μ' = μου
μ' απουγίνκι = απόκαμα, κουράστηκα εντελώς, ψόφησα στην κούραση, δεν έχω άλλες δυνάμεις
μ' αρέει = μου αρέσει
μ’σουχρουνίς = στο μέσον της χρονιάς.
μ’τάρια = εξαρτήματα του αργαλειού που μετακινούνε τα στημόνια
μ’ταρόξ’λου = ξύλο που φέρει τα μ’τάρια
μ’τώνου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια
μα = μα (για όρκο). Ομηρική λέξη. Ιλιάς Α, 86 και Ψ, 43
μά κι = μπας και, μήπως και
μαγαρ’σιά = περιττώματα ανθρώπου, ακαθαρσίες, (μτφ.) βρωμιά, ανήθικη πράξη
μαγάρα = ακαθαρσία, βρόμα
μαγαρίζου = λερώνω,
μάγγανα = γκρίνια, φασαρία.
μαγκούφς = έρημος άνθρωπος ,αχαΐρευτος, μοναχικός
μαγνάδι =πέπλο
μαδάου =. ξεπουπουλιάζω, πέφτουν τα μαλλιά μου
μάδε, μαθέ =ούτε.
μαδιώμι= πέφτει το τρίχωμά, ξεσκίζω τις σάρκες μου, θρηνώ
μαέριμα = μαγείρεμα
μάζουξη = συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων, αντάμωμα
μαζώνου = μαζεύω μακελεύω λιανίζω
μαζώνουμι =μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι , συμμαζεύομαι
Μάης = Μάϊος
μαϊά = η μαγιά,τυρόγαλο που απομένει από το κεφαλοτύρι.
μαϊλίκια = ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
μαϊργιό = χώρος παρασκευής φαγητού, μαγειρείο
μαΐσια = του Μαΐου, τα μαλλιά που κούρευαν τον Μάιο μακρόινα και καλύτερης ποιότητας
μακεδονήσι = το μακεδονικόν πετροσέλινον->μακεδονήσιον->μακεδονήσι. Στην αρχή είχαμε ένα φυτό που λεγόταν πετροσέλινο. Το πήραν στα λατινικά και το έκαναν petroselinum και ύστερα οι άγγλοι το είπαν petersilie και οι γάλλοι peresil. Στο τέλος οι άγγλοι κατέληξαν στο parsley και οι γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον μαϊντανό. a. Στα ελληνικά πώς μετακινηθήκαμε από το πετροσέλινο στον μαϊντανό; Το σέλινο είναι στην γραμμική Β! ως serino από εκεί επειδή φυτρώνει σε πέτρες ονομάστηκε, πετροσέλινο (σέλινο των βράχων ) και επειδή φύεται στην Μακεδονία, "μακεδονικόν πετροσέλινον" και τελικώς ονομάστηκε «μακεδονήσι». Βασικά η λέξη είναι αντιδάνειο από τα λατινικά, «makedonensis» δηλ. «μακεδονικός». Το μακεδονήσι το πήραν οι άραβες ως magdanus, και ύστερα οι τούρκοι και τόπαν «maydanoz». Οπότε δεύτερο αντιδάνειο ο μαϊντανός.
μάκι = μήπως
μακιδόνις = μονοκόμματες και αμάνικες γυναικείες φορεσιές.
μακιλλεύουμι = τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός , σακατεύομαι
μακρουπρόσουπους, -η, -ου = αυτός που έχει στενόμακρο πρόσωπο.
μάκρους = μήκος.
μάλαμα = χρυσός, χρυσάφι. πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κ,α., είναι πολύ καλός.
μαλαματένιους, -α, -ου = αυτός που είναι από χρυσό, λαμπρός-η-ο
μαλαματίζου = επιχρυσώνω, κοσμώ με μάλαμα
μάλαξα = έκανα κάτι μαλακό με τα χέρια μου, με το ζύμωμα, με το τρίψιμο
μαλιάρα = μαλλιαρή
μαλιαρόκωλα = είδος ροδιού άγριου τριαντάφυλλου που είχε χνουδωτό το πίσω μέρος (κώλος)
μαλλάκι =αγοραστό μαλλί για πλέξιμο.
μαλλάς = έμπορος μαλλιών.
μαλλάτη = προβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά
μαλλιαγκράω, μαλλιαγρίζου = ανακατεύω χωρίς όρεξη, ανακατεύω κάτι άτσαλα.
