β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα από τη μάνα του, βυζανιάρικο.

β’ζουπιάνου, βυζουπιάνου = βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει , να πιάσει βυζίπιάνω τη θηλή από το μαστάρι της προβατίνας και βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει.

β’λάρι = ύφασμα που προέρχεται από το υφασμένο διασίδι

β’νί, = βουνό.

βαβά, βάβου, βαβούλα = γιαγιά, γριά

Βαγγιέλιου = Ευαγγέλιο.

βαδέκλα = γυναίκα πρόστυχη, ανήθικη.

βαένι = μεγάλο βαρέλι

βάζου =βουΐζω, κάνω μεγάλο θόρυβο(βάζουν τα αυτιάμ = βουίζουν τα αυτιά μου)

βαζούρα = φασαρία, θόρυβος

βαθύσκιουτους -η -ου = μέρος με πυκνή σκιά, σκιερός. Σήμαινε και δροσερά μέρη στα ξεκαλοκαιριά

βαϊάφτ’κου = σημάδι στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη ρίζα στο μπροστινό μέρος και το αφτί κρέμεται)

βαΐζου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω στο πλάι, γέρνω για ένα υπνάκο

βάϊσα = γύρισα στο πλάι, έγειρα, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι προς κάποια κατεύθυνση

βάκρα = γίδα ή προβατίνα με μαύρα μπαλώματα στο πρόσωπο, μαύρο πρόσωπο και πόδια μαύρα

βακρουκάλλισια = προβατίνα που έχει περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα στο πρόσωπο, στα αφτιά και στα πόδια

βαλαντουτό σύγνιφου = φορτωμένο σύννεφο που θα φέρει μεγάλη κακοκαιρία

βαλαντωμένος ο καιρός = καιρός που προμηνύει κακοκαιρία

βαλαντώνω = κακοκαρδίζω, στενοχωρώ κάποιον, στενοχωριέμαι υπερβολικά, θλίβομαι, καταβάλλομαι ψυχικά

βαλάντωσα = στεναχωρήθηκα, μούτρωσα, κλαίω

βαλέρα, η βαρέλα = το βαρέλι

βαλμαραίοι= φύλακες των αλογομούλαρων

βαλμαριό = το σύνολο από τααλογομούλαρα της στάνης].

βαλμάς =. αυτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα αυτός που δεν είναι και πολύ έξυπνος,

βαλμοί = θόρυβοι, κρότοι, γδούποι

βαλμούσα = γυναίκα του βαλμά, γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα άλογα, ανάξια γυναίκα

βάλσαμου = βάλσαμο , βότανο το υπερικόν το διάτρητον (hypericum perforatum), βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, "μανούλα πάω για να βρώ το βάλσαμο βοτάνι αρρώστησε η αγάπη μου φοβάμαι μην πεθάνει" το βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα: ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το αναφέρουν ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Στην αρχαιότητα επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές που γινόντουσαν από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο

βαλτός -ή -ό = τα ον έβαλαν να κάνει κάτι κακό η ύποπτο

βαλτουνιέρια = νερά των βάλτων

βάλτους = λιβάδι με μόνιμα αβαθή νερά και λάσπη

βαμπακιά = βαμβακιά, Στην Ελλάδα πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300 π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι γοσύπιο Τα άνθη της είναι λευκά όταν ανοίξουν αλλά στην πορεία αλλάζουν χρώμα και γίνονται κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για την αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"

βάνου = βάζω

βάνου μιτάνοια = κάνω μετάνοια

βάνου στα πουδάρια = καταδιώκω , τρέπομαι σε φυγή

βάντα, βαντακαλιά = τσαμπί. νήμα μαζεμένο σε κύκλους, μπούκλα, κούκλα με νήμα

βαντιέρα = δίσκος για κέρασμα, δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις, είναι πολλών ειδών, σχημάτων και ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια. Πολλές έχουν γυάλινο κάμπο με παραστάσεις “λαϊκής εμπνεύσεως” και χαιρετισμούς ή ευχές: “Καλημέρα” – “Χρόνια Πολλά κλπ

