"Αβασκαμός": Το μάτιασμα, η πρόκληση βλάβης με την επήρεια του βλέμματος κάποιου άλλου ή της σκέψης του. Από το αρχ. ελλ."βάσκανος"= αυτός που ματιάζει ή που προκαλεί βλάβη σε άλλον με το βλέμμα ή τη σκέψη του. Το αρχικό -ά δεν είναι στερητικό, αλλά τίθεται από τους Σαρ. χάριν ευφωνίας. (Γ. Μπαμπ. Σελ. 359, Δ. Δημητράκου σελ. 298).

"Αβγάτος": η αύξηση ενός είδους, που στους ανθρώπους και στα ζώα γίνεται με τη γέννηση. Παράγωγο του ρήματος "αβγατίζω" και πιθανή προέλευση εκείνου από το αρχ.-ελλ. "εκβαίνω", από το οποίο μεταγενέστερα παράγεται το "εκβατός", που εξελίσσεται σε "εγβατός" τον Μεσαίωνα που παράγεται τελικά το "εγβατίζω" (Γ. Μπαμττ. σελ. 43 και Α. Βάλληνδ. Πάρεργα 1,39- Γ. Χατζηδ. Στην Kuhn's Zeit 43, 223 κέξ. και στην Επετ. Πανεπ. 6.92).
Κατά τον Γ. Μπαμττ. μπορεί να έχει σχέση και η λέξη "αβγό” που έχει μεγάλη συμβολή στον αβγάτο.

"Αγανός-ή-ό" = αραιός, ανάριος, αραιοπλεγμένο ύφασμα, αραχνοΰφαντος.
Αρχαιοελληνική λέξη, αγνώςττου ετυμολογίας.- (Γ. Μπαμπ. 47).
"Αγροικώ": καταλαβαίνω, αρχίζω να έχω αίσθηση του περιβάλλοντος, κυρίως για τα μωρά, όταν αρχίζουν να καταλαβαίνουν.
Σαρ. φράση: "Αγροίκ'σι σ'λέω. Με κατάλαβε και μί τήράί γελώντας".
Από το "αγροίκος" ή "αγροίκος" που σημαίνει αυτός που κατανοεί, που ακούει (Μπαμπινιώτης σελ. 449 Λεξ. της Ελλ. Γλ. και Β. Φάβης Γλωσσολογ. Επισ. 55 και Γ. Χατζηδά- κης Επιστημ. Επετηρ. Παν. 9,56).

«Αγγειά» (τα) = το μέρος της οικοσκευής των Σαρακατσάνων, που μεταφερόταν φορτωμένο στα άλογα από τόπο σε τόπο και περιλάμβανε κυρίως τα τοποθετημένα στα σακιά μεταλλικά αντικείμενα (γάστρες, δοχεία γάλακτος, ταψιά, κατσαρόλες, καζάνια κ.λπ.), αλλά και μερικά μάλλινα ενδύματα. 
Από το ομηρικό «άγγος -εος» = το αγγείο διαφόρων ειδών, δοχείον οίνου ή γάλακτος, κάδος ανοικτός, κιβώτιον, κιβώτιον ενδυμάτων. (Ιλ. Β, 471. Οδ. β, 286). 

«Αγγελοκρούομαι» = εξανίσταμαι, δαιμονίζομαι και θίγομαι πολύ εύκολα.
Από το ομηρικό «άγγελος» = απεσταλμένος, αγγελιαφό­ρος, κήρυκας (Α, 334. Β, 94) και το «κρούω» = πλήττω, κτυπώ, συγκρούω.

«Αγέννωτο» = είδος υφάσματος που υφαινόταν από τη Σαρακατσιάνα στον αργαλειό. Βαφόταν στο καζάνι με πίνο, λάπατα και λουλάκι και ραφόταν ως επίσημο ένδυμα. Είναι τα περίφημα αγέννωτα των Σαρακατσιάνων που τους ξεχώριζαν από όλους τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς (βλάχους, καραγκούνηδες κ.λπ.) λόγω της λεπτότητας τους. Το αγέννωτο δεν «γινόταν», δηλαδή δεν πήγαινε για να «χτυπηθεί» στο «μαντάνι», έμενε όπως έβγαινε από τον αργαλειό και το καζάνι
που βαφόταν και ήταν πολύ λεπτό, σε αντίθεση με τα «γεννώμενα» υφάσματα που χτυπιόνταν στο «μαντάνι» και γίνονταν πιο παχιά και τριχωτά.
Από το στερητικό «α» και το «γέννημα» = παν το παρα-γόμενον, το γεννώμενον. Σχετικό και το ρήμα «γεννάω -ώμαι» = γεννώ, παράγω, δημιουργώ.

«Αγκαθιάζομαι» = τρυπιέται το σώμα μου από αγκάθια.
Από το ρήμα «ακανΰόομαι» = γίνομαι ακανθώδης, που πα­ράγεται από το ομηρικό «άκανθα» = αγκάθι, θάμνος ακανθώ­δης (ε, 328).

«Αγκότσια» = η μεταφορά από άνθρωπο ζωντανού κυρίως βάρους (παιδιού, ζώου) στους ώμους του, ή μάλλον στον αυχένα του. Πιθανή προέλευση του από την αρχαία ελληνική λέξη «ά-^κος, -εος» = αγκών, βραχίων, κοίλον, καμπύλον, καμπή, κόλ­πος, αυχήν, ορεινή φάραγξ, κοιλάς.

«Αγκίδα» = λεπτό αιχμηρό κομμάτι ξύλου που τρυπάει σημείο του σώματος, αιχμή, άκρη μυτερού ξύλου.
Από το «ακ/ς ακίδος» = αιχμή, μύτη, μυτερό εργαλείο. (C. Hoeg II 157 - Χατζ. ΜΝΕ Β' 139 σημ. 1 και 502).

«Αγκυλώνω» = τσιμπώ, πληγώνω με αιχμηρό όργανο. 
Από το «αγκυλόω -ώ» = κυρτώνω, κάμπτω την χείρα, έχω τους όνυχας έτοιμους προς μάχην.

«Αγνάντια» = απέναντι από ένα σημείο.
Από το ομηρικό «ενάντιος -α -ον» = ο απέναντι, ο αντι­κρινός (Ζ, 247. I, 190. ζ, 329. η, 89.) με πιθανή εξέλιξη : «τα εναντία, τανάντια, ταγνάντια».

«Αγροικώ» = νοώ, καταλαβαίνω, επί τέκνων: Μόλις αρχίζω να καταλαβαίνω.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Έγινε εξ μηνών το κούτσκο. Άρχι­σε να αγροικάει».
Από το ρήμα «αγροικώ» = καταλαβαίνω, έχω την ικανό­τητα να κρίνω, αντιλαμβάνομαι. Από αυτό παράγεται και το «αγροίκος -οτερος» (Αθην. Θ, σελ. 382 Ε'). Όρα Κοραή Άτακτ. τομ. Β' σελ. 95-96. 

"Αδράχνω": Αρπάζω κάποιον βίαια.
Σαρ. φράση: "Τόν άδραξι απ'τόν σβέρκο και κόντεψι να τόν πνίξει".
Από το αρχ.-ελλ. "δράσσομαι", που στην Αττική διάλεκτο συναντάται ώς "δράττομαι": Λαμβάνω ή συλλαμβάνω δια της χειρός, πιάνω σφιχτά (Ευρ. Τρω. 745 Ιλ. Ν 393 Π. 486, Σοφ. Αντιγ. 235, Πλατ. Λυσ. 209 Ε. Ο μέλλων δράξομαι, παρακείμ. δέδραγμαι). Το -α δέν είναι στερητικό. Τίθεται πρό του "δράχνω" χάριν ευφωνίας. Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στους Σαρ. (π.χ. α-λείξουρος αντί λείξουρος).