μαλλιαρουκουλιά = αγριοτριανταφυλλιά.
μαλλιάτσιασι = λάσπωσε ( η πίτα απ το πολύ λάδι, το ψωμί που ίδρωσε κ.α)
μαλλιότα = επανωφόρι με κουκούλα και μανίκια, από τρίχες γιδών .Από την αρχαία ελληνική λέξη «μάλλος» = μαλλί προβάτου. Από τη λέξη αυτή παράγεται και η λέξη «μαλλωτός» = μαλλιαρό
μαλλίσιους, -α, -ου = ο μάλλινος.
μαλλιώτα, μαλλιότου =πανωφόρι με κουκούλα και μαντανισμένο σα κάπα αλλα όχι αδιάβροχο
μαλόκεδρους = το δέντρο , αρκευθος η δυσοσμότατη, μαλόκεδρος (Juniperus foetidissima)
μαλτζιάνα =γίδα στα πρόβατα
μαμαλίγκα =είδος φαγητού (κουρκούτη ή πίτα)
μάμους,-η = γυναικολόγος, μαία
μάνα = μάνα, πεθερά, το πιο κεντρικό κομμάτι απο τα οποία γίνεται ένα ρούχο.
μάνα μ’ = μάνα μου, ένδειξητρυφερότητας, εγκαρδιότητας, αναστεναγμός.
μανάλι = μανουάλι
μανάρα -μανάρι = κατσίκα οικόσιτη που προορίζεται για σφαγή./ αρνί που μεγαλώνει οικόσιτα (μανάρι). Υποκοριστικό της λέξης «αμνάριον»
μαναρίζου = περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα.
μαναχά = μόνον , μόνα
μαναχουδυγατέρα = μοναχοκόρη
μαναχούλα = ολομόναχη.
μαναχούτσ’κους = ολομόναχος
μανγκαφάς = μύξα των γιδιών
μανκώνου = ράβω τα μανίκια στην κάπα ή σε άλλο ρούχο
μανούρι = κεφαλοτύρι
μαντ’λώνου = δωρίζω, δώρα της νύφης στους καλεσμένους στο γάμο
μανταβέλ’δις = μικρονομάδες Σαρακατσαναίοι που ασχολούνται πιο πολύ με την αιγοτροφία και τους θεωρούν παρακατιανούς και κοινωνικά κατώτερους οι βέροι Σαρακατσαναίοι.
μανταλοΐδι = μέσο για ξεμάτιασμα ή μάγια.
μανταν’κά =χρήματα που πληρώνουμε στον ιδιοκτήτη του μαντανιού ως αμοιβή για τα ρούχα που μας έπλυνε.
μαντάνι = μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα με τεχνητό καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα
μαντανίζου = πηγαίνω τα μάλλινα υφάσματα στο μαντάνι για να σφίξουν τα υφάδια τους και τα στημόνια τους.
μανταντζής = ιδιοκτήτης του μαντανιού
μαντάτα, χαμπέρια = νέα, κακά μαντάτα θλιβερές ειδήσεις
μάντζα = ανακατωμένα πράγματα π.χ. χόρτα με χώματα.
μαντίλουμα = το δώρο της νύφης
μαντλώματα = τα δώρα της νύφης στον γάμο απ τα προικιά της
μαντλώνω = δίνω δώρα ως νύφη στους συμπέθερους
μαντρί = στάβλος περιφραγμένος χώρος το βράδυ κοιμούνται τα γιδοπρόβατα
μαντροστάσι = ο χώρος που είναι τα μαντριά
μαξουλεύουμι = παράγω εισοδήματα
μαξούλι = προϊόν, εισόδημα
μαραγκιάζου = μαραίνομαι, ξηραίνομαι.
μαράζι = καημός, μαρασμός, στενοχώρια, βάσανο
μαραζιάρ’ς = αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο
μαραζώνου -ουμι = αρρωσταίνω από καημό, μαραίνομαι
μάραθους = φυτό , άλλες ονομασίες: μάλαθρο, φινόκιο, πολυετές φυτό που φτάνει και τα δύο μέτρα. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα φρέσκα φύλλα από το χειμώνα έως το τέλος της άνοιξης. Το χρησιμοποιούμε σε λαχανόπιτες αλλά και σαν μυρωδικό σε φρέσκιες σαλάτες και σάλτσες
μαργαριταρένιους, -α, -ου = από μαργαριτάρι , πολύτιμος = όμορφη, -ος,-ο που αστράφτει, πολύτιμη, -ος,-ο σαν μαργαριτάρι
μαργαριτάρι,=πολύτιμος λίθος.
