τ' τα στρώνω = μουντζώνω.
τ΄απίστωμα = μπρούμυτα
τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό
τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για γνέσιμο
τ’λούπα του κιφάλι = άσπρισε.
τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα
τ’λούπις ρίχνει = χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες
τ’λουπώνου = σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα σφάλματα, κάνω τλούπα, –ουμι σκεπάζομαι
τ’μάριμα = τακτοποίηση.
τ’μόϊνη = ετοιμόγεννη.
τ’ρόγαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο το στράγγισμα του τυριού
τ’σάκι = δισάκι, δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα ώστε να παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω
τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.
τα στρώνω = μουντζώνω.
τα'αμπρούμτα = μπρούμυτα
τα'ανάσκλα = ανάσκελα
ταβάς = ρηχή κατσαρόλα, ταψί
τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό τραπεζομάντιλο, τραπέζι για φαγητό, σοφράς ].
ταβλαρώθκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
ταβλάς = παχνί για άλογα
ταβλιάζου = τραπεζώνω, φιλοξενώ.
τάγκιασι του φαΐ = αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.
τάδις = οτάδε, ένας, κάποιος.
ταή = τροφή, ξηρονομή για ζώα
ταηστάρι = σακούλι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό τους
ταίρι = σύζυγος ή σύζυγος, η αγαπημένη
τακάτι = αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο
ταλαγάνι = χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.
τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα γινόταν και την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για να ευχαριστήσουν τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους
ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχόρταγος, δουλεύει ακατάπαυστα .
ταμπακέλα = καθρέφτης
ταμπακιέρα = χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό, τσιγαροθήκη.
ταμπλάς = κατακέφαλα
ταμπούρι = φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
ταντέλις = δαντέλες.
ταπεινουσύνη = ταπεινότητα, σεμνότητα.
τ'απουτώρα = πρωτύτερα, πριν από λίγο
ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό
ταράφι = πολύς κόσμος, μεγάλο σόι
ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή ψωμί
ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
τάσι = μεταλλικό κύπελλο ανοιχτό προς τα πάνω
τατάς = πατέρας
ταυτίνα = αυτά.
ταύτου, επί ταύτου = για αυτόν ακριβώς το λόγο.
ταχιά = αύριο
ταχτική = κανόνες, αρχές
Ταχτικό = στρατός.
τέκνου = μωρό
τέλια = νυφικό στόλισμα κεφαλιούμε λεπτές συρματένιες βελόνες με τις οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά
τέλους πάντους = τέλος πάντων.
τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα, τιντόξ’λα, ξάπλα καταγής.
τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που κατασκεύαζαν την προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά η αντίστροφα
τέντζερης = χάλκινη κατσαρόλα
τέρα = κοίτα
τέρατου = τέρας.
τέσσιρου = τέσσερα.
τέτοια = το αντρικό μόριο
τζαμάρα = μακριά φλογέρα
τζαμπούνα = σφυρίχτρα
τζιάκους = κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά
τζιανταρμάδις = Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.
τζιαντές = αυτοκινητόδρομος.
τζιαφέτι = μάζωξη, γιορτή
τζιλέπ’ς = φοροεισπράκτορας.
τζιλέπια = φόροι.
τζιόμπανς = τσομπάνος
τζιουβαΐρι = (μτφ.) παλληκάρι
τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.
τζιουμπαν’κά = τσομπάνικα
τζιουμπαν’λίκι = το επάγγελμα του τσομπάνου
τζιουμπαν’λίτκα = έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
τζιουμπάν’σσα = γυναίκα που βόσκει κοπάδι, τσομπανοπούλα
τζιουμπανιά = τσομπαναραίοι κατώτερη κοινωνική τάξη
τζιουμπανόκλιτσα = κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα.
τζιράδι = μικρή φλογέρα
τζιτζβές = μπρίκι .
τζιτζβές, τζιουτζιουβές = μπρίκι
τζίφλια = (τα)μάτια ( Τα τζίφλιας απού μέσα = μούντζωμα), ελαττωμένη όραση.
τζουραχείλ’κα = χείλη φουσκωτά, πρησμένα.
τζουρνάρα = καταρακτώδης βροχή
τήρα = κοίτα
τηράου =βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, φροντίζω, -ώμι κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό
τηριέμαι: κοιτάζομαι, καθρεφτίζομαι· αυτοσυντηρούμαι, φροντίζω μόνος τον εαυτό μου
τηρώ = κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι προς κάτι, διαφυλάσσω
τι = γιατί, επειδή
τι γιένιστι = τι κάνετε, πώς είστε.
Τι φτιάντς = Τι κάνεις
τίγκα = στα γεμάτα, φίσκα, κάργα, υπερπλήρως
τιγκάρω = γεμίζω κάτι πλήρως, τίγκα
τιλεύω, τελεύω = τελειώνω, παιδεύω, υποφέρω, υπομένω, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.
τιλιμός = μεγάλη ταλαιπωρία.
τιλώνω = γεμίζω, πληρώ.
τιμάρεμα = περιποίηση, φροντίδα· μτφ. ο ξυλοδαρμός.
τιμαρεύω = περιποιούμαι, φροντίζω· κάνω κομμάτια, σκίζω, πελεκώ, μτφ. δέρνω
τιμπέλ’σσα = τεμπέλα.
