Ψ’χαλίζου = ψιχαλίζω

ψ’χή = καρδιά.

ψ’χουκόκκαλα = τα πλευρά στο στήθος.

ψ’χουκόκκαλα, τα = νόθες πλευρές του στήθους.

ψαθί = το φυτό τύφη η πλατύφυλλος που το χρησιμοποιούσαν για σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις Tο φυτό ονομάζεται στην Ελλάδα τύφη η ψαθί ή ψάθα ή ράπη ή ρένα ή σάζια ή παπύρι ή ραγάζι, Το γένος περιλαμβάνει 9 είδη ελοχαρών, ποωδών και πολυετών φυτών από τα οποία στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένα η πλατύφυλλος (latifolia) τύφη και η στενόφυλλος (angustifolia ή angustata) .Τα δύο είδη ξεχωρίζουν σχετικά ευκολα..ή μεν πλατύφυλλος έχει πιο πλατιά φύλλα ενώ η angustifolia πιο στενά και σκούρα που συνήθως εξέχουν κατα πολύ πάνω απ το ανθοφόρο στέλεχος στο οποίο επιπλέον ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά τα θηλυκά (κάτω) και τα αρσενικά άνθη (πάνω) με ένα κενό περίπου 3 εκ.Οι ρίζες χρησίμευαν σαν τροφή για γουρούνια, αλλά και με μια επεξεργασία τις μετέτρεπαν σε ένα είδος αλεύρου. Τα φύλλα ακόμα και τώρα χρησιμοποιούνται για να σκεπάζουν χώρους, ακόμα και αποθήκες.Επίσης οι τρυφεροί του βλαστοί αποτελούν σημαντική τροφή για υδρόβια πουλιά όπως οι νερόκοτες και οι φαλαρίδες. Παλιότερα αξιοποιούνταν ως άχυρα για διατροφή ζώων αλλά κυρίως για την κατασκευή ψάθινων ειδών.

ψαθούλα = διακοσμητικό σχέδιο

ψαλίδι = ψαλίδι, αρχαία "ψαλίς" προελληνικό (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια ηλικία, ίση αξία

ψαλίδα = πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα,

ψαλιδουτό = είδος από διασίδι.

ψάνα = χλωρό μεστωμένο στάχυ και ψάνη και αψάνα,   χλωρό στάχυ σιταριού, χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους].

ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες

ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες ανακατωμένες με άσπρες

ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών

ψαχνουρουτάου = ψάχνω και ρωτάω 

ψένει τα φίδια (μτφ.) κάνει πολύ κρύο: απόψι ψένει τα φίδια.

ψένιτι του τυρί = ωριμάζει

ψένου = ψήνω

ψες, ιψές = χτες βράδυ

ψευτουζού = ζω με στερήσεις.

ψευτουζουή = ζωή με στερήσεις, ζωή προσωρινή.

ψηλουθείτι = υψωθείτε

ψήλουμα = βουνό.

ψηλώματα = ταβουνά.

ψίδι = του κομμάτι από αργασμένο πετσί

ψίκι = γαμήλια πομπή, συμπεθεριακό

ψιλά τραγούδια = τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα τραγούδια κυρίως από γυναικείες φωνές

ψιλουκοσκινού = τα υπολογίζω όλα, με απασχολούν και νοιάζομαι για όλα

ψιλουκούδ’να, τακουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο

ψιλουτραγδάου = σιγοτραγουδώ.

ψιλουφκιασμένους, -η, -ουαυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή δουλειά.

ψισνό = χτεσινό

ψιφτιά = το φαρμακευτικό φυτό το αψίνθιον (Αρτεμισία) χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας και του κοκίτη, και η ψευτιά

ψιφτιά, ητο φαρμακευτικό φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον. Το χρησιμοποιούμε κατά της ελονοσίας και του κοκκύτη

ψίχα, τρίμα = πολύ λίγο

ψλά = ψηλά σε ύψος, ψιλά κέρματα

ψουμί = το ψωμί

ψουμόλ’σα πειναλέος, νηστικός

ψουμότσιουλου = τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.

ψουμότσιουλου, του τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.

ψουμουκρέβατου = ράφι για το ψωμί

ψουμουλύσασα = λύσαα για ψωμί, πειναλέος, νηστικός

ψουμουτρουβάς, ψουμουσακούλα = τροβάς για ψωμί.

ψουμουτύρ = ψωμί με τυρί, συνήθεια

ψουφίμι = ζώο. ψόφιο, αδύνατο.

ψουφόμαλλα = τα μαλλιά που τα παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα

ψυχουγιός = πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.

ψυχούδια = ψωμάκια που τα μοιράζουμε σε μνημόσυνο μικρού παιδιού.

ψυχουμαχού = ξεψυχώ.

ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για να γένη πιο τραγανή

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.