σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη χρησιμοποιούμε για θήκη κυρίως όπλων

σ’λούπι = χαρακτηριστικά του προσώπου,. σουλούπι

σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί του προβάτου, για να το γνωρίζω.

σ’μάδι = σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων, κάτι που σε προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο, μαλλιά.       τα σμάδια= οι βέρες του αρραβώνα

σ’μαδιακός = χαρακτηριστικός, σπάνιος

σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι έτοιμα για γένου

σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της κύησής της και έχει κατεβάσει μαστάρι.

σ’ναφ’κά δικαστήρια = δικαστήρια της στάνης που δίκαζαν σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων

σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.

σ’νάφι = άτομα που έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση. ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα

σ’νί = μεγάλο ταψί.

σ’νόρτα = σύνορα, όρια.

σ’πσί = μικρή πίπα.

σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μονός αριθμός) που φτάνει τρέχοντας πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο γεγονός του γάμου.

σ’χαρίκια = συγχαρητήρια φιλοδώρημα σε εκείνον που αναγγέλλει πρώτος μία ευχάριστη είδηση.

σ’χουράου = συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών.

σ’χώριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς όπου οι νεότεροι παίρνουν συγχώρεση από τους γεροντότερους

Σάββα, Σαββάτου = Σάββατο.

Σαββατουγεννημένος = αυτός - η που γεννήθηκε Σάββατο και τον συνοδεύει στην ζωή του καλή τύχη

σαγιάζω, σαϊαζω = σκεπάζω το μαντρί

σαία = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που μεταφέρεται

σαϊάζου =βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά

σαϊάς = η επικλινής σκεπαστή κατασκευή του μαντριού

σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των

σαίϊα, σέϊα = το σύνολο των μεταφερόμενων σκευων και πραγμάτων του νοικκυριού

σάικους =στερεός, σταθερός, όπως πρέπει

σαΐτα = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο περνάμε το υφάδι, είδος φιδιού.

σαϊτάνάς = ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.

σαϊτιά = το πέρασμα της σαϊτας απ το στημόνι με πέταμα

σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)

σαϊτόξ’λου = εξάρτημα από της σαΐτας όπου τυλίγεται το υφάδι.

σακ’λίσια διαούρτη = στραγγιστό γιαούρτι

σακαΐ = αρρώστια αλόγων (αδενίτιδα)

σακαϊάρκα άλογα που πάσχουν α­πό αδενίτιδα  

σακάλιβρου αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλεύρι,αλευροσάκι.

σακατ’λίκι = αναπηρία.

σακάτ’ς = ανάπηρος.

σακατεύκα = χτύπησα πολύ

σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω, -ουμι αχρηστεύομαι, γίνομαι ανάπηρος.

σακατλαμάς = σακάτης.

σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα υλικά.

σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια

σακούλα, μπαλασκόνι =πορτοφόλι

σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά υφάσματα. ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν

σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και οδηγό το κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον κάτι

σαλάγατα = φώναξε στα ζώα να προχωρήσουν προς κάποια κατεύθυνση

σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή

σαλαητά = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνω το κοπάδι.

σαλαΐζου, σαλαϊαζου =ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία

σαλαϊόμι = κάνω σάλαγο, θόρυβο, φασαρία.

σαλαούρας = πολυλογάς.

σαλιάρα =μπροστινό κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε γύρω από το λαιμό

σάλλουμα = άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί

σαλλώνου = σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί

σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη

σαλουγκβιντιάζου = χαζοκουβεντιάζω.

σαλταμπήδα = γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς.

σαλταμπήδας =ανήθικος άντρας

σάμ(ι) =σουσάμι

σαμάρ(ι) = το σαμάρι

σαμαράκι = προστατευτικό τρίχωμα που αφήνουμε στη ράχη από τα μικρά ζώα, όταν τα κουρεύουμε, κάπα.

σαμαροσκούτ(ι) = χοντρό ύφασμα επένδυσης του σαμαριού

σαμαρουτριχιά =τριχιά για το σαμάρι

σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,

σάματ, σάματις = σάμπως, μήπως, σα να

σαπέρα, σιαπέρα         = προς τα πέρα

σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και πέφτουν.

σαπίτ’ς = ονομασία βουνίσιου φιδιού

σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη βλάστηση, γκρεμός (πιθανή προέλευση του ονόματος των Σαρακατσάνων καθώς τα ονοματα πήγαζαν από τα χαρακτηριστικά διαβίωσης της περιοχής των διαφόρων ομάδων. Σάρα = γκρεμός, κάσι = μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ

σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον αγύριστο (κατάρα

σαράκι = σκουλήκι του ξύλου, σκόρος, (μτφ.)στενοχώρια.

σαρακιάζει του ξύλου = γεμίζει από σκόρο.

