλεύ­ρι)

κουσμούρα = πλήθος κόσμου.

κουσούρι = ελάττωμα, αναπηρία

κουσσιεύου = τρέχω

κουστέκια = αλυσίδες χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους άντρες και γυναίκες

κουτ’ρού = κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.

κουτάου = τολμάω, από το βυζαντινό «κόττος» = παιχνίδι

κουτάρα = περιφραγμένο χώρισμα μέσα στο μαντρί, συνήθως τετράγωνο ή τρίγωνο, για να αρμέγω κάποια γαλάρια

κουτιάζου = γίνομαι χαζός, ανόητος, κουτός, γεράζω και τα χάνω

κούτιασμα= ξεκούτιασμα, χάζεμα

κούτλας = δοχείο που χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.

κουτόπλου = κοτόπουλο

κουτουπούλια = κοτόπουλα.

κούτρα = μέτωπο ή κεφάλι.

κουτρόνα = μεγάλη πέτρα

κουτρουβάλα = κατρακύλισμα, τούμπα.

κουτρουλή = σκεύος χωρίς χερούλι.

κουτρουλό = φαλακρό η σκεύος χωρίς χερούλι

κουτρουλός = ο φαλακρός

κουτρουμαλλιάζου = αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά και τον κακοποιώ

κούτσ = ετσι φωνάζουν το σκύλο να έρθει.

κουτσάκι = ξύλινο άγκιστρο στο σαμάρι στο οποίο προσδένουμε το σκοινί που δένει το φόρτωμα.

κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν φορτώνω το ζώο

κουτσαμπ’δάου = πηδάω με το ένα πόδι κουτσό

κουτσιαλώνου =κρυώνω πολύ, παγώνω, ξυλιάζω στα άκρα μου

κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

κούτσιμα = κουτσαμάρα.

κουτσιουμπλός = αυτός που έχει κοντά άκρα, κοντή μύτη

κουτσιουμύτα = γυναίκα με κοντή μύτη.

κούτσκο = μικρούτσικο

κούτσκους = μικρός σε ηλικία, μικροκαμωμένος.

κουτσοκέρα = γίδα που της έκοψαν τα κέρατα

κουτσουδούλια =  ψιλοδουλειές.

κουτσουκιέρα = γίδα με σπασμένο κέρατο.

κουτσουκιέφαλους = του έκοψαν το κεφάλι.

κουτσουκιφαλιασμένους = τον αποκεφάλισαν.

κουτσουνόρ’κους = αυτός που έχει κοντή ουρά

κουτσουνόρα = προβατίνα με κοντή ουρά.

κουφουξλιά = το φυτό σαμπούκοςο μέλας, δέντρο με κούφιο και ελαφρύ ξύλο

κουψουχρουνιά = στη διάρκεια της χρονιάς, χωρίς να τελειώσει η χρονιά, χαμηλό τίμημα

κόφα = ξύλινο μικρό δοχείο κυρίως για κρασί

κοφίνα ή κουφίνα = κόφινος, κοφίνι. Οι ρίζες της λέξης εκτείνονται στη μυκηναϊκή εποχή: «kopina» (πινακίδες)

κράζου = φωνάζωκαλώ κάποιον

κρανένια κλ(ε)ίτσα = κλ(ε)ίτσα από κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο

κρανιά = μικρό δένδρο με σκληρό ξύλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για κλείτσες φτιάχνοντας τα κλειτσόξυλα. Η κρανιά είναι ένα αυτόχθονο, μακρόβιο φυλλοβόλο δένδρο (με ύψος 5-10 m), καλά προσαρμοσμένο στις κλιματοεδαφικές συνθήκες της χώρας μας, που ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών.   Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες εώς (-30 οC). Ανθίζει το χειμώνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο) και τα άνθη της παραμένουν για 2 περίπου μήνες. Οι καρποί έχουν μικρό μέγεθος (2-4 cm), σχήματος σφαιρικού και ωριμάζουν στα τέλη Αυγούστου έως αρχές Σεπτεμβρίου όποτε και παίρνουν έντονα κόκκινο γυαλιστερό χρώμα. Τα κράνα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά. 
Το ξύλο της κρανιάς είναι σκληρότατο και αντοχής σε θραύση. Από ξύλο κρανιάς κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος της Τροίας. Από το σκληρό ξύλο της κρανιάς κατασκευάζονται διάφορα μικροαντικείμενα οι Σαρακατσάνοι αλλα κυρίως ηταν το ξύλο για κλείτσα. Η κρανία είναι φυτό που σπάνια κλαδεύεται.

κράνια = οι καρποί της κρανιάς που τους έτρωγαν σαν φρούτο

κρασουπότ’ρου = ποτήρι για κρασί.

κρασουπουλιό = εκεί πουλάει κρασί να πιείς

κρασταμπέτσι, κρασταμπούτσι, καστραβέτσι = αγγούρι.

κρατ’μάρα =αυτοσυγκράτηση, συστολή στη συμπεριφορά, ταπεινότητα

κράτ’σι η πρατίνα = συνέλαβε, είναι έγκυος.κράτ’σι ου καιρός σταμάτησε η κακοκαιρία.κρατάει του ψουμί δεν είναι καλά ψημένο.