"Αδράχτι": Ξύλινο λεπτό εξάρτημα της ρόκας, μήκους 20 περίπου εκατοστών, στο οποίο συγκεντρώνεται το νήμα που παράγεται με το γνέσιμο του μαλλιού στη ρόκα. Το αδράχτι για να περιστρέφεται περί τον εαυτό του έχει στο κάτω άκρο του το σφοντύλι.
Από το αρχ.-ελλ. "άτρακτος", που εξελίχθηκε σε "ατρά- κτιον" και μεταγενέστερα στο Μεσν. σε "αδράχτι". (Πλου- τάρ. 2, 271 Ε, Ηρόδ. 5,12 προβλ. 4.34, 162, Πλατ. Πολιτικά 281 Ε κ. άλλ. και Μπαμπινιώτης σελ. 73).

«Αδραχτολόγος» = το σακουλάκι που έβαζαν μέσα τα αδράχτια.
Από το «άτρακτος» = αδράχτι, βέλος και το «λόγος», «λέγω».

«Αζάπωτος - άζαπος» = ο άπιαστος, ο απείθαρχος, ο απρόσβλητος, αυτός που είναι αδύνατο να τον βάλει κάποιος σε μια σειρά, σε ένα καλούπι, να ακολουθήσει τις εντολές του.
Κατά την προσωπική μου γνώμη από το «α» το στερητι­κό και το ρήμα «ιάπτω» = πέμπω, ρίπτω, διαφθείρω και βλά­πτω, προσβάλλω τινά δια λόγων, ορμώ, σπεύδω. Στη νεοελληνική γίνεται «ζάφτω».



«Ο αθέρας» των προβάτων = το πρόβατο που ξεχωρίζει από τα άλλα, που είναι πρώτο σε πάχος και απόδοση σε γάλα.
Από το ομηρικό «αιθηρ» = ο υπεράνω των νεφών αήρ, ο αιθέριος, ο καθαρός κ.λπ. Σχετικό και το «αιθέριος» = υψηλά εν τω αέρι, ουράνιος (Β, 412. Π, 365. Ρ, 371. Τ, 540).

«Αϊσκιωτος» = ο μη σοβαρός, αυτός που δεν έχει κύρος, αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, σιγουριά.
Από το «α» το στερητικό και το ομηρικό ρήμα «σκιάζω» = σκιάζω, επισκιάζω, γίνομαι σκιερός, που παράγεται από τη λέξη «σκιά» = σκιά, ίσκιος (Φ, 232). Σχετικό και το ρήμα «σκιάζομαι» = σκιάζομαι (β, 388).

«Ακόνι», «ακονίζω» = οξύνω την κόψη του μαχαιριού, ψαλιδιού, με την αποκατάσταση δια της τριβής με τον λίθο (ακόνι) της επιφανείας τους.
Από το «ακόνη» — πέτρα προς ακόνισιν. Συναφές και το ρήμα «ακονάω» = ακονώ, οξύνω τι.

"Ακολλάω": Διεκπεραιώνομαι στην απέναντι όχθη του ποταμιού, διαβαίνω το ποτάμι και φθάνω στην απέναντι όχθη, που λόγω του επικλινούς της σχήματος και του γλιστερού του εδάφους της παρουσιάζει δυσκολίες και πρέπει για να ανεβεί κανένας και να εξέλθει της κοίτης να "κολλήσει" πρώτα σ' αυτή σα βεντούζα.
Σαρ. φράση: "Ακόλλα παιδί μ' από πέρα".
Από το "κολλάω-ώ": Συγκολλώ τι (Πλατ. Τίμ. 75D, 82D), συνενώ σφιγκτώς, κολλώ σε κάτι σαν βεντούζα, προσκολλώμαι είς τι (αριστ. Ρητ. 3.2,12 προβλ. Αρεταί Οξ. Ναύσ. Θεραπευτ. 1.1 Αίσχ. Αγ. 1566), συνδέομαι μετά τίνος. Η προσθήκη του -α στην αρχή της λέξης όταν αρχίζει από σύμφωνο είναι συνηθισμένη στους Σ.

«Ακουρμαίνομαι» και «ακουρμάζομαι» = ακούω με εντεταμένη προσοχή, στήνω αυτί να ακούσω. Συναντάται στο δημοτικό τραγούδι που έχει τη φράση «ν' ακουρμαστώ την
πέρδικα την πικροκαταρούσα...».
Από το ρήμα «ακροάομαι -ώμαι» = ακούω, προσέχω κά­ποιον, ακροώμαι.

«Αλάρωτος» = απαρηγόρητος, θλιμμένος, δύσθυμος, ο κλαίων ασταμάτητα.
Από το «α» το στερητικό και το ρήμα «ιλαρόω -ώ» = κα­θιστώ τι ιλαρόν, καθιστώ τινα φαιδρόν, πλήρη χαράς, εύθυμον, περιχαρή εις την όψιν.

"Αλάνταβος": Απρόσεκτος, αδέξιος, σβαρνιάρης, ο περιπλανώμενος άνευ αιτίας.
Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. "αλάομαι": Περιπλανώμαι, είμαι σε απορία και περιπλάνηση. Από το "αλάομαι" παρά- γεται και η λέξη "άλη"=περιπλάνηση. (Οδ. Ξ. 120, 263, Γ. 73, Ζ. 206 Ηρόδ. 4,97).

«Αλαταριά» = το μέρος που αλάτιζαν τα πρόβατα/γίδια. Συνήθως αποτελούνταν από πλάκες στρωμένες στο έδαφος επάνω στις οποίες έριχναν το αλάτι μαζί με πίτυρα βρεγμένα για να μην το παρασύρει ο αέρας και από εκεί τα ζώα το έτρωγαν γλείφοντας το.
Από το αρχαίο ελληνικό «άλας -τος».

«Αλαφρώματα» = τα πράγματα της οικογένειας (οικοσκευή, τρόφιμα-σιτάρι-τυρί-βούτυρο) που μεταφέρονταν στα χειμαδιά ή στο ξεκαλοκαιριό 10-15 μέρες προ της εκκίνησης του τσελιγκάτου για να ξαλαφρώσει και να γυρίσουν τα ζώα για τα υπόλοιπα.
Από το ομηρικό «ελαφρός -ή -ο'ν» = ελαφρός κατά το βά­ρος, ευκίνητος, σβέλτος, ελαφρός (Μ, 450. Χ, 287).

«Αλείξουρος» ή «λείξουρος» = ο λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ και γλείφει τα χείλη του, ο λιχούδης και το ομηρικό «λειχψωρ -ρος» - λειχούδης άνδρας, λειξούρης άνδρας (I. Πανταζίδη ένθ. ανωτ.)
Από το «λείχω -έλειζα» = γλείφω, καταγλείφω. Σχετικό και το «λιγνός -η -ον» = λαίμαργος, λιχούδης.

«Αλευροσάκι» = το σακί με το αλεύρι.
Από τα «άλευρον» και «σάκκος» = χοντρό ύφασμα τρίχι­νο.

