χ(υ)λός = αλεύρι βρασμένο με νερό , χυλός

χ΄αΐντι , χ'αΐντι = αϊντε-αϊντεφράση που δηλώνει κοροϊδία

χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.

χ’λιάρα =κουτάλα

χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι ∙ έχει το σχήμα κουταλιού.

χ’λιάρι = κουτάλι

χ’λιαριά = κουταλιά.

χ’λιαρίζου = τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ

χ’λιαρουθήκη = ξύλινη θήκη για τα κουτάλια

χ’λός = πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι).

χ’μαδιά = χειμαδιά, τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους

χ’μαδιό = λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.

χ’μουνίσιους, -α, -ου = χειμωνιάτικος.

Χ’μουνουκαλόκιρου = όλος ο χρόνος

χ’νόπουρους, χ’νουπώρι = το φθινόπωρο

χ’νουπουριάζει = φθινοπωριάζει.

χ’νουπουριάτ’κους, -η, -ου = φθινοπωριάτικος.

χαβδώνω = ανοίγω τα πόδια μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να ζεσταθώ από την μέση και κάτω εσωτερικά

χάβου = τρώω

χάβους = γκρεμός.

χαβώνω = μένω άναυδος, τα χάνω, κόβεται η λαλιά μου

χαζαναφέρς = αναφέρεις χαζά, λες χαζομάρες

χάζι = απολαμβάνω, χαίρομαι, με διασκεδάζει, ευχαρίστηση, γούστο.

χαζουφέρνς = φέρνεσαι σαν χαζός

χαζουφέρς = δεν πας καλά στα μυαλά σου

χάθκαμαν = χαθήκαμε

χαιβάνια = ζώα , ανθρωπος χαζός

χάϊδια = χάδια

χαϊμαλί = κρεμαστά στο λαιμό με φυλαχτά.

χαΐρι = προκοπή.

χαϊρλής = προκομένος, τυχερός

χαϊρλίτ’κα = να τα χαίρεστε, τυχερά να είναι, να έχουν προκοπή

χαϊρλίτ’κους, -η, -ου = τυχερός, προκομένος, ευλογημένος

χάκι, ρόγα.= αντιμισθία τσομπάνου

χαλάβρα = μεγάλος γκρεμός που χάσκει ανοιχτός

χαλάλι = ευλογημένο, για το καλό σας, τυχερό σας

χαλαλουή = θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από φωνές ή περπάτημα του όχλου

χαλαντζιούκα = πρόχειρο καλυβάκι

χαλάου = καταστρέφω, (μτφ.) δολοφονώ

χαλασιά = χαλασμός, καταστροφή και κοσμοχαλασιά.

χαλεύω = ζητάω, αναζητώ, γυρεύω

χαλιαντζούκα = πρόχειρη καλύβα

χάλιμα = αναζήτηση, γύρεμα

χαλκιάς = χαλκοποιοός.

χαλκόμ’γα = μύγα στοχρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα

χαλκώματα = τα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού

χαλνό = δερμάτινο εξάρτημα σαν καπίστρι με μικρη μεταλική ραβδο που μπαίνει στο στομα για να οδηγείς το άλογο, τα γκέμια

χαμάρα = εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία.