σαρακουστεύου = νηστεύω για τη σαρακοστή

σαραντάημερου = μνημόσυνο για τα σαράντα του πεθαμένου

σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα, λίπος στο μαλλί των ζώων

σαριασμένα μαλλιά = μαλλιά βρώμικα

σαρκώνου = είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι ψυχικά

σάρκωσαν = έπιασαν τα ζώα σε μέρος και βόσκουν με όρεξη δεν μετακινούνται πολύ, βόσκουν με ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ την βοσκή.

σαρμανίτσα = ξύλινη παιδική κούνια μπορεί να ήταν και το σαμάρι ανάποδα

σαρμανίτσα = κούνια,νεμοκούνια, κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά, κουνίστρα ανιμόκονια, ανιμόκονα, κουρναρέτα, κρεμαντούλα, κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο, κούλιουρος, κουρνιαλέτσα | σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ, τρόκνια, κουβέλι, κβέλι από το Λατινικό cuna

σάρουμα = σκούπα, σκούπισμα,το φυτό (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το οποίο φτιάχνουμε σκούπες

σαρώνω = σκουπίζω

σαφράνι = κρόκος, (μτφ.)άνθρωπος με ωχρό πρόσωπο.

σβάν(ι) = κανάτα

σβάου, σβήου = σβήνω

σβαρνάου = σέρνω

σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω, απαγάγω

σβέρκια = σβέρκος.

σβηντζούρι = περνάει αστραπιαία από μπροστά σου

σβόιρας = αυτός που στροφάρει το μυαλό του, πανέξυπνος, πολυμήχανος

σβώλος, βωλιός = κομμάτι σφαιρικό (χωματος, τυριού, ψωμιού, κ.α.). Ομηρικό «βώλος» (βλέπε «σβώλιου» και Οδύσσεια σ 374)

σγαρλάου, σγαρλεύου = ανακατώνω, ψάχνω.

σγουλώνου =στριμώχνω,πλησιάζω πολύ κάποιον, σφηνώνομαι.

σγώνς = σιμώνεις

σέα, σέια, σαία = πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα

σέβαση = σεβασμός.

σειόμι = κουνιέμαι, κινούμαι.

σειρά = γενιά, σόι

σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα αδίπλα καλύβια

σέλα = σέλλα,κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλόγου, από το Ιταλικό sedeo, πιθανόν η λατινική sella

σια δίπλα = στο πλάι (τό΄κοψε στα δίπλα= ξάπλωσε)

σιαδώθε, σαδώθε = προς τα εδώ

σιάζομαι = φτιάχνομαι

σιάζου = τακτοποιώ, διευθετώ. -ουμι πλένομαι, περιποιούμαι.

σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη Η επιδεξιότητα και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη «σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις περιστάσεις. Γνήσια Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), Δεντρογέρακο (F. subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni), Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus), Μαυροπετρίτης (F. eleonorae), Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F. peregrinus), Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη Γνήσια Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A. nisus), Σαΐνι (A. brevipes).

σιακάτ, σακάτ = προς τα κάτω

σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = προς τα εκεί, ίσια εκεί

σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην μπορεί να βυζαίνει, είδος χαλινού [26, 68].

σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερόντων παιδιών που κίναγε πρωτύτερα

σιάξ = περιποιήσου, φτιάξου

σιαπάν- σιακατ- σιακεί = δήλωση κατεύθυνσης

σιαπάν, σαπάν = προς τα πάνω

σιαπέρα = προς τα πέρα, αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για σιαπέρα}

σιαπέρας = ο άσχετος

σιάπη = αφθώδης πυρετός.

σιαπίσου, σαπίσου = προς τα πίσω

σιαπού = προς τα πού

σιαράφς = κοσμηματοπώλης

σίβους, -α, -ου = αυτός που τοχρώμα του είναι μεταξύ γκρι και μπεζ.

σιγαλά = αθόρυβα, χαμηλόφωνα, αργά, απαλά

σιγαλός, -ή, -ό = σιγανός, αθόρυβος

σιγκούνα και σιγκούνι = είδος χοντρού μάλλινου πανωφοριού

σιγουρεύου = ασφαλίζω κάτι

σιδιρώνου = αρματώνου, ξυλοκοπώ.

σικλέτι = στενοχώρια.

σικλιτίζουμι = είμαι λυπημένος, στενοχωρημένος [27, 426].

σιλιασμός = επιληψία.

σιλώνου = βάζω τη σέλα στο άλογο.

σιμίτι = άσπρο ψωμί, κουλούρι

σιμώνω, σμώνω = πλησιάζω

σινί, σνί = ταψί

σιόπ’ς = αυτός που κάνει του κεφαλιού του.

σιουγκάρα, η, βλ. δυγόνα.