«Αλκοτάω» = τολμώ να απομακρύνω τρομάζοντας κάποιον, απωθώ, παρεμποδίζω.
Από το ομηρικό ρήμα «αλέζω» ή «αλέκω» ή «άλκω» = απομακρύνω, απωθώ, αμύνομαι, υπερασπίζομαι και το επίσης ομηρικό «κοτέω -ώ» = τολμώ, οργίζομαι, θυμώνω, κακιώνω.

«Αλλαξιά» = τα ρούχα με τα οποία αλλάζει κάποιος τα ρούχα που φορεί γιατί λερώνονται. Η καινούρια, η καθαρή ενδυμασία.
Από τη λέξη «αλλαγή», που παράγεται από το ρήμα «αλ-λάσσω - αλλάζω - άλλαζα», γνωστής σημασίας.

"Αλλουμανάω" και "αλλουμανίζω": Καταταλαιπωρώ, δέρνω κάποιον άλλον χωρίς λύπηση, δέρνω κάποιον άλλον και τον τσαλαπατώ σάν μανιακός με χέρια και με πόδια, αλλά και ρίχνει ο σκύλος κάποιον στο έδαφος και τον δαγκώνει με τα δόντια του και τον γρατσουνάει με τα νύχια του συνεχώς και σε πολλά μέρη του σώματός του.
Σαρ. φράση: "Τό ρ'ξα μίνια γερή στο κεφάλι, έπεσε καταή και τόν αλλομάν'σα ύστερα με χέρια και μί ποδάρια".
Από την αντωνυμία "άλλος-η-ον" και από το αρχ. "μαίνομαι", αόρ. εμάνισα και ο ενεστώτας "μανίζω" (Ιλ. Ε, 717, Ζ.101, Οδ. I. 350, Ιλ. Π. 245 και Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,54 και Ν. Ανδριώτη): θυμώνω.
Σχετικό είναι και το αρχαίο "μανία": τρέλα, σφοδρή επιθυμία.

«Αλογοσύρτης» = ο κλέπτης των αλόγων, αυτός που κλέπτει άλογα απομακρύνοντας τα από τον ιδιοκτήτη τους, σύροντας τα προς τα εκεί που ο ίδιος θέλει.
Από το «άλογον» = άλογον ζώον, ίππος, άφωνος, ανόητος, παράλογος και το ρήμα «σύρω» = σύρω, σέρνω, σύρω δια της βίας.

«Αλτάρι ή λτάρι [λ(η)τάρι]» = κομμάτι συνήθως στριμμένου σχοινιού κατάλληλο για γερό δέσιμο
Από το «ειλητός», υποκοριστικό «ειλητάριον» = δέμα, πε­ριτύλιγμα, συνεστραμμένο, τυλιγμένο, παράγωγο του «ειλύω» = περιτυλίσσω, περικαλύπτω ή του ομηρικού «είλω» = περι­τυλίσσω σφιχτά, συνωθώ, μαζεύω, συμπιέζω, από το οποίο παράγεται το «είλαρ» = έρκος, φυλακή (Η, 338. Ξ, 56).
Είναι πιθανή όμως και η προέλευση του από το στερητικό «α» και το όνομα «λυτήρ - ήρος» = ο λύων, ο απαλλάττων πόνων, από το οποίο παράγεται και το «λυτήριος -α -ον» = ο λύων, ο απολύων, ο ανακουφίζων, ο απαλλάττων.

"Αλυσια ή λυσια": Ανδρικά κοσμήματα στήθους, που έμοιαζαν με τις αλυσίδες. Προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "άλυ- σις-ως" (Ηρόδ. 9. 74, Εύρ. Ορ. 984).

«Αλυχτάω -ώ» = γαυγίζω (επί σκύλου).
Από το «υλακτέω -ώ» = γαυγίζω, βαβίζω. Από το «υ­λακτέω» το «υλακτη» = γαύγισμα, βάβισμα (Σ, 586).

«Αλχείνα» = εξάνθημα σαν ψώρα στο ανθρώπινο σαγνι συνήθως, αλλά και σ' άλλα μέρη του σώματος.
Από το αρχαίο ελληνικό «λειχήν -ήνος» = είδος βρύου φυο-μένου επί των δένδρων, η λειχήν της ελαίας, η ψώρα της συ­κιάς και των ίππων, εξάνθημα λειχηνοειδές επί των ανθρώπων και μάλιστα επί της σιαγόνας. (Συναντάται στον Ιπποκράτη και στον Αισχύλο).

«Αλψό» ψωμί = ψωμί άζυμο, παρασκευαζόμενο χωρίς ζύμη, προζύμι.
Από το «λειψός» = ο υπολειπόμενος σε κάτι, ο μη έχων κάτι, ο στερούμενος ενός συστατικού. (Γ. Χατζηδάκη ΜΝΕ Α 170), που παράγεται από το ομηρικό «λείπω» = αφήνω, κα­ταλείπω, υπολείπομαι, μένω, υστερώ (I, 437, 445).

«Αμάδα» = η πλάκα, η πέτρα με την οποία έπαιζαν το παιχνίδι «τα φίτσια». Πετώντας την ο παίκτης στόχευε τα φίτσια που σχημάτιζαν μικρή πυραμίδα.
Από το «σημειώδης» = σημειωμένος, αξιόλογος, επιφανής > «σημάδιον» > «σημάδα» > «σαμάδα» > «αμάδα» ή από το «ομάς, ομάδος» διότι το παιχνίδι «φίτσια» παιζόταν από πολ­λούς.

«Αμαλαϊά» = το καθαρό, το αβόσκητο λιβάδι.
Από το «μαλάσσω» = ποιώ τι μαλακόν, πρα'υνω, χαλα-ρούμαι, εξαντλούμαι.
Από το ρήμα παράγεται το «αμάλαγος» = ο μη μαλαχθέ-ος, ο ανέπαφος και το «αμαλαγάδα» = καθαριότης, ανέπαφος νο­μή πλήρης χόρτων. (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Β 109). 3 1. «Αμπώχνω» = σπρώχνω, σκουντώ, απωθώ.
Από το ομηρικό «απωθεω -ώ» = σπρώχνω, σκουντώ οπί­σω, ωθώ οπίσω. (Γ. Χατζηδ. Δ. Αθηνά 1, 258 και ΜΝΕ Α 278).

"Άμποτες": Άν κάποτε, άν ποτέ. Καραϊσκάκης στο μοναστήρι του Προυσού: "Αμποτες ήρωα Μάρκο κι'εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".
Από την πρόθεση "άν" και το επίρρημα "ποτέ". Τον της αντωνυμίας πρό του -π μετατρέπεται σε -μ.

"Ανάλλαγος": Αυτός που δέν άλλαξε φορεσιά, που φοράει τα ίδια ρούχα από ένα χρονικό σημείο και μετά.
Οι Σαρακατσάνοι δεν άλλαζαν ρούχα στην εποχή του γέννου δηλ. από τότε που άρχιζαν να γεννούν τα ζώα τους μέχρι τότε που τελείωναν. Υπήρχε πρόληψη ότι αν άλλαζαν ρούχα οι προβατίνες και οι γίδες θα έφερναν κατά τη γέννηση ανάποδα τα νεογέννητα, με τα πόδια δηλαδή και όχι με το κεφάλι και έτσι θα δυσκολεύονταν να γεννήσουν. Από το στερητικό -α και το αρχ.-ελλ. "αλλαγή", που παράγεται από το αρχ.-ελλ. "αλάσσω".
(Ν. Ανδρ. σελ. 13 και Γ. Φυτιλής ένθα Σοφοκλής Οιδ. Τύρ. 1206).

