π’λακίδα = χρονιάρα κότα

π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό τρεξίματος, γρήγορο τρέξιμο

π’λαλ’το = ασταμάτητο τρέξιμο

π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα

π’λαλού = τρέχω, τρέχω γρήγορα, περιπλανιέμαι.

π’λάρα =  θηλυκό πουλάρι.

π’λάρι, πλαράκι = νεογέννητο άλογο.

π’λαρίνα = θηλυκό πουλάρι.

π’λίου = πουλάω.

π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριού που το συγκρατεί].

π’τιά = φυσική τυρομαγιά. πυτιά

πααίνου = πηγαίνω.

παγάδα = παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού [25β, 168].

παγανά = καλικάντζαροι

παγάνα = καρτέρι, ψάξιμο, ανίχνευση, περιπολία

παγανιά = περιπολία από ένοπλο απόσπασμα

πάγοι, κρούσταλα = πάγοι.

παγούρι = παγούρι για μεταφορά υγρού προς πόση

πάει = πηγαιμός κάπου

παένου = πηγαίνω

παζαρεύου = διαπραγματεύομαι.

παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό

πάημα = πηγαιμός

πάθια = παθήματα, βάσανα, αρρώστιες

παθός μαθός = έπαθε και έμαθε αυτός

παΐδια = πλευρά

παΐδις = πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.

παιδοκοπάει = κάνει πολλά παισιά, γεννάει συνέχεια μωρά

παιδοκοπάει, γινουβουλαει = κάνει πολλά παιδιά

παίνια = έπαινος

παίρου = παίρνω

παίρου αίμα = με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι ανάμεσα από τα μάτια

παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω , εξαφανίζομαι, φεύγω γρήγορα].

παλ’κάρια = εξαρτήματα του αργαλειού, ραβδιά για να στερεώνουν

παλαβώνου = τρελαίνω, τρελαίνομαι.

παλαίστρα= χώρος πάλης όπου επικρατεί φασαρία

παλαμίζου, παλαμίζω = αλείφω το δάπεδο και τις εσωτερικές πλευρές του κονακιού με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά , σοβατίζω, επιχρίω

παλιουκιρίσια = αυτά είναι του παλιού και­ρού.

παλιουκόπρι =μέρος που έχει παχύ χορτάρι, επειδή το έχουν τα πρόβατα μαντρί τους για αρκετό διάστημα.

πάλιουρας = παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος Το παλιούρι φέρει το επιστημονικό όνομα Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και Paliurus aculeatus) και είναι γνωστός με τα ονόματα τσαλί, πάλιουρας, παλέουρο. Ανήκει στην οικογένεια των Ραμνοειδών ή Ραμνωδών (Rhamnaceae). Φυτρώνει σε ολόκληρη την Ελλάδα και γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά χαμηλού υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και στη βάση τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα σκαλώνουν σαν αγκίστρια και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την άνοιξη με αρχές καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και περιβάλλεται από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο. Οι μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό «Μέλι από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το παλιούρι είναι ένα βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί τα φύλλα και τη ρίζα του για να θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό για να διαλύει τους λίθους της ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus spina-christi, κοινώς γνωστό ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα είδος Παλίουρου, το οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη νοτιοδυτική και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά προς το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).

παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιούρι. Παλιουρίσιου μέλι

παλιουρούτι = ρούχο κουρέλι, παλιό ρούχο

παν’γύρι = το πανηγύρι, τοπικό γλέντι

πάνα = σκέπη,λίπος που σκεπάζει τα

πανάδα =. καταρράκτης, -ις μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες

παναούλα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζιόσχημη ποδιά, που φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι φτιαγμένη από κόκκινο σαγιάκι, σκουτί, κανονικά αόρατο στην καλή της όψη, και πλαισιώνεται από μαύρα κορδόνια, συρραμμένα μεταξύ τους. Το πλαίσιο διχοτομεί κατά πλάτος διακοσμητική σειρά από πλεγμένο μαύρο κορδόνι που διακόπτεται, στις γωνίες και τις πλευρές, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές. Ασημένιο γαλόνι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα πρώτο εσωτερικό τραπέζιο. Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό, εσωτερικό τραπέζιο. Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα τραπέζια μεταξύ τους. Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός τέταρτου, που γεμίζουν με ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους σε κατακόρυφη διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται και προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος, εξαίρεται με μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του. Και οι δύο καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται ολόκληροι. Τα ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα γεωμετρικής έμπνευσης και την πολυχρωμία του κεντήματος φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς και τις πλαϊνές ως πριν από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο γαϊτάνι τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα του λυκείου Ελληνιδων.)

πανουβράκι, μπουραζάνι -α = φαρδύ παντελόνι που φοριούνταν πάνω απ τα ρούχα στο άρμεγμα

πανουγόμι, πανωγόμι, (πανωσάμαρα) = αυτό που φορτώνεται πάνω στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού φορτωθεί το ζώο δεξιά και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό παιδί, κότες κλπ)

πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο μεριές.

παντ’χαίνου = περιμένω προσδοκώ, ελπίζω

παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος

πανταχούσα = εγκύκλιος, διαταγή

πάντοια με το δείξια = ανήθικη, ανυπόληπτη

παπαδίτσα = χαμομήλι, ή χαμοπούλα, (marticaria chamemilla) πήρε το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος που αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-370 π. Χ.), ο πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και φάρμακο κατά της υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο χαλαρωτικό ρόφημα. Καταπολεμά τους κυρίως πολλούς ιούς και χρησιμοποιείται συνήθως κατά του έλκους του στομάχου. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι η συνεχής χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς πάσχοντες από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι, για τον βήχα, για τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας (περιόδου) των γυναικών, για τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού είναι η ικανότητα του να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από τα έντονα προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση βοηθάει στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της οδοντοφυΐας. Το τσάι από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες. Μειώνει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση με φάρμακα που χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει επιπρόσθετη αντιπηκτική δράση. Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα. Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που παίρνουν αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι. Επίσης όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι για να καταπραϋνει ο πόνος.

παπαδουπούλα = παπαδοκόρη.

παπάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερό, ή άλλο υγρό

παπαρδέλας = πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς

παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: λαζάνια)

παπαρούνα (Papaver rhoeas) = χορταρικό που τα φύλλα και οι βλαστοί του βράζονται και τρώγονται σκέτα ή με άλλα άγρια χόρτα. Τι χρησιμοποιούμε ακόμα σε χορτόπιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.

παππάρα = ψωμί τριμμένο σε ζεστό νερό με τυρί και βούτυρο.

παππούλς πάππους =παππούς.

πάρα = α' συνθετικό που δίνει στο β' την έννοια του πολύ

παραβάνου = βάζω περισσότερο, κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια

παραβγαίνου = αναμετρούμαι, ανταγωνίζομαι

παραγγέλλου = στέλνω μήνυμα, ζητάω κάτι με γράμμα η με αγγελιοφόρο

παραγιέρασι = πολύ γέροντας

παραγιουμάτους. = πολύ γεμάτος

παραδίπλα = ακριβώς δίπλα

παράδις =χρήματα

παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά.

παρακάλια = παρακαλετά.

παρακατιανός, -ή, -ό = κατώτερος.

παρακατούλια (επίρρ.) λίγο παρακάτω.

παρακατούλια = λίγο πιο κάτω, παρακάτω

παρακατούλια = λίγο πιο κάτω.

παρακείθι = πιο πέρα, παραπέρα

παράκιρα = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου

παρακουντά =. παραπίσω, μετά από λίγο χρόνο, έπειτα, ύστερα

παρακούου = δενακούω σωστά

παραμαζώνω = παρασύρω,

παραμάνα = τροφός, νταντά

παραμάντρι =βοηθητικό μαντρί

παραμία = παροιμία

παράμιρα =απόμερα, απόκεντρα,

παραμιράου = τραβιέμαι στην άκρη, κάνω τόπο.