βαραίνει η γνώμη = σκέπτομαι με λογική, με σωφροσύνη

βαράω = χτυπώ, δέρνω, χτυπώ τα πρόβατα να περάσουν στη στρούγκα για άρμεγμα (δουλειά παιδιών, γυναικών)

βαρβαρίτσα = σπίλος,κρεατοελιά

βαρβαριτσουχόρτι = βότανο με το οποίο γιατρεύω τη βαρβαρίτσα

βαρβάτμα = η τάση για ζευγάρωμα ζώων

βαρβάτους, -η, -ου = αρσενικό ζώο που είναι ικανό για αναπαραγωγή, μεγάλο μέγεθος , δυνατός και άξιος

βαρβατσέλι = μικρό τραϊ που θέλει να κάνει τον τράγο

βαργκουμάου, βαρυγκουμάου = δυσφορώ, παραπονούμαι, το φέρω βαρέως

βαρεί ου νους = σκέφτομαι κάτι. πάει ο νους μου σε κάτι,

βαρέλα = μικρό ξύλινο βαρέλι με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το νερό στην πλάτη τους

βαριακούου = δεν ακούω καλά, ακούω άλλο αντί άλλου

βαριαναστινάζου = αναστενάζω με καημό, με πόνο.

βαριανταριασμένις ράχις = βουνοκορφές που σκεπάζονται από πυκνές ομίχλες

βαριλουκρέβατου = θέση για τις βαρέλες

βαριλουτριχιά = τριχιά με την οποία φορτώνονται οι γυναίκες τη βαρέλα

βάριμα, βάρεμα = χτύπημα, πληγή, τραύμα, το βάρεμα των προβάτων στη στρούγκα

βαριόμοιρους = αυτός που έχει κακή μοίρα, κακότυχος.

βαριουκοιμάμι = κοιμάμαι βαριά

βαριουκούδ’να = ταβαριά κουδούνια

βαριουσκανιάζου = καταστενοχωρούμαι

βάρισι λύκους = μπήκε λύκος στο κοπάδι ,

βάρισι ου τόπους = έβγαλε χορτάρι.

βαριτάδις, βαρτάδες = "βαράν" τα πρόβατα να προχωρήσουν στη στρούγκα για άρμεγμα (συν. παιδιά& γυναίκες)

βαρκαδόρους = βαρκάρης.

βαρκέστ΄σα, βαρκιέστηκα = μπούχτισα, βαρέθηκα, απαύδησα, έπληξα

βαρκό = ο τόπος που βγάζει νερό, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει

βαρκώνου =πηγαίνω το κοπάδι στο βαρκό για βοσκή.

βαρού = χτυπώ, ηχώ (χτυπώ μουσικό όργανο π.χ, τζαμάρα, κλαρίνο κ.α), αλλα και σκοτώνω βαρού τα πρότα πιέζω τις προβατίνες να περάσουν στη στρούγκα, για να τις αρμέξουν οι αρμεχτάδες. βαρού τζαμάρα παίζω τζαμάρα, βαρού του γάλα= το αποβουτυρώνω, πυροβολώ, ρίχνω (βάρεσαν τουν Γιάννου = τον χτύπησαν η τον πυροβόλησαν )

βαρυγκόμσα = είμαι στεναχωρημένος, δεν έχω διάθεση, δυσφόρησα, δυσανασχέτησα

βαρυξουμπλιασμένους = πολυστολισμένος, με πολλά σχέδια

βαρυπληρώνου = ακριβοπληρώνω

βαρυχειμουνιά = δύσκολος χειμώνας, βαρύς χειμώνας, μεγάλης διάρκειας και πολύ κρύος χειμώνας

βασ’λεύου = την πρωτοχρονιά κάνω ενέργειες που θα πρέπει να γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη ενέργεια,

βασ’λόξιγκου = ξίγκι από την κοιλιά του γουρουνιού σαν θεραπευτικό μέσο.

