λ(ι)τάρι = μικρή τριχιά
λάβδανου = Η αλαδανιά, το άγριο τριαντάφυλλο των βράχων, έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες από οποιοδήποτε φυτό Το λάβδανο ή λάδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του φυτού Κίσθος Κρητικός Στην μυθολογία αναφέρεται ως το φυτό που για χάρη του καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί θέλησαν να δώσουν θεραπευτικές ιδιότητες στην αλαδανιά ενώ οι θεές καλλωπιστικές ιδιότητες και έτσι απέκτησε και τις δυο.
λαβούρα = ανατριχίλα, διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή (λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα)
λαβώνου = τραυματίζω, -ουμι τραυματίζομαι, (μτφ.) με πνίγει ερωτικό πάθος
λάγανου = χόνδρος κοντά στα επάνω δόντια και εμποδίζει τα άλογα να φάνε
λαγάρ’σμα = καθάρισμα. ξεκαθάρισμα
λαγαρά = ευαίσθητα σημεία στην κοιλιά ή στα πλευρά των ζώων και των ανθρώπων.
λαγάρα = τιμιότητα, ειλικρίνεια,. καθαρό μαλλί, πολύ
λαγαρίζου, λαγαρίζω = καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, εκκαθαρίζω.
λαγαρός = καθαρός, διαυγής.
λαγάρσι = καθάρισε
λαγαφτάκια = λαχανικά του βουνού.
λαγγάδι = στενή και μικρή κοιλάδα, ρεματιά, φαράγγι.
λαγγεύου = πηδάω, σκιρτώ, ζηλεύω, λιμπίζομαι , λιγώνομαι από έρωτα.
λαγγιόλια = κομμάτια από ύφασμα κομμένα σε τριγωνικό σχήμα που σχηματίζουν τις πιέτες στη φούστα ή στη φουστανέλα, (μτφ.) κουτσομπολιά
λαγκαδίκια = μικρά λαγκάδια
λαγκιουλάτου = ρούχο με λαγκιόλι
λαδίκα = δοχείο για νερό και κυρίως λάδι.
λαδώνου = ρίχνω λάδι, (μτφ.) βαφτίζω.
λαζαρίνα = σπαθί
λάζιανη = παραμονή για λίγες μέρες στα χαμηλώματα προτού να βγούν στα ψηλώματα, για ανασύνταξη
λαζουρίσιου = διασίδι για γυναικείο καλοκαιρινό ντύσιμο
λαήνα (κουμάρι, κουμάρ, κμαρ, κουκουμάρα ) = μαστραπάς, καϊντιρμάς, κροντήρι, κλοντήρι, κλουντήρι, λαγήνα, λαήνα, λαγήνι, λαήνι, λαγήν, λαήν, λεγένι, απ το λατινικό cucuma
λαθεύου = λάθος.
λαθούρι = το φυτό λάθυρος ο ήμερος και ο καρπός του, φάβα.
λάϊα = μαύρα πρόβατα
λαϊάζου = ησυχάζω, σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι
λαϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα μαύρα πρόβατα.
λαΐνα, λαΐνι, λαήν(ι) = στάμνα , πήλινο δοχείο για νερό
λάϊους = μαύρος
λακάου = εξαφανίζομαι τρέχοντας
λακιά = λάκκος, ρέμα
λάκκα = επίπεδος, ανοιχτός, υπαίθριος χώρος, μικρή κοιλάδα, χερσοχώραφο, ξέφωτο ανάμεσα σε δέντρα. άφ’κι τα πιδιά στ’ λάκκα = τα άφησε ορφανά, απροστάτευτα
λακνιά = αγέλη με άλογα
λακνιάρ’κα = άλογα που ανήκουν στη λακνιά
λάκσα = πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας, πήρα πέρα, πρόγκιξα
λαλάς = θείος
λαλαώ, λαλού = μιλώ, γλυκομιλώ, , φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα πρόβατα
λαλιά = λόγος, ομιλία, κελάδημα
λαλμένη = παλαβή, χαζεμένη
λαλούν κουδούνια = ηχούν κουδούνια
λαλούν πουλιά = κελαηδούν πουλιά.
λαμαρίνα = γαλαροκούδουνο με μεσαίο μέγεθος.
