θανα = θα
θαλά = τάχα ( θαλα πάει, θαλα κάτσει)
θαλάπουμα = μαύρισμα απ το πολύ ξύλο, καταχώνιασμα
θαλαπώνου = κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο, μαυρίζω, σκοτεινιάζω, βραδιάζω, καλύπτω, σκεπάζω , καταχώνω.
θάμα, θιάμα = θαύμα, θαυμαστό
θαμάζου = θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι
θαμαίνομαι, θιαμιαίνουμι =.θαυμάζω , αναρωτιέμαι πόσο όμορφο είναι κάτι, απορώ με την ομορφιά, το αίσθημα που προκαλεί κάτι το θαυμάσιο
θαμπά =μισοσκότεινα, μισοσκόταδο, χαμηλή όραση
θαμπό = θολό, σκοτεινό, δεν ξεχωρίζει
θαμπουξικίν’μα = το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά χαραυγή
θαμπώνει = σκοτεινιάζει., ζαλίζομαι.
θαραπαή = ευχαρίστηση
θαραπαμένους = ήρεμος , ευτυχισμένος, γεμάτος
θαραπαύουμι = απολαμβάνω κάτι, ευχαριστιέμαι
θαράπειου = σωτήριο, αυτό που μου προκαλεί αγαλλίαση, πολύ εξυπηρετικό
θαρριμένους = έχων θάρρος, άφοβος, γενναίος
θαρρού, θάρρου = θαρρώ, μου φαίνεται, νομίζω
θάφτου = θάβω.
θε να = θέλω να, θα
θειά = θεία
θειάκουλα =υποκοριστικό του θεία
θελός = θολός.
θέλσ = θέλεις
θερμασιά = πυρετός
θέρμη = πυρετός
θέρσα = θέρισα
Θερ'στής = Ιούνιος
θηλ’κάρια = ασημένιες καρφίτσες διπλές και μεγάλες
θημουνιά, θημονιά = σωρός χόρτων, κοπριάς, διαφόρων αλλων υλικών, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.
θηριό = το θηρίο
θιλός, = θολός.
θιλώνου = θολώνω
θιουτ’κά = αυτά που προέρχονται από τον Θεό.
Θιουτκό = Θεϊκό
θιρίζει του κρύου (μτφ.)κάνει πολύ κρύο
θιριόκουψι η πείνα πεινάω πάρα πολύ [21α, τ. 164, 19].
Θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι = κρυώνω, αναριγώ, έχω πυρετό
θιρμασιά = πυρετός
θιρμουζάχαρη = πρακτικό για αυτούς που έχουν πυρετό (ζεστό νερό +ζάχαρη)
Θιρτής, Θιρστής = θεριστής, ο Ιούνιος.
θκάμ = δικά μου
θκάρι = θηκάρι, θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.
θκάρι = θήκη, θηκάρι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τίθημι» και την αρχαιοελληνική λέξη «θήκη»
θκιαστή = μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντζες
θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ = δικό μου, δικό σου, δικό του.
θλιά = θηλειά , θηλειά. Από την αρχαιοελληνική λέξη «θήλεια»
θλιάζου = θηλιάζω, πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.
θλιαστό = θηλιαστό, πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά, είδος από στρωσίδι.
θλικάρι =θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
θλίκι =θηλύκι, θηλιά.
θλικώνουμι = κουμπώνομαι.
θλικώνω = κουμπώνω
θμόμι = θυμάμαι
θράκα = τα αναμμένα κάρβουνα που καίνε, ανθρακιά . Από την ομηρική λέξη «ανθρακιή» = σωρός από κάρβουνα αναμμένα
θρασίμι = ψοφίμι
θράσιου = το ψοφίμι, πήγε άδικα, δεν πρόλαβε να το σφάξει
θρόνιασμα = κάθισμα σε θρόνο, περιπαικτικά αυτός που κάθετε και δεν κουνιέται με τίποτα από την θέση του
θρουίζου =δημιουργώ ελαφρό θόρυβο, -ουμι θορυβούμαι.
θρούμπα, ντρούμπα = ύφασμα, η μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν' αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)
θρούμπι = Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών και το συναντούμε με τις κοινές ονομασίες θρούμπα, γεροντόχορτο, θρούμπι, θρύμπα, τραγορίγανος, ζαρμπούνιζαμπούρι, montana ήthymbra, hortensis, spinosa και cretica. Το θρούμπι είναι επίσης γνωστό με τα ονόματα τραγόχορτο, γεροντόχορτο, σατουρέγια ή θύμβρα , θύμος, έρπυλλος, χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό. Καθώς επίσης είναι γνωστό και από την αρχαιότητα με το όνομα θύμβρη (Διοσκορίδης, Θεόφραστος). Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα .Δρα ως χωνευτικό χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο, το βήχα, τον πονόδοντο και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως απολυμαντικό για διάφορα σκεύη, λόγω των αντιβακτηριδιακών και αντιμικρoβιακών του ιδιοτήτων. το χρησιμοποιούσαν για περιπτώσεις ουρικής αρθρίτιδας, διάρροιας και διακοπής εμμήνων. Βοηθάει παρά πολύ σε πεπτικά προβλήματα, κολικούς και σε αέρια του στομάχου. Ανοίγει την όρεξη, είναι σπασμολυτικό, καταπραΰνει τις νευροπάθειες, τις κρίσεις άσθματος, ενώ διώχνει την αϋπνία. Βοηθάει σε περιπτώσεις αρθριτικών, σε ρευματισμούς και πετράς στα νεφρά. Σε περιπτώσεις βαρηκοΐας είναι πολύ καλό. Αντιμυκητικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε εξωτερική χρήση είναι αντισηπτικό σε πληγές και τσιμπήματα .Είναι μελισσοτροφικό φυτό.
θρουνί = θρόνος.
θρουνιάζου = τοποθετώ σε θρόνο, -ομαι = κάθομαι κάπου χωρίς να υπολογίζω κανέναν
θρουνιάσκα = έκατσα σαν να είμαι σε θρόνο δεν κουνιέμαι
θρουφή = τροφή
θυμητ’κό, θυμητικό = μνημονικό, μνήμη.
θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο δοντιών στο χτένι
θυρουκόβουμι = απελπίζομαι
θυρουστόμι = μικρή πορτούλα της στρούγκας
θωριά, θουριά = εμφάνιση
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»