τιμπέλου = τεμπέλα.
τιμπλάρι = οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.
τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο.
τινικιδάκια, ντινικδάκια = παιδικό παιχνίδι.
τιντόξ’λα = ειδικάξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
τιντόφουρκις = οι 2,5 μ. φούρκες που χρησιμοποιούνται στο στήσιμο της τέντας (τσιατούρας)
τιντώνουμι = κοιμάμαι, απλώνομαι
τίποτας , τίποτις = τίποτα.
τίπουτας, καν'τίπουτα = τίποτα
τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά:
τιρλαίνουμι = τρελαίνομαι
τιρλίκι = κοντή κάλτσα
τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τις κάλτσες
τιρτίπ’ς = επιδέξιος, ο καταφερτζής
Τιτράδη = Τετάρτη.
τιτράκλουνους = αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.
τιτράξανθα μαλλιά = μαλλιά πολύ ξανθάτιτραπέρατους, -η, -ου πανέξυπνος.
τιτραπέρατος = πανέξυπνος
τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα.
τιχνιβέζ’ς = αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.
τιχνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του
τλάζι = είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.
τλούπα = η ποσότητα του μαλλιού που μπαίνει στην ρόκα
τλούπα = τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα
τλουπάνι, τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμεύει για σουρωτήρι
τλουπώνω = καλύπτω με ύφασμα κάτι κάποιον, κουκουλώνω
τλώνω = τεντώνω
τομ = μόλις
τομάρι = το δέρμα
τόπα = τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι
τόπι = η μπάλα, μπάλα του κανονιού, βλήμα
τόπια = μέρη, τοποθεσίες
τοπιάτκο = το νοίκι για τον τόπο , η ντόπια καταγωγή (τοπιάτ'ς)
τότις = τότε
του λέν’ τα πλιά = κελαηδούν.
τούμπα = μικρή συστάδα από δέντρα
τουμπακιάζουντι τα πρότα = κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο
τουμπανιάζω = γίνομαι τούμπανο, φουσκώνω, πρήζομαι
τουπώνω = κλείνω ερμητικά κάτι
Τουρκιά = Τουρκία, οι Τούρκοι, μέρος, τόπος που ανήκει σε Τούρκους
Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία
τουρκόϊπουλου = Τουρκάκι
τουρλουκάλ’βου = ορθό κωνικό κονάκι.
τουρλουτό κουνάκι = όρθιο κωνικό καλύβι.
τουρλώνου = αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω
τουρτουράου = τρέμω από το κρύο
τούφα = φούντα, θάμνος,
τραβιώμι = ταλαιπωρούμαι.
τραγαζίκα, ταργαζίκα =
τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση
τράγιος -ια -ιο = τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου
τραγκανίζου = κουνώ, –ουμι κουνιέμαι.
τραγόκαπα = κάπα από μαλί τράγου, γιδίσιο μαλλί
τραγουδστά = με τραγούδι λέω κάτι
τραΐ = τράγος.
τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες
τράϊομαλλου = γίδινο κουρεμένο μαλλί
τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί
τράνεμα = το μεγάλωμα, η μεγέθυνση, η ανατροφή
τρανεύου = μεγαλοπιάνομαι, μεγαλώνω, (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.
τρανός, -ή, -ό, μεγάλος, (μτφ.) σπουδαίος.
τραπέτσι = κάτι που είναι πολύ ξινό.
τραχ’λιά = κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπιτσα.
τραχανάς = στάρι χοντροκομμένο και βρασμένο με γάλα, με το οποίο έκανα φαγητό η πίτα είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή κόκκων μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης, στούρνος. Από τη λέξη «τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα
τραχανόπτα = πίτα από τραχανά
τραχλιά = τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο και περιβάλει τον τράχηλο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.
τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης
τρεμούρα, τρεμούλα = ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος, ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω κάτι.
τριανταφυλλιένια = όμορφη γυναίκα σαν τριαντάφυλλο ροδοκόκκινη
τριανταφυλλούλα = χαϊδεμένο κορίτσι
τριβαλιάζουμι = κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια
τριβλός, -ή = ψευδός, βραδύγλωσσος.
τριβόλι = αγκαθωτό ζιζάνιο μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί
τριγανός = λιανός.
τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε
τρίμα = πολύ λίγο
τρίμματα =. ψίχουλα, θρύψαλα, (μτφ.) λίγα χρήματα.
τριμμόψα = ψίχουλο
τριμουλιάζου τρέμω.. τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.
τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι
τριπιδουκλιά , μπουρδουκλιά = τρικλοποδιά.
τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές
τριτόημιρα = κάθε τρεις μέρες
τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι τεσσάρων ετών.
τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί (θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).
τρόγαλο , τζάρος = τυρόγαλο (από το ελληνικό
τροξ = περπατησιά άλογου (άτσαλο βάδισμα).
τρόξα παθαίνου = βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο
τρουβαδένιου = ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.
τρουβαδιάζου = γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον τροβά διάφορα πράγματα.
τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι, που βάνουν
τρουβούλς = υποκοριστικό του τρουβάς(μικρός)
τρουΐρα, τρουΐρου = γύρω-γύρω
τρούμπα, θρούμπα = ρολό μαλλιού η υφάσματος
τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο αφτί
τρουϋρίζου = τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, γυροωέρνω
τρουΰρισμός = τριγυρισμός, περιπλάνηση.
τρουυΰρου = τριγύρω
Τρυγητής = τρυγητής, μήνας Σεπτέμβριος, επειδή γίνεται ο τρύγος των αμπελιών· εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι
τρύγος = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.
Τρυητής = Σεπτέμβριος
τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα
τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί
τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα στα λόγγα
τρύπουσα = έκρυψα, κρύφτηκα
τρυπώνου, τρυπώνω = κρύβομαι, κρύβω κάτι, - ουμι κρύβομαι
τρών’ τα σκ’λιά = γαβγίζουν, έ΄ναι ανήσυχα
τσ’γάρα, καϊάρα = τσιγάρο.
τσ’κάλι = ποτήρι
τσ’κάρια, τα ράχες.
τσα(λα)κατιώμι = μαλώνω μιλάω δυνατά
τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί ψόφησε αλλα δίνει γάλα
τσαγκαδάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια
τσαγκάδια = το κοπάδι που αποτελείτε απο τσαγκάδες
τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και το βάζουμε σε ασκί.
τσαιρ(ι) = λιβάδι, ακαλλιέργητο χωράφι, οικόπεδο παρατημένο
τσαϊρό = τσαγερό
τσαϊρό = τσαγερό, τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).
τσακ’στός τόπους = πλαγιά με απότομη κλίση.
τσακάλι = σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα
τσακίζει η μέρα = γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το απόγευμα
τσακίζιτι = σπάει
τσακίζω = σπάζω
τσακίς = βιάσου, έλα η φύγε γρήγορα
τσακίσκα = χτύπησα
τσακίσκει = έπεσε και χτύπησε άσχημα, ή ήρθε πολύ γρήγορα
τσακμάκι = αναπτήρας
τσάκνα = άχυρα. τσακμάκι = είδος αναπτήρα (οινοπνεύματος ή πετρελαίου) με φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος
τσάκνα = προσανάμματα
τσακνιάρης = αδύνατος άνθρωπος, σαν τσάκνο
τσάκνο = ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός, αδύνατος άνθρωπος
τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και αλατισμένο.
τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.
τσαλί = το παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος ξύλο.
τσαλιά, παλιούρια = χαμόκλαδα αγκαθωτά.
τσαμπάς = μαλλιά ανθρώπου
τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο.
τσαμπούρι, τσάμπουρο = το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του σταφυλιού όταν φαγωθούν οι ρώγες του.
τσάντζαλα = παλιόρουχα, κουρέλια.
τσαντίλα = α ραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί
τσαντίλα = τυρόπανο
τσάντσαλα = πράγματα με μικρή αξία, μικροπράγματα
τσαούλι = σαγόνι, πηγούνι
τσαούλια = σαγόνια
τσαπίζω = δουλεύω με την τσάπα, σκάβω, σκαλίζω.
τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)
τσάπουρνα = μπλε καρποί της τσαπουρνιάς, άγρια μύρτιλα, (μπλούμπερι)
τσάπουρνο = ο καρπός της τσαπουρνιάς, της άγριας δαμασκινιάς κοβέμι (ποντιακ.)
τσάπ-τσάπ = έτσι φωνάζει ο τσομπάνος τα γίδια να έρθουν
τσαρδάκι = κιόσκι, ίσκιος με κλαδιά από δέντρο η άχυρα
τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα
τσαρκαλάω = αρμέγω το γάλα με γρήγορες κοφτές κινήσεις επαναλαμβανόμενες
τσαρκαλεύω = ψάχνω, πειράζω κάτι, σκανταλεύω
τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην βυζαίνουν όλη την ώρα
τσάρκος = περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη γιδοπροβάτων
τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο
τσαρ'χάδις = τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.
τσάτσα = πέος, κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά
τσάχαλα = σκουπίδια, συνήθως τρήματα ψωμιού (τρημόψις)
τσαχαλίζω = γεμίζω σκουπιδια
τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι, άχυρο.
τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.
τσέντσαν = τους έντυσαν
τσέτα, τσιάτα = ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από
τσέτλας = σκυτάλη .
τσητώνου = φουσκώνω, παραγεμίζω την κοιλιά μου, χορταίνω τσιακατούρα = συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση, μάλωμα'
τσιάκατα = λόγια επιθετικά, δυνατές φωνές
τσιακατάς = φωνάζεις νευρικά, κάνεις φασαρία μιλώντας με νεύρα
τσιακμακάου = πατάω το τσακμάκι να ανάψει πολλές φορές
τσιάκνα = πολύ λεπτή σαν τσάκνο
τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.
τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού
τσιαλντίζει = αλλοιώνεται, αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη, μεταλλάσετε
τσιάλτ'σι του μυαλό = έχασε, έχασε τα μυαλά του
τσιαμαντάνι = γιλέκο, κοντοσέγκουνο
τσιαμπαλής = έχει φράντζα (τσιαμπά)
τσιαμπάς = φράντζα, τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο μέτωπο
τσιαούλι =. πιγούνι, αυτός που μιλάει ασταμάτητα
τσιαπατόρ’ς = φτωχός, παρακατιανός
τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι
τσιαπράζια =. χανάκες , άρματα
τσιατούρα, τέντα = προσωρινή καλύβα να προφυλαχτούν τα σαία στη στράτα για η από τα βουνά
τσιατσιά = θάμνος
τσιάτσια = καρπός της τσιατσιάς.
τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή δροσιά
τσιαχαλίζου = ψιλοβόσκω
τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην άκρη για να ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία
τσίγαλα = άγουρα αμύγδαλα
τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του χοιρινού παστού.
τσιγαρουλουγάου = καπνίζω
τσίγγανος, -η, -ου = μίζερος στη διατροφή, λιτοδίαιτος
τσιγκινές = ο γύφτος.
τσίγκλισα = προκάλεσα
τσιγκλώ = προκαλώ, πειράζω
τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη.
τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο
τσικ-τσακ = το παιχνίδι (κουτσό).
τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι
τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι
τσιλιγκάτου = συνεταιριστική συνεργασία Σαρακατσάνων νομάδων κτηνοτρόφων για καλύτερη διαχείριση εσόδων εξόδων των κοπαδιών
τσιλιγκίνα = γυναίκα του τσέλιγκα
τσιλιγκόιπουλου, -ούλα = γιος, κόρη του τσέλιγκα
τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος, αχαμνός.
τσιλίκι, -α = παιδικό παιχνίδι.
τσιλώνου = τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι.
τσιμπηροβύζα, τσιμπουρουβύζα, -κου = με μικρές θηλές
τσίμπλα = ξεραμένα δάκρυα στην άκρη του ματιού
τσιμπλουμάτα = αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη, χαμένη
τσιμπούκι = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν για σκοινί.
τσ'νάω = τινάζομαι απότομα, αντιδρώ απότομα, το άλογο όταν αντιδρά απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια
τσ'νιάρ’ς = άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος
τσ'νιές = ζαβολιές
τσιντσιά, τσιντζιά = ούλα
τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη αργαλίσια
τσιότα, τσέτα = ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα
τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί στους γάμους.
τσιουγκάν(ι) = μεγάλη πέτρα, βράχος
τσιουγκανιάζουμι = εγκλωβίζομαι σε μέρος με μεγάλους βράχους γύρω-γύρω
τσιουγκράου = συγκρούω ελαφρώς , η σύγκροτση με τα κέρατα των ζώων από το αρχαίο σύν + κρούω = συνκρούω
τσιουγκρί = οξεία μύτη βράχου
τσιούκα = κρανίο, κορυφή από λόφο ή από βουνό
τσιουκάν’σμα = χτύπημα, βάρεμα
τσιουκαν’στάρια, τσουκάνια = είδος κουδουνιών για το λαιμό των ζώων
τσιουκανάν’ τα χέρια = με πονάνε σαν να με χτυπάν
τσιουκανάω = βαράω
τσιουκάνι = κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα από λαμαρίνα χοντρή
τσιούλα = όσα έχουν μικρά αυτιά
τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.
τσιούλους = μύγα που φτύνει.
τσιούμπα = μικρό ύψωμα
τσιούπρα, τσούπρα = κόρη, κοπέλα, νεαρό κορίτσι
τσιουρότ’κους, = ελλιπής.
τσιουτίνα = κορυφή από το κεφάλι.
τσίπα = ντροπή, πέπλο της νύφης, ντροπή.
τσιπιλάϊα = μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.
τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το σακάκι
τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους.= ρευστά κόπρανα , διάρροια
τσιρλάου = έχω διάρροια.
τσιρλιάρ’ς = φοβητσιάρης.
τσιρνόκι = τζέρο. τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.
τσιρουπούλ(ι) = σπουργίτι, μικρό πουλί
τσίτσα = ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους
τσιτσί = κρέας
τσιφτιλής = γρουσούζης, χαμένος, άχρηστος
τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα, τσόφλι
τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια
τσουγκάνι = μεγάλι πέτρα
τσουκανάου, τσιουκανάου = χτυπώ, κρούω, συγκρούω, βαράω. Από τη βυζαντινή λέξη (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) τσουκανίζω. Από το ρήμα αυτό προφανώς παράγεται και η λέξη «τσόκου» = σφυρί
τσουκάνατου = βάρατο δυνατά
τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο. Τη συναντάμε σχεδόν παντού ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες
τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.
τσουπουτός, -ή, -ό = παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι στρογγυλεμένο.
τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.
τσουράπι = κάλτσα μάλλινη
τύλ’μα = τύλιγμα.
τυλιγάδι = ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες
τυλιγαδιάζου = μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες
τυλώνου = σκληραίνω, τεντώνω
τυρουκουμάου = φτιάχνω τυρί.
τυρουλόι, τυρολόγος = ασκί, η ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος το τυρί
τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού που είναι σκούρο καφε χοντρό και τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο
τφάνι = βροχή
τφέκι = τουφέκι
τφικάου = τουφεκάω
τώραϊα, ια τώρα =αυτήν τη στιγμή.
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}
Τ
τ' τα στρώνω = μουντζώνω.