παραμ'κρός = πολύ μικρός

παράμουρφους= πολύ όμορφος

παραμπρουστά = νωρίτερα,λίγο πιο μπροστά.

παρανιά = πολύ νέα

παραξουφάν’κι = μου φάνηκε παράξενο, με παραξένεψε

παραπαίρου = μαλώνω, παρατηρώ αυστηρά, αποπαίρνω

παραπαν = λίγο πιο πάνω, παραπάνω

παραπέρα = λίγο πιο πέρα.

παραπινιμένους = πολύ παινεμένος

παραπίσου = πιο πίσω.

παραπλουμισμένους = πολύ στολισμένος

παραπορτούλα = βοηθητική πόρτα

παραπρουψές =τρία βράδια νωρίτερα

παραραδιάζου = πάω και έρχομαι

παρασάνταλου, παρασάνταλο = παλαβό, τρελό , χαζό

παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνού ζώα

παρασόλι = ομπρέλα

παραστένου = μιμούμαι, κάνω κάποιον που δεν είμαι

παράτ’σι ’ν κλίτσα = δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία.

παράταιρος = αταίριαστος

παραταχιά =μεθαύριο.

παρδαλά = ασπρόμαυρα, ανακατωμένα πολλά χρώματα

παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός, ποικιλόχρωμος.

παρδαλή = παρδαλή με πολλα χρώματα, πόρνη

παρδαλός, -ή, -ό = πολύχρωμος

παρδαλουκόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινα και άσπρα μπαλώματα

παρέδου, παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά

παρέκει, παρέκι = παραπέρα

παρηγουριά = πίτα μετά την κηδεία

παρμάρα = αρρώστια στα πρόβατα, λοιμώδης αγαλαξία .Πολύ μεταδοτική νόσος Συμπτώματα: πυρετός, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα, μαστίτιδα-αγαλαξία, πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος

παρόξου = παραέξω

πάρπαλου = χιλιοτρυπημένο

πάρσιμο = έσοδα

πασαένας = οποιοσδήποτε

πασκίζου = προσπαθώ, αγωνίζομαι.

πασπάλι η πασπάλη = σκόνη, ιδίως από αλεύρι [<αρχ. πασπάλη]

πασπαλίζου = ρίχνω πασπάλι

πασπατίζου (πισπιτίζου) = ρίχνω με την χούφτα ραντίζοντας αραιά αλεύρι πάνω απ τα φύλλα της πίτας η λάδι η βούτυρο

παστάλες, παστάλις = φασολάκια

πάστρα = καθαριότητα.

παστρεύω = καθαρίζω, νοικοκυρεύω

παστρικές γκβέντις =ξεκαθαρισμένες, ντόμπρες.

παστρικό = καθαρό

παστρικός = καθαρός.

πατ΄σια = η πατησιά, περπατησιά , πατ΄σιές = τα ίχνη του πέλματος

πατακώνου, μπατακώνω = βουλιάζω, πατώνω.

πατάου = κυριεύω,δεν κρατάω το λόγο μου

πατατούκα = κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα αγένωτο

πατέκα = μονοπάτι στο βουνό που δημιουργείτε απ το πέρασμα πολλών ανθρώπων η την συνεχή χρήση του από τον άνθρωπο

πατήθρες = τα "πεντάλ" του αργαλειού

πατόκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω ολόκληρο

πατούνα =πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό και τα δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή και το αντίθετο, πέλματα (από την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατώ»

πάτους = πάτος, πυθμένας

πατ'σιά = πατημασιά, ίχνος από το πέλμα, (μτφ) η περπατησιά στη ζωή

πατσιαβάλα = διαλυμένο από το πάτημα, κατατσαλακωμένο

πατσιαβάλσα, = το τσαλάκωσα,το ’λιωσα, το διέλυσα

πατσιαλό = στραβοπόδαρο ζώο.

πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται ζεστά τα ζωντανά

πάφλας = τενεκές, λαμαρίνα   Από το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρότο

πάχνη = δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη».

παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκε ί που έτρωγαν τα ζώα

παχνιάζουμι = παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη

Παχνιστής = Δεκέμβριος

πεζούλι = μικρή υπερύψωση 20-30 εκατοστών στο εσωτερικό της καλύβας όπου καθόταν οι άνθρωποι

πεισμώνου = πεισματώνω 2. θυμώνω.

πέλα = πελεκούδι, λεπτό σχισμένο ξύλο

πεντόβωλα = παιχνίδι με πέντε βώλους

πέρα-δώθι = εδώ και εκεί αλλα καιμικροπράγματα, τα μικροψώνια

πέρδικα =διακοσμητικό σχέδιο

περδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα = σκόνταψα

πέρι = παρά

πέτρα = φύλλα για πίτες που ανοίγονταν με τον πλάστη

πετσί = δέρμα, επιδερμίδα,

πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω, σφαλιαρίζω

Πέφτη = Πέμπτη.

πηδήκλουμα = τρικλοποδιά

πήρι ’ν κλίτσα = έγινε κτηνοτρόφος.

πήρι η ώρα = πέρασε η ώρα

πθαμή = πιθαμή, παλάμη

πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.

πιάνου προυζύμια =αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το προζύμι για την κουλύρα

πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που αναβλύζει και χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος

πιάνουμι = τσακώνομαι, μαλώνω, αρπάζομαι

πιάσκι ου γάμους = άρχισε ο γάμος.

πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια

πιδεύουμι = ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.

πιδί = αγόρι

πιδιμάρα, πιδιμός = ταλαιπωρία, μεγάλη κούραση.

πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά πόδια στα ζώα να μην απομακρύνονται.

πιδουκλώνου = δένω με μια μικρή τριχιά τα ζώα για να μη φεύγουν μακριά και κυρίως τη νύχτα.

πιζεύου = ξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο.

πιζουγιλάου = παίζω και γελώ

πιζούλι, πεζούλι =τοιχάκι έξω από το κονάκι ή ημικυκλικό κατασκεύασμα μέσα στην καλύβα για να κάθεται κάποιος.

πιλαγώνου = τα χάνω,

πιλέκι =τσεκούρι πελεκάω (κόβω με τον πέλεκυ, το τσεκούρι. Ομηρική λέξη «πελεκάω». Ιλιάς Σ, 244.

πιλικούδια = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.

πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια = βραχιόλια

πινακοτί = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί

πίνος = το βρώμικο νερό απ το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων

πίνου τσιγάρα = καπνίζω τσιγάρα.

πινσιάρς = αυτός που παινεύεται

πιντακιέφαλη κ’λούρα = σχέδιο υφαντών κεντημάτων

πιότιρου, πιρσσότερου = περισσότερο

πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι

πιραστάρι = ένα από τα αντιά του αργαλειού

πιρατιανός = μακρινός

πιργιλάωπεριγελάω = κοροϊδεύω

πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές αλεργίες

πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρα στίγματα στο πρόσωπό

πιρνάου = περνάω, διάγω βίο

πιρούλι = πιρούνι.

πιρουνιάζει του κρύου = με διαπερνάει το κρύο σαν καρφί

πιρπατ’σιά =περπατησιά.

πιρσινός = περσινός

πιρώνουμι = ζεσταίνομαι

πισ’νέλα = τελευταία πρόβατα του κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι στο καραβάνι.

πισμανεύου = μετανιώνω

πίσου μπρουστά = περίπου, εκεί κοντά

πισουκάπ’λα= στα καπούλια

πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.

πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)

πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε πλαγιαστά το πίσω μέρος από το αφτί)

πισπιτάω = ρίχνω αλεύρι με ράντισμα

πίσσα = βαθύ σκοτάδι.

πίστη = εμπιστοσύνη.

πίστρουμα = στρίφωμα, πλάκωμα στο ξύλο

πιστρώνου =διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, στριφώνω,-ουμι (μτφ.) όταν γυναίκα κάθεται καταγής, μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το φουστάνι τα ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω, περιδρομιάζω περιπαιχτικά, δέρνω

πιταχτή =είδος πίτας.