βασ’λόσπ’του = παλάτι.

βασιλ’κά = βασιλικά

βασίλειου = βασιλική επικράτεια, κράτος με βασιλικό πολίτευμα

βασίλιμα = η δύση του ήλιου, τα κλείσιμο των ματιών από την νύστα, η ενέργεια του να βασιλέψω την πρωτοχρονιά

βασιλίνα = βασίλισσα

βασιλκός = βασιλικός. Ένα γνωμικό αναφέρει πως «όπου φυτρώνει βασιλικός δεν φυτρώνει το κακό». Το συγκεκριμένο βότανο έχει συνδεθεί με τη χριστιανική παράδοση καθώς η παράδοση αναφέρει ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Έχει την επιστημονική ονομασία ώκιμον το βασιλικόν – οcimum basilicum και ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και Βότανο του Αγίου Ιωσήφ. Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και ευγενόλη στην οποία οφείλει τη υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν τη χαρακτηριστική μυρωδιά του κάθε είδους. Έχει θεραπευτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες. Βασιλικός επίσης και αυτός που αναφέρεται στον βασιλιά η έχει βασιλική μεγαλοπρέια ( η στράτα ειν' βασιλικιά.., βασιλαρχόντησα, κ.α.)

βασιλόψουμου, βασιλόκ’λουρα = βασιλόπιτα.

βασκαμός = μάτιασμα. Με τον όρο "μάτιασμα" ή "κακό μάτι", αναφερόμαστε σε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την "κακή ενέργεια", τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά, ενός άλλου. Τα "ξεματιάσματα" είναι ενέργεια να φύγει το μάτι και διαφέρουν από τόπο σε τόπο και μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη. Ο "ματιασμένος" που δέχεται τις ευχές, δεν πρέπει να πει "ευχαριστώ" γιατί το ξεμάτιασμα δε θα πιάσει!

βασκαντηρούλις = υλικά που χρησιμοποιώ για ξεμάτιασμα (χάντρες, σταυρός, κάρβουνα, κτλ.).

βασκάνω = ματιάζω, κοιτάζοντας με θαυμασμό ή φθόνο, προξενώ κακό, με την επήρεια του βλέμματός μου σε κάποιον

βασταηρός = αυτός που κρατιέται καλά από υγεία και είναι μεγάλος σε ηλικία, κοτσανάτος γέρος

βαστάκι = θηλιά από το κουδούνι

βαστακότρυπα = τρύπα στο στεφάνι του κουδουνιού μέσα από την οποία περνάει το βαστάκι

βαστάου = κρατώ, αντέχω, νηστεύω.

βαστιώμι = κρατιέμαι,έχω οικονομική ευχέρεια

βαστούμινους, -η, -ου = πλούσιος.

βαστώ = κρατώ, αντέχω, έχω ψυχικό σθένος, έχω ηθικό ακμαίο

βαταλαλού, βαταλαλώ = λέω ανοησίες. κουβέντες χωρίς ουσία, αερολογώ

βάτεμα, βάτιμα = γονιμοποίηση ζώων, μαρκάλισμα, σεξουαλική επαφή

βατεύω = έρχομαι σε επαφή σεξουαλικά κυρίως όμως στα ζώα

βατεύω, βατέβου = γαμώ, γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω, βατέβου, βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, ματέβω, μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω, λάζω, λάσω, ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω, τσιαφλιακόνου από το ιταλικό lavorare (una donna)

βατός -ή -ό = ευκολοδιάβατος, προσπελάσιμος, εύκολος λόγο απλότητας

βάτους = βατομουριά είναι θάμνος αγκαθωτός. Τα βατόμουρα έχουν εξαιρετικές θεραπευτικές ιδιότητες. Το εξωτερικό τους είναι αποτελεσματικό σε δερματοπάθειες και σε αποστήματα. Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο κατά της φαρυγγίτιδας, της αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της ουλίτιδας και βοηθά στις λοιμώξεις του αναπνευστικού