μάργουμα = κρύωμα.
μάργουσα = κρύωσα
μαργουσιάρ’κους, -η, -ο = κρυουλιάρης, αδύνατος που κρυώνει εύκολα
μαργώνω = κρυώνω, ξεπάγιασα (μάργουσα απ του κρύου)
μαριόλ’κου = ερωτύλος νέος.
μαρκαλάω = κάνω σεξ
μαρκαλιώντι, μαρκιώντι τα ζώα = ζευγαρώνουν.
μαρκάλους = ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα
μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη.
μαρμαγκώνου = μαραίνομαι,παθαίνω τρακ, μαρμαρώνω
μαρμαρένιους, -α, -ου = από μάρμαρο, μαρμάρινος, ξακουστά τα μαρμαρένια αλώνια
μαρτεύουμι, αμαρτεύουμι, μαρτάνου =αμαρτάνω
μαρτζιλάτα =ζώα που έχουν σκουλαρίκια στο λαιμό
μαρτίσια =είδος βελέντζας.
Μάρτ'ς = Μάρτιος
μαρτυριά = ομολογία
μάσει = μάζεψε
μάσει τα ξηράς = μάσε τα κουλά σου (τα χέρια).
μασέλις =δύο εγκοπές πάνω ,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι, οδοντοστοιχίες
μασιά = σιδερένια ράβδος με την οποία αραιώνονται τα κάρβουνα, το δόντι γομφίος
μασκάλη = εξάρτημα του αργαλειού, πάνω του στηρίζονται τα αντιά.
μασκαλίτσα, μασκαλήθρα = τριχιά η ιμάντας που έδενε το σαμάρι κάτω απ τι μασχάλες του ζώου
μασκαρ’λίκι = γελοιοποίηση, καταγέλαστη πράξη, συμπεριφορά μασκαρά
μασλατάου = λέω πολλά
μασλάτας, μασλάτου = πολυλογάς, πολυλογού.
μασλάτια = κουβέντες για να περνάει η ώρα
μασούρι = νήμα που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και πλέκουμε με το στημόνι.
μάσσου = μαζέψω
μάστα = μάζεψέ τα, κάνε πρόσθεση
μασταράς = αρρώστια στα ζώα, μαστίτιδα
μαστάρι = μαστός από ζώα
μαστάρια= τα βυζιά, οι μαστοί
μαστέλου = ξύλινο δοχείο υγρών
μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού συστήματος (γαγγραινώδης, οξεία, χρόνια)
μαστραπάς = γυάλινο δοχείο νερού - κρασιού, μεταλλική κούπα, ποτήρι
ματά = ξανά, πάλι.
ματζαφλάρι = κάτι μακρύ, αυτό που κρέμεται, και το πέος περιπαιχτικά
μάτι = μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα, έξοδος
μάτια = προσφώνηση σε κάτι αγαπημένο και εγκάρδιο
ματουγιάλια = γυαλιά οράσεως
ματουτσίνουρα = βλεφαρίδες
ματσαλάω, ματσαλάου, ματσιαλάου = μασάω την τροφή παρατεταμένα, μηρυκάζω
ματσκάρι, ματσακλάρι = πέος
ματσούκας = ο θηριώδης άνδρας
ματσούκι = το κλειτσόξυλο.
μαυλάω = καλώ, παρασύρω με απομίμηση της φωνής τα πρόβατα. η μαβλάω = προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια συνήθως τα σκυλιά
μαυρειδιρός, -ή, -ό = μελαχρινός, μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο, μελαψός
μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι
μαυρουμάτα, -’κου = η κοπέλα με μαύρα μάτια, πρoβατίνα με άσπρο μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια
μαύρους, -η, -ου = δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι
μαχαλάς = γειτονιά
μεζεκλίκια, μιζιλίκια, μεζελίκια, μεζιλίκια, μιζικλίκια = ποικιλία, μεζέδια, μπινελίκια απ το mezelik
μεϊντάνι = μεσοχώρι, μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα, πλατέγια, τσιαρσί, φόρα απ το meydan
μελένια = από μέλι, μελιστάλακτη στην κουβέντα, γλυκιά κοπέλα
μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζουμε στα κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα
μέργια = μέρη
μέρτζα = πλέξιμο με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.