τ΄απίστωμα = μπρούμυτα
τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό
τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για γνέσιμο
τ’λούπα του κιφάλι = άσπρισε.
τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα
τ’λούπις ρίχνει = χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες
τ’λουπώνου = σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα σφάλματα, κάνω τλούπα, –ουμι σκεπάζομαι
τ’μάριμα = τακτοποίηση.
τ’μόϊνη = ετοιμόγεννη.
τ’ρόγαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο το στράγγισμα του τυριού
τ’σάκι = δισάκι, δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα ώστε να παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω
τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.
τα στρώνω = μουντζώνω.
τα'αμπρούμτα =μπρούμυτα
τα'ανάσκλα = ανάσκελα
ταβάς = ρηχή κατσαρόλα, ταψί
τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό τραπεζομάντιλο, τραπέζι για φαγητό, σοφράς ].
ταβλαρώθκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
ταβλάς = παχνί για άλογα
ταβλιάζου = τραπεζώνω, φιλοξενώ.
τάγκιασι του φαΐ = αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.
τάδις = οτάδε, ένας, κάποιος.
ταή = τροφή, ξηρονομή για ζώα
ταηστάρι = σακούλι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό τους
ταίρι = σύζυγος ή σύζυγος, η αγαπημένη
τακάτι = αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο
ταλαγάνι = χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.
τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα γινόταν και την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για να ευχαριστήσουν τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους
ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχόρταγος, δουλεύει ακατάπαυστα .
ταμπακέλα = καθρέφτης
ταμπακιέρα = χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό, τσιγαροθήκη.
ταμπλάς = κατακέφαλα
ταμπούρι = φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
ταντέλις = δαντέλες.
ταπεινουσύνη = ταπεινότητα, σεμνότητα.
τ'απουτώρα = πρωτύτερα, πριν από λίγο
ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό
ταράφι = πολύς κόσμος, μεγάλο σόι
ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή ψωμί
ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
τάσι = μεταλλικό κύπελλο ανοιχτό προς τα πάνω
τατάς = πατέρας
ταυτίνα = αυτά.
ταύτου, επί ταύτου = για αυτόν ακριβώς το λόγο.
ταχιά = αύριο
ταχτική = κανόνες, αρχές
Ταχτικό = στρατός.
τέκνου = μωρό
τέλια = νυφικό στόλισμα κεφαλιούμε λεπτές συρματένιες βελόνες με τις οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά
τέλους πάντους = τέλος πάντων.
τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα, τιντόξ’λα, ξάπλα καταγής.
τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που κατασκεύαζαν την προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά η αντίστροφα
τέντζερης = χάλκινη κατσαρόλα
τέρα = κοίτα
τέρατου =τέρας.
τέσσιρου = τέσσερα.
τέτοια = το αντρικό μόριο
τζαμάρα = μακριά φλογέρα
τζαμπούνα = σφυρίχτρα
τζιάκους = κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά
τζιανταρμάδις = Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.
τζιαντές = αυτοκινητόδρομος.
τζιαφέτι = μάζωξη, γιορτή
τζιλέπ’ς = φοροεισπράκτορας.
τζιλέπια = φόροι.
τζιόμπανς = τσομπάνος
τζιουβαΐρι = (μτφ.) παλληκάρι
τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.
τζιουμπαν’κά = τσομπάνικα
τζιουμπαν’λίκι = το επάγγελμα του τσομπάνου
τζιουμπαν’λίτκα = έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
τζιουμπάν’σσα = γυναίκα που βόσκει κοπάδι, τσομπανοπούλα
τζιουμπανιά =τσομπαναραίοι κατώτερη κοινωνική τάξη
τζιουμπανόκλιτσα = κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα.
τζιράδι = μικρή φλογέρα
τζιτζβές = μπρίκι .
τζιτζβές, τζιουτζιουβές = μπρίκι
τζίφλια = (τα)μάτια ( Τα τζίφλιας απού μέσα = μούντζωμα), ελαττωμένη όραση.
τζουραχείλ’κα = χείλη φουσκωτά, πρησμένα.
τζουρνάρα = καταρακτώδης βροχή
τήρα = κοίτα
τηράου =βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, φροντίζω, -ώμι κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό
τηριέμαι: κοιτάζομαι, καθρεφτίζομαι· αυτοσυντηρούμαι, φροντίζω μόνος τον εαυτό μου
τηρώ = κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι προς κάτι, διαφυλάσσω
τι = γιατί, επειδή
τι γιένιστι = τι κάνετε, πώς είστε.
Τι φτιάντς = Τι κάνεις
τίγκα = στα γεμάτα, φίσκα, κάργα, υπερπλήρως
τιγκάρω = γεμίζω κάτι πλήρως, τίγκα
τιλεύω, τελεύω = τελειώνω, παιδεύω, υποφέρω, υπομένω, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.
τιλιμός = μεγάλη ταλαιπωρία.
τιλώνω = γεμίζω, πληρώ.
τιμάρεμα = περιποίηση, φροντίδα· μτφ. ο ξυλοδαρμός.
τιμαρεύω = περιποιούμαι, φροντίζω· κάνω κομμάτια, σκίζω, πελεκώ, μτφ. δέρνω
τιμπέλ’σσα = τεμπέλα.