λάμια = μυθολογική τερατόμορφη γυναίκα που βγαίνει μέσα απ το νερό
λαμπάδα =. φλόγα από τη φωτιά, μεγάλη ζέστα, λάβρα, (μτφ.) ισιόκορμος, ευθυτενής άνθρωπος
λαμπαδιάζου = καίγομαι με μεγάλες φλόγες, ζεσταίνομαι υπερβολικά.
λαμπάζου = τρομάζω
λάμπαξει = τρόμαξε
λάμπει ου ήλιους = ακτινοβολεί.
λαμπίζου = λαμποκοπώ
λαμπουγιάλι = το γυαλί της λάμπας πετρελαίου
Λαμπρή = Πασχαλιά.
λαμπριάτ’κου αρνί = αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή
λαμπρουκουδουνάτα = πρόβατα με όμορφα κουδούνια (κυπριά, τσουκάνια β.λ.) Οι Σαρακατσάνοι έδιναν μεγάλη αξία στο στόλισμα (αρμάτωμα ) με κουδούνια των κοπαδιών τους. Φρόντιζαν πάντα για τα καλύτερα και τα ποιο εύηχα ώστε να χαίρεται το αυτί τον ήχο καθώς περνούσε το κοπάδι.
λαμπρουκούδουνου = είδος κουδουνιού ακριβού
λανάρ’σμα = επεξεργασία των μαλλιών με το λανάρι.
λανάρι = χειροκίνητο εργαλείο με κοντά μεταλλικά βελόνια για το μαλλί
λαναρίζου = ξαίνω τα μαλλιά με το λανάρι για να γίνουν πιο απαλά.
λάξι = το έβαλε στα πόδια, την κοπάνησε, πήρε πέρα
λάπα = κρέας από τα πλευρά χωρίσς κόκαλα, λαπάς. Είναι ομηρική λέξη.Παράγεται από τη λέξη «Λαπάρης» = κενός από κόκαλα κάτω από τα πλευρά (λαγόνι)! Ιλιάς Γ, 359
λάπατο (Polygonaceae) = ξυνολάπατο, ξινήθρα, αγριοσέσκλο . Ετήσια φυτά που φτάνουν τα 50 εκατοστά. Τα συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους. Έχει γύρω στα 5 είδη πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα και έχουν μια ελαφριά ξινή γεύση. Μαζεύεται από τις αρχές του φθινοπώρου μέχρι το τέλος την άνοιξη. Μαγειρεύονται βραστά μόνα τους ή με κρέας και χρησιμοποιούνται για χορτόπιτες.
λαπουδύτ’ς = λωποδύτης.
λαρώνω = ησυχάζω , ηρεμώ, γλαρώνω, με παίρνει ο ύπνος, απλώνω τα πρόβατα στην πλαγιά και ηρεμούν, στρώνονται στη βοσκή
λασπουνιέρια = νερά μαζί με λάσπες.
λασσάρ’σι = καταλάγιασε, ηρέμησε, ξεκαθάρισε το θέμα
λαύρα = μεγάλη ζέστα.
λαφιάς, = είδος φιδιού ( ακίνδυνο)
λαχαίνει = τυχαίνει
λαχαίνου =τυχαίνω, συναντώ
λαχανόπ’τα = νόστιμη πίτα με λάχανα.
λάχει = τύχει, άμα-όπου-αν-όπως τύχει
λαχούρι = μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.
λαψάνα = χορταρικό πλατύφυλλο βραστό για σαλάτα .Στην Ελλάδα το είναι αυτοφυές γνωστό με τα ονόματα σινάπι, βρούβα, λαψάνα ή αγριοσινάπι. Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν τα κίτρινα άνθη της λαψάνας. Η οσμή του είναι ερεθιστική και η γεύση του καυτερή και στυφή.Από το είδος S. alba παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η καφέ. Οι τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba) τρώγονται βραστοί ως χόρτα (βρούβες). Μια παραλλαγή του είδους S. alba, που είναι γνωστή ως βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό.
λεβέντρα, λιβέντρα = λεβέντισσα, λεβεντογυναίκα.
λέγκα = ένα από τα δυο ξύλα στο παιχνίδι τσιλίκι
λέει = μιλάει, τραγουδάει
λέει ου πιστικός = τραγουδεί.
λειανόματα = ψιλά, μικρά κομμάτια,( β.λ. λιανώματα)
λειανουπαίδια = πολύ μικρά παιδιά
λειτουργιά = πρόσφορο, β.λ
λειψουχρουνιά = ελλείμματική χρονιά, κακή χρονιά.
