ξ’λένιους, -α, -ου = ξύλινος.

ξ’λιά = ξυλιά, χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.               

ξ’λόκουτα = μπεκάτσα

ξ’λουχούλιαρα = ξύλινα κουτάλια.

ξ’λόχτινου = εξάρτημα του αργαλειού μέσα στο οποίο μπαίνει το χτένι.

ξ’νήθρα (ρούμεξ ο όξινος) = φυτό. με χρήση για ξεδίψασμα

ξ’νόγαλου = ξινόγαλο.

ξ’νούτσ’κους, -η, -ου = υπόξινος.

ξαγκλίζου, -ω = ξεμπλέκω τα μαλλιά, πειράζω, ενοχλώ

ξαγναντεύου = αγναντεύω από μακριάδιακρίνομαι από μακριά, διακρίνεται η μορφή μου

ξαγναντίζου = βρίσκομαι σε θέση που βλέπω και με βλέπουν

ξαγνάντιου = θέση από την οποία μπορώ να έχω καλή θέα.

ξαδειάζω = ευκαιρώ

ξάι = πληρωμή του μυλωνά σε είδος, δικαίωμα

ξαίθρου = ξέφωτο, φωτεινό και καθαρό μέρος

ξαϊκουσμένους, -η, -ου,ξαϊκουστός = γνωστός, ακουστός, διάσημος, γνωστός στον κόσμο

ξαίνω = χτενίζω το μαλλί ξεμπλέκοντας το. Ομηρική λέξη. Οδύσσεια χ, 423

ξάιτα = αλεστικά που παίρνει ο μυλωνάς σε στάρι η αλεύρι

ξακουστός = ξακουστός, ξακουσμένος, σπουδαίος.

ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη από το κοπάδι και πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωρά­φια.

ξακρίζου = πηγαίνω στην άκρη

ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα

ξαμώνω = απλώνω το χέρι να πάρω κάτι

ξαναγιάνου = να ξαναγίνω καλά στην υγεία μου

ξαναγκρίζου = υπενθυμίζω, επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί

ξανέμισμα = λίχνισμα.

ξανοιξιάζου = περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος

ξαποσταίνω, ξαποστάζω = ξεκουράζομαι

ξαπουλάου = εξαπολύω

ξαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.

ξαραδιάζου = βγάζω από τη σειρά, μπαινοβγαίνω στο χορό

ξαργού = επίτηδες, εξεπίτηδες

ξαρίζου = καθαρίζω το μαντρί από τις κοπριές ή τις λάσπες

ξαρμάτουτους, -η, -ου = άοπλος

ξαρματώνου = βγάζω την άρματα

ξαρμέου  = τελειώνω το άρμεγμα

ξάσ’μου = καθάρισμα των μαλλιών για λανάρισμα

ξαστιριά = ξαστεριά.

ξαστιρώνει = γίνεται αίθριος ο ουρανός.

ξαστόχσα = ξέχασα

ξεζαρκόθκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα όλα από πάνω μου, ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου

ξεζάρκωτος = ολόγυμνος.

ξέκανα = εξαφάνισα

ξεκλάω = σκίζω

ξεκλιτσνιάσκει = διαλύθηκε

ξενίτεμα = αποχαιρετισμός

ξένους, -η, -ου = ξένος, μουσα­φί­ρης, φιλοξενούμενος.

ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα, απεριποίητα μαλλιά

ξέρα = ξηρασία.

ξέρακας = ξεραμένο δένδρο που στέκει όρθιο

ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά = αναγούλες, απαίσια πράγματα, πράγματα που σε ανακατώνουν

ξεσκανταλίσκει = απορυθμίστηκε

ξέφιξι = έφεξε για καλά

ξεχάραξε = έφεξε

ξεχειμάζω = Ξεχειμωνιάζω

ξέχουρα = ξεχωριστά.

ξήγα = εξήγησε

ξηκούτ΄ς = ξεμωραμένος ,αποβλακωμένος.

ξηρ’κό, ξηρκό = αυτό που δε ποτίζεται για να φυτρώσει και να αναπτυχθεί

ξηράνου = ξεράνω

ξηραντάρα = αντάρα σε καιρό ξηρασίας.

ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα

ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν, απραξία, το να κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.

ξηρή = (μτφ.) πέος.

ξηρολάκκι = ξερόςλάκκος

ξηρουβόρι = κρύος και ξηρόςβοριάς.

ξηρουκαμπιά = άνυδρος κάμπος

ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν βαριά ζύγια.

ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτύρι του βοσκού.

ξητσάνσις = παραπήρες θάρρος

ξιαπίσου, σιαπίσου = από πίσω, πιο πίσω.

ξιαστουχάου = λησμονώ, ξεχνάω.

ξιβγάζου, ξιβγάνου = ξεπροβοδίζω, ξεπλένω τα ρούχα.