σιουγκράου,σιούγκραω,σιουγκρίζου αγγίζω κάποιον με νόημα, τον ειδοποιώ αγγίζοντάς τον σκουντάω σπρόχνω κάποιον σε μια πράξη, ξεσηκώνω

σιουράου, σιουράω = σφυρίζω, μτφ.) υπολογίζω

σιουρβέτι =άσπρο σαρίκι

σιουρίστρα = σφυρίχτρα.

σιουρτό = σφύριγμα

σιούτα = αυτά που δεν έχουν κέρατα

σιργιάνι, σιριάνι, = περίπατος

σιριανάου = κάνω περίπατο, γυρίζω στους δρόμους

σιρκό = αρσενικό

σιρκός = αρσενικός

σιρκουθήλ’κους, -η, -ου = ερμαφρόδιτος.

σιρμαϊα = απόθεμα

Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το 1965 ήρθαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο Κορδελιό της Θεσσαλονίκης.

σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου, εργατικός, είδος αγριομέλισσας

σιτζίμ = λεπτό σχοινί, γερός σπάγκος

σκ’λεύουντιι (για σκυλιά) = ζευγαρώνουν.

σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο

σκ’λοψώμα = ψωμί για τα σκυλιά που το φκιάχνουμε με πίτουρα.

σκ’νί = σχοινί, το νήμα της ζωής (μτφ

σκ’τιά = ρούχα.

σκ’τίσια = μάλλινα.

σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια, σιδερόσκαλα στη σέλα, αναβολέας, γενιά

σκαλάκι, τσκάλι = ποτήρι.

σκάλουμα = εμπόδιο, πρόβλημα, σκάλωσα

σκαλώνου = αναρριχώμαι ανεβαίνοντας ψηλά,σταματάω μπροστά σε ένα εμπόδιο

σκάμνα = μούρα

σκαμνάκια = παιδικό παιχνίδι.

σκαμνιά = μουριά. Η μουριά (Morus alba και M. nigra, Moraceae) είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό φύλλωμα και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12 είδη Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά (M. nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και η κελτιδόφυλλη μουριά (Μ. celtidifolia).

σκανζλήθρα = η εκτινασσόμενες σε μικρά κομματάκια φλούδες δένδρου πο καίγεται

σκάνια = στενοχώρια, στενοχώριακαι αγανάχτηση μαζί.

σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρώ, σκάω

σκάνιασμα = στενοχώρια

σκαντζλήθρα = φλούδα, μικρό κομμάτι ξύλου που καίγεται και τινάζεται

σκαπετάου = περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού, γέρνω στη ράχη απ την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή

σκάπιτα =μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος και δεν φαίνονται.

σκαπιτάου = περνώ απ την άλλη πλευρά του βουνού, περίπου με ίδια ένοια και το βάϊζω = γέρνω, αλλάζω πλευρά

σκαρίζου = βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το στάλο για να βοσκήσειή το βγάζω για βοσκή

σκαρνουτή =ποδιά με παραστάσεις λουλουδιών, φυτών, δένδρων που τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.

σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από την ομηρική λέξη «σηκάζω», μανδρώνω. Ιλιάς Θ, 131

σκάρφη γίν’κι = έγινε πολύ αρμυρό

σκάρφη, (μέλας ελέβορος β,λ στο δεύτερο μέρος) = φυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες

σκάσιμου = (μτφ.)μεγάλη στενοχώρια

σκάφ, σκαφίδα, σκαφίδι = η σκάφη, λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο, μπάνιο, ζύμωμα (ξύλινη)

σκηνίτις =αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες, έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι

σκιάζομι = φοβάμαι

σκιαζούρ’ς = φοβητσιάρης.

σκιάσματα =αγερικά, δαιμονικά, κακά πνεύματα.

σκιάχκα = τρόμαξα

σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρώπου για να τρομάζουν άγρια ζώα και πουλιά (μτφ.)πολύ άσχημος άνθρωπος.

σκιδιάζου = σχεδιάζω, σκέφτομαι

σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός δέντρου ή ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδι.

σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

σκίνους = Σχίνος (Πιστακία η λεντίσκος – Pistacia lentiscus) Ο Σχίνος όπως και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες των φύλλων εμφανίζονται οι βότρεις των ανθέων. Τα κιτρινωπά ή κόκκινα μικρά άνθη διατάσσονται σε πυκνούς σύνθετους βότρεις, οι οποίοι εκφύονται από τις μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί (δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί, στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα γίνονται κόκκινοι και τέλος, όταν πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Τα φύλλα του είναι άριστη τροφή για τα οικόσιτα. Οι βοσκοί με το ξύλο του κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα γκλίτσες , ρόκες, ή άλλα εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή ραβδιά, ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα σκεύη όπου τοποθετούσαν τρόφιμα, ενώ οι ψαράδες το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν πασσάλους για τη στερέωση των κουπιών της βάρκας, σκαρμούς της βάρκας ή στεφάνι για την απόχη τους. Ο οχινόκαρπος χάρη στην υπόγλυκη γεύση του και την ευχάριστη μυρωδιά του τρώγεται ωμός. Από τον ώριμο σχινόκαρπο έβγαζαν λάδι, το σχινόλαδο, που αποτελούσε ανακουφιστικό φάρμακο για τον πόνο του αυτιού