«Αναβελάζω» = φωνάζω δυνατά από φόβο ή από πόνο.
Από το «ανά» και το ομηρικό «βληχή» = βέλασμα και ίσως και το «βλάχος» = ο έχων ζώα που βελάζουν, από το οποίο «βληχή» προέρχεται και το ρήμα «6ληχώμαι» = βελάζω. 

«Αναδεύομαι» = κινούμαι σιγά-σιγά, ξεγλιστρώ με πολ­λή προσοχή, κινούμαι μόλις διακρινόμενος, ανακατώνομαι με άλλους.
Από το ομηρικό ρήμα «αναδεύω -ομαι» = ανακατώνω, ζυ­μώνω, μουσκεύω κάτι, βρέχω, ραντίζω.

«Ανάκατα» = βόσκηση του ίδιου λιβαδιού από όλα τα κοπάδια μαζί, ανακατωμένα δηλαδή.
Από τα ομηρικά «άνω» και «κάτω».

«Αναμεράω» = αλλάζω μέρος διέλευσης ή παραμονής, αποσύρομαι από ένα μέρος.
Από την πρόθεση «ανά» και το ομηρικό «μέρος» = μερί διον, μόριον, τμήμα, αράδα, τάξη, σειρά.

«Αναμπέξαλλος": Απρόσεκτος, παράξενος, στραβόξυλο, απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του.
Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. "άπτω", που αργότερα απαντάται ως "ανάπτω", από τον παρακείμενο του οποίου παράγονται οι λέξεις "άναμμα", "αναμμένος" και από το ρήμα   "εξάλλομαι": πηδώ έξω από τίνος τόπου, τινάσσομαι έξω εκ της θέσεώς μου, επί ίππων ίσταμαι ορθός επί τών οπισθίων ποδών και οπισθοδρομών (Ιλ. Ε. 142, θεόκρ. 17. 100, Ξεν. Κυρ. 7.1.27 και 32).

«Ανάπιαμα» προζυμιού = το πιάσιμο του προζυμιού που θα εχρησιμοποιείτο στη συνέχεια για το ζύμωμα του ψωμιού που θα χρειαζόταν στο γάμο κυρίως.
Από την πρόθεση «ανά» και το δωρικό «πιάζω» = κρατώ σφιχτά, πιάνω («πιάσας αυτόν της χειρός ήγειρε» Θφρ.).

«Ανάρια» = αραιά - αραιά.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Ανάρια-ανάρια τα 'ριχναν οι κλέ­φτες τα ντουφέκια.»
Από το ομηρικό «ανά» και «αραιός» = όχι πυκνός, αραιός, αδύνατος, τρυφερός.
(Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Α 581 και Β 12-12).

«Ανασκελλώνω" (ανασκλώνω): Καθηλώνω στο έδαφος το ζώο με τη ράχη πρός το χώμα και τα πόδια πρός τον ουρανό.
Στη θέση αυτή έβαζε ο Σαρ. κατά το κούρεμα το πρόβατο και κυρίως κατά το "κωλοκούρεμα", όταν του έκοβε τα μαλλιά από την κοιλιά, τα πόδια, την ουρά και γύρω από τον πρωκτό.
Τα πρόβατα όμως "ανασκελώνονται" και μόνα τους, όταν πέφτουν κάτω σε έδαφος με πολύ κλίση με τα πόδια πρός την ανηφοριά και τη ράχη πρός τον κατήφορο. Τότε πολύ δύσκολα μπορούν να σηκωθούν γιατί τα πόδια τους αιωρούνται και δέ μπορούν να πατήσουν στο έδαφος για να σηκωθούν.
Από την πρόθεση "ανά" και το αρχ.-ελλ. "σκέλος"= πόδι.

"Ανεβατό ψωμί": Το ψωμί που γίνεται με προζύμι, σε αντίθεση με το άζυμο, το αλ(ει)ψό των Σαρακατσιάνων. Από το αρχ.-ελλ. "αναβατάς,-ή, -όν" (Π. Ανδρ. σελ. 22) που κατά την πρώτη εννοιά του σημαίνει αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί (Ιλ. Ζ. 434, Οδ. Λ. 315) και κατά τη δεύτερη άρτος ένζυμος, "την ζύμην την τον αναβατον άρτον αίρουσαν" (Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ελλ. GXX 794 Β).
"Αντικιάζω": Σκοπεύω, επισημαίνω, κάτι κινούμαι αντικιαστά, αντικρυστά, κατευθύνομαι από την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με κάποιον άλλον.
Πιθανή προέλευση από το επίρρημα "άντικρυς" και την κατάληξη "ίαζω". (Πλατ. Ευθύδ. 273 Β, Πλάτ. Συμπ. 223 Β).

«Ανεμοβούρι» = ισχυρός άνεμος που παρασύρει το χιόνι που πέφτει ή έχει επικαθήσει στο έδαφος και το συγκεντρώνει σε υπήνεμα μέρη (γούρνες, χαράδρες κ.λπ.).
Από το «ανεμόσυρις -ιδος» = δίνη, θύελλα, τυφών. 

«Αντάμα» = μαζί.
Από το «εν τω άμα» - «εντάμα» = μαζί, συγχρόνως. Το «άμα» είναι ομηρική λέξη.

«Αντζα» = γάμπα.
Κατά μία άποψη από το βυζαντινό «αντζίον», που αποτε­λεί εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής «αντικνήμιον».
Υποστηρίζεται όμως και η άποψη (Αδ. Κοραής Άτακτα Δ' σελ. 20) ότι προέρχεται από το παλαιό άχρηστο ελληνικό όνο­μα «άγχη», του οποίου είναι παραποίηση.

«Αντήλιο ή ανήλιο» = το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, το ζερβό.
Από την πρόθεση «αντί» και το ομηρικό «^'λίος» (αντήλιο) και από το στερητικό «α» και ττη λέξη «ήλιος». Το αντίθετο του «ανήλιου» είναι το «προσήλιο» από την πρόθεση «προς» και το «ήλιος».

«Αντί» = μέρος του αργαλειού.
Από το «αντίον» = μέρος του αργαλειού ή και ο αργαλει­ός.

«Αντίκλαρο» = λέξη από σαρακατσιάνικο τραγούδι:
«Εγώ ήμανε τ' αντίκλαρο στον Λαρ'σινό τον κάμπο», που σημαίνει ο δακτυλοδειχτούμενος, το παλικάρι, το καμάρι.
Από την πρόθεση «αντί» και τη λέξη «κλάδος» = νεαρόν βλάστημα δένδρου, κλαδί, κλωνάρι ή «κλων-νός» = κλωνάρι, κλωνί, κλώνος.

«Αντιρρηώμαι» = έχω αντιρρήσεις, έχω επιφυλάξεις, έχω κάποια συστολή για να αποδεχθώ κάτι.
Από το αρχαίο ελληνικό «αντίρρησις -εως» = αντιλογία, ενάντιος ισχυρισμός, εναντιολογία, αναίρεση.
Σχετικό και το ρήμα «αντιλέγω» - μέλλων «αντιλέζω και αντερώ» = λέγω τα αντίθετα, διαφωνώ.

