όβουλα = χρήματα.
οβριά (tamus communis) = αβρωνιά, ομβριά, βεργιά, πολυετές αναριχώμενη κλιματσίδα που φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε σε ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα νέα βλαστάρια που βγαίνουν από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται ελαφρώς και τρώγονται με λάδι και ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και είναι διουρητικό με προσοχή γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια ουσία ερεθιστική για την επιδερμίδα. Η κάτοικος της Οβριάς (χωριά της Πελλοπονήσου)
Οβριός = εβραίος, άνθρωπος τσιγκούνης, φιλάργυρος.
οδίζω, ουδίζω = μοιάζω
όθι =όπου
οκνός = οκνηρός, αργός, τεμπέλης.
όμπυου, όμπυο = το πύον της πληγής
οντάς = δωμάτιο
όντας, όντα = όταν
οξαπουδώ = σατανάς, διάβολος.
ορθό = τύπος καλυβιού τουρλωτό
ορμήνια = συμβουλή
ορμώνω = δίνω κατεύθυνση, οδηγώ
όρνια = αρπαχτικά
όρνιο = άγριο αρπακτικό πτηνό,: βλάκας, ανόητος άνθρωπος.
όσου κρούει ου νους = ίσα που θυμάμαι, θυμάμαι αμυδρά.
ουβουρός, νουβουρός = ακάλυπτος περίβολος που κοιμούνται τα άλογα.
ούδι = ούτε
ούδι δω = ακριβώς εδώ
ούδι κεί σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
ουδίζου = είμαι ίδιον με κάποιον άλλον, μοιάζω πολύ με κάποιον
ούηδι, ουιδέ ούιδε=ούτε
ούι = συνήθως εκφράζει έκπληξη
ουκά = οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).
-ουλ’ς, -ούλα = παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα (παπούλ'ς, βαβούλα)
ούλα = όλα
ουλνούς = όλους
ούλοι = όλοι
ουλόριμα =όλο ρέμα-ρέμα.
ουλότιλα =εντελώς
ούλου = όλο
ουλούθι = παντού. αποπαντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα
ούλους, -η, -ου = όλος
ουμπυάζου, ομπυάζω = μαζεύω πύον
ουμώνου = ορκίζομαι
ουντζιάκι = φάρα, σόι, οικογένεια
ουργή = καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα
ουργιά , ουριά = οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους το μήκος ανοίγματος των χεριών, κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που ισοδυναμεί με 1,83 μ.
ουργισμένου = καταραμένο
ούρδα = γαλακτοκομικό προϊόν (είδος από τυρί) που παράγεται από το τυρόγαλο που μένει από την παρασκευή σκληρού ημίσκληρου τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η τεχνολογία αυτή μοιάζει πολύ με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του τυριού Μανούρι.
ουρή = προσφώνηση σε γυναίκα
ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα προς τα πάνω.
ουρίζου = ορίζω, εξουσιάζω.
ουρκιόμι = ορκίζομαι.
ουρλιόμι = ουρλιάζω.
ουρλιότι = ουρλιάζει
ουρμήνεια = συμβουλή, νουθεσία.
ουρμηνεύου = συμβουλεύω, νουθετώ.
ουρμώνου = κατευθύνω, οδηγώ .
ουρσούζης, -α γρουσούζης, γρουσούζα
ουρσούζκο = ανάποδο, γρουσούζικο
ουρσούζκους = ανάποδος,γρουσούζης
ουρσουζλαμάς, ου γρουσούζης.
ουρφανουκόριτσου = το ορφανό κορίτσι.
ούτι = ούτε
ουχτρεύουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.
ουχτρός, ιχτρός = εχθρός
όφιος, όφιους = φίδι
όφκιρους,έφκιρους -η, -ου = ο εύκαιρος
όχληση, η ενόχληση.
όχτρα = έχθρα.
οψ’μάδι = όψιμο , αργοπορημένο, καθυστερημένο
όψμος = ο αργοπορημένος ,ο καθυστερημένος, μετά τον καιρό του
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}