βάτρα = η εστία, το μέρος που ανάβουμε την φωτιά

βατσ’νιά, βατσνιά = βάτος , αγκαθωτά κλαριά

βαφόρρ’ζα = το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής, ανχούσα. Με τη ρίζα του εβαφαν τα μάλλινα. Ο αρχαίος βοτανολόγος Θεόφραστος και αργότερα ο Διοσκουρίδης, αλλά και ο Ιπποκράτης περιγράφουν τις ιδιότητες του φυτού και προτείνουν συνταγές για τη χρήση του. Είναι κατάλληλη για τη θεραπεία ελκών στο διαβητικό πόδι, στην επούλωση όλων τραυμάτων, εγκαυμάτων, ελκών κάθε είδους, αιμορροϊδοπάθειας και άλλων δερματικών παθήσεων όπως η ακμή , καθώς αποτελεί μία φυτική ουσία που βοηθά στην αποκατάσταση του δέρματος χωρίς τις παρενέργειες των χημικών ουσιών.

βαφτ'ζμένου = βαπτισμένο

βαφτίζου = κάνω κάποιον Χριστιανό, -ομαι, γίνομαι Χριστιανός ,μτφ. κάνω νέους συγγενείς …."πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν κουμπάρο, για νάχει ο μαύρος γύρισμα"…

βαφτιστικός -ια , αδιξιμιός = ο αναδεξιμιός το βαφτιστήρι, αναφέρεται στο βάφτισμα

βγαλσιμουχόρταρου = φαρμακευτικό φυτό, μολόχα. Το χρησιμοποιούσαν για διάφορα σπυριά. Τα έσπαγαν και έβγαζαν το πύον

βγάνου = βγάζω, φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι

βγατάω, αβγαταίνω και αβγατίζω = αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω.

βελάζω = φωνή προβάτου, φωνάζω δυνατά όπως τα πρόβατα, άνθρωπος που δεν έχει καμιά σοβαρότητα και λέει ανοησίες

βέλαξα (απ 'τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ

βέλασμα = η φωνή των ζώων

βελέντζα/βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα , μάλλινη υφαντή κουβέρτα, φλοκάτη

βελούχι, βιλούχι = Η λέξη Βελούχι είναι μεσαιωνική, πιθανώς σλαβικής προελεύσεως και σημαίνει «λευκό βουνό», ενώ κατ’ άλλους προέρχεται από τις δωρικές ρίζες «παλ» και «ουχι» που σημαίνουν καμπυλωτή κορυφή. Μια τελευτάια εκδοχή είναι ότι οι λέξεις Βελούχι-Βηλούχι προέρχονται από την ομηρική λέξη «βηλός» που σημαίνει ουρανός , πηγή με άφθονο νερό, και το βουνό

βέρα = δαχτυλίδι των νεόνυμφων, αρραβώνας

βέργα = βελόνα πλεξίματος

βέργισμα =διαδικασία (χτύπημα με τριχιές) που ακολουθούν οι γυναίκες για να καθαρίσουν το τραγόμαλλο, έδεναν όχι σε ίσιες αποστάσεις τέσσερα βεργόσκοινα φτιαγμένα από καννάβι σε ένα ξύλινο κοντάρι που τόχε πλακωμένο με μεγάλες πέτρες. Μια οργιά περίπου το κάθε βεργόσκοινο κι όλες οι άκρες είχαν δεθεί σε ξύλο δυο σπιθαμές περίπου. Το ξύλο αυτό κράταγαν οι βεργίστρες και μαυτό έδερναν με δύναμη τα τραγόμαλλα που έστρωναν καταγής, κάτω από τα βεργόσκοινα. Κι έβλεπες τότες τα μαλλιά, να χτυπιούνται, να σκορπίζονται, να ξεπετιούνται, να ανοίγουν και στο τέλος να πέφτουν εδώ κι εκεί. Αφηνε κάτω τα σκοινιά η βεργίστρα, συμμάζευε τα μαλλιά και τάκανε τλούπες.