σκιπή = σκέπη Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον άνεμο). Οδύσσεια ε, 433

σκιρός = σοβαρός, αξιόλογος

σκλαρίκι = σκουλαρίκι

σκλεύουντι = όταν ζευγαρώνουν τα σκυλιά

σκλήθρο = μικρό δένδρο από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη βαφή μαλλιών

σκλήθρου = υγρόφιλο δένδρο με ύψος 20-30 m, με τις κοινές ονομασίες σκλήθρο και κλήθρα η κολλώδης, τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα

σκλήκι = σκουλήκι

σκλί = σκυλί. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την καθαρότητα της ράτσας τους λόγο ενδογαμίας και της κλειστής κοινωνίας τους . Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με όλα τα ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί, το πρόβατο των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ξεχωριστή φυλή η οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους ( ειδικά των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.

σκλόψωμο = φουρνισμένο ψωμί από πίτουρα για τα σκυλιά

σκόρτσα = πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά, μαντράκι

σκόρτσα = χαμόκλαδο, πόα σαν είδος κέδρου με φύλα σαν βελόνες που καίγεται με χαρακτηριστικό ήχο

σκούζου = φωνάζω δυνατά

σκουλαμέντρα = βλεννόρροια

σκουλάου = σχολάω, τελειώνω.

σκουλάτα = είδος από υφαντά.

σκουνταφτου = σκοντάφτω  

σκουντιρίτσα ,σκοτουρίτσα = κοστερίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα, κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta communis, κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα,   γκουστερίτσα, γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα, γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα, γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα, σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα, σκουτουρέλα, γουστερέλι,   σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα, γκουσταναρίτσα,   γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα, γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι

σκούξιμο = φωνές δυνατές

σκουρπουφτέρη = φτέρη με θεραπευτικές ιδιότητες.

σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.

σκούσματα =  δυνατές κραυγές πόνου.

σκουτάδιασι = έγινε σκοτάδι.

σκουτειδιάζει = γίνεται   πυκνό

σκουτίδα = βαθύ σκοτάδι. = σκοτάδι. Ομηρική λέξη «σωτάδιον» (σκότος). Οδύσσεια τα, 389

σκουτούρα = ζαλάδα, (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.

σκουτουρέλλα = σαύρα.

σκουτουριάζουμι, ντραλίζομαι = ζαλίζομαι

σκουτουρίτσα, σκουταρέλα = σαύρα.

σκούφια, κατσιούλα = κουκούλα στην κάπα και στην καλύβα

σκόφλα = φύλλα συκιάς

σκρουμπιάζου  = καρβουνιάζω,γίνομαι σκρούμπος.

σκρούμπος = κάηκε εντελώς , καρβουνιάστηκε

σκρουπάου = σκορπίζω.

σκτιά = ρούχα

σκύβαλα = υποπροϊόν μετά το κοσκίνισμα του σιταριού

σκύλα = κακιά κα μοχθηρή γυναίκα

σμά = κοντά

σμαδεμένο = το σημαδεμένο

σμαδεύω = σημαδεύω με κάποιο χαρακτηριστικό για να αναγνωρίζετε το ζώο ότι μου ανήκει

σμαζώνου = φέρνω κοντά μου, συμμαζεύω , τακτοποιώ, συγκεντρώνω

σμέρτου = καρπός της μυρτιάς Ο Διοσκουρίδης κατέταξε τις μυρτιές σε αυτές με μπλε και σε αυτές με λευκούς καρπούς, οι οποίοι έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Τους έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης και την διάρροια, σε μορφή βρασμένου χυμού. Η συνταγή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη παραδοσιακή ιατρική.

σμίξη = αντάμωμα, αντάμωση, συμβολή των ποταμών.

σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες = συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο οι, βλ.

σμυρτιά = το φυτό μυρτιά.

σμώνου, σγώνω = πλησιάζω, ζυγώνω.

σνάφ(ι) = η κοινή ράτσα μας, η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων

σνόρα = πονηρή γυναίκα.