μέσα = εντόσθια, συκωταριά ζώου
μεσαριά = άσπαρτο μέρος ανάμεσα σε σπαρμένα
μεσαρκά = τα εντόσθια. Από την ομηρική λέξη «μέσος» και «σάρξ –κός»
μέτρου = μέτρο
μη = μήπως
μήδα = μήπως, αμ πως!
μηλιγγίτ’ς = μηνιγγίτιδα
Μηλιό = Βουλγαρία
μηριά = μηροί.
μι τι 'μένα, μι τ’ ιμένα = μαζί μου, με μένα
μιανού = ενός
Μιγαλουδύναμους = Θεός
μιγαλουσιάνους, πρωτευουσιάνους = πλούσιος απ τήν πόλη
μιγαλουτσιέλιγκας = τσέλιγκας με πολλά κονάκια στη στάνη του
μιγαλουφαμπλίτ’ς = με πολλά παιδιά
μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι είμαι
μικρουκαταραμένους, -η, -ου = αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή ηλικία
μικρουμάνα = γυναίκα με μικρό παιδί.
μικρουπαντρεύουμι = παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.
μικρουπαντριμένους, -η, -ου = αυτός που παντρεύεται σε μικρή ηλικία.
μικρουτσιέλιγκας = τσέλιγκας που έχει στάνη με λίγα κονάκια.
μικρουφέρου, γκζανοφέρνου = συμπεριφέρομαι σα μικρός.
μιλαδέρφι = ετεροθαλής αδερφός
μιλέτι = ράτσα,
μιλίνγκια = τα μηνίγγιατο εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως αυτό που βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά
μιλιούνια = πολύς κόσμος, πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.
μιλισσουχόρταρου = αρωματικό χόρτο, βοτάνι Το μελισσόχορτο ή lemon balm είναι επίσης γνωστό ως μελισσόφυλλο ή μελισσοβότανο ή αγριομέλισσα ή μελιττίς ή μελισσάκι ή κιτροβάλσαμο. Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (lamiaciae) και η επιστημονική του ονομασία είναι Melissa Officinalis Τα φύλλα του μοιάζουν με εκείνα της μέντας αλλά βγάζουν ένα γλυκό και ελαφρώς λεμονάτο άρωμα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού «γεννά» μικρά λευκά άνθη, γεμάτα νέκταρ, τα οποία προσελκύουν τις μέλισσες. Από τα άνθη του φυτού οι μέλισσες φτιάχνουν ένα από τα καλύτερα μέλια. Η μυρωδιά του βοτάνου αυτού οφείλεται στο αιθέριο έλαιο που περιέχει κιτράλη, κιτρονελλάλη, λιναλοόλη και γερανιόλη. Κατά το μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν το μελισσόχορτο για να φτιάχνουν ελιξίρια νεότητας.Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και αναφέρεται από τους Πλίνιο, Θεόφραστο και Διοσκουρίδη με τις ονομασίες μελόφυλλον, μελίτταιον και μελίτιον.
μιλτιτζάνα, μπιλτιτζάνα = μελιτζάνα
μίνγκους = πουλάρι
μιντέρι = μικρό στρωσίδι.
μιρεύου = ησυχάζω, ηρεμώ.
μιριά = τόπος, θέση, φορτίο
μιριάστι = παραμερίστε
μιρουμένα = ήμερα.
μισάλι = τραπεζομάντιλο, κάλυμμα για τα ψωμιά (από τη βυζαντινή λέξη «μενσάλιον» ή «μισάλιον» ή «μινσάλιον»)
μισαριά = άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
μισιανός, μσιανός, -ή, -ό = μεσαίος.
μισουστρατίς, μσουστρατής = στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.
μισουφέγγαρου, μσουφέγκαρο = του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.
μιτ’ ισένα = με εσένα, μαζί σου
μιτιάζει ου τόπους = αρχίζει να χορταριάζει
μλιά = μηλιά.
μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών (κόλλυβα, ψωμάκια, κ.α)
μοίρες = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η μάνα, βάζει κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις εξευμενίσει. Είναι μια δοξασία που έχει Ομηρικές ρίζες.