λέλι μ’ = αλλοίμονο μου και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "
λέλικας = πελαργός
λέντζερο = ράκος, παλιό, άχρηστο αντικείμενο.
λέσι, λέσιου = ψοφίμι, απαίσια μυρωδιά
λημέρι = οι σπηλιές, τα γρέκια των κλεφταρματωλών.
λημιριάζου = κοιμάμαι, μένω στο λημέρι.
λητάρια ή λυτάρια = λητάρι, κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο. Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία παράγεται το υποκοσριστικό «ειλητάριον» (= δεέμα, περιτύλιγμα). Είναι παράγωγο του ρήματος «ειλύω» (= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω» («περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη «λυτήριος –α – ον).
λθάρι = πέτρα
λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω
λιάζου = αφήνω στον ήλιο, -ουμι εκτίθεμαι στον ήλιο.
λιάκατα = εντόσθια αλλα και νήματα της ρόκας
λιανά = λεπτά , ψηλά
λιανιεύου = κάνω κάτι λεπτό ή γίνομαι λεπτός.
λιανίζου = κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια, σκοτώνω
λιανίσκα = κατακόπηκα, κουράστηκα
λιανό = λεπτό, λιγνό
λιανόλουρα = λιανά λούρια
λιανόματα = βλέπε λιανώματα
λιανόπιδα, λιανουπαίδια = μικρά παιδιά σε ηλικία
λιανός = λεπτός, (μτφ.) μικρός σε ηλικία.
λιανουβρέχει = ψιχαλίζει.
λιανουκόβου,-ω =τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια.
λιανουκόρ’τσα = κοριτσάκια.
λιανουκούδουνα = είδος από κουδούνια.
λιανουλίθαρα = μικρά λιθάρια, πετρούλες, πετραδάκια.
λιανουντούφικα = αραιοί πυροβολισμοί από μικρά όπλα
λιανουπαίδια = μικρά σε ηλικία παιδιά, μικράκια.
λιανουσιουράου = σφυρίζω σιγά.
λιανουχάλ’κα = χαλικάκια.
λιανουψιχαλίζει = ψιλοβρέχει.
λιάνσ’μα = τεμάχισμα, κομμάτιασμα.
λιανώματα = ψιλά, κέρματα , τα μικρά κομμάτια από το λίανισμα του κρέατος, "…. Ηταν καμιά τριανταριά όλοι-όλοι. Οι πλειότεροι ήσαν Σαρακατσάνοι. Σαρακατσάνος ήταν κι ο καπετάνιος…… Κι΄ελέγετο Θανάσης Μπαλατσός. Έφεραν τα ψητά. Τα λιάνισαν τα παιδιά με τα δάχτυλα και με τα χατζάρια. Ο καπετάνιος έβγαλε την δεξιάν πλάτην τού ενός και την έδωκε τού ψυχοπατέρα τον Γέρου-Δήμου, και τά λιανώματα τά μοίρασε με ψωμί σ' όλους γύρα-γύρα. Την εκαθάρισεν ο ψυχοπατέρας την πλάτην του ψητού με τον σουγιάν και είπε, καλά σημάδια για την ώρα απάνου της…", ( διήγημα του Κ. Κρυστάλλη)
λιαρά = ασπρόμαυρα γίδια, παρδαλά
λιάτα = ειδικό τσεκούρι, χρήσιμο για το πελέκημα των ξύλων,
λιάτερου = αδύνατο
λιβαδιάτ’κου = ενοίκιο για τα λιβάδια ενοικιοστάσιο.
λιβάντα, λεβάντα, λιβανάκι = Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Το γνωστότερο γένος είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών. Τα περισσότερα είδη λεβάντας κατάγονται από την λεκάνη της Μεσογείου, και απαντώνται σε βραχώδεις και ασβεστολιθικές περιοχές. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό απαντάτε ως: αγριολεβάντα, βάια, βαιά, θυμαράκι, καλογερόχορτο, καλογερικόχορτο, καραμπάσι, καραμπάς, λαμπρή, λαμπροκεφάλι, λαμπρολουλούδι, μαβροκεφάλι, μαβροκέφαλος, μυροφόρα, σπίκα, σφακομηλιά, φλασκομούνι, χαμολίβανο, λαβάντα, λαβάνδα, λαβαντίδα, λεβάντη, λεβαντίνα, από το λατινικό lavanda
λίβας = ζεστός άνεμος
λιβέντ’ς, -’σσα = λεβέντης, ψηλός, ωραίος, λεβέντισσα
λιβέτι = καζάνι
λιβιθουχόρταρου (αρτεμισία η κοινή) = χορταρικό το οποίο χρησιμοποιούμε για τα σκουλήκια στα έντερα
λιβίθρα = παράσιτο (σκουλίκη) του πεπτικού συστήματος
λιγγέρι = χάλκινο αγγείο ρηχό και πλατύ
λίγδα = λίπος, (μτφ.) η λέρα.