«Αντιριώμαι» Διστάζω, δειλιάζω, αντιλέγω, έχω αντιρρήσεις, επιφυλάσσομαι, έχω δισταγμούς.
Κατά τον Γ. Χατζηδ. (ΜΝΕ 1,138. Κατ. Σελ. 61 αριθ. 44) προέρχεται από το μεσαίων, ρήμα "εντηρώ".
Πιθανόν όμως να παράγεται και από την πρόθεση "-αντί- " και το ρήμα "λέγω-λέξω- λέξομαι και ερουμαι".

«Αντραλίζομαι» = ζαλίζομαι, μου έρχεται αντράλα, ζάλη·
Κατά τον Εμμ. Κριαρά (Ηπ. II Β) προέρχεται από τη λέ­ξη ανήρ - ανδρός, που εξελίχθηκε στη λέξη «αντράλα» = ζά­λη κατά τον Αραβαντινό.

"Αξαίνω" = αυξάνω, μεγαλώνω, ψηλώνω.
Σαρ. φράση: "Το γλέπ'ς που έγινε άντρας; Αξαίνει σ'λέω και κάθε μέρα ψ'λώνει".
Από το αρχ. "αυξάνω" = μεγαλώνω, πληθαίνω, αναπτύσσομαι, που εξελίχθηκε στο μσνκ "αξαίνω", από τον αόριστο αύξησα (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,296 - Ν. Ανδριώτης σελ. 26).

«Αξαίνω -ομαι» = ψηλώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι σε ύψος.
Πιθανή παράφραση του αρχαίου ελληνικού «αυξάνω -ομαι» = αυξάνομαι, και επί τέκνου «μεγαλώνω», «φτηλώνω».

«Απαγάλια» = σιγά-σιγά, ήρεμα, ήσυχα, αργά, χωρίς θόρυβο.
Από την πρόθεση «από» και τη λέξη «γαληνός» = ήσυχος, πράος, μαλακός, ήπιος και το ομηρικό «γαλήνη» = ηρεμία, ησυχία.
(Νικ. Ανδρ. ένθ. ανωτ. σελ. 3 και Σ. Ξανθουλίδης Αθηνά 26 Λ Α 126 κ.εξ.).

«Απαγκιάζω», «απάγκειο» = φυλάγομαι από τον αέρα, μέρος υπήνεμο που δεν το πιάνει ο αέρας.
Από το «από» και το ομηρικό «άγχος» — καμπή, κοίλωμα (δηλ. μέρος υπήνεμο).

«Απαντάω» = ξεχωρίζω ένα τμήμα του λιβαδιού και εμποδίζω τα ζώα να το βοσκούν για να τους το διαθέτω όταν κρίνω ότι έχουν ανάγκη από αβόσκητο («παστρικό») λιβάδι, που έχει και πολύ χορτάρι. Τότε το παραχωρώ για βόσκηση λίγο - λίγο («απλωσιά - απολυσιά»).
Το ρήμα «απαντάω -ώ» = κινούμαι να συναντήσω κάποι­ον, ανθίσταμαι, εναντιούμαι καθ' οιονδήποτε τρόπον.

«Απαντοχή» = αναμονή, κρυφή ελπίδα, κρυφή προσμονή.
Από το «από» και το ομηρικό «αντέχω» (αντί και έχω) = υπομένων τι αντέχω, υπομένω,  καρτερώ, ελπίζω. (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Α, 72, 133, Β 109, 133). 5 1. «Απεικιαστά» = αυτά που μόλις διακρίνονται, αινίγμα­τα, απεικονίσεις, παρομοιώσεις, αστειότητες, «χωρατά». 
Από το αρχαίο ελληνικό «απειχάζω» = απεικονίζω, παρο­μοιάζω, συγκρίνω, παραβάλλω. Σχετικό και το «απείχασμα» = ομοίωμα.

«Απ(ι)θούλια» = τοποθέτησε τα εδώ κάτω πολύ κοντά.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Βάλτα όλα απθούλια».
Από το «από» και το ομηρικό «τίθημι -θέσω -έθηχα» = θέ­τω, τοποθετώ.
Σχετικό και το «απόθετος» = ο αποτεθειμένος. 53 . «Απιθώνω» = αποθέτω, αφήνω κάτω, τοποθετώ.
Από το «από» και το ομηρικό «τίθτημι» = θέτω, τοποθε­τώ.

"Απίστομα": Μπρούμυτα, ξαπλωμένος στο έδαφος με το πρόσωπο σε επαφή με το έδαφος.
Το πιθανότερο από την πρόθεση "επί": επάνω, επάνω σε κάτι, που εξελίχθηκε σε "απί".
Είναι συνηθισμένη η μετατροπή του ε σε α όταν το ε βρίσκεται στην αρχή της λέξεως.
Και τη λέξη "στόμα". Επί στόμα, κατά πρόσωπον, κατάμουτρα, "εξεκυλίσθη πρηνής" (Ιλιάδ. Ζ. 43, Π. 410... Επί στόμα πίπτειν Πλουτ. Αρτοξ. 29 κ.λ.π.).

"Απληρος"
: Ο μή πλήρης, ο καχεκτικός, ο αδύνατος, το νήπιο, το μή ολοκληρωμένο νεογέννητο, το νεογνό του πτηνού, το αρνί που μόλις γεννήθηκε και δε μπορεί να σταθεί στα πόδια του.

Από το στερητικό -α- και το αρχ.-ελλ. επίθετο "πλήρης• ης-ες": γεμάτος, μεστός, τέλειος. (Πλάτωνος Συμπ. 1 75 D, Σοφ. Φιλ. 1087, Ξεν. Ανάβ. 1,4,9).

«Απλόχερο» ή «πλόχερο» = το κοίλο της παλάμης, η ποσότητα που κρατεί η παλάμη όταν κλείνουν τα δάχτυλα.
Από το ομηρικό «απλόω -ώ» = απλώνω και το «χειρ -ός». (Θ, 289. Ν, 61. Ο, 364. Ω, 101.).

"Απόγωνο": Υπήνεμο μέρος, μέρος που προφυλάσσεται από τον αέρα, που δέ φυσάει σ'αυτό ο αέρας.
Σαρ. φράση: "Ελα ιδώ στ'γουρνούλα. Είνι απόγουνο. Δεν το πιάνει ο αέρας”.
Από την πρόθεση "από” και το αρχ.-ελλ. "γωνία".
Η ετυμολογία του αυτή πρέπει να είναι η ορθή, διότι και τις δύο πλευρές συγχρόνως μιας γωνίας δέν τις "παίρνει" ο αέρας που φυσάει από μία κατεύθυνση.

"Απόδαυλο"= το μισοκαμμένο κομμάτι ξύλου που έμεινε μετά το σβύσιμο της φωτιάς, και που το έθαβαν μέσα στη ζεστή στάχτη για να το βρούν αναμμένο μετά από κάποιες ώρες για να ξανανάψουν τη φωτιά.
Από την πρόθεση "από" και το αρχ.-ελλ. ρήμα "δαίω"= καίω (Γ. Μπαμπ. σελ. 481).

"Απόι": Απόγειο, απογευματινό ελαφρό φύσημα αέρα, η απόγειος αύρα, απόγειο ξηράς.
Από το αρχ.-ελλ. "απόγειος,-α, ον": ο από της γης, επί ανέμων ο πνέων από της ξηράς άνεμος ρεύμα Αριστ. περί Κόσμ. 4.10, Μετεωρ. 2.5.18. (Lieb.- Skot. 1, σελ. 310).

