ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό

ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια ασχήμια είναι

ν΄μπά(τ)σαμαν = την πατήσαμε

ν΄νός, ν΄νά = νονός, νονά.

ν΄τύφλας = την γκαβομάρα σου

ν΄φουδιαλέγμα = νυφοπάζαρο, επιλογή κατάλληλου κοριτσιού για σύζυγο κάποιου, εξέταση κοπέλας αν κάνει για νύφη σε κάποιον

ν΄χος = ο σκοπός του τραγουδιού (νερού ήχος)

ν’κάου = νικάω

ν’κουκύρ’ς,-α = ο νοικοκύρης, -α του σπιτιού, η σύζυγος του νοικοκύρη

ν’φάδις = νύφες.

να κίνα ναχς = μούντζωμα (αυτά να έχεις)

ναμ' = δώσε μου

νάμ’ = δώσ’ μου:

ναμούτι = δώστε μου.

νάνις =αυτοφυές άγριο σπανάκι, κοινώς η νάνα.

νάτου ιά = νάτο εκεί

ν'βουρός, ουβουρός = το μαντρί για τα άλογα

νε =ούτε

νείρομαι = ονειρεύομαι, θέλω, επιθυμώ να γίνει

νεύρου = πέος.

νηαρστά = φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι και μαγειρεύεται σαν ζυμαρικό, ζυμαρικό, χυλοπίτες

νήλα = ταλαιπωρία, κόπος σωματικό, συμφορά, πάθημα, καταστροφή, νήλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ι, 632, Λ, 484, Π, 233) = ανηλεής, σκληρός

νηραϊδάλουνου =αλώνι που μαζεύονται νεράιδες.

νηράϊδες =  πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο- ρούσες και μαυροφορούσες. Ειδικά στις μαυροφορούσες που άλλες φορές μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και στα πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου.Δεν έπρεπε να κοιμηθείς δίπλα σε πηγή, να αποφεύγεις περάσματα που περιμένουν, αλλά η προστασία προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει κάποιος απαραίτητα να έχει μαζί του σαν φυλαχτό.

νηραϊδουσφόντ’λου = φυλαχτό

νηράκια = σχέδια

νηρό = νερό

νηρόκουπα =νεροπότηρο.

νηρομπλέτσι = σκέτο νερό, πολύ νερουλό φαγητό,άνοστο φαί που τα κομμάτια είναι λίγα σε σχέση με το ζωμό

νηροσυρμή = νερό που πέφτει από ψηλότερα και κατρακυλά, δυνατή ροή νερού μέσα σε ρέμα

νηρουτρουβιά = νεροτριβή, κατεργασία με τριβή του νερού

νηρουγάλαζιου = ανοιχτό γαλάζιο χρώμα.

νηρουγκάμπατσα =  ασθένεια στα ζώα.

νηρουπράσινου =λαχανί χρώμα.

νηρουφαϊά = κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη ορμή του νερού

νηστιμένους =αυτός που νηστεύει

νια = μία

νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που μοιάζει με το βάτο. Οι καρποί του έχουν ροζ χρώμα και μοιάζουν με τα βατόμουρα

νίβουμι = πλένω το πρόσωπό μου με νερό.

νικραλλαξιά = ρούχα που φοράμε στο νεκρό

νιογάμπρα = νεόνυμφοι.

νιόνυφη = νέα νύφη, καινούρια νύφη.

νιος, νια, νιο = νέος. νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς Β 289

νιούτσ'κους, -η, -ου =, παλληκαράκι

νίψ = πλύσου

νιώθου = νοιώθω

νόμια = ώμοι

νόντας = όταν

νουβουρός, νβουρός = το μαντρί των αλόγων

νουγάου = καταλαβαίνω

νουματαίοι, νουμάτοι = άτομα

νουματίζου = ονοματίζω, δίνω όνομα.

νουμάτοι = άτομα

νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά που αρμέγουμε

νουρά = ουρά

νουρά, κούδα = ουρά, ορά, οριά, νούρους

νουστ(ι)μάδα = νοστιμιά

νουστ(ι)μαίνου= νοστιμίζω, ομορφαίνω, κάνω κάτι νόστιμο

νουτίζου = υγραίνω, υγραίνομαι. νοτιά, υγρασία. Ομηρική λέξη «νοτίη». Ιλιάς Θ, 307

νόχτους, νόχτη = όχθη, γκρεμός, πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που την προστατεύει από τα νερά της βροχής

ντ’λάπι = εργαστήριο που επεξεργάζεται τα μαλλιά, ντουλάπι

νταβάνι = ταβάνι, και έντομο

ντάβανους = άγριο έντομο, οίστρος του αλόγου

νταβάς = ταψί μικρό και ρηχό, στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος

νταβίζου  = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και ακατάληπτα, ζητώ συνέχεια, διεκδικώ ακατάπαυστα

νταβραντζμένος = δυνατός

νταβραντίζου = δυναμώνω μετά από αρρώστια

νταής = εγωιστής, ο παλληκαράς.

νταϊά - αρκετά

νταϊάκι = στήριγμα.