λιγδερός, λιγδιρός, -ή, -ό = λιπαρός.
λιγδιάζου = λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.
λιγκιέρια = πιάτα (τα μεταλλικά)
λιγκιρουκρέβατου = ράφι στο οποίο μπαίνουν τα λιγκέρια.
λιγκόξ’λου = ένα από τα δυο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσιλίκι
λιγόημιρους, -η, -ου = του μένουν λίγες μέρες ζωής, μελλοθάνατος
λιγουστός, -ή, -ό = λίγος, μικροκαμωμένος, ανεπαρκής
λιγώνου = πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω
λιένη, λιένι = λεκάνη
λιθουβουλού = πετροβολώ
λίμα ,λιμούρα, λμούρα = μεγάλη πείνα Λιμάρς = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που τρέχουν τα σάλια μου, πεθαίνω στην πίνα , λιμόσο = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
λιμαριά = είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπιτσες πίσω από το λαιμό )
λίμπα = βαθουλό πιάτο.
λιμπά = όρχεις.
λιμπαίσι = μικρό παιδί.
λιόκρι = σταυρουδάκι κοκάλινο
λιόμαυρα μάτια = μάτια σαν την ελιά (κατάμαυρα )
λιούρτας = αυτός που τα θέλει όλα δικά του, λαίμαργος
λιουτρίβ = ελαιοτριβείο
λίπα = λίγδα, λίπος χοιρινό, ξ'ιγκι. Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται από το «αλείφω». Το ινδοευρωπαϊκό είναι «λείπ» = αλείφω με ξίγκι. «Αυτάρ επειδή πάντα λοέσσατο και λίπ’ άλειψεν = και όταν όλα τα ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)», Οδύσσεια ζ, 224
λιπιπιά, λιμπιπιά = στραγάλια
λιπτά, λιφτά = χρήματα.
λιρά = πένθιμα ρούχα, μαύρα
λιρή = λερωμένη, ακάθαρτη φορεσιά.
λιρουφορώ = πενθώ
λισβάρι = τόπος με σποραδική βλάστηση και χωματώδης.
λισβός = αδύναμος, λεπτός, λειψός
λισιά, λυσιά = πόρτα καλύβας
Λιστερίωση = σχετίζεται με βόσκηση στα πουρνάρια. Συμπτώματα: Νευρικά, αποβολές, θάνατοι από σηψαιμία, σιαλόρροια (ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)
λίτρα = κύπελλο για νερό.
λιφκιαίνου = ασπρίζω πλένοντας καλά τα ρούχα
λιφκουκουπανάου = πλένω τα ρούχα με τον κόπανο για, να γίνουν άσπρα
λιφτουκαρυά = κόρυλος, αγριοφουντουκιά, Corylus avellana L.Ανήκει στην οικογένεια των Βετουλιδών (Betulaceae). Μεγάλος θάμνος ή δενδράκι, η γνωστή φουντουκιά σε άγρια μορφή, που το ύψος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 μέτρα. Έχει φύλλα ωοειδή, σχεδόν στρογγυλά, μυτερά στην άκρη, τριχωτά με περιφέρεια οδοντωτή και οδόντες χωρισμένους σε μικρά δοντάκια. Τα αρσενικά άνθη βγαίνουν πολλά μαζί σε κρεμαστούς ίουλους που το χειμώνα δίνουν μια ξεχωριστή καλλωπιστική αξία στο φυτό. Τα θηλυκά βγαίνουν 2-5 μαζί. Οι καρποί είναι τα φουντούκια, που το καθένα τους είναι κλεισμένο σ’ ένα πράσινο κύπελλο. Το κύπελλο σκεπάζει ολόκληρο το καρπό εκτός του πάνω μέρους και έχει χείλη οδοντωτά ή σχισμένα σε πολλά τμήματα.
λόγγους, λόγγος = δάσος με θάμνους
λόια = λόγια.
λόϊασμα = η πρώτη συνάντηση δυο νέων για να δώσουν υπόσχεση για αρραβώνα, λογοδόσιμο
λόϊδου = μικρή τούφα μαλλιών που πετάγεται μπροστά, η φουντούλα που αφήνουμε στα πρόβατα, όταν τα κουρεύουμε
λόρδα = μεγάλη πείνα
λόρθους = ολόρθος ,αγέρωχος, υπερήφανος, ανυποχώρητος
λουβί = σκελίδα από σκόρδο =
λουβιά = βρόμα, ατιμία, μαγαρισιά. Και κεφάλια, σκελίδες
λουβιάζου = μολύνω, ατιμάζω, βρομάω.
λουβουδιά , λουβιδιά, λοβουδιά = η λουβουδιά είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα εδώδιμα νόστιμα βότανα της ευρύτερης περιοχής της αρχαίας Άνθειας – Θουρίας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους (οι σπόροι του χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή είδους ψωμιού)
λουγαριαστής = αυτός που ξέρει λίγα γράμματα και κάνει τους λογαριασμούς, κετίπς
λουγγίσιοι = οι Σαρακατσιαναίοι. που ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα
λούγκα = άρθρωση στο πάνω μέρος του μηριαίου οστού. διόγκωση του λεμφαδένα στην λεκάνη (την σταύρωναν με κάρβουνο να περάσει)
λουθνάρ(ι) = σπυρί, καλόγερος.
λουιάζου = βάζω με το νου, υπολογίζω, σκέπτομαι
λουιάζουμι, λουίζουμι = λογίζομαι, σκέφτομαι
λουϊαστός = στολισμένος
λουιών λουιών = κάθε είδους.
λουλακί = βαθύ γαλάζιο
λουλάκι = βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,
λούλουδα = λουλούδια.
λουλουδιάζουν τα κλαριά = ανθίζουν τα κλαδιά
λούμπα = ένας πόντος στο παιχνίδι.
λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις χρησιμοποιούν για να στήσουν το κονάκι
λουρίδα = κομμάτι στενό από ύφασμα, στενό και μακρύ τμήμα επιφάνειας
λούρο = χοντρή και μακριά βέργα.
λουρουδένου = βάζω λούρια γύρω γύρω για το σάλλωμα του κονακιού
λούρους, λούρια.= λεπτό κομμάτι ξύλου για την κατασκευή μαντριών και καλυβιών
λούσκα = λούστηκα, πλύθηκα
λούτσα = λιμνούλα στο έδαφος που είχε στάσιμο βρόχινο νερό να πίνουν τα ζώα και να λούζονται οι τσοπάνηδες
λουφάζω = κρύβομαι , η λέξη είναι ομηρική. Παράγεται από το ρήμα «λουφάω». Οδύσσεια φ, 292
λτάρι = κοντό και ψιλό σχοινί, τριχιά., λητάρια ή λυτάρια =λητάρι, κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο. Παράγεται από τη λέξη «ειλητός» από την οποία παράγεται το υποκοσριστικό «ειλητάριον» (=δεέμα, περιτύλιγμα). Είναι παράγωγο του ρήματος «ειλύω» (= «περιτυλίσσω») ή του ομηρικού «είλω» («περιτυλίσσω σφιχτά»). Είναι πιθανή και η προέλευση από το στερητικό «α» και τη λέξη «λυτήρ –ος» (= «ο λύων»), από την οποία παράγεται και η λέξη «λυτήριος –α – ον).
λτσιάρι = μέρος στο οποίο πετάμε τα αποφάγια και το τυρόγαλο για τα σκυλιά
λυγγιάζου = παθαίνω λόξυγκα.
λυγιόμι = λυγίζω το κορμί απ τη μέση και κάτω με κυκλικές κινήσεις
λυγιρός = ψηλόλιγνος άνθρωπος.
λυσιά = πόρτα από το κονάκι , πορτόφυλλο
λύσσα = αλμυρό, μανία, ασθένεια στα σκυλιά
λώβα = βρόμα, μαγάρα
λωβιάρα/ λωβιασμένη / λώβα = βρομογυναίκα, ξεδιάντροπη, ξετσίπωτη. πρόστυχη, μαγαρισμένη γυναίκα
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»