ξιβγαίνου = βγαίνω

ξιβράκουτις, ου = γυναίκες με ευρωπαϊκά ρούχα. ανήθικες γυναίκες, παρδαλές

ξιγάλ’σμα = αμυχή , γραντζουνιά

ξίγαλα = το ξινόγαλο

ξιγαλάω, ξιγαλίζου= γρατζουνώ, τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα μου ή κάποιο αντικείμενο

ξιγαλίσκα = γδάρθηκα

ξιγιννάου = βοηθάω το ζώο να γεννήσει.

ξίγκι = λίπος.

ξιδιαντρουπιά = έλλειψη σεμνότητας, απουσία ντροπής για πράξεις ή για λόγια αναίσχυντα, αισχρά, κακόβουλα

ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδότριψα =δροσιστικό καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και μπουκιές από ψωμί.

ξιζάρκουτους, -η, -ου = γυμνός ή ντυμένος με τα καθημερινά

ξιζαρκώνου  = ξεγυμνώνω.

ξιθ’λυκώνου = βγάνω το στεφάνι από το κουδούνι

ξιθάλι = ειδικό ξύλο με το οποίο σηκώνω τη γάστρα ή ανακατώνω τα κάρβουνα

ξιθλήκουτους, -η, -ου = ξεκούμπωτος, χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη ζώνη, αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη

ξιθλικώνου = ξεκουμπώνω

ξιίσκιουτου = ασόβαρο

ξικ’λιάζου = ξεκοιλιάζω.

ξικαλουκιριάζου περνάω το καλοκαίρι μου.

ξικαλουκιριό = τόπος που περνάω το καλοκαίρι και τα κοπάδια μου:

ξικαμώνουμι = εξολοθρεύομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι   ψοφάω στη δουλειά

ξικάνου = εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω, αχρηστεύω

ξικλάου = σχίζω

ξικλιάσκα = έσκασε η κοιλιά μου

ξικλίζου  = ξεσχίζω.

ξικλίσκα = σκίστηκα

ξικόβου = αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι

ξικούκλουμα= το βγάλσιμο της κουκούλας της νύφης

ξικουκλώνου = βγάζω τον κούκλο από τη νύφη.

ξικουλλ’τσιδιάζου = βγάζω τις κολλιτσίδες

ξικουπή = αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής , η πληρωμή του τσομπάνου χωρίς φαγητό

ξιλαβαίνου = ξεσπάνε πάνω μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου, πληρώνω για αυτά που κάνω,βρίσκω άδικα το μπελά μου, την πληρώνω εγώ για κάποιον άλλον

ξιλέου = αναιρώ τα λόγια μου. είπα ξείπα

ξιλόιστους, -η, -ου = ξένοιαστος, αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του ή δεν έχει προβλήματα.

ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι = κλείνω τους λογαριασμούς, κάνω ταμείο, ξεκαθαρίζω

ξιλουγάριασμα = κλείσιμο λογαριασμών

ξιλουθρυμός = εξολοθρεύω, εξολόθρευση, καταστροφή

ξιμπλέκου = ξεμπλέκω

ξιμπλέτσουτους = γυμνός

ξιμπλητσώθκα = ξεγυμνώθηκα

ξιμπλιτσώνουμι = ξεγυμνώνομαι .

ξινάκι = ξενιτεμένος

ξινιτεύουμι = πάω στην ξενιτιά

ξινουκρένου = παραμιλώ, παραληρώ, παραμιλώ, λέω ακαταλαβίστικα.

ξινουμάλλια = πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά, ποστίς.

ξιντίσ = ξεντύσου

ξινύστια =άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν για τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις

ξιπαπαδεύου = προκαλώ,με τις ενέργειές μου κάνω, προκαλώ τον παπά να παραιτηθεί από το αξίωμά του

ξιπαστρεύου = ξεκαθαρίζω

ξιπατώθκα = διαλύθηκα, κουράστηκα

ξιπατώνουμι = κουράζομαι υπερβολικά, σκοτώνομαι στη δουλειά, εξολοθρεύομαι.

ξιπιζεύου, ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άλογο

ξιπίτηδις = επίτηδες.

ξιπιτσίασκα = ξεφλουδίστηκα

ξιπλαϊάζου = ξυπνώ.

ξιπλάϊασα = ξύπνησα

ξιπουνάου  = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα πρόσωπο, μου  φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία

ξιπρουβουδάου = ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω

ξιραγκιανός, -ή, ό = ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.

ξιράδια = ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.

ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.

ξιρουιάζουμι = τελειώνω τη θητεία μου ως μισθωτός τσομπάνος.

ξιρουστάλιασα = Κρύωσα, περίμενα πολύ

ξιρουφαϊά = φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.

ξισ’νιρίζουμι = παρακινούμαι, παίρνω σοβαρά υπ όψιν κάτι και θυμώνω

ξισακιάζου = βγάζω από το σακί τα ρού­χα

ξισαμαρώνου = βγάζω το σαμάρι από το ζώο

ξισάρ’σι ου νόχτους = υποχώρησε.