Χαμένος = Νοέμβριος

χαμόμλου = χαμομήλι,(βλ παπαδίτσα) χαμαίμηλον το κοινόν ή ματρικαρία το χαμαίμηλον – Matricaria chamomilla χαμόμηλο, καμηλάκι, το λουλούδι του Αϊ Γιώργη ένα πασίγνωστο βότανο. Το γένος του περιλαμβάνει περισσότερα από 70 είδη, ωστόσο στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο είδος. Το χαμομήλι το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα. Οι άραβες γιατροί συνιστούσαν το έλαιό του για εντριβές. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ ήταν γνωστή η δράση του επί του πεπτικού συστήματος. Το χαμομήλι όχι μόνο χαλαρώνει, αλλά μειώνει σημαντικά το άγχος και την κατάθλιψη, είναι αντισηπτικό και καταπραϋντικό των ερεθισμών του δέρματος ,για την ακμή, το έκζεμα, τις φλεγμονές, τα εγκαύματα, για τις αλλεργίες των ματιών,τονωτικό, χωνευτικό, κατά της κράμπας του στομάχου, της δυσπεψίας και των μετεωρισμών, κατά της ανορεξίας, των στομαχικών διαταραχών και της αεροφαγίας-μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθαρισμό των πληγών-για τα έλκη του στόματος και για την ουλίτιδα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά των κολικών πόνων των νηπίων, ανακουφίζει από τους πόνους της περιόδου και από το προεμμηνορροϊ, κό σύνδρομο, κατά της κολπίτιδας (γίνονται πλύσεις με το χαμομήλι), αποτελεσματικό για την καταπολέμηση του κατάρρου κυρίως αλλεργικής προέλευσης-βοηθά στο άσθμα

χαμουκιέρασα = οι άγριες φράουλες. Το χαμοκέρασο (αρχ.: χαμαικέρασος) (Fragaria vesca, Χαμαικέρασος η λεπτή) κοινώς ονομάζεται αγριοφράουλα και είναι ένα φυτό των δασικών εκτάσεων

χαμπέρι = είδηση

χαμπλά = χαμηλά.

χαμπλώματα = πεδινά μέρη, πεδιάδες που ξεχείμαζαν.

χαμπλώνου = χαμηλώνω.

χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του καρφωμένα μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα 

χάνουμι = πεθαίνω

χαντακώθκα = απέτυχα, παταγώδης αποτυχία

χάντρα = το μάτι

χάπιις = χάπια

χάπιου = χάπι

χάπσις = μικρές αγριοφράουλες

χαρά = γάμος

χαραή = χαραυγή

χαρακιάζου = κάνω χαράζω για να κόψω κάτι, χαράζω κάποια ενέργεια  

χαράμι = άδικα

χαράρια = μεγάλα υφαντά τσουβάλια

χαρβαλόστουμους, -η, -ου = αυτός έχει στόμα ασταμάτητο με χαζά,αθυρόστο­μος

χάρβαλου, χάρβαλο = διαλυμένο, ερειπωμένο, κομάτια, σαράβαλο, πολύ παλιό

χαρδακίζου = χαίρομαι πολύ, ανοίγει η ψυχή μου, αστειεύομαι

χαρδαλούμπας = εκείνος που άπληστα καταβροχθίζει τα πάντα.

χάρισμα = δώρο

χαρκεύου = μαστορεύω

χαρκεύου = μαστορεύω.

χαρμπί = δίστομο μαχαίρι κεντημένο με πέτρες

χαρόϊπουλου = γιος του χάρου

χαρότριχα έχει = η ξαφνική εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ζώων που προμυνείει κάτι κακό. Το ξαφνικό πέταμα της πέρδικας π.χ σε τρομάζει μέχρι θανάτου (έχει χαρότριχα μέσα της)

χαρουκουπού = γλεντοκοπώ, διασκεδάζω

χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει θάνατο.

χάρους, ου = χάρος αλλα και κακός, αντιπαθητικός

χαρσμένο = αυτό που έχει πάνω του όλες τις χάρες

χαρταβέλας = σαχλαμάρας.

χαρτόλουρα = λούρα που χρησιμοποιούνται για το χάρτωμα (σκελετό) του κονακιού

χάρτουμα = διαδικασία για να φτιάξουν τον ξύλινο σκελετό του κονακιού

χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για τον σκελετό (χάρτομα) του κονακιού

χαρτώνου = πλέκω τα όρθια λούρα του με οριζόντια  

χαρχαγγέλια = κουδουνάκια, μικρά κρεμαστά που βάζουν στο φλάμπουρα, ψιλοστολίδια

χαρχάρα, χαρχάλα = κατάξερο και άγονο μερος.

