υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο .
υπνουβότανου = βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).
υπνουμένη, -ος = αυτή αυτός που κοιμάται, κοιμισμένη
υπνώνου = κοιμίζω
υπουδέλοιποι = οι υπόλοιποι
υστιρνά = τα τελευταία , τα στερνά, αυτά που ήρθαν μετά
υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.
υφαίνου = η διαδικασία του αργαλειού για να βγεί το ύφασμα
ύψουμα = λοφίσκος, πρόσφορο στην εκκλησία.
Από το βιβλίο του Ζήση Κατσαρίκα, «Σαρακατσάνικη Λαλιά»
{loadpositionmyposition}