"Αποκόβω": Διακόπτω το βύζαγμα του αρνιού ή του κατσικιού από τη μάνα του.
Σαρ. φράση: "Σήμερα τ'απόκοψα. Τράνεψαν γλέπ'ς. Τώρα μπορούν να φάν κι χορταράκι και να ζήσουν μαναχά τ'ς".
Από την πρόθεση "από" και το αρχ.-ελλ. "κόπτω", αόριστος "έκοψα", από το οποίο παράγεται το "κόβω", κατά το ράπτω- ράβω, κρύπτω- κρύβω. (Ν. Ανδρ. σελ. 162).

«Απόκομμα» = η διαδικασία απομάκρυνσης των αρνιών και των κατσικιών μετά 2-3 μήνες από τη γέννηση τους από τις μητέρες τους για να σταματήσουν να τις βυζαίνουν και να μπορεί ο κτηνοτρόφος να τις αρμέγει και να παίρνει το γάλα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Αύριο θα τ' αποκόψω». Από το ομηρικό «αποκόπτω» = αποκόπτω, αποχωρίζω, αποδιώκω βιαίως. (Λ, 261. Π, 474. Φ, 455).

«Αποκοτιά» = παλαβή παλικαριά, ξεροκεφαλιά, επικίνδυνη επιμονή σε μια ενέργεια, κεφάλι αγύριστο. 
«Απόκοτος» = παράτολμος, ριψοκίνδυνος.
Από την πρόθεση «από» και τη λέξη «κοττίς -ίδος» που στα δωρικά σημαίνει κεφαλή, παρεγκεφαλίς. (Αδ. Κοραής Α σελ. 60).

«Απολ(υ)σιά» = το τμήμα του αβόσκητου λιβαδιού που προοριζόταν για βοσκή των προβάτων που γεννούσαν για μια μέρα, σε τρόπο ώστε κάθε μέρα να υπάρχει κι ένα αβόσκητο τμήμα του όλου λιβαδιού για διατροφή των ζώων.
Από το «απόλυσις -εως» = απόλυσις, απελευθέρωσις, απο-λύτρωσις, αποχωρισμός. Συναφές και το ρήμα «απολύω» =· απελευθερώνω, αφήνω.

"Αποπέρα": Απέναντι, στην άλλη όχθη του ποταμού.
Σαρ. φράση: Είναι κατεβασμένο το ποτάμ'. Δέν μπορούμε ν' ακολλήσουμι αποπέρα".
Από την πρόθεση "από" και το επίρρημα "πέραν": είς το απέναντι μέρος, αντιπέραν (Νήσων αί. νέουσι αλός Ιλ. Β. 626, Ω. 752, Ησ. Θ. 215).

"Απόσκαρα" = Μετά το σκάρο, μετά τα μεσάνυχτα. Σκάρος είναι το ξύπνημα από το γρέκι του κοπαδιού γύρω
στις 10-11 τη νύχτα και η βόσκησή του επί 1-2 ώρες, για να ξαναγυρίσει στο γρέκι και να κοιμηθεί μέχρι το πρωί. Σκάρος γίνεται μόνο το καλοκαίρι και μόνο στα προβατοκόπαδα. Για την ετυμολογία ίδετε στη λέξη "σκάρος" (Α' Μέρος σελ. 143).

"Αποστένω": Κουράζομαι, έχω μειωμένη τη δύναμή μου από τον κόπο, την ταλαιπωρία του βαδίσματος, αποκά- μνω.
Κατά τον Α. Κοραή από το ρήμα "αφίσταμαι" (έκδ. Ιππο- κράτ. 2.296)> μεσνκ. Αποστέκω> αόρ. αποστάθηκα. Ίσως όμως να παράγεται και από την πρόθεση "από" και το ουσιαστ. "σθένος": δύναμη, σωματική ρώμη.
Από το "σθένος" παράγεται και ρήμα "σθένω": έχω ισχύν, δύναμιν, είμαι ισχυρός (Ευριπ. Ηρ. Μαιν. 312, Σοφ. Ηλ.998 και Ιλ. Ρ. 329, Υ. 361).

"Απούθε": Από που, από ποιό μέρος θα περάσουμε. Ίσως ερμηνεία του "πόθεν"= (από που), άλλως από την πρόθεση "από" και το επίρρημα "πόθεν" που γίνονται συναιρούμενα "απούθε" με την απάλειψη του ενός -Π καί τη συναίρεση των δύο Ο σε ου.
Η δεύτερη εξήγηση πρέπει να είναι η ορθή (Οδ. Ο. 423, Α. 1 70 Ιλ. Φ. 150 και Αισχύλος, χοηφ. 657).

«Απουμόνω» = σκάζω, κλείνω το στόμα και τη μύτη κάποιου για να σκάσει. 
Από το «από» και το ομηρικό «μονόω -ώ» = απομονώ, κα-ταλείπομαι μόνος, ξεχωρίζω από τους άλλους, αποτραβώ από τη ζωή.

"Απυτιαγος"
: Το καχεκτικό αρνί ή κατσίκι, αυτό που ίσα- ίσα στέκεται στα πόδια του, αυτό που ζεί και μεγάλωσε χωρίς να τραφεί με πρωτόγαλα (πυτιά). Το αρνί που δεν τρεφόταν αμέσως μετά τη γέννησή του με πρωτόγαλα (κουλιάστρα), γιατί δεν μπορούσε να "πιάσει" το μαστό και να βυζάξει, γινόταν κατά κανόνα καχεκτικό.

Από το στερητικό α και το αρχ.-ελλ. "πυτία", που προέρχεται από το ουσιαστικό "πυός": πρωτόγαλα ( Ν. Αδρ.1992 σελ. 304 και Πλούταρ. 2.553 Α και Ομ. Ιλ. Ε 902).

"Αραχνος": Μουντός, σκούρος, άθλιος, ελεεινός, έρημος. Σαρ. φράση: "Φέτος πέθανε ο πατέρας μ' κι'αρώστ'σι ή μάναμ'... Μαύρος κι άραχνος χρόνος"!!!
Από το αρχ.-ελλ. "αράχνη", το οποίο παράγεται από το ρήμα "αραχνιάζω" (Γ. Χατζηδ. στην Επιστ. Επετ. Πανεπ. 9,21 και Ν. Ανδρ. σελ. 34).
«Αραχνος» στη φράση «είναι μαύρος κι άραχνος» = δύσμορφος, άσχημος, τιποτένιος.
Πιθανόν από το ομηρικό «αράχνη», «άραχνος», «αράχνιος» (Οδ. θ, 280. π, 35) = ο της αράχνης, της οποίας ο ιστός όταν καλύψει μία μορφή, επιφάνεια, την κάνει άσκημη, δύσμορφη. (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Α, 73).

«Αργάζω» = επεξεργάζομαι το δέρμα, το απαλλάσσω από τις τρίχες, το κάνω ανθεκτικότερο, το κάνω να γυαλίζει, και αναδεύω, ζυμώνω (Ν. Ανδριώτης 32).
Από το «οργάζω» = μαλάσσω, ποιώ μαλακό, επεξεργάζο­μαι κάτι και το κάνω μαλακό.