βζένου = θηλάζω

β'ζί = το βυζί

βζούλα = περηφάνια, λεβεντιά.

βήκι του σόι = ξεμάκρυνε το σόι, χάθηκε η συγγένεια

βήχς = βήχεις, αρχ. βήξ, ο βήχας

βιά = βιασύνη.

βιάζου = πιέζω κάποιον να κινηθεί πιο γρήγοραπιέζω κάποιον να κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του

βίγλα = καραούλι, σκοπιά

βιγλίζου =παρατηρώ από τη βίγλα,παραφυλάω, ερευνώ με το βλέμμα

βιδούρα = ξύλινο δοχείο νερού, παρασκευής γιαουρτιού, αποθήκευσης γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.α

βίζ’τα = επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό

βιζές = το είδος του τυριού κεφαλοτύρι. Το παραδοσιακό αυτό τυρί έχει πολλές παραλλαγές που είναι επίσης καλές σαν επιτραπέζιο τυρί. Τέτοιες παραλλαγές είναι η βεζιά της Πελοποννήσου ή βιζές της Ηπείρου

βιλαέτι = διοικητική περιφέρεια(τούρκικη)

βιλάζει = βελάζει βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το ότι είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα που βλήχονται (φωνή προβάτων)

βιλανδιά = βελανιδιά Οι βελανιδιές (Δρυς -Quercus) είναι μια μεγάλη ομάδα αείφυλλων και φυλλοβόλων δέντρων και θάμνων που βρίσκονται άγρια στην χώρα μας. Στην Ελληνική Μυθολογιά, ο Ζεύς/Δίας, ο θεός της βελανιδιάς, ήταν επίσης οπλισμένος με κεραυνούς. Το προφητικό δρύινο άλσος της Δωδώνης στην Ελλάδα αφιερώθηκε στο Δία και τα μηνύματα των Θεών ερμηνεύονταν με τον ήχο του αέρα στα δρύινα φύλλα τους. Η βελανιδιά αποκαλείται quercus ή querimus, επειδή οι θεοί χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια αυτού του δέντρου για να δώσουν απαντήσεις, σε ερωτήσεις σχετικές με το μέλλον. Ο χυμός από τη σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα που παράγεται από φύλλα διαποτισμένα με βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι ικανό ψυκτικό. Χρησιμοποιήστε επίσης για χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη ως στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από τις αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του φλοιού χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, την διάρροια, τη δυσεντερία, την αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. για να φτιάξετε το αφέψημα χρειάζεστε

βιλάνι, βιλανίδι = βελανίδι (καρπός βελανιδιάς).

βιλαώρα = ορεινό λιβάδι, μόνο για βοσκή χωρίς δένδρα

βιλέντζα, βιλέτζα = μάλλινο σκέπασμα το οποίο ύφαιναν στον αργαλειό

βιλιντζάκι = μικρό τσιόλι για τις πλάτες, για προστασία από τη βροχή

βιλίτα =τυρόψωμο ψημένο στη χόβολη

βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο

βιλουνιά = βελονιά, πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η κέντημα

βιός = περιουσία κτηνοτρόφου

βιουλιά = μουσικές παρέες στα πανηγύρια

βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού στο σημείο που πέφτει το νερό και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα) γεμάτο νερό μέσα στο ποτάμι

βιργινάδα = φοράδα ασαμάρωτη, όμορφη κοπέλα

βιργουκαλαμίζουμι, βιργουλυγάου = λυγίζω σαν τη βέργα, κάνω όμορφες κινήσεις στο περπάτημα ή στο χορό.

βιργουκαμαρουμένους, =έχει λεπτό, ψηλό σώμα και όμορφο παρουσιαστικό

βιργουλουγάου = κόβω τις άχρηστες βέργες

βιρέμ’κου = λειψό, ελαττωματικό.

βιρέμ’ς = αρρωστιάρης, καχεκτικός

βιτ’λόγρικου = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα βιτούλια.