μολαταύτα = παρ’ όλα αυτά.
μολογάω = ομολογώ, δέχομαι, διηγούμαι.
μολόημα = ομολογία, διήγηση, αφήγημα
μόλου = μαζί με
μόλτσα = σκώρος, πεταλούδα εχθρός των μάλλινων, έβαζαν ανάμεσα στα υφάσματα φύλλα καρυδιάς ή καπνού ή δάφνης για να τα γλιτώνουν από τη μόλτσα
μόλυψη = μόλυνση.
μονοβύζα = γίδα η προβατίνα με ένα βυζί
μότριμα = αδελφοποιτή.
μουβόρκους = αιμοβόρος
μουζαβίρια = κουτσομπολιά, βάζω λόγια.
μούλα = το θηλυκό
μουλεύουμι = μολύνομαι.
μουλόημα = διήγηση, μίλημα
μουλουγάου = διηγούμαι, αναφέρω
μουλόχα = μολόχα, μαλάχη η άγρια, malva sylvestris) είναι το συνηθέστερο είδος μολόχας. Είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο φυτό σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου και σε πολλά ακόμα μέρη. Αναπτύσσεται από την παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα έχει πυκνό φύλλωμα, με φύλλα παλαμοσχιδή και άνθη κυρίως ρόδινα, που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας της περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του καλοκαιριού.
μουναχουγιός = μοναχοπαίδι
μουναχουδυχατέρα = μοναχοκόρη
μουνουβύζα = προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).
μουνουδέντρι =μοναχικό δεντράκι
μουνουμιρίς =μέσα σε μια μέρα.
μουνοχίζω = αφαιρώ τον όρχι από αρσενικό ζωο
μουντζουτή = είδος πίτας
Μουραΐτις = οι Σαρακατσιαναίοι της Θεσσαλίας.
μουραπάδις = παραμύθια, κουβέντες ευτράπελες διηγήσεις
μουράτη, -ου = κατάμαυρη προβατίνα, αρσενικό κατάμαυρο πρόβατο
μούργκα =κατακάθι από το λάδι.
μούργκους, -α, -ου, μούργο = σταχτόχρωμο ζώο, αυτός που το χρώμα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από την ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη»
μούρνου = βυσσινί χρώμα.
μουρό = βαθύ μαύρο χρώμα.
μουρτζιά = θάμνος με αγκάθια.
μουσαφίρς = επισκέπτης
μούσκιψα = βράχηκα
μούσκλια = βρύα πάνω στα δέντρα
μούσκλιο = μούλιασμα, μούσκεμα.
μούτα = υφαντά χωρίς σχέδια, χωρίς λαλιά
μουτεύου = χάνω την ομιλία μου.
μούτεψα = το βούλωσα , δεν μιλάω, σιώπησα
μούτος = άφωνος, δεν μιλάει (μούτεψε ντιπ) μουγκός, άλαλος.
μουχαμπέτ(ι) = συζήτηση
μπα(τ)ζίνα = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, χυλός από αλεύρι καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο, ξερό ψωμί βρασμένο με λάδι και ξίδι, κουρκούτι
μπαγιάτκου, μπαϊατκου = έχει μπαγιατέψει, παλιό
μπαζίνα = είδος πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι
μπαϊά = αρκετά
μπάιλας, α = λιποθυμία.
μπαϊλντίζου = λιποθυμώ.
μπαΐλντσα = κουράστηκα, βαρέθηκα
μπαΐλτ'σα = ζαλίστηκα, βαρέθηκα
μπαϊράκι = φλάμπουρας, σημαία, πολεμική σημαία, φλάμουλο, διβέλλιον (βυζ), παντιέρα , τούρκικο bayrak
μπαϊρι = ακαλλιέργητο (μικρό ύψωμα συνήθως) χερσότοπος , πλαγιά , λόφος
μπάκα = κοιλιά
μπακακάκι = βατραχάκι
μπάκακας = βάτραχος
μπακανιάρ’κου = αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο.
μπακράκι = μικρό κατσαρολάκι
μπακράτσι = αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον, βούργια, γιορδέλι, γιουρδέλι, καρδάρα, καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους, λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς, μπουγέλο, μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι, μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι, σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς
μπακράτσι = χάλκινο κωνικό δοχείο με χερούλι.