"Αρζάφτι": Το σημείο της κεφαλής κάτω ακριβώς από το αυτί και πρός την πλευρά του ινιακού οστού, στη ρίζα του αυτιού.
Λέγεται ότι είναι το πιό λεπτό σημείο του ινιακού οστού, γι' αυτό και είναι πολύ επικίνδυνο το εκεί οποιοδήποτε χτύπημα.
Από το αρχ.-ελλ. "ρίζα" και "ους-ωτός", το οποίο εξελίχθηκε σε "ωτίον" και "ουτίον" και στη συνέχεια "τα ου- τία" έγιναν και ταφτία. (Γ. Μπαμπ. σελ. 337).
Το α δεν είναι στερητικό, αλλά προτίθεται πρό του -ρ χά- ριν ευφωνίας.

«Αρίδα» = η κνήμη.
Από το «αρίς, αρίδος» = επίμηκες όργανο του ξυλουργού που έχει σχήμα «αρίδας», τρύπανο, τεκτονικό εργαλείο.

"Αρμαθιάζω": Φτιάνω αρμαθιά, συνδέω το ένα με το άλλο, δένω μεταξύ τους κάποια πράγματα και σχηματίζω ένα σύνολο (σύκα, σκόρδα, κρεμμύδια, κ.λ.π.) κάνω ένα σύνολο όμοιων πραγμάτων περνώντας τα από ένα σχοινί, σπάγκο.
Από το αρχ.-ελλ. "ορμαθός".

«Αρμακάς» = σωρός από πέτρες.
Από το «έρμαξ -κος» = σωρός λίθων, κατά τον Ησύχ. έρ-μακες = «αι ύφαλοι πέτραι».

"Αρμάτα" = Τα κοσμήματα που καλύπτουν το λαιμό και το στήθος της γυναίκας, που είναι από ασήμι ή άλλο μέταλλο.
Από το αρχ.-ελλ. "άρμα"= όχημα δίτροχο ή τετράτροχο που το έσερναν άλογα και εχρησιμοποιείτο ώς όπλο κατά των εχθρών. Πρέπει από τη λέξη αυτή να προέρχεται και η λατινική arma = όπλο.

«Αρμυρίκι-α» = θάμνος που αναπτύσσεται σε υφάλμυρα εδάφη, κοντά στη θάλασσα ή στα ποτάμια. 
Από το Ομηρικό «μυρίκτη» = θάμνος συχνός εκ μεσημβρι νής χώρας, θάμνος πλησίον αιγιαλών. (I. Πανταζ. Λεξικόν Ομηρ. 1872).
Πιθανότερη όμως είναι η προέλευση του από την επίσης ομηρική λέξη «αλμυρός», το δε «αρμυρίκιον» πρέπει να είναι υποκοριστικό του.

«Αρνάρι»= λίμα.
Από το «ρίνη» = ρινίον, λίμα.
Το υποκοριστικό της είναι «ρινάριον», που εξελίχθηκε σε ρι-νάρι, αρνάρι.
Είναι γνωστές και οι λέξεις «ρινίον» = μικρόν ρινίον, λιμί-τσα και «ρινάριον» υποκοριστικό του «ρίνη». (Hoeg I 104 και cp. Meyer E.W. σ. 16).

"Αρναρίζω" = α) Κόπτω, χαράσσω βαθειά ένα σιδερένιο αντικείμενο με το αρνάρι. β) Επιμένω πιεστικά, "γίνομαι κουνούπι", σε κάποιον για να επιτύχω κάποια ενέργειά του, "κατατρώγω τα σωθικά του" για τον ίδιο λόγο.

«Αρνολίβαδο» = το μέρος του λιβαδιού που προορίζεται για βοσκή των αρνιών μετά το «απόκομμα» (απογαλακτισμό).
Από το «αρνός, αρνίον» και «λι6άδιον» = ύδωρ, τόπος ένυ­δρος, λειμών, λιβάδι. (Θωμ. Μάγιστρ. 223, 15 και Κόντος -Αθηνά Α, 403). Το «λιβάδιον» προέρχεται από το «λιβάς -άδος» = πηγή, ρύαξ, στάσιμον ύδωρ, ελώδης γη και εκείνο από το ομηρικό «λεί6ω» = στάζω, σταλάζω, χύνω δάκρυα.
Συναφής είναι και η ομηρική λέξη «λειμών» = τόπος κά-θυγρος και χλοερός, λιβάδι.

 «Αρνοπόκι» = το μαλλί του αρνιού. 
Σύνθετη λέξη από τα αρχαίο ελληνικό «άρνος, αρνίον, άρ-νειος» = αρνήσιος και το ομηρικό «πόκος» = «κουρά προβά­των».

"Αρπάκι": Είδος βελανιδιάς, θάμνου, του οποίου τα κλαδιά είναι κατάλληλα για φράξιμο μαντριών.
Πιθανή προέλευσή του από το ουσιαστικό "ρώπαξ - κος", του οποίου υποκοριστικό είναι το "ρωπάκιον".
Οι Σαρακ. σε πολλές λέξεις που αρχίζουν από ρ προτάσσουν το α (ριζάφτι αρζάφτι).
Σχετικά είναι και το ομηρικό "ρωπήιον" και το "ρώψ- πος": θάμνος, χαμόδενδρο, χαμόκλαδο, πόα (Οδ.Κ.166).

«Αρτερώ» - «αρτερίζω» = φθάνω και περισσεύω.
Πιθανώς από το ομηρικό «άρτιος» = πλήρης, ολόκληρος, τέλειος.

"Ασήμαδος-η-ό": Ο μή σημαδεμένος, το ζώο που δε φέρει σημάδια στα αυτιά του, το ζώο που χάνεται, εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη, σημάδια.
Από το στερητικό -α και το αρχ-ελλ. "σήμα", που έχει ώς υποκοριστικό το "σημάδι" (Ν. Ανδρ. σελ. 321).

«Ασκαίνομαι» = σιχαίνομαι, αηδιάζω.
Από το «σικχαίνω -ομαι» = βδελύσσομαι, σιχαίνομαι, απο­στρέφομαι.

"Ασκασιά" = σιχαμάρα, αηδία.
Πιθανή προέλευσή του από το αρχ.-ελλ. "σικχαίνωομαι" = σιχαίνομαι, βλεδύσσομαι, αποστρέφομαι.

"Ασπρειδερός": Ασπρος στην εμφάνιση, στο πρόσωπο. Από το επίθετο "άσπρος-η-ο": λευκός, ασπρόσαρκος, λευκόσαρκος και το ουσιαστικό "ειδή": πρόσωπο ή το ουσιαστικό "είδος": μορφή, σχήμα, κάλλος και την κατάληξη -ερός.
(Ν. Ανδρ. σελ. 40 και Οδ. Ρ. 454, Ιλ. Φ. 316).

«Αστοχάω» - «αστόχησα» = χάνω το στόχο που είχα, ξεχνώ, λησμονώ.
Από το «άστοχος», από το α + στόχος = ο μη επιτυγχά­νων τον στόχον, ο σκοπεύων κακώς, άστοχος, παράλογος και από το «αστοχέω -ώ» = αποτυγχάνω, δεν επιτυγχάνω τον στόχο.

«Αστραπόβολος» = ο κεραυνός, η αστραπή που πέφτει.
Από το «αστραπηβόλος -ον» = ο αστραπηβολών (Ευμάθ. 6, 197 = 232 Ευστ. 1682, 5).
Σχετικό είναι και το «στραποβολέω -ώ» = χτυπώ με αστραπές, κεραυνούς (Ευμάθ. Τσμ. 6.534.32).
Σχετικό επίσης και το ομηρικό «αστράπτω» = αστράφτω, εκπέμπω αστραπήν και το «βάλλω», από το οποίο παράγεται το «βολή», «βολίς».