ξισαρίζου, -ω = υποχωρώ, χαλαρώνω

ξισέρνου = σέρνω σιγά - σιγά, μετακινούμαι σταδιακά και αργά, γλιστράω

ξισιλλώνου = βγάζω τη σέλα.

ξίσκιουτους, -η, -ου = χωρίς ίσκιο, άχαρος

ξίσκιπους, -η, -ου = ξεσκέπαστος.

ξισκιώνου = ασχημίζω, απαξιώνω

ξισταλίζου = βγάνω τα πρόβατα από το στάλο  

ξισταυρώνου =ξεθάβωμετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω τα οστά του. -ουμι (μτφ.) ξεθεώνομαι στη δουλειά

ξιστρίβου =σκαρίζω τα πρόβατα, διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο οφαλός μου

ξιτάζου, ξιτάζω = ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ, πιστεύω σε κάτι και είναι κακό να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλούμενα εξετάζοντας την πλάτη

ξιτλάου = ξετυλίγω.

ξιτμάου  = εκτιμώ, μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου

ξιτουπίζου = απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι

ξιτρυπώνου = φανερώνω.

ξιτσαν’σμένους = φέρεται εκτός ορίων

ξιτσανίζου = ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια, φέρομαι σαν ανυπάκουο παιδί

ξιτσάνσι = ξεθάρρεψε, όταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται, πήρε αέρα

ξιτσαουλιάσκα = μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι, λέω πολλά

ξιτσουλιάζου βγάνω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου.

ξιφανιρώνου= αποκαλύπτω, –ουμι παρουσιάζομαι

ξιφασκιώνου = ανοίγω τις φασκιές

ξιφόριμα = βγάλσιμο των ρούχων, γδύσιμο.

ξιφουρτώνει η κότα η κότα ανοίγει τα   φτερά της προς τα πλάγια (πρόληψη που φανερώνει επίσκεψη στο κονάκι).

ξιφουρτώνου = κατεβάζω το φόρτωμα

ξιφτέρι = είδος γερακιού, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.

ξιφύλλι = τα τρυφερά βλαστάρια

ξιχ’μαδιό = τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα

ξιχ’μάζου, ξιχ’μουνιάζου = περνάω το χειμώνα

ξιχ’νουπουριάζου = περνάω το φθινόπωρο.

ξιχαράζει =χαράζει για τα καλά

ξιχάσουν =να ξεχαστούν να παίξουν τα παιδιά να ηρεμήσουν.

ξιχουρισμός = χωρισμός (πχ της μάνας απ τη κόρη στο γάμο)

ξιχρέουτους, -η, -ου = δεν έχει χρέη

ξίψουμα, ξίψωμα = συμφωνία για πρόσληψη χωρίς να τρέφω τον τσομπάνο η κάποιον υπάλληλο

ξόβεργα = παγίδα

ξόμπλια = σχέδια, κεντίδια

ξόρκια = εξορκισμοί.

ξουδιάζου = ξοδεύω

ξουδιάρ’ς = σπάταλος.

ξουθιές = τα καλά εξωτικά, νεράιδες

ξουμάν’κα = επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.

ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = αντιγράφω κάτι, βγάζω σχέδιο από κάποιο κέντημα, κουτσομπολεύω, διακοσμώ

ξουμπλιαστό =είδος κεντήματος.

ξούρας, (συνδέεται με το γέρο) = ξεκούτης γέροντας

ξουράφι, ξουράφ = ξυράφι, πανέξυπνος

ξουραφίζουμι = ξυρίζομαι.

ξουραφίσκα, ξουρίσκα = ξυρίστηκα

ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με ξυράφι

ξούρ'ζμα = ξύρισμα

ξουτ’κά = εξωτικά, φαντάσματα.

ξπολύθκα = έβγαλα τα παπούτσια

ξύγκι = το λίπος, το πάχος

ξυγκοκέρι = κερί φτιαγμένο από ξύγκι

ξ'θάλ(ι), ξυθάλλι, ξιθάλι, = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που ανακατεύουν τα κάρβουνα Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξύνω και «αιθάλη» = στάχτη, καπνιά

ξύλιασα = πάγωσα, έγινα κούτσουρο απ το κρύο

ξυλουκιέρατα = χαρούπια, καρούμπις

ξυλόχταινο = χτένι του αργαλειού που ύφαιναν βελέντζες κλπ

ξυνήθρα = χορτάρι με ξινή γεύση

ξυνστάζει ου κόσμους = γελάει ο κόσμος και ξενυστάζει απ τα γέλια

ξυστάου =κοσκινίζω το αλεύρι

ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την κουλούρα ή τα κομμάτια από την πίτα

ξώγραμμα, πανώγραμμα = τα στοιχεία εξω από το γράμμα, η σύσταση

ξώδιρμα, ξώπιτσα = επιδερμικά

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.