Χασανδρινοί   = Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στην Κασάνδρα της Χαλκιδικής.

χάση = περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι

χάσκου = χαζεύω, αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι

χασουμεράου = χάνω το χρόνο άσκοπα

χασουμέρια = χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο χρόνου.

χασουμέρς = ο αργοκίνητος, ο αργός

χασουπέφτη = Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι

χατζίνα = γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού

χαψιά = μπουκιά χάψα, χαψιά. Από το ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το στόμα μου

χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως, γεμάτο μέχρι το χείλος.

χειμάζου = προκαλώ χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία , παράξενη συμπεριφορά

χειρακώνουμι = με τα χέρια μου πιάνομαι από κάπου, βαστιέμαι από κάπου.

χειργιά = ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο

χειρόκλιτσα = κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις.

χειρότια = κεντημένα ακρομάνικα από τα κατασάρκια των αγοριών και των εφήβων

χειρουδώσμο = χειραψία, υπόσχεση αρραβώνα

χειρούλα = μπουκετάκι.

χειρουφκιασμένου = χειροποίητο.

χέρι = ηξύλινη μανιβέλα με την οποία στρίβαν το μπροστινό αντί. στον αργαλειό

χεριά = όσο χωράει η παλάμη

χέρι-χέρι = πολύ γρήγορα:

χερόβολο = ποσότητα σταχυών που μπορεί να κρατήσει με το ένα χέρι αυτός

χέρσο = ακαλλιέργητο

χιζιαρ’ς = φοβητσιάρης

χιζουβόλσα = έχεσα

χιζουλόους = η τουαλέτα

χιζούρ’ς = χέστης. φοβητσιάρης.

χιλιότρανους, -η, -ου = πολύ μεγάλος, πολύ σπουδαίος

χιλιουκαλώς = πολύ καλός, εξαίσιος με τα χίλια τα καλά

χιρώνει του γάλα = αρχίζει να λιγοστεύει το γάλα

χλέπι = πτύελο, φλέγμα

χλιάρα = ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του φαγητού.

χλιάρας = βλάκας , χαζός

χλιάρι = κουτάλι

χλιάρκου = χιλιάρικο

χλίβουμι = θλίβομαι, στενοχωριέμαι:

χλιμάρα = θλίψη, κακομοιριά, έντονη μιζέρια

χλιμιτράει   = χρεμετίζει, η φωνή του αλόγου .

χλιμιτράου = κλαίω, κάνω σαν το άλογο που φωνάζει

χλιμίτρισμα = η φωνή του αλόγου

χλιμιτρίσματα = αποχαιρετηστήριακλάματα με λυγμούς που χύνει η νύφη

χλιό = χλιαρό.

χλίψη = στενοχώρια, θλίψη

χλουρασιά = χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα δέντρα.

χλουρό τυρί = φρέσκο τυρί, τυρί ακόμα στην τσαντίλα.

χλουρόπ’τα = πίτα με βάση (φρέσκο τυρί.

χνιόπουρου = φθινόπωρο

χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού [27, 440].

χόβολη = η θράκα με στάχτη

χολοϊόμαι = αναστενάζω συνεχώς

χόντρους = πάχος.

χοροπατάει = κάνει νευρικές κινήσεις σαν να χορεύει

χουαϊαξε = φωναξε

χούι = συνήθεια συνήθως κακή, ελάττωμα

χουιάζου = φωνάζω δυνατά , μαλώνω.

χουιάστρα = δυνατή φωνή αγριεμένη

χουιατά = δυνατές φωνές

χουλoϊώμι = στενοχωριέμαι, αναστενάζω

χούλια = κουτάλα.

χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάω

χουματίζου = θάβω

χούμπα, χούμπωμα = ξεδιάντροπη/ος

χουμπιάρ’κου = ξεδιάντροπο , αυτό που πρέπει να κρύβεται, να χαθει

χούμπουσι = χάσου

χουμπώνου - ουμι = καταντροπιάζομαι, κρύβομαι από την ντροπή μου

χουνεύου = ανέχομαι, συμπαθώ, αποδέχομαι

χούνη = κοιλότητα ανάμεσα σε πλαγιές, στενή λαγκάδα

χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε λίπος, γίνεται παχύρρευστο σε λίγο θα έχει βράσει

χουντρόγαλου = πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας πολύ παχύ

χουντρουκούδ’να = μεγάλα σε βάρος κουδούνια

χουντρουκουπάνι = χοντροκαμωμένος, άξεστος.

χουρ’σιά = χώρισμα , μερίδιο, ξεχώρισμα, ομάδα, δόση

χουρδή, χουρδιά = πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι

χουριατεύου = σταματώ την ποιμενική ζωή και γίνομαι μόνιμος κάτοικος σε χωριό

χουριάτις = κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.

χουρουστάσι = ξέφωτο στο οποίο πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι νεράιδες και χορεύουν.

χουρταρόκιρους = καιρός βροχερός με ήπια θερμκρασία (μισή μέρα βροχή και μισή ήλιος).κατάλληλος να φυτρώσει χορτάρι

χουρτασίλα =  το αίσθημα χορτάσματος.

χουσάφι, χουσιάφι = κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι, χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ, κιουσάφι από το Ιταλικό   composta

χουσιά = προδοσία, ενέδρα, καρ­τέρι

χουσμέτι = μικροδουλειές του σπιτιού

χουσμικιάρ’ς = υπηρέτης

χούφτα = η φούχτα , γροθιά, πυγμή,ηλαβή από το σπαθί

χουχλάζει του νιρό = χοχλάζει, βράζει, το νερό

χούχλος, χόχλους, = χοχλασμός, βράσιμο νερού.

χουχουλάου = θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα

χόχλους = βράσιμο νερού.

χράδια = ρίγες από τα υφαντά.

χρεία = η ανάγκη, αποχωρητήριο

χριουστής = αυτός που χρωστάει, χρεωμένος.

Χριστόημιρα = χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων

χριστόκ’λουρα, χριστόψουμου = κουλούρα που φτιάχναν τα Χριστούγεννα και την κεντούσαν περίτεχνα

Χριστόψωμα = Ήταν γνωστό ότι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν δύο Χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για τον Αη (τον Χριστό). Πάνω του σκάλιζαν ένα μεγάλο σταυρό , φεγγάρι με πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα, είναι για τα πρόβατα. Ιδιαίτερη τιμή για τα ζωντανά των Σαρακατσάνων ώστε να τα έχει καλά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή, η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.α.

χρουνιάρ’κους = αυτός είναι ενός έτους

χρυσικός = χρυσοχόος

χρυσουγάιτανου = με όμορφο γαϊτάνι

χρυσόφλουρου = χρυσό φλουρί.

χτέ = εχθές.

χτένι = εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.

χτικιάρ’ς = φυματικός, αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης, μαραζιάρης

χτικιό =. φυματίωση, μαρασμός,απ' τη λέξη «εκτικός» = o πάσχων από στηθικό νόσημα. «Ηθικά» Πλουτάρχου, σελ. 202

χτινάδις = πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του αργαλειού και κυρίως χτένια

χυμάω, χυμίζω = ορμάω

χύνει η καρδιά = έχω διάρροια

χύνουμι = ορμάω

χύρουμα = όγκος από χώματα που παρέχει προστασία, οχύρωμα

χύση = διάρροια.

χώνιψι η πρατίνα = εμασε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμεξαμε

χώρα = πόλη

χωσιά = η ενέδρα

Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»

{loadpositionmyposition}

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.