μπάλα = μέτωπο
μπαλασκόνι = πορτοφόλι. θήκη για να βάζω χρήματα,
μπάλια = όσα μαύρα κεφάλια έχουν άσπρο μέτωπο Από την αρχαία ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα του Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλιός»! Ιλιάς Π, 149 (βαλjός)
μπαλντούμι = εξάρτημα του σαμαριού.
μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους μαύρο μπάλωμα.
μπάμπαλα = λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία στρώνουμε τα μαντριά.
μπάμπω = γιαγιά, γριά
μπάξτ = βάλε του
μπαραζάνα,μπουραζάνα = αντρικό παντελόνι χοντρό και φαρδύ για το άρμεγμα
μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο κοκκινωπό.
μπάρτσα = καφετί
μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του λαιμού
μπαταριά = ομοβροντία από πυροβολισμούς
μπατζιαριό = χώρος που γίνεται η τυροκόμηση
μπατζιό, μπατζιός = τυροκομείο
μπατζιοτύρι = είδος τυριού.
μπάτζιους= τυροκόμος
μπάτης = ο μεγαλύτερος αδερφός.
μπάτσα = προβατίνα χωρίς γάλα.
μπατσαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι
μπατσαλίζου = χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.
μπάτσις = ελατόκλαρα
μπγάδ = πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο, πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό
μπεζέρισμα, μπεζερισμός, μπεζέριο, μπεζέρια = βαρεμάρα, βαρεσά, βαρεσιά, βαριεμάρα από το bezdirme
μπέης, μπέις, άρχοντας, προύχοντας απ το Τούρκικο bey
μπεκάτσα, μπικάτσα = πουλί της υπαίθρου, γκαβοπούλι, γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, απ το Βενετσιάνικο becazza
μπεκιάρης, μπικιάρς = ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος, άπαντρους, εργένης απ' το Τούρκικο bekâr
μπέλλα = προβατίνα που είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι κάτασπρο
μπήγου φουνή = βάζω δυνατή φωνή, φωνάζω αγριεμένα
μπήγου φουτιά = βάζω φωτιά.
μπήξτ = βάλε του
μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν μπηγμένα κυκλικά στο έδαφος σε απόσταση 40 εκ το ένα απ το άλλο για το σκελετό
μπιζεράου = βαριέμαι
μπιζέρσα = βαρέθηκα
μπιζιρίζου = βαριέμαι, κουράζομαι, βασανίζομαι, καταπονημένος -ιώμι γίνομαι βαρετός
μπικιώνα = κανάτα
μπίκος, μπίνκος, μπίκο, μπίγκος, μπικοσκαλίδα = κασμάς, αξίνα, αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος, πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ απ' το Βενετσιάνικο picon
μπιλί = φανερό, γνωστό, (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς = δεν είναι δυνατό να δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli
μπιλιάς = μπελάς.
μπιλουνιάζου, βιλουνιάζου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια και στο χτένι του αργαλειού, βελονιάζω
μπίμπις = μεγάλες κουδούνες που βάνουμε στα γκεσέμια
μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως)αργότερα το αυτοκίνητο ι.χ
μπινέκικο, μπινέκι, μπινέκ = άλογο καβαλαρίας απ το Τούρκικο binek
μπιρμπίλια = αηδόνια
μπιρμπίλου = όμορφη και παχουλή γυναίκα.
μπιρμπιλουμάτα = γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια
μπιρμπιλουτά μάτια = σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα
μπιρμπιρίζουμι = ξυρίζομαι, κουρεύομαι,
μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.
μπιστικόιπουλα = βοσκόπουλα.
μπιστικός = βοσκός και πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο μπιστικός ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας
μπιστικούδια = τσοπανόπουλα.
μπιστόλα, μπιστόλι = πιστόλι απ το Ιταλικό pistola
μπίτ΄σα = τελείωσα
μπιτίζου = τελειώνω, αποπερατώνω
μπιτιρντίζω, μπιτίζω, μπιτίζου = τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω,απ το bitirmek
μπιχιρίζουμι = ασχολούμαι με κάτι, επιδιορθώνω κάτι
μπλάζου = συναντώ, τυχαίνω μπροστά μου ξαφνικά
μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την τσαντήλα που εχει κοπεί, χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω, δίνω σχήμα σε κάτι.