βιτ’λουγινν’μένη = βετούλα που γέννησε

βιτ’λουκάτσ’κου =κατσίκι που γεννήθηκε από βιτούλα

βιτλιάρ’ς = τσομπάνος που βόσκει τα βιτούλια

βιτούλα = κατσίκι ενός χρόνου

βιτούλι, - α = αρσενικό κατσίκι ενός χρόνου, -α το θηλυκό

βίτσα = βέργα

βιτσουνόρα, -ρκου = προβατίνα με λεπτή ουρά, με ουρά σαν τη βέργα, σαν τη βίτσα. Αρσενικό πρόβατο με λεπτή ουρά.

βλάβει με το(δεν) = δεν βλάπτει.

βλαγκά = ρούσα πρόβατα.

βλαγκάρι = μπρούτζινο καμπανέλι (κυπρί) που βγάζει βραχνό ήχο

βλαγκάρια = τακυπριά με μολυβένιο γλωσσίδι και βγάζουν βραχνό ήχο. καμπανίτσα ή βλαγκάρι οι Σαρακατσάνοι ονομάζουν το καμπανέλι είδος κύπρου με κυρτή κορυφή, χείλη προς τα έξω και με την κάτω βάση του να είναι κυκλική και όχι ελλειψοειδής όπως οι υπόλοιπες παραλλαγές του κύπρου.

βλαγκίζου = βγάζω βραχνό ήχο

βλαγκόκυπρους = κύπρος που βγάζει βραχνό, κουφό ήχο.

βλαγκός = βραχνός.

βλάμ’ς, μπράτ’μους = οι σημαιοφόροι του γάμου.

βλάμ’σσα = σταυραδερφή, αδερφοποιτή.

βλασάτη = μακρυμάλλα προβατίνα, αρσενικό μακρυμάλλικο πρόβατο.

βλάχους, βλαχούλα, βλάχ’κους, βλάχ’σσις, βλαχνιά, =Σαρακατσιάνος -α - οι με την έννοια του βοσκού από το βλήχομαι (βληχή = φωνή προβάτου) υπ αυτή την έννοια και τα παρακάτω διότι οι Βλάχοι είναι δίγλωσσοι ημινομάδες και έχουν τελείως διαφορετική καταγωγή. βλάχ’κου = τρόπος ζωής των Σαρακατσάνων, νομαδική ζωή βλαχο- ή βλαχου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό ανήκει στο πρώτο: βλαχόπρατα, βλαχόστρατις, βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα, βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια, βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα, βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα, βλαχουσκάφιδου. Βλαχουκαμπίσιοι, Σαρακατσάνοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη σειρά τους ως Σαρακατσάνοι βλαχούλ’δις, οιΣαρακατσάνοι που έχουν μικρά κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα,βλαχουδάσκαλοι, (καλυβοδάσκαλοι)δάσκαλοι, μη Σαρακατσάνοι, που μαθαίνουν το καλοκαίρι στις σαρακατσάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα ενας τέτοιος ήταν και ο Λουντέμης σε τσελιγκάτα του Βερμίου

βλιόρα =σάρα και μάρα, συρφετός

Βλίτο (Amaranthus sp) =   βλίστρος, γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 80 εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Αποτελεί μεγάλο ζιζάνιο στις καλλιέργειες γιατί πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να φυτρώσει και μετά από δέκα χρόνια. Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από αρχή καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο. Πρέπει να το κλαδεύουμε συχνά για να πετάει από τα πλάγια πριν προλάβει να κάνει σπόρους. Τρώγονται βραστά με ξύδι ή λεμόνι και σε συνδυασμό με σκόρδο ή τσιγαριστά με διάφορα άλλα λαχανικά όπως οι κολοκυθοκορφάδες. Φτιάχνεται μέχρι και γιαχνί με πατάτες και χρησιμοποιείτε και για πίτες μαζί με άλλα άγρια φαγώσιμα χόρτα.

βλουγάει κλαρί = ευδοκιμεί κλαρί, αντέχει κλαδί, δεν υπάρχει

βλουγάου = ευλογώ

βλουημένους = ευλογημένος.