πιτούμινα = τα πουλιά που πετάνε

πιτρίτ’ς = πετρίτης, είδος γερακιού των βράχων το πιο γρήγορο πετρόπ’τα =πίτα με φύλλα.

πιτρουβουλάου = πετάω πέτρες

πιτρουβούνι = βραχώδες και γυμνό βουνό

πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφύρι

πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.

πιτρώνει η αρρώστια = με περίλαβε η αρρώστια(μτφ.) με καταβάλλει, με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό

πιτσέτα, τραχ’λιά = πετσέτα στο λαιμό κεντητή.

πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, κατασφάζω.

πιτσώνου = χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη, επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα

πιτχαίνου = καταφέρνω,επιτυγχάνω

πλάϊα = είδος αρχιτεκτονικής καλύβας       

πλαϊά = πλαγιά

πλάια = πλάγια, πλαγιές

πλαϊάζου = κοιμάμαι.

πλάΐασα = ξάπλωσα

πλαϊαστός = ξαπλωτός

πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο από τα έξοδα της στάνης

πλάκα = επίπεδη πέτρα.

πλάκουμα = συνουσία

πλακόφωνο = γραμμόφωνο, πικ-άπ

πλακώνου =καλύπτω, σκεπάζω, συνουσιάζομαι.

πλάλα = περπάτα γρήγορα, τρέξε

πλαλάω = τρέχω, περιπλανόμαι τρέχοντας

πλανεύου = παραπλανώ, απατώ πλανεύω,

πλάνους =αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις

πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου, στενοχωριέμαι πολύ.

πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα

πλάρα = αλογάκι μικρό

πλάση = σύμπαν

πλάστ’ς, πλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις πίτες, πλάστης

πλαταριά = μεγάλη πλάτη

πλάτη = ωμοπλάτη, σπάλα από ζώα,

πλάτουμα = πλατύς και ανοιχτός χώρος.

πλατουνόρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.

πλατσ’κουτή =μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα

πλατσιανάου, μπλατσιανάω = πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά, τσαλαβουτάω.

πλατσίντα, μπλατσίντα =καλαμποκίσια πίτα.

πλέου = πλέκω.

πλευριτώνου = κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.

πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17

πλι = πουλί

πλιγούρι = φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο σιτάρι.

πλιμόνι = πνευμόνι.

πλιξάνα =πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών.

πλιξίδια = πλεξούδες

πλιξούδις = πλεξούδες, κοτσίδες.

πλιότιρους, -η, -ου = περισσότερος.

πλουμισμένους, -η, -ου = στολισμένος.

πλουμπί = στολίδι

πλουταίνου = γίνομαι πλούσιος

πλουχειριάζου = ρίχνω αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμώνω και του δίνω το σχήμα του ψωμιού που θέλω να φτιάξω.

πλόχειρου, = όσο χωράει η χούφτα ενός χεριού

πλύμα, του πλύσιμο.

πλύματα = ξεπλύματα καινερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

πλυστρουσκάφ’δυο = σκάφη που πλένουμε

πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που δύσκολα μπορεί κάποιος να το διασχίσει.

ποδαίνουμι = βαζω τα παπούτσια μου

ποδαίνω = φορώ παπούτσια

ποδαριάσκα, ξεποδαριάσκα = πιάστηκαν τα πόδια μου

πόλεμος = πόλεμος. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και παντού

πολίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο εσωτερικό της καλύβας 1,5 μέτρο περίπου απ το έδαφος

πόνηρους, -η, -ου = πονηρός

πόντελα = άγνωστη κατεύθυνση, μέρος χωρίς γυρισμό

πορεύω = διαβιώνω, περνάω την ζωή μου

πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική λέξη «πόρπη». Ιλιάς Σ, 401

πόταμους =ποταμός.