μπλανό, μπλαστό = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα
μπλανόπ’τα = πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με λάχανα)
μπλαντζαρός = άχαρος, χοντροκομμένος άνθρωπος
μπλάρι = μουλάρι
μπλαστρώνω = πλακώνω, καλύπτω
μπλατσανάω = πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
μπλέτσι, ξιμπλέτσιουτόυς = γυμνός
μπλιόρα = προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών
μπλιόρι = δίχρονο πρόβατο.
μπλιτσώνου = γεμίζω
μπογιά, μποϊάς, μποϊά , μπουιά = μπογιά, από το boya
μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa
μπόϊας = κακός ,φόβητρο των παιδιών
μπόλια = γυναικείος κεφαλόδεσμος, μαντίλι
μπολιάζου = εμβολιάζω
μπόλκις = αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω.
μπόλ'κου = αρκετό
μπόλκους, μπόλικος = μπόλικος, αρκετός, φτάνει τόσος
μπομπόι = πω! πω!
μπομπότα = το ψωμί από καλαμποκάλευρο
μπόνα = κεφαλομάντηλο
μπονόρα, μπονώρα, μπονωρούλια. μπονόρα , μπονώρας = λυκαυγές , αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί από το ιταλικό buonora
μπόνους = υφαντό μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο φλάμπουρα.
μπόρα , μπόρρα = τφάνι, τφαν καταχάρι, μπουγραντί, στχαρ, τούζι από το Βενετσιάνικο bora
μπόρτα = πόρτα από το Λατινικό porta
μπόσικος, μπόσκος, μπόσκους = χαλαρός, γκεβσέκης, γκιφσένκους, κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος, υποχωρητικός από το boş
μποτίνι , μποτίννι , μπουτίνι, μπουτίνια, μπουτίνα = κοντή μπότα, μποτάκι από το Ιταλικό bottini
μπότσκα (ουργινέα η θαλάσσια) = φυτό με βολβό που μοιάζει με ένα μεγάλο κρεμμύδι. Χρησιμοποιείται για φυλαχτό στα κονάκια.
μπουγάζι = πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα, στενό στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.
μπουγάζι, μπογάζι , μπογάζ, μπογάζ, μπουγάζ = πέραμα, πογάζ, πόρος, στενό(άνοιγμα που φέρνει αέρα), λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος από το boğaz
μπουέτι κρυότη, δροσιά.
μπούζα, βούζα = ασθένεια των προβάτων από το buzë-a αλβ.
μπουζάρκα = καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα.
μπούζι = κρύο
μπουζουμένους, βουζουμένους -η, -ου = αυτός που κρατάει μπόζα, αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.
μπουϊμένους = νευριασμένος
μπουκ’βάλα = πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα
μπούκα = μάγουλο,. τ’ γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.) πάχυνε, ζει καλύτερα.
μπουκάρι, του το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα ίδια, δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο
μπούκλα = δοχείο για λάδι
μπουκουβάλα, γκουγκβάλα = η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα, σβώλοι από ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού
μπούλιαρους = είδος φιδιού
μπουλκάκι = κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.
μπουλντούμ’σα = έπεσα μέσα στο νερό.
μπουμπαρδίζω, μπομπαρδίζω , μπουρμπαδίζω = βομβαρδίζω από το Ιταλικό bombardare
μπουμπνίζει = βροντά ο ουρανός, μπουμπουνίζει
μπουμπόλια = σπόροι, ψίχουλα, τρίματα
μπουμπότα = καλαμποκίσιο ψωμί.
μπουντρούμι = υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
μπουντρούμι, μπουδρούμι, μπουντρούμ = υπόγριο, κρατητήριο από το bodrum
μπουνώρα = πολύ πρωί
μπουραζάνι = είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.
μπουρανέλ’κα = σκωπτικά τραγούδια.
μπουρίνι, μπουρί, μπουρίν = ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι από το Βενετσιάνικο borin
μπουρλότο = πυρπόληση = δυνατή φωτιά από το Βενετσιάνικο bruloto
μπουρμπότσαλο και μπουρμπυτσέλι = ζωύφιο.
μπουρμπότσιαλους = μαύρο σκαθάρι.
μπουρμπούλια = καρποί που πέφτουν από το δέντρο και είναι στρόγγυλοι
μπουρμπούλιαξι του αίμα αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή.