βλουϊά = ευλογιά η αρρώστια

βλουϊάρ’ς =αυτός που πάσχει από ευλογιά.

βολά (μίνια) = μια φορά

βόμπιρας = μικρό παιδί, μικροκαμωμένος , δαίμονας ανήσυχος, ζημιάρης

βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας που έρχεται από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι

βούζα ( φλάς) = είσαι μουτρωμένος, φουσκωμένα μάγουλα, η κοιλιά

βούζας = γενναίος, ρωμαλέος.

βούζια = Σαμπούκος ο έβουλος, βουζιά, ζαμπούκος, βρωμούσα,ξερά ποώδη φυτά, κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες, με τα οποία στρώνουν τα μαντριά

βουζιασμένους, βούζουμα = αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του,, θυμωμένος που η συνοφρύωση κάνει τα χείλη να φουσκώνουν

βουζουκ’λιάρ’κα = ζώα με πρησμένη κοιλιά, με μεγάλη κοιλιά.

βουζουκρανιά = είδος κρανιάς.

βουζώνου, βουζώνω = θυμώνω , δυσανασχετώ, κάνω μούτρα, μένω αμίλητος στη γωνιά

βουή = θόρυβος για κακό συνήθως

βούκουλας = γελαδάρης

βουλά = μια φορά

βούλα = σφραγίδα και σήμα που αποτυπώνεται από αυτήν, λακάκι στα μάγουλα. στίγμα. Βούλα κακιά είδος κατάρας.

Βουλγαρ’νοι = οι Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας

Βουλγάρα =Βουλγάρα, όμορφηγυναίκαλεβεντογυναίκα

βουλγαρουκόπαδα =κοπάδια των Βουλγάρων.

βουλέθηκα = σχεδίασα, πήρα απόφαση να..

βουλή =θέληση

βούλι =γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να ξεγελιέται και να ηρεμεί (αντί για πιπίλας)

βούλια, βουρλιά = βάλτος, βαρκό.

βούλιμα = βούλευμα, γνωμοδότηση.

βουλιόμαι, βουλιόμι = θέλω, επιθυμώ, σχεδιάζω

βουλουδέρου = τριγυρίζω σε ένα μέρος, γυροφέρνω αναζητώντας να βρω κάτι

βουλουκιέρι = σφραγιδόκερο

βούλουμα = πώμα.

βούλουμι, βουλιόμι, βουλιόμαι = προτίθεμαι, έχω σκοπό

βουλουτή = στρωσίδι, βελέντζα.

βουλύμι = μολύβι

βουλώνει ου διάουλος = σφραγίζει ο διάολος

βουλώνου = βάζω πώμα σε κάτι, ταπώνω, φράσσω

βουλώνου τα πρότα = τα σταματάω σε ένα σημείο

βουλώνου του στόμα =εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου.

βουμπίρ’κου = καταραμένο

βουνιά = κοπριά μεγάλων ζώων . Β(ου)νιὰ ( βούς, βουνιά ) = ἡ κοπριά τῶν χορτοφάγων ζώων

Βουργαριά = Βουλγαρία

βουργαρουκουρεύου = δεν κουρεύω το ζώο γουλί αλλά ζωνάρια ζωνάρια

βουρδούλα = αρρώστια των προβάτων (υδροκεφαλία)

βουρδουλιάζου = βγάζω στο σώμα μου εξανθήματα

βούρλα = τρέλα και θάμνοι του βάλτου(βούρλου)

βουρλαίνουμι ( για ζώα) =αρρωσταίνω από βούρλα,

βουρλαμάρα = τρέλα.

βουρλή = πρόβατο που πάσχει από βούρλα

βουρλιά = ρίζα από βούρλο.

βούρλου = βούρλο, γιούγκος ο ακιδωτός (juncus acutus) , typha latifolia, τύφα, ψαθί, ουρά της γάτας. Πολυετή φυτά, χαρακτηριστικά στενά φύλλα με έλυτρο στη βάση, φυτό με πυκνές τούφες και με οξύ άκρο.Οι βλαστοί του βούρλου χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, κατασκευάζονται τυροβόλια και άλλα είδη.