τιμπέλου = τεμπέλα.
τιμπλάρι = οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.
τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο.
τινικιδάκια, ντινικδάκια = παιδικό παιχνίδι.
τιντόξ’λα = ειδικάξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
τιντόφουρκις = οι 2,5 μ. φούρκες που χρησιμοποιούνται στο στήσιμο της τέντας (τσιατούρας)
τιντώνουμι = κοιμάμαι, απλώνομαι
τίποτας , τίποτις = τίποτα.
τίπουτας, καν'τίπουτα = τίποτα
τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά:
τιρλαίνουμι = τρελαίνομαι
τιρλίκι = κοντή κάλτσα
τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τις κάλτσες
τιρτίπ’ς = επιδέξιος, ο καταφερτζής
Τιτράδη = Τετάρτη.
τιτράκλουνους = αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.
τιτράξανθα μαλλιά = μαλλιά πολύ ξανθάτιτραπέρατους, -η, -ου πανέξυπνος.
τιτραπέρατος = πανέξυπνος
τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα.
τιχνιβέζ’ς = αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.
τιχνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του
τλάζι = είδος από στιλπνό μεταξωτόύφασμα.
τλούπα = η ποσότητα του μαλλιού που μπαίνει στην ρόκα
τλούπα = τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα
τλουπάνι, τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερόύφασμα που χρησιμεύει για σουρωτήρι
τλουπώνω = καλύπτω με ύφασμα κάτι κάποιον, κουκουλώνω
τλώνω = τεντώνω
τομ = μόλις
τομάρι = το δέρμα
τόπα = τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι
τόπι = η μπάλα, μπάλα του κανονιού, βλήμα
τόπια = μέρη, τοποθεσίες
τοπιάτκο = το νοίκι για τον τόπο , η ντόπια καταγωγή (τοπιάτ'ς)
τότις = τότε
του λέν’ τα πλιά = κελαηδούν.
τούμπα = μικρή συστάδα από δέντρα
τουμπακιάζουντι τα πρότα = κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο
τουμπανιάζω = γίνομαι τούμπανο, φουσκώνω, πρήζομαι
τουπώνω = κλείνω ερμητικά κάτι
Τουρκιά = Τουρκία, οι Τούρκοι, μέρος, τόπος που ανήκει σε Τούρκους
Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία
τουρκόϊπουλου = Τουρκάκι
τουρλουκάλ’βου = ορθό κωνικό κονάκι.
τουρλουτό κουνάκι = όρθιο κωνικό καλύβι.
τουρλώνου = αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω
τουρτουράου = τρέμω από το κρύο
τούφα = φούντα, θάμνος,
τραβιώμι = ταλαιπωρούμαι.
τραγαζίκα, ταργαζίκα =
τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση
τράγιος -ια -ιο = τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου
τραγκανίζου = κουνώ, –ουμι κουνιέμαι.
τραγόκαπα = κάπα από μαλί τράγου, γιδίσιο μαλλί
τραγουδστά = με τραγούδι λέω κάτι
τραΐ = τράγος.
τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες
τράϊομαλλου = γίδινο κουρεμένο μαλλί
τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί
τράνεμα = το μεγάλωμα, η μεγέθυνση, η ανατροφή
τρανεύου = μεγαλοπιάνομαι, μεγαλώνω, (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.
τρανός, -ή, -ό, μεγάλος, (μτφ.) σπουδαίος.
τραπέτσι = κάτι που είναι πολύ ξινό.
τραχ’λιά = κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπιτσα.
τραχανάς = στάρι χοντροκομμένο και βρασμένο με γάλα, με το οποίο έκανα φαγητό η πίτα είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή κόκκων μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης, στούρνος. Από τη λέξη «τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα
τραχανόπτα = πίτα από τραχανά
τραχλιά = τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο και περιβάλει τον τράχηλο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.
τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης
τρεμούρα, τρεμούλα = ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος, ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω κάτι.
τριανταφυλλιένια = όμορφη γυναίκα σαν τριαντάφυλλο ροδοκόκκινη
τριανταφυλλούλα = χαϊδεμένο κορίτσι
τριβαλιάζουμι = κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια
τριβλός, -ή = ψευδός, βραδύγλωσσος.
τριβόλι = αγκαθωτό ζιζάνιο μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί
τριγανός = λιανός.
τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε
τρίμα = πολύ λίγο
τρίμματα =. ψίχουλα, θρύψαλα, (μτφ.) λίγα χρήματα.
τριμμόψα = ψίχουλο
τριμουλιάζου τρέμω.. τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.
τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι
τριπιδουκλιά , μπουρδουκλιά = τρικλοποδιά.
τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές
τριτόημιρα = κάθε τρεις μέρες
τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι τεσσάρων ετών.
τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί (θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).
τρόγαλο , τζάρος = τυρόγαλο (από το ελληνικό
τροξ = περπατησιά άλογου (άτσαλο βάδισμα).
τρόξα παθαίνου = βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο
τρουβαδένιου = ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.
τρουβαδιάζου = γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον τροβά διάφορα πράγματα.
τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι, που βάνουν
τρουβούλς = υποκοριστικό του τρουβάς(μικρός)
τρουΐρα, τρουΐρου = γύρω-γύρω
τρούμπα, θρούμπα = ρολό μαλλιού η υφάσματος
τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο αφτί
τρουϋρίζου = τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, γυροωέρνω
τρουΰρισμός = τριγυρισμός, περιπλάνηση.
τρουυΰρου = τριγύρω
Τρυγητής = τρυγητής, μήνας Σεπτέμβριος, επειδή γίνεται ο τρύγος των αμπελιών· εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι
τρύγος = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.
Τρυητής = Σεπτέμβριος
τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα
τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί
τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα στα λόγγα
τρύπουσα = έκρυψα, κρύφτηκα
τρυπώνου, τρυπώνω = κρύβομαι, κρύβω κάτι, - ουμι κρύβομαι
τρών’ τα σκ’λιά = γαβγίζουν, έ΄ναι ανήσυχα
τσ’γάρα, καϊάρα = τσιγάρο.
τσ’κάλι = ποτήρι
τσ’κάρια, τα ράχες.
τσα(λα)κατιώμι = μαλώνω μιλάω δυνατά
τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί ψόφησε αλλα δίνει γάλα
τσαγκαδάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια
τσαγκάδια = το κοπάδι που αποτελείτε απο τσαγκάδες
τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και το βάζουμε σε ασκί.
τσαιρ(ι) = λιβάδι, ακαλλιέργητο χωράφι, οικόπεδο παρατημένο
τσαϊρό = τσαγερό
τσαϊρό = τσαγερό, τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).
τσακ’στός τόπους = πλαγιά με απότομη κλίση.
τσακάλι = σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα
τσακίζει η μέρα = γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το απόγευμα
τσακίζιτι = σπάει
τσακίζω = σπάζω
τσακίς = βιάσου, έλα η φύγε γρήγορα
τσακίσκα = χτύπησα
τσακίσκει = έπεσε και χτύπησε άσχημα, ή ήρθε πολύ γρήγορα
τσακμάκι = αναπτήρας
τσάκνα = άχυρα. τσακμάκι = είδος αναπτήρα (οινοπνεύματος ή πετρελαίου) με φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος
τσάκνα = προσανάμματα
τσακνιάρης = αδύνατος άνθρωπος, σαν τσάκνο
τσάκνο = ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός, αδύνατος άνθρωπος
τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και αλατισμένο.
τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.
τσαλί = το παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος ξύλο.
τσαλιά, παλιούρια = χαμόκλαδα αγκαθωτά.
τσαμπάς = μαλλιά ανθρώπου
τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο.
τσαμπούρι, τσάμπουρο = το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του σταφυλιούόταν φαγωθούν οι ρώγες του.
τσάντζαλα = παλιόρουχα, κουρέλια.
τσαντίλα = α ραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί
τσαντίλα = τυρόπανο
τσάντσαλα = πράγματα με μικρή αξία, μικροπράγματα
τσαούλι = σαγόνι, πηγούνι
τσαούλια = σαγόνια
τσαπίζω = δουλεύω με την τσάπα, σκάβω, σκαλίζω.
τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)
τσάπουρνα = μπλε καρποί της τσαπουρνιάς, άγρια μύρτιλα, (μπλούμπερι)
τσάπουρνο = ο καρπός της τσαπουρνιάς, της άγριας δαμασκινιάς κοβέμι (ποντιακ.)
τσάπ-τσάπ = έτσι φωνάζει ο τσομπάνος τα γίδια να έρθουν
τσαρδάκι = κιόσκι, ίσκιος με κλαδιά από δέντρο η άχυρα
τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα
τσαρκαλάω = αρμέγω το γάλα με γρήγορες κοφτές κινήσεις επαναλαμβανόμενες
τσαρκαλεύω = ψάχνω, πειράζω κάτι, σκανταλεύω
τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην βυζαίνουν όλη την ώρα
τσάρκος = περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη γιδοπροβάτων
τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο
τσαρ'χάδις = τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.
τσάτσα = πέος, κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά
τσάχαλα = σκουπίδια, συνήθως τρήματα ψωμιού (τρημόψις)
τσαχαλίζω = γεμίζω σκουπιδια
τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι, άχυρο.
τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.
τσέντσαν = τους έντυσαν
τσέτα, τσιάτα = ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από
τσέτλας = σκυτάλη .
τσητώνου = φουσκώνω, παραγεμίζω την κοιλιά μου, χορταίνω τσιακατούρα = συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση, μάλωμα'
τσιάκατα = λόγια επιθετικά, δυνατές φωνές
τσιακατάς = φωνάζεις νευρικά, κάνεις φασαρία μιλώντας με νεύρα
τσιακμακάου = πατάω το τσακμάκι να ανάψει πολλές φορές
τσιάκνα = πολύ λεπτή σαν τσάκνο
τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.
τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού
τσιαλντίζει = αλλοιώνεται, αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη, μεταλλάσετε
τσιάλτ'σι του μυαλό= έχασε, έχασε τα μυαλά του
τσιαμαντάνι = γιλέκο, κοντοσέγκουνο
τσιαμπαλής = έχει φράντζα (τσιαμπά)
τσιαμπάς = φράντζα, τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο μέτωπο
τσιαούλι =. πιγούνι, αυτός που μιλάει ασταμάτητα
τσιαπατόρ’ς = φτωχός, παρακατιανός
τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι
τσιαπράζια =. χανάκες , άρματα
τσιατούρα, τέντα = προσωρινή καλύβα να προφυλαχτούν τα σαία στη στράτα για η από τα βουνά
τσιατσιά = θάμνος
τσιάτσια = καρπός της τσιατσιάς.
τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή δροσιά
τσιαχαλίζου = ψιλοβόσκω
τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην άκρη για να ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία
τσίγαλα = άγουρα αμύγδαλα
τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του χοιρινού παστού.
τσιγαρουλουγάου = καπνίζω
τσίγγανος, -η, -ου = μίζερος στη διατροφή, λιτοδίαιτος
τσιγκινές = ο γύφτος.
τσίγκλισα = προκάλεσα
τσιγκλώ = προκαλώ, πειράζω
τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη.
τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο
τσικ-τσακ = το παιχνίδι (κουτσό).
τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι
τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι
τσιλιγκάτου = συνεταιριστική συνεργασία Σαρακατσάνων νομάδων κτηνοτρόφων για καλύτερη διαχείριση εσόδων εξόδων των κοπαδιών
τσιλιγκίνα = γυναίκα του τσέλιγκα
τσιλιγκόιπουλου, -ούλα = γιος, κόρη του τσέλιγκα
τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος, αχαμνός.
τσιλίκι, -α = παιδικό παιχνίδι.
τσιλώνου = τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι.
τσιμπηροβύζα, τσιμπουρουβύζα, -κου = με μικρές θηλές
τσίμπλα = ξεραμένα δάκρυα στην άκρη του ματιού
τσιμπλουμάτα = αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη, χαμένη
τσιμπούκι = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν για σκοινί.
τσ'νάω = τινάζομαι απότομα, αντιδρώ απότομα, το άλογο όταν αντιδρά απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια
τσ'νιάρ’ς =άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος
τσ'νιές =ζαβολιές
τσιντσιά, τσιντζιά = ούλα
τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη αργαλίσια
τσιότα, τσέτα = ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα
τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί στους γάμους.
τσιουγκάν(ι) = μεγάλη πέτρα, βράχος
τσιουγκανιάζουμι = εγκλωβίζομαι σε μέρος με μεγάλους βράχους γύρω-γύρω
τσιουγκράου = συγκρούω ελαφρώς , η σύγκροτση με τα κέρατα των ζώων από το αρχαίο σύν + κρούω = συνκρούω
τσιουγκρί = οξεία μύτη βράχου
τσιούκα = κρανίο, κορυφή από λόφο ή από βουνό
τσιουκάν’σμα = χτύπημα, βάρεμα
τσιουκαν’στάρια, τσουκάνια = είδος κουδουνιών για το λαιμό των ζώων
τσιουκανάν’ τα χέρια = με πονάνε σαν να με χτυπάν
τσιουκανάω = βαράω
τσιουκάνι = κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα από λαμαρίνα χοντρή
τσιούλα = όσα έχουν μικρά αυτιά
τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.
τσιούλους = μύγα που φτύνει.
τσιούμπα = μικρόύψωμα
τσιούπρα, τσούπρα = κόρη, κοπέλα, νεαρό κορίτσι
τσιουρότ’κους, = ελλιπής.
τσιουτίνα = κορυφή από το κεφάλι.
τσίπα = ντροπή, πέπλο της νύφης, ντροπή.
τσιπιλάϊα = μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.
τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το σακάκι
τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους.= ρευστά κόπρανα , διάρροια
τσιρλάου = έχω διάρροια.
τσιρλιάρ’ς = φοβητσιάρης.
τσιρνόκι = τζέρο. τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.
τσιρουπούλ(ι) = σπουργίτι, μικρό πουλί
τσίτσα = ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους
τσιτσί = κρέας
τσιφτιλής = γρουσούζης, χαμένος, άχρηστος
τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα, τσόφλι
τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια
τσουγκάνι = μεγάλι πέτρα
τσουκανάου, τσιουκανάου = χτυπώ, κρούω, συγκρούω, βαράω. Από τη βυζαντινή λέξη (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) τσουκανίζω. Από το ρήμα αυτό προφανώς παράγεται και η λέξη «τσόκου» = σφυρί
τσουκάνατου = βάρατο δυνατά
τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο. Τη συναντάμε σχεδόν παντού ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες
τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.
τσουπουτός, -ή, -ό = παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι στρογγυλεμένο.
τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.
τσουράπι = κάλτσα μάλλινη
τύλ’μα = τύλιγμα.
τυλιγάδι = ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες
τυλιγαδιάζου = μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες
τυλώνου = σκληραίνω, τεντώνω
τυρουκουμάου = φτιάχνω τυρί.
τυρουλόι, τυρολόγος = ασκί, η ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος το τυρί
τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού που είναι σκούρο καφε χοντρό και τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο
τφάνι = βροχή
τφέκι = τουφέκι
τφικάου = τουφεκάω
τώραϊα, ια τώρα =αυτήν τη στιγμή.
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}