κρατάου = βαστάω,νηστεύω.

κρατιρός σταυρός = συνεχόμενος αλυσιδωτός, και κυρίως στην ποδιά.

κρατούν οι κλέφτις = λημεριάζουν.

κρεβατίνα = κληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο (από αμπέλι, κισσό, και γενικά απο αναρριχόμενα)

κρένω = μιλάω, φωνάζω, απαντώ

κρησάρα = λεπτή σήτα για κοσκίνισμα.

κρητικό = είδος από σχέδιο

κριαράδις = αυτοί που βόσκουν τα κριάρια

κριαρουκούδ’να = κουδούνια που βάζω στα γκεσέμια

κριάσι = κρέας. Ομηρική λέξη « κρέας», η οποία παράγεται από τη λέξη «κρέαα», όχι με συναίρεση, αλλά με συγκοπή. Ιλιάς Λ, 551

κριασόπ’τα = πίτα με κρέας.

κριβαταριά, κρεβατίνα =βεργόπλεχτο ράφι

κριβάτι = πάγκος για να τοποθετώ πράγματα

κριβατουκόν’σμα =μικρό ράφι που βάνουμε το εικόνισμα

κρικέλα = κρίκος αλυσίδας

κριμαντζαλίεμαι = κρέμομαι, κρεμιέμαι

κριμαντζλιόμι = κρέμομαι.

κρίματα, τα αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.

κριμέζι = κόκκινη χρωστική ουσία.

κρίση = ομιλία, κουβέντα

κριτζαμπαλιάζουμι = πιάνομαι από κάπου και κρατιέμαι από αυτό να κρέμομαι

κριτσάλαω = τρίζω τα δόντια μου μασώντας

κριτσιαλίδα = χόνδρος που βρίσκεται ανάμεσα στα κόκκαλα, τραγανάδι από το αφτί

κριτσιάν’σμα = ο θόρυβος απ την μάσηση κριτσιανίδας

κριτσιανάου = τρώω κάτι τραγανό, τρώω τραγανιστά, τρίζω.

κριτσιανήθρα = τραγανό φαγώσιμο.

κρούβαλου, κούσιαλο = υπέργηρος άνθρωπος.

κρούνα = κουρούνα,(μτφ.)άμοιρη, δυστυχισμένηγυναίκα

κρούου = εγγίζω, χτυπάω

κρούσταλλα = πάγοι

κρουσταλλιάζου = παγώνω

κρουσταλλιένιους, -α, -ου = κρυστάλλινος = αυτός που έχει την ομορφιά του κρύσταλλου

κρουστιαίνου =υφαίνω πυκνά

κρουστός, -ή, -ό = πυκνός.

κρουστότιρους, -η, -ου = πυκνότερος.

κρούτα = αυτή που έχει κέρατα ή κορούτα = γίδα με κέρατα. παράγεται από την ομηρική λέξη «κόρυς – κόρυθος» = περικεφαλαία, κράνος. Επίσης, είναι πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική «κέρας»

κρυόβρυση = βρύση με κρύο νερό.

κρυότη = δροσερός καιρός, καιρός προς το κρύο

κρυότιρους, -η, -ου =πιο κρύος.

κρυφή γκβέντα  = μυστικό

κρυφή φτέρη = φυτό που φυτρώνει σε βραχώδη μέρη και χρησιμοποιείται για το άσθμα

κρυφουκουβιντιάζου =σιγοκουβεντιάζω, κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο ώστε να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.

κτάρι = το ύστερο των ζώων, πλακούντας

κτούκι = πολύ παχύς άνθρωπος

κτούπ’σμα = κούρεμα.

κτούπι = το μαλλί από το κούρεμα

κτουπίζου = κουρεύω τα πρόβατα στο λαιμό το καλοκαίρι.

κτσάδ’κους = είδος χορού.

κτσαμός = κουτσαμάρα.

κτσάν(ι) = το κοτσάνι ( τίποτα ουσιαστικό π.χ κτσάνι ξερς)

κτσιούμπα, κτσιούμπ(ι) = κομμένη ρίζα δέντρου την οποία βγάζαν για να την κάψουν και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως Κιτσιούμπο = κομμένο κομμάτι δέντρου. Από τη λέξη «κόσυμβος»

κυπράδις = τεχνίτες που φτιάχνουν τα κυπριά

κυπρουκούδ’να = κυπριά και κουδούνια

κύπρους, κυπριά = κουδούνια Τα κουδούνια στο λαιμό των ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα   που ήταν χάλκινα φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά   που ήταν χυτά ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται αρμονικά

κυρά = η κουνιάδα, η μεγαλύτερη συννυφάδα

κύρης = κύριος, αφέντης

Κυριακάδις = Κυριακές.

κυρούλα = μικρότερη κουνιάδα.

κφά πρότα =πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν πτερύγιο παρά μόνον μια τρύπα

κφάλα = κοίλωμα δένδρου ή τρύπα δοντιού

κφάρι = νεκρό σώμα, το σώμα από το ζώο, το κορμί του, άψυχο

κώλια = ο πισινός.

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.