πότις =  πότε;

ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστούν τα ζώα σε ρέμα, ποτάμι, λίμνη κ.α

πουδαράκι = σχέδιο κεντήματος

πουδαράτους = αυτός που προχωράει με τα πόδια.

πουδάρι = πόδι, το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να το γνέσουμε

πουδαριάζουμι, ξεπουδαριάζουμι =μου πιάνονται τα πόδια και δεν μπορώ να περπατήσω

πουδένου =φοράω παπούτσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, ουμι βάζω τα παπούτσια μου

πουδιά = ποδιά, τραχηλιά

πουδουβουλή, πουδουβουλτό = κρότος που προέρχεται από το βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων

πούθι,απούθι = από πού;

πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

πουλεμιστής = πολεμιστή . Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς Κ, 549

πούλιες = διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα.

πουλίτ’ς = άνθρωπος από πόλη

Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα μέρη κοντά στην Πόλη

πουλίτσα = μικρό ξύλινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικό του κονακιού για το εικόνισμα(πιθανόν από το πουλίτσα που σε κάποιες περιοχές σήμαινε φωλιές μικρών πουλιών)

πουλυαγαπημένους = πάρα πολύ αγαπημένος

πουλυξιτάζου = εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια, εξετάζω όλες τις πλευρές

πουλυχρουνίζου = εύχομαι χρόνια πολ­λά

πουνάει η καρδιά = πονάει η κοιλιά, έχω στομαχόπονο

πούντα = δυνατό κρυολόγημα.

πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.

πουρδουκάλια = πορτοκάλια

πουρεύου =ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω τον χρόνο μου, συντηρούμαι

πουρνάρι =   Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος” και “δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως με θαμνώδη μορφή, σχηματίζοντας εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό, παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις δένδρου. Είναι γνωστό ως πουρνάρι, ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά, κατσόπρινος, κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το αφθονότερο είδος των αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις βουνοπλαγιές, ακόμα και στους γυμνούς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του, στολίζει σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3 χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή των γιδιών. Αντιπροσωπεύει μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι όμως τα “πουρναροτόπια” άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι κυνηγοί συνηθίζουν να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και ολιγαρκέστατο, ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία, ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.). Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή “καυσόξυλο”.Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως κόκκους (εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο χαρακτηριστικοί και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από αυτούς το ερυθρό χρώμα ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή “κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως χρωστική ύλη.

πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή καυσόξυλο .

πουρνό = πρωινό.

πουστάκι = γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.

πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.

πούστης = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία είναι πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι σημαίνει επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική πράξη, κατά το τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη δεν χρησιμοποιούνταν ως βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους

πουστιάζου  =   βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως το ένα πάνω στο άλλο για αποθήκευση

πουταμιά = περιοχή γύρω από το ποτάμι

πούτανους =μεγάλη πουτάνα, καραπουτάναΜεγεθυντικό του πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της μορφολογικής κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.

πουτές =ποτέ

πουτσαράς = παλληκάρι, δυνατός, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή γυναίκα

πράματατα = πρόβατα, τα ζώα

πρατάρ’κα γίδια = γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα

πρατάρ’ς = προβατάρης, αυτός που έχει πρόβατα.

πρατίλα = μυρωδιά από πρόβατα, προβατίλα.

πρατίνα = προβατίνα

πρατόγαλου = πρόβειο γάλα

πρατοψάλιδο = ψαλίδι κουρέματος προβάτων

πρέντζα = μιτζύθρα.

πρέπει = ταιριάζει, αζίζει, αρμόζει

πρέπιου =  πρέπον, δέον

πρέπιους = καθώς πρέπει, ξεχωριστός

πρέπους = το δέον, έθιμο.

πριουνουτό = σχέδιο ύφανσης

πριτσαλίσκα = κάηκα, πηδήθηκα

πριτσαλιώντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί, ζευγαρώνουν

πριτσιαλάω = κάνω σεξ

πριτσιάλους = ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα, ο χρόνος του ζευγαρώματος.

πριτσιανάν τα κλαριά = τριζοβολούν.

πρόβειους, -α, -ου = προέρχεται από το πρόβατο

προίκα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετρητά) .   Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.

προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας

προσάναμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς

πρόσγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει σε βούτυρο.

προσγιλάου = χαμογελάω σε κάποιον.

πρόσκουλη = μια μη πλεκτή δαντέλα για το στόλισμα των υφαντών, μπορντούρα

προσφαΐζω = τρώω κάτι με το φαγητό για οικονομία (συνήθως ψωμί)

πρότα = πρόβατα

προυβουδίζου = ξεπροβοδίζω.

προυγκάου = εκφοβίζω, ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή, διώχνω

προυζύμια = έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το μεσημέρι πιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την κουλούρα του γαμπρού. Στα προζύμια χρειάζονται δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που να έχουν μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.

προυκάνου = προφτάνω, προλάβω

προυκόβου = προκόπτω, προοδεύω.

προυξιν’τής, ου προξενητής.

προυόβουλους = μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά

προυπάου = προλαβαίνω

προυσάλευρου = λίγο αλεύρι για συμπλήρωμα

προυσάναμμα = προσάναμα μικρή ποσότητα λεπτά ξυλαράκια για να ανάψουμε τη φωτιά

προυσβαβά = προσγιαγιά.

προυσηλιακό, προυσήλιου  = προσήλιο.

προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει

προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν τα μάτια και γέρνει τα κεφάλι μου

προυσκαλάου = προσκαλώ

προυσκιέφαλου = μαξιλάρι.

προυσπαθάου = προσπαθώ

προυσταγή =διαταγή, εντολή.

προυσφάι = κάθε τι που το τρώμε με ψωμί

προυσφέρου = παρομοιάζω, μοιάζω

προυσώρας = προσωρινά, για την ώρα

προυχτέ = προχτές

πρυόβουλους, πρυόβολος = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το στουρνάρι να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το άναμα της φωτιάς κατά τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή. Στην κρούση, χρησιμοποιείται πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα, το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς βελανιδιάς ή πλατάνου. Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα

πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον πρυόβολο

πρώιμα αρνιά = αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

πρωτουξάδιρφα =  πρώτα ξαδέρφια.

πρωτουπαλλήκαρου = η ονομασία του υπαρχηγού σε ομάδα κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός που διακρίνεται περισσότερο από τους άλλους σε δραστηριότητα και θάρρος, ο πιο γενναίος, τολμηρός και δραστήριος νέος ου διακρίνεται

πσουκάτ’ παρακάτω

πσουπάν’ = παραπάνω

πσουπέρα προς τα πέρα.

πστιά = κομμάτι ύφασμα στο σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του ζώου και συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς τα εμπρός

πσώκουλα = πίσω πίσω.

πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της πήξης του

πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο (β.λεξη)

πτσαράς = αγόρι, πουτσαράς

πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι

πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.

πυριμάχος (αρχαιο)= ανθίσταται στην φωτιά, για πέτρα που είναι ανθεκτική στην φωτιά, εβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου τοποθετούσαν τα χρήματα για να κινούνται

πυρόβολο = το μέταλλο σε σχήμα β που έφεραν τα εμπροσθογεμή όπλα, υπήρξε στις τέσσερεις γωνίες στο διβέλλιον (βυζαντινή σημαία) και τον φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας (σήμαινε κατά μία εκδοχή Βασιλεύς Βασιλεύων Βασιλέων Βασιλευόντων)

πυρουβόλα =πυροβόλα

πυρουγόνι = το σημείο που καίει η φωτιά, από το αρχ. πυρί-γόνος , παράγει φωτιά

πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές (σαν φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396)

πυρουμάχους = όρθια πέτρα παλαμισμένη με πολύ χώμα που τη βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και να στηρίζει τα ξύλα   στη φωτιά , το κτίσμα που περιλαμβάνει την εστία του τζακιού

πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και πάνω του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία

πυρώνου = ζεσταίνω, -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.