σόι = συγγενείς, συγγένεια

σουγκάρι = βυζανιάρικο αρνί, μικρότερο παιδί μιας οικογένειας

σούδα = κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και πέτρες, τα ζώα που κινούνται με ορμή προς μία κατεύθυνση

σουδιάζου = οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα και με γρήγορη κίνηση

σουϊεύου = είμαι συγγενής με κάποιον, δίνω γνωριμία στο σόι μου

σουκάκια = τα δρομάκια, τα στενά

σουκακιάρα = αυτή που είναι συνέχεια στα σοκάκια, γυρίζει

σουκόρφι, σουρκόφι, = μάλλινη αντρική μπλούζα

σουμπόλια = σκωπτικά τραγούδια που στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα , αυτά που μπολιάζονται (ενώνονται) σουμπολιασμένα

σουμπουλιάζου = ενώνω κάτι για να φαίνεται τελειομένο, συμπληρώνω κάτι μισοτελειωμένο, το ολοκληρώνω, κουτσομπολεύω

σούμπρα = το μέσα από το φλοιό των καρπών με κέλυφος, κουκούτσι.

σουπάνι = εσωτερικό πανί, φόδρα.

σουργούνι = 1. ρεζίλι. 2. εκτόπιση [17, 337].

σούρλα, κατσιούλα = κουκούλα

σουρός, σωρός = γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, αρμακάς, βουναρκά, βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα, κούκους, ντάνα, κοβνός, κουβνός, γκούβνος, από το λατινικό cumulus

σουρτάρα = όπως κινούνται τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο και τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια κατεύθυνση, μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας σουρτάρα

σουρταριάρα = προβατίνα που μπο­ρεί να οδηγήσει το κοπάδι

σουσούρα = φυτό με το οποίο φκιάνουμε σκούπες.

σουφαρής = τούρκος ιππέας

σουφέρ’ς, ου = οδηγός

σουφλάου, σουφλάω = τσιμπάω με σουβλί, μπήγω, έχω οξείς πόνους, πονάω σαν να με τρύπησαν με το σουβλί

σουφλί = σουβλί.

σουφλιά = οξύς πόνος,ραδιουργία, σκευωρία.

σουφλιρός, -ή, -ό = μυτερός, οξύς.

σουφουριάζου = κάνω έρωτα.

σούφρα = πρωκτός

σουφράς = τάβλα.

σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει στο φαΐ, λαίμαργος, κώλος

σπαθάτους, -η, -ου = λυγερόκορμος.

σπαθέλα (υπερικό το διάτρητο) το φυτό το σπαθόχορτο, χόρτο που τα φύλλα του έχουν σχήμα σπαθιού. Το χρησιμοποιούμε για να επουλώνουμε τις πληγές

σπανά = γυμνά βουνά, βουνά χωρίς δέντρα.

σπανίσιους, -α, -ου = αυτός που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).

σπαράγγι = καρπός από τη σπαραγγιά.

σπαραγγιά = φυτό πόα που τρώμε τον καρπό του και το χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια [26, 167].

σπάργανα = τα πανιά που τύλιγαν το βρέφος, ψιλή καθάρια χριστουγεννιάτικη κουλούρα

σπέρδιλος = ευκίνητος, γρήγορος

σπερδούκλι, σπιρδούκλι, (ασφόδελος) = φυτά είδος κρίνου με λεπτά μακριά φύλλα και βγάζουν ένα μακρύ στέλεχος περίπου 80 εκατοστά όπου στην κορφή βρίσκονται τα άνθη του

σπιρδουκουκάλι = άνθος από το σπιρδούκλι.

σπιτσιέρ’ς = φαρμακοποιός.

σπληνάντιρου, του έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του χοντρού εντέρου του ζώου από κομμάτια σπλήνας [12α, 146].

στ’λιάρι = στειλιάρι, ξύλινη λαβή στα γεωργικά εργαλεία

στ’μόνι = στημόνι, νήμα του αργαλειού.

στάλια,στάλος = χώρος που κοιμούνται τα ζώα να γλυτώσουν την κάψα του μεσημεριού , τόπος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται πιθανόν από τη λέξη «στάλιξ-ικος» = πάσσαλος στο οποίο προσδένονται δίκτυα.

σταλίζουν τα πρότα = κάθονται το μεσημέρι στον ίσκιο και αναπαύονται

σταμούτα = άφωνα, κρυφά, χωρίς θόρυβο

στάνη = οι εγκαταστάσεις όλες του σαρακατσάνικου τσελιγκάτου για ανθρώπους και ζώα

στανιό (με) = με το ζόρι

στανιό = με το έτσι θέλω

στατέρι = το καντάρι

στατέρι, του είδος ζυγαριάς.

στατιράδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά [26, 120].

σταυραδέρφια = δυο συνήθως ή και περισσότερα άτομα που θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια μετά από αδελφοποίηση.

σταυράδιφους, -ιρφή = αδελφοποιτός, αδελφοποιτή.

σταυραϊτός = αετός ο νάνο, γενναίος, δυνατός

Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της ζωής των Σαρακατσάνων και είναι ένα από τα πλέον εμφανιζόμενα σύμβολα και είδος δεσίματος , διασταύρωση στα λούρια.

σταυρουβιλουνιά = τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει χιαστή).