«Αστραποκαμένη» = η καμένη από την αστραπή, τον κεραυνό. Έχουμε «αστραποκαμένα» δένδρα. Η λέξη είναι γνωστή και ως τοπωνύμιο. Μία βουνοκορφή στο Άνω Αργυροπούλι Τυρνάβου λέγεται «Αστραποκαμμένη». Η αστραποκαμένη είναι χτυπημένη από «αστραπόβολο», όπως λένε οι Σαρακατσιάνοι.
Από το ομηρικό «αστράπτω» από το οποίο προέρχεται η «αστραπή -ής» = λάμψη, αστραπή, βροντή και το αρχαίο ελ­ληνικό ρήμα «καίω - παρακείμενος κέκαυμαι» = καίω, ανά-πτω πυρά, θέτω εις πυρ, καίω και καταστρέφω, ψήνω.

«Αστρέχα - στρέχα» = η σκεπασμένη με κεραμίδια, χόρτα, φλούδες πεύκου κ.λπ. σκεπή ή προεξοχή κάποιου κτί­σματος ή οποιασδήποτε κατασκευής (πλάγιας καλύβας, τσαρ-δακιού κ.λπ.) στην οποία προφυλάσσεται κάποιος από τη βρο­χή ή τον ήλιο.
Από το ομηρικό «όστρακον» = το σκληρό περικάλυμμα της χελώνας και όλων των οστρακοειδών, αλλά και το κεραμίδι, αγγείο πήλινο.
Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη «οστρακίς -ίδος» - το κουκουνάρι, η σκληρή φλούδα που το σκεπάζει.

"Αστρίτης": Είδος φιδιού με στίγματα επάνω στο σώμα του με σχήμα σαν τα αστέρια.
Από το αρχ.-ελλ. "αστήρ- αστέρος" και την κατάληξη - ίτης (Ν. Ανδρ. σελ. 41).

"Αρτυμή" = το αρτύσιμο φαγητό, η βρώση αρτύσιμου φαγητού.
Από το αρχ.-ελλ. ρήμα "αρτυω"> αρτύνω> αρτυσιά >αρτυμή και άρτυμα. (Ν. Ανδρ. σελ. 37), ττου σημαίνει ότι τρώγω αρτύσιμο φαγητό, σταματώ τη νηστεία τρώγοντας αρτύσιμο φαγητό (Γ. Μπαμπ. σελ. 290).

"Ατσαλος": Απρόσεκτος, σβαρνιάρης, άφρων.
Πιθανώς από το αρχ.-ελλ. "ατάσθαλος": κακός, υβριστής, ανόσιος, άφρων (Ιλ. X. 418, Οδ. Θ. 166, Ηρόδ. 8.109, 9.116- Μ. Φιληντ. Γλωσσογν. 2,196).

«Αφαλέος ή (ν)αφαλέος» = ο τυφλοπόντικας που κυκλοφορεί υπό την επιφάνεια του εδάφους και δημιουργεί αναπηδώντας μικρούς σωρούς από τα χώματα που σκάφτει. 
Κατά την προσωπική μου γνώμη από το ρήμα «αφάλλο-μαι» μέλλοντας «αφαλούμαι» = πηδώ, πηδώ από τίνος, κά­μνω πήδημα κουφού.
Σχετικές και οι λέξεις «άφαλσις -εως» = αποπήδηση, ««-ψαλμός» = αποπήδηση και «άφαλτος -η -ον» = ο αναπηδών, ο πηδών οπίσω (Ησύχιος).

"Αφαλοκόβω": Κόπτω τον ομφάλιο λώρο κατά τη γέννηση.
Από το αρχ.-ελλ. "ομφαλός", ο κοινός αφαλός (Ιλ. Δ. 525, Ν568, Ηροδ. 7,60 κ.λ.π.) και το αρχ.-ελλ. "κόπτω": κόπτω, κατακόπτω, λιανίζω (Ιλ. Ν. 60,Οδ. Σ. 334).

«Αφέντης» = ο ανδράδελφος, ο κουνιάδος. 
«Αφέντ’;» προσφωνεί η Σαρακατσιάνα νύφη τον αδελφό του άνδρα της. Η μάνα μου και τώρα αποκαλεί τον αδελφό του πατέρα μου «αφέντ’ Βροπίδ'». Για την παλιά Σαρακατσιάνα ο ανδράδελφός της ήταν σεβαστό πρόσωπο, στο οποίο πειθαρ­χούσε απόλυτα, χωρίς αντίλογο. Ήταν αληθινός «αυθέντης» της. Αφέντη όμως έλεγε και τον ιερέα.
Από το «αυθεντέω -ώ» = είμαι αυθέντης τινός, τον εξου­σιάζω, αυθεντεύω. Σχετικό είναι και το «αυθέντης» - ο από­λυτος κύριος, ο δεσπότης.
Το τούρκικο «efendi» είναι δανεικό από το αρχαίο ελληνικό.

«Αφόντας» = αφ' ότου, από μια στιγμή και μετά. 
Από το «από» και το «όταν» με πιθανή εξέλιξη από + όταν > αφόταν > αφόντας. 

"Αφορμίζω": Μολυνόμαι, αρχίζω να σαπίζω, αρχίζει να μυρίζει (βρωμάει) η πληγή, ερεθίζομαι.
Σαρ. φράση: "Δεν τουν γλέπ'ς. Κοκκίν'σι και άρχισε να βρωμάει. Αφόρμισι σ'λέω! Τι να κάνουμι τώρα;".
Από το αρχ.-ελλ. "αφορμή": ο τόπος εξ ου ορμάται τις, ιδίως εν πολεμώ, ορμητήριον (Θουκιδ. 1.90 Πολύβ. 1.41,6), αρχή, αιτία, αφορμή ή πρόφασης, αλλά και η αιτία, η αρχή ασθενείας τινός (Ιππ. 1009 Η).

"Αφούτζια":
 Η μεταφορά ανθρώπου στους ώμους άλλου ανθρώπου. Οι Σαρακ. χρησιμοποιούσαν δύο λέξεις για την μεταφορά ανθρώπου από άνθρωπο. Το "αγκότσια" που σημαίνει μεταφορά ενός στις πλάτες του άλλου και το "αφούντζια", που σημαίνει μεταφορά στους ώμους. 

Την προέλευση της λέξης αυτής δε μπόρεσα να την προσδιορίσω.

"Αφύσικος": Ο πολύ άσχημος, ο αποκρουστικός στην εμφάνιση, ο ασχη μ άνθρωπος, ο μή σύμφωνος με τη φύση. 
Σαρ. φράση: "Ούι! Τί αφύσ'κους είν' αυτός. Αληθ'νό τέρα- το".
Από το στερητικό -α- και το αρχ.-ελλ. "φυσικός-ή- όν": ο σύμφωνος με τη φύση (Ν. Ανδρ. σελ. 46).

"Αχαμνό" (τα) = Ταγεννητικά όργανα του άνδρα. Είναι το πιό ευαίσθητο, το πιό αδύνατο, το πιό ευπαθές μέρος του σώματος, εκείνο που πονεί πιό πολύ όταν δέχεται χτυπήματα.
Από το αρχ.-ελλ. "χαύνος" = καχεκτικός, ελαττωματικός, που εξελίχθηκε