βούρτσα = ψηλό ξύλινο κάδη μέσα στο οποίο βγάζω το βούτυρο. Το γάλα ρίχνεται (προκειμένου για ποσότητες 5-10 κιλά) όλο μαζί σε ένα ψηλό κυλινδρικό ξύλινο δοχείο (κάδη). Με ένα ξύλινο ραβδί που στη μία άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος (όλη η κατασκευή θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε" το γάλα ανεβοκατεβάζοντας αυτό το έμβολο με σταθερές κινήσεις.

βουρτσόξ’λου = ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω. Είναι ξύλινο ραβδί που στη μία άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος

βουσκάου = βόσκω

βουσκάου ασκότουτα = βόσκω το κοπάδι με μεράκι

βουστ’νόπ’τα = πίτα που γίνεται με κλωτσοτύρι με βουστίνα

βουστίνα = προϊόν βρασμού απο το ξινόγαλο όπου βγαίνει η βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι)

βουτυρόκαδα = καδί στο οποίο βάζουν το βούτυρο

βραδιάζει = φτάνει το βράδυ, -ουμι νυχτώνω, διανυχτερεύω

βραδιάζου τα πρότα = τα βόσκω μέχρι να βραδιάσει

Βραζιλιάνοι = οι Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν κυνηγημένοι από τη Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους έστειλε στη Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του νομού Σερρών.

βρακανήθρα = χορταρικό.

βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του ποδαριού.

βρακί = λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά

βρακουζών(η) = το σχοινί για το δέσιμο του βρακιού

βρακουζώνα = βρακοζώνα.

βρακουθλ’ιά = βρακοθηλιά.

βρακουμένου = το ζώο που έχει βρακί (λίπος στην ουρά)

βρακώνουμι = φοράω εσώρουχο

βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και μία κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το κακκάβι και βράζει στη φωτιά.

βραστόγαλου = γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το υπόλοιπο το πήζουν τυρί.

βριζάλα = άχυρο από βρίζα

βριτός = έχει βρεθεί

βριχτάρια = βραστά φασόλια

βρόντα = κουδούνι.

βρόντους = κουδούνι

βρούβις (Sinapis alba) = σινάπι, αγριοσινάπια, σινιάβρη, γλυκόβρουβες. Τα φρέσκα τρυφερά φύλλα τους τρώγονται βραστά μόνα τους ή με άλλα χόρτα και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα σε χορτόπιτες

βρουκόλακας = στοιχειό, βρικόλακας (μτφ.)ανάποδος,κακός, παλιάνθρωπος

βρουκουλακιάζου = ζω πολλά χρόνια

βρουμουκλάρι = το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος ο δυσώδης, θάμνος που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Το χρησιμοποιούσαν για να επουλώνουν τις πληγές από τσίμπημα σκορπιού

βρουντάει ου τόπους τα πρότα = τα πρόβατα αρρωσταίνουν, όταν τρώνε κάποιο φυτό δηλητηριώδες

βρουνταλίδια = μικρά κουδουνάκια.

βρουντάρα = παιδικό παιχνίδι που, όταν σπρώχνουμε το έμβολό του, βγάζει δυνατό κρότο.

βρουνταριά = βροντή.

βρουντάω = ρίχνω

βρουντάω καταΐ = ρίχνω κάτω

βρουντή = κεραυνός.

βρουντότριχα =η ασθένεια των ζώων παρασιτική βρογχίτιδα, άχρηστο, ενοχλητικό.

βρουχάδις = οιβροχές.

βρουχιάζου =παγιδεύω με βρόχια, (μτφ.) στήνω ερωτική παγίδα. -ουμι πιάνομαι στα βρόχια.

βρόχια = παγίδες για πουλιά.

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαραακτσάνικη Λαλιά»

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.