νταϊαμάς = υπόστεγο από μαντρί.

νταϊάντα = στηρίξου, περίμενε, κράτα άμυνα, αντιστάσου

νταϊαντάου = βάζω κόντρα, υποστηρίζω, στηρίζω,. αντέχω

νταϊάντσα = στηρίχθηκα, κοντοστάθηκα

νταίνου = ντύνω.

ντάλα = καταμεσήμερο, ζεστό μεσημέρι

νταλιάνι = παλιό κοντόκανο ντουφέκι.

νταλντάου = χύνομαι, ορμάω.

νταμάρι = ράτσα, είδος (γενιά) , φλέβα

νταμκό = συνεταιρικό.

νταούλιασε = πρήστηκε

νταουρλιό = φασαρία, μάλωμα, ανεξήγητο μάλωμα

νταούτ’ς, δαούτ'ς = κακό και πονηρό πνεύμα της στάνης

νταρβίρα = κοντή τζαμάρα

ντε = άιντε, εμπρός.

ντερές = ποτάμι

ντηριόμι = διστάζω

ντίγκα = γεμάτο όσο δεν παίρνει

ντίγκιασι = γέμισε.

ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο στραγγίζουμε το τυρί.

ντιλάλ’ς = ντελάλης, κήρυκας, διαλαλητής .

ντιλαλού = βγάζω ντελάλη, διαλαλώ

ντιλής = νταής, παλληκαράς.

ντινικές = τενεκές

ντιπ = τελείως, εντελώς, καθόλου

ντίρα = στενό πέρασμα, μονοπάτι, ίχνος

ντιρβένι = δερβένι, πέρασμα, δρόμος.

ντιρέκι =. παλούκι, ξύλινη κολώνα, ψηλός και δυνατός άντρας.

ντιριάζου = οδηγώ το κοπάδι σε πέρασμα

ντιρλίκουσα = έφαγα πολύ

ντιρλικώνου = τρώω καλά

ντιρτιλής =αυτός που έχει ντέρτι, καημό, μεράκι

ντόλι = μαζεμένη γέννα προβάτων, χρονικό διάστημα

ντορός = ίχνη

ντουζίνα = σύνολο από κουδούνια ή κυπριά

ντουλαμάς = μάλλινο πανωφόρι

ντουλμπέρι, ντιλμπέρι = νέος, παλληκάρι

ντουλμπέρου = νέο κι όμορφο κορίτσι

ντουμουσιάρ’κου, ντουμουζιάρκο = ανυπάκουο στις εντολές του τσομπάνου, αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από

ντουμουσιάρα = ζωηρή γυναίκα καθιερωμένα ήθη.

ντούμπλα = μεγάλο χρυσό φλουρί (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό με αλυσίδα

ντουμπλές = σειρά με κουδούνια από το μικρότερο στο μεγαλύτερο.

ντουνιάς = ο κόσμοςανθρωπότητα.

ντουρής = κόκκινο άλογο

ντουρλάπι = δυνατή βροχή ασταμάτητη,απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.

ντουρός = ίχνη από τις πατημασιές των ζώων, η μυρωδιά του ζώου που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά

ντούσ’κου = είδος βελανιδιάς

ντραβαλιόμι = κάνω φασαρία.

ντραγάτ’ς, δραγάτ'ς = αγροφύλακας.

ντραμιτζάνα = δοχείο για κρασί η νερό ,τραμετζάνα, τραμοντζάνα, δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα, ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ντραμζάνα, ταμουτζάνα, ταμιτζάνα , από το Ιταλικό contra mezzana

ντραμπάλα, η τραμπάλα, παιδικό παιχνίδι.

ντραμπαλίζιτι του κιφάλι = κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε το κεφάλι

ντραμπαλίζομαι = κουνιέμαι στη κούνια, έχω αστάθεια

ντρουβάς, τρουβάς = ταγάρι, μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντός από γιδόμαλο σάκος, που βάζει το φαγητό ο τσοπάνος

ντύμα =πλακούντας του νεογνού, ένδυμα

ντυμασιά =ενδυμασία.

νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα που παντρεύτηκε για μεγάλο διάστημα, γυναίκα του αδερφού μου

νυχτέρι = αγρυπνία, μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι

νυχτιρεύου = αγρυπνώ μαζί με άλλους ή εργάζομαι τη νύχτα

νυχτοδιαβαίνω = περνάω νύχτα, περπατάω νύχτα από κάπου

νυχτόμιρα = μέρες και νύχτες συνέχεια

νυχτουδιαβαίνου = νυχτοπερπατάω, γυρίζω τις νύχτες

νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του θεωρείται κακός οιωνός, χαροπούλι.

νυχτουξημιρώνου = νυχτώνω και ξημερώνω σε συνέχεια την ίδια μέρα

νυχτουπιρπατάρ’ς = αυτός που είναι ικανός να περπατάει τις νύχτες

νυχτουσκάρι = σκάρος τη νύχτα  

νυχτουσκαρίζου = τασκαρίζω νύχτα

νχός = ήχος από τραγούδια ή από κουδούνια, μελωδία

νώμους = ώμος.

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.