μπουρμπουλουγάου = μετά από το κύριο μάζεμα μαζεύω τους καρπούς που απόμειναν.
μπουρμπουλουμένη = γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει το πρόσωπο.
μπουρμπούτσαλο = έντομο, ζωύφιο
μπουρντίζω, μπουρντίζου = ευνουχίζω απ το burmak
μπουρού = μπορώ, είμαι καλά , δεν μπουρού = δεν μπορώ,είμαι αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ άρρωστος
μπουρουδόντ’ς = αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω.
μπουσ’λάου = αρκουδίζω, περπατάω στα τέσσερα
μπουσλάω, μπουσουλάω = αρκουδίζω, αρκουδιάζω, από το bušuledzŭ βλαχ.
μπουτζνάρι, μπουτσνάρι = ποδάρι, μπατζάκι.
μπουτίλια = φιάλη.
μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.
μπουτίνια = λαστιχένιες μπότες
μπουτούρια, τα μαύρα παντελόνια των Σαρακατσιαναίων της Θράκης.
μπούτσκα, -κου = προβατίνα που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί του άσπρο
μπουτσνάρια = μπούτια
μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που καλύπτουν τα μάτια και το πρόσωπο.
μπούφους, μποφίους , μποφύους = Το πουλί μπούφος , Bubo bubo, από το Ιταλικό buffo
μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε απότομα
μπουχαρί, μπούχαρς, μπουχαρί = κατσούλα, καπνολόγος, καπνορούφης, κουλιπτές, μουχαρί από το buhar αλβ.
μπουχτσάς = δέμα με ρούχα ή πράγματα, μπόγος.
μπουχτσιάδις = δεμένες κουβέρτες γεμάτες πράγματα
μπόχος, μπόχους = κεφαλομάντηλο. μαντίλι που σκεπάζει το κεφάλι
μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.
μπράτμους, μπράτμος, μπράτιμος,μπράτιμους, = βλάμης, ο φλαμπουράρης (σημαιοφόρος),παράγαμπρος φίλος του γαμπρού, σταυράδερφος , ο πολύ καλός φίλος, από το bratim
μπρατιμηλίκι = αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων
μπρατίμισα = σταυραδερφή
μπράτσου, μπράτσο = βραχίονας από τοΒενετσιάνικο brazzo
μπριζιόλα, μπριτζόλα, μπριζιόλα = μπριζόλα, κρέας με κόκκαλο, από τα πλευρά του ζώου από το Βενετσιάνικο brisiola
μπριτζιαλίνα = μαστάρι χωρίς γάλα.
μπρουσ’νός, -ή, -ό = ο μπροστινός,-η,-ο
μπρουσκλιά, μπρούσκλι, μπρούσκουλα = κισσός από το bršljan
μπρουσνέλα = η κεφαλή του κοπαδιού
μπρουσούκι, μπουρσούκι = ασβός, άζος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, εσβός, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ από το porsuk τουρ.
μπρουσταντί = το μπροστινό αντί, αυτό στο οποίο μαζεύεται το υφασμένο διασίδι.
μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από το σαμάρι
μπχτάρια = όρθια λούρα
μσαφίρ(η)ς ,= μουσαφίρης, φιλοξενούμενος.
μσαφιρέοι = μουσαφιρέοι, επισκέπτες
μσιάδι = το μισό.
μσιακός, -ή, -ό = συνεταιρικός,αυτός που ανήκει σε πολλούς με ίδιο ποσοστό
μσίτσα, νφούλα, τσιπιλάϊα = σαύρα
μσκάρ = μοσχάρι
μσκάρι = μοσχάρι
μσο = μισό
μσότριβο = παλιό τριμμένο ρούχο, μισοτριμμένο
μτάρια = εξαρτήματα στον αργαλειό από όπου περνάει το νήμα
μτζήθρα = μυζήθρα
μ'τσούνα = μούρη, πρόσωπο
μύθια = μύθοι, παλιές ιστορίες
μύτ’κας = ψηλότερη κορυφή βουνού.
μύτιασι ου τόπους άρχισε να βγάζει χορτάρι.
μύτις = σχέδιο υφαντών, κεντημάτων, σκαλισμάτων
μώρ’ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας από το Σαρακατσάνο με την έννοια εσύ
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}