ρ’ζά = πρόποδες από βουνό.

ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα του οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia tinctorum) είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην την Ελλάδα. Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει κόκκινο χρώμα. Το ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται από το χώμα, πλένεται, ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό σκιάν και στην συνέχεια

κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και χρησιμοποιείται για την βαφή νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι, διότι αυτά συμβάλλουν στην στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα νήματα και τα υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό, ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την «Αλιζαρίνην».

ράγα = η ρώγα, θηλή από το μαστό.

ραγουβύζι = το θήλαστρο (μπιμπερό)  

ρακί = τσίπουρο.

ρακουπότ’ρου = ποτήρι για τσίπουρο.

ραμαζάνα = νταμιτζάνα

ράφτ’σσα = ράφτισσα, μοδίστρα

ραφτόιπουλου = μαθητευόμενος ή νεαρός ράφτης

ράφτου = ράβω

ραχάτ(ι) = ανάπαυση, χουζούρι, τεμπελιά.

ραχατιάζω = ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι

ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή) . Ομηρική λέξη «ράχις».

ραχιά = πλάτη από το άλογο

ρέβου = αδυνατίζω, χάνω πολύ από το βάρος μου.

ρέγουμι = μου τραβάει την όρεξη,ορέγομαι, επιθυμώ

ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη, γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό καθώς ελκύει τις μέλισσες, και παράγει άριστης ποιότητας μέλι. Παρά την γευστικότητά του και την θρεπτική του αξία δεν έχει ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία καθώς κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην παραδοσιακή βοτανολογία, κυρίως στις ορεινές περιοχές, όπου υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις, ως θεραπευτικό φυτό. Ο Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση. Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και υπνωτικό βότανο, με διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η ερείκη είναι διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του ουροποιογεννητικού συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια κυστίτιδα, στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των οιδημάτων. Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση πεπτικών υγρών, κολικούς των εντέρων συνοδευόμενους από διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και της χολής. Χάρη στις ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη νευρική υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την όρεξη.         

ρέμα =  χείμαρρος, ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από πολύ βροχή

ρέχλα = μούχλα(στην σαλαμούρα του τυριού του τουρσιού κ.α)

ρζάφτι, αρζάφτι = περιοχή κάτω από το αφτί (ρίζα αφτιού) ο κρόταφος. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Λύκωνας (Λύκων) είναι γνωστός ένας από τους Τρώες πολεμιστές που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Λύκωνας σκοτώθηκε σε μάχη του πολέμου αυτού από τον Πηνέλεω μετά από συμπλοκή των δύο: αφού πρώτα έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα, χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο κράνος και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε τον Λύκωνα στο «ριζαύτι» και σχεδόν τον αποκεφάλισε.

ρήγας = βασιλιάς.

ρηγόϊπουλου = βασιλόπουλο

ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων για να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο

ρημαδιακό = έρημο, ρημάδι, ρημαγμένο

ριβά = πλαγιαστά, όχι ίσια κατά το περπάτημα.

ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου

ριζάκια = τροφοδοσίες κλεφτών ή ληστών

ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από τη θέση τους

ριζιμιό = το λιθάρι που εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια μεγαλύτερου βράχου

ρικάζου = ρεκάζω ,βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία ελληνική ῥέγκω / ῥέγχω

ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο

ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ )

ριματικά = ρευματισμοί.

ριτσέλι = γλύκισμα σαν μαρμελάδααπό

ρκέλα = κουβαρίστρα.

ρνάρι, αρνάρι = λίμα

ροβολάω = οδηγώ το κοπάδι, από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω (χτυπώ), χτυπάω (ωθώ) τα πρόβατα να προχωρήσουν (ρεύσουν )

ρόγα = μισθός τσομπάνου

ρόγιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζόν από αϊ Γιώργη σε αϊ Δημήτρη

ρόζους =σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται

ρόιδινους, -η, -ου = ροδομάγουλος, που έχει το χρώμα του ρόδου , που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος

ρόϊδο, ρόιδου = ρόδι

ρόιδου = μουλάρι εν μέρει μαύρο, εν μερει κόκκινο

ρόιμα = εκπλήρωση τάματος.

ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια) το κάθετο και αυτό που συγκρατούσε το μαλλί. Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες κάθε ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα ξύλα στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το σχήμα τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.

ρόκα του πουδάρι = (μτφ.)έσπασε το πόδι και είναι στο νάρθηκα.

ρουβόλι =πιστόλι

ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια πλαγιά, κατεβαίνω από το βουνό με , οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση, περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω

ρούγα = είσοδος, πόρτα, αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο μαχαλάς, γειτονιά , ο δρόμος, η πλατεία. ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143

ρουγκαλιάζουμι = ξεσχίζομαι περνώντας μέσα από θάμνους, τρυπιέμαι από αγκάθια.

ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον κόσμο.

ρουιάζουμι = πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος

ρουιδάμι = τρυφεροί βλαστοί πουρναριού

ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.

ρουιδούλα =ροδομάγουλη, όμορφη

Ρουμαίικου = ελληνικό κράτος.

Ρουμαίοι =Έλληνες

Ρουμιουϊπούλα =Ελληνοπούλα.

ρούμπαλου = κουκουνάρι από έλατο, εμπόδιο, πρόβλημα

ρούντου = πρόβατο που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα

ρούπουσι η φτσιέλα = έκλεισαν οι σχισμές της.

ρουπώνου = χορταίνω, παραχορταίνω

ρούπωσα = έφαγα και χόρτασα

ρούσα (η) = φοράδα με μελαχρινοκόκκινο χρώμα.Από τη λέξη «ρούσιος» , ρούσος που σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

ρούσα (τα) = μαύρα (λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην επιφάνεια

ρουσάτη, = γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά και περήφανη

ρούσινος, -η, -ο = ρωσικός

ρούσος = ξανθοκόκκινος Από τη λέξη «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος

ρουσουγένιους = ξανθογένης.

ρούσους, -α, -ου =. ξανθός , ξανθοκόκκινος.

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.