σταυρουγειτουνιά = γειτονιάμε πολλά σταυραδέρφια

σταύρουμα = δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού όλων των κατασκευών

σταυρουμάνα = μάνα του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής σταυρουπατέρας = πατέρας του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής σταυρουπουδιάζουμι κάθομαι σταυροπόδι.

σταύρουση, η η βασική εργασία για το άνοιγμα του διασιδιού (το στόμα από όπου περνάει η σαΐτα) στη φάση που το ιδιάζουμε.

σταυρουτό = σχέδιο στο κέντημα και στην ύφανση

σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους και σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Σταυροφορούντες οι Σαρακατσάνοι των οποίων οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα χρησιμοποιούν τη φράση: “Σ΄ έχω σταυρό στ’ μπάλα (μέτωπο)”. Σταυρός η κατσούλα στην κορυφή της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός ο χορός τους (σταυρωτός).

σταυρώνου = συναντώ, ενόνω -ουμι διασταυρώνομα

σταυρώνου γκβέντις = (μτφ.) κουβεντιάζω, συνομιλώ.

σταχταράκους, σταχτιάρ’ς, -α, -κου = αυτός που δε σαλεύει από τη γωνιά της φωτιάς, τεμπελάκος

σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας

σταχτουλόους, ου χώρος στον οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη ή δοχείο στο οποίο τη συγκεντρώνουμε [26, 279].

σταχτουπύρι = χόβολη που τη χρησιμοποιούμε ως θεραπευτικό μέσον στα κρυολογήματα, ως θερμοφόρα

σταχτώνου = ρίχνω σε κάτι στάχτη

στέγνα = ξηρασία, ξέρα

στένουση = δυσφορία στο στήθος, άσθμα.

στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν ) στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος»)

στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα. στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος»)

στήνου καλύβι = φτιάχνω καλύβι

στινάζου = αναστενάζω, γογγύζω.

στινεύουμι =στενοχωριέμαι, έχω οικονομικές δυσχέρειες

στιρέβουμι = στερούμαι

στιρνός, στερνός = τελευταίος.

στιρφάρ’ς = τσομπάνος που βόσκει τα στέρφα

στιρφεύου (μτφ.) =δεν μπορώ να τεκνοποιήσω

στιρφεύουν τα πρότα = τα γαλάρια πρόβατα χάνουν τελείως το γάλα τους.

στιρφόκυπρους, ου κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.

στιφάνι = στρόγγυλο πελεκημένο ξύλο από το οποίο κρέμεται το κουδούνι από τα πρόβατα ή το κυπρί από τα γίδια , ξύλινο πλαίσιο που στηρίζει την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος στην κατσιούλα του κονακιού, απόκρημνο και δύσβατο μέρος.

στιφάνια = στεφάνια, ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο λαιμό τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού. Παράγεται από την ομηρική λέξη «στεφάνη»

στοιχειό = αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον

στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) =από την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι και πολύ γερά.

στουμάχι = στομάχι. Ομηρική λέξη «στομάχοιο». Ιλιάς Γ, 292

στουμπάω = συνθλίβω με θόρυβο, βαράω να σπάσω. πίνω ή τρώω λαίμαργα, κοπανάω

στούμπους = ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα , εργαλείο με το οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα, κοντός. Από τη λέξη «δούπος», που έγινε «γδούπος», στη συνέχεια «σδούπος» και, τελικά, «στούμπος».

στουμπουτύρι = είδος σκληρού τυριού

στουμώνου τα πρότα = σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που θέλω το μπρος μέρος από το κοπάδι

στουμώνω, στομώνω = σταματώ και αντιστρέφω πορεία στο κοπάδι

στούρνα = μεγάλη πέτρα.

στουρνάρι = σκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος, πυρόλιθος που τον χτυπάμε με τον πρυόβολο και ανάβουμε την ίσκα από τις σπίθες που βγάζειστουρνάρι. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).

στραβουγιράζου = γερνάω πρόωρα

στραβουμάρις = κακοτυχίες, αναποδιές

στραβώνου = αναποδιάζω, δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ ορθά

στραγγάνι = σκούφος.

στραγγίζου τα πρότα = τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.

στραγγίζου του τυρί = του αφαιρώ το τυρόγαλο.

στραποβολάει = αστράφτει

στράτα = δρόμος, ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα βουνά και το αντίθετο

στράτα, φαρδόστρατα = δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρόμος, δρομί, , στρατί, στράδα, στρατόνι, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα, τζαντές, ντουσιμές από το Βενετσιάνικο corso

στρατεύουμι = κατατάσσομαι στον στρατό.

στρατί = δρόμος  

στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που έχουν σχέση με το στρατό

στρέου τα όνειρα= επαληθεύονται τα όνειρα

στρέουμι, στρέου = συμφωνώ, συγκατανεύω.

στριβάδι =χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα.

στρίβου = ευνουχίζω τα αρσενικά ζώα, μπουρδίζω

στρίβουν τα χουρτάρια = περνάει η εποχή τους,ξεραίνονται

στριγγλιάτα = γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.

στριφουγυρίσματα = στροβιλισμοί των κύματων στα τραγούδια

στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο χέρι(χωρίς πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται προς τα άκρα.

στριφτός = γυριστός, αυτός μιλάει με υπονοούμενα, αυτός που ειρωνεύεται

στρίφτου = στρίβω.

στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.

στρόγγυλις γκβέντις = ορθές κουβέντες,λογικές κουβέντες, ήρεμες χωρίς (οξείς γωνίες) αιχμές

στρούγκα = κυκλικό μέρος κλεισμένο με λούρα στο οποίο αρμέγουμε τα πρόβατα

στρουγκάνι = θάμνος.

στρουγκιάζου = βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα

στρουγκόλια, στρουγκουλίθια = πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες

στρουγκουλίθια = μεγάλα λιθάρια που τα βάνουμε στο μάτι της στρούγκας για να κάθονται οι αρμεχτάδες

στρουμπάρα = αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι.

στρουμπούλου = στρουμπουλή γυναίκαπαχουλή γυναίκα

στρουμπουλούτς’κους, -η, -ου = παχουλούτσικος.

στρουσίδια =μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο κρεβάτι, σε διακοσμητικά

στύφτει = στερεύει.

στύψη = στίψιμο, αποχύμωση

στφάδι, στμόνι = νήματα του αργαλειού

συβάζου = αρραβωνιάζω, -ουμι αρραβωνιάζομαι

σύβαση, συβάσματα = αρραβώνες

συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρού που πάνε να αρραβωνιάσουν συβαστικιά = αρραβωνιαστικιά.

συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβώνων με δαχτυλίδια και βασιλικό, ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα και καμιά φορά και λίρα

συγγινήδις = συγγενείς

συγγινιά = συγγένεια.

συγκαθάει = χοροπατάει, χοροπατάει

συγκαθάου = πειράζω κάποιον, τον ξεσηκώνω, τον ενοχλώ, δεν με χωράει πουθενά

συγκαθιάρα, συγκαθόκουλη = άτακτη, ζημιάρα, ανήσυχη

συγκαίρια = καραβάνια αλόγων στη στράτα

συγκαιριάζω, συγκιριάζου = δένω το επόμενο άλογο στο σαμάρι του προηγούμενου δημιουργώντας αλυσίδα

σύγνιφα = σύννεφα.

συγνιφιά = συννεφιά

συγχουριμός = συγχώρεση, άφεση αμαρτιών

σύθαμπου = θαμπάδα του απόβραδου

σύλλουγα = σκέψεις, συλλογισμοί, προβλήματα, έγνοιες

συλλουιόμι = συλλογίζομαι

σύμβασμα = αρραβώνιασμα

συμμαλίσιου, =   είδος διασιδιού.

σύμμασι = περιμάζεψε,συγκέντρωσε, ταχτοποίησε

συμπάω = ανακατεύω τα κάρβουνα και μαζεύεται η στάχτη της φωτιάς. (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ), (μτφ.) παροτρύνω, βοηθάω, ενθαρρύνω

συμπιθιριακό, συμπεθεριακό = οι συγγενείς του γαμπρού που πάν να φέρουν την νύφη

συμποδαύλι, ξυθάλλι = ξύλο περίπου 1 μέτρου και κάτι όπου διασκορπίζονται, στρώνονται, ανακατεύονται τα καιγόμενα ξύλα κυρίως στον φούρνο ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται τα ξύλα που καίγονται γενικά

συμφωνή, σύμφουνου = συμφωνία

συν’θάου = συνηθίζω.

συνάζου = συγκεντρώνω, -ουμι συγκεντρώνομαι

συνάζω = συγκεντρώνω

συναλλάζου = εναλλάσσω περισσότερα πράγματα.

συναξάρι, του μάζωξη, συγκέντρωση.

συνδυό δυο-δυο: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι

συνήθειου = συνήθεια.

συνηθού = συνηθίζω, έχω συνήθεια

συνιριά = συναγωνισμός, αντιπαράθεση [12β, 178].

συνιρίζουμι = συναγωνίζομαι κάποιον, θέλω να του μοιάσω, τον εχω σε εκτίμιση

συν'φάδα= συννυφάδα

συνουδειά = συντροφιά, παρέα

συνουμόλ’κους = συνομήλικος

συνουρίτις = αυτοί που έχουν συνορεύουν στα βοσκοτόπια

συντάζου = ετοιμάζω,-ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση

συντζουκόβουμι = κατατσιμπάω τα μάγουλα από απόγνωση,χτυπιέμαι, είμαι απελπισμένος, τα έχω χαμένα

συντρόφι = αγαπημένος σύντρο­φος, γυναικείο εσώρουχο.

συντρόφοι = δυο βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

συντυχαίνου = συναντώ

συνφάδα, συμφάδα = συννυφάδα

σύρε, σύρι = πήγαινε

συρματένια μέση = λεπτή μέση.

συρμή = αρρώστια συνήθως ελαφριά, επιδημία

σύρραχου = κορυφογραμμή.

σύρτ’ς = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο η υφάντρα ξεσέρνει το διασίδι.

συφιρτά = συμφέροντα, καλώς καμωμένα, καμωμένα με ευνοϊκό τρόπο.

συχνουρουτού = ρωτώ συνέχεια ασταμάτητα

σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το μαχαίρι για να το σφάξουμε.

σφαϊό, καρφί, σφάξμου = δυνατός ρευματικός πόνος στην πλάτη, δυνατός πόνος

σφαλίζου τα μάτια = (μτφ.)πεθαίνω.

σφαχτά = γιδοπρόβατα, για σφάξιμο, σφαγιασθέντα

σφαχτό = το σφαγμένο ζώο και γδαρμένο ζώο

σφήνα ψουμί = φέτα από ψωμί, μεγάλη φέτα

σφιντάμι = σφένδαμος, δέντρο με ανθεκτικό ξύλο σφένδαμος, το σφενδάμι ή σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς, αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του σφένδαμου, που έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με δυο μεγάλα φτερά.

σφιντζουράου, σφρου­ντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και περιστρέφεται κάνοντας θόρυβο στον αέρα

σφιντόνα = σφενδόνα. Ομηρική λέξη «σφενδόνα». Ιλιάς Ν, 716

σφίξη = ζόρι, δυσκολία

σφογγιώμι = σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι,

σφουγγάω = σκουπίζω

σφουντίλι = εξάρτημα της ρόκας γνεσίματος

σφουντύλα =  στροφή, γυροβολιά.

σφουντύλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το αδράχτι που διευκολύνει την περιστροφή του

σφουριάζου , σουφουριάζου. = ξεπαρθενεύω ελεύθερη -ουμι, μου περνουν την παρθενιά

σφουριασμένη = ανύπαντρη γυναίκα που έγινε γνωστό πως δεν είναι παρθένα

σφούρλα = ρόδα, περιστροφή

σφράϊστρου = σκαλιστή ξύλινη σφραγίδα για τα πρόσφορα Σφραγίδα του πρόσφορου (συμβολισμοί και έννοιες).Το Πρόσφορο είναι το ψωμί που προσφέρουμε στον Ναό, για να τελεσθεί η Θεία Ευχαριστία. Μαζί με το κρασί, ως Τίμια Δώρα (άρτος και οίνος). Πάνω στο Πρόσφορο υπάρχει ανάγλυφο σχέδιο, που σχηματίζεται από σφραγίδα (σφραϊστρο). Το στρογγυλό σχέδιο του Προσφόρου συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, απ' όπου προήλθε (γεννήθηκε) ο μονογενής Υιος της. Από το κέντρο του Προσφόρου βγαίνει ο Αμνός, δηλ. το κεντρικό τετράγωνο του σχεδίου με τα γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ιησούς Χριστός νικά). Τα γράμματα αυτά πρέπει να είναι ευδιάκριτα και να φαίνονται καθαρά. Λέγεται Αμνός (αρνάκι), γιατί ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε ότι ο Μεσσίας σαν ένα άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το σχέδιο του Προσφόρου περιέχει επίσης τη μερίδα της Παναγίας με τα γράμματα Μ και Θ, δηλ. Μήτηρ Θεού. Η τριγωνική μερίδα της Παναγίας τοποθετείται δεξιά του Αμνού στο Δισκάριο Από τα εννέα τριγωνάκια, που βρίσκονται στο δεξί μέρος του προσφόρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων και όλων των αγίων και τοποθετούνται αριστερά του Αμνού. Οι άγιοι που μνημονεύονται είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι, οι Ανάργυροι, οι Θεοπάτορες μαζί με τον άγιο της ημέρας και τελευταίος ο Πατέρας της Εκκλησίας που συνέγραψε την τελούμενη Θεία Λειτουργία. Από άλλα τμήματα του Προσφόρου εξάγονται οι μερίδες υπέρ των ζώντων και των κεκοιμημένων, οι οποίοι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτές τοποθετούνται εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία Κοινωνία κατά τη συστολή (ένωση) Σώματος και Αίματος ο Λειτουργός τις ρίχνει στο Δισκοπότηρο

σφρουντζλάου = εκσφενδονίζω

σχαριάτες = καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του συμπεθεριακού με την νύφη στο κονάκι του γαμπρού

σχασιά = σιχασιά

σχιζάφτκου = σημαδεμένο ζώο με σχίσιμο αυτιού

σώνου = τελειώνω, φτάνω κάπου, πιάνω, -ουμι σώζομαι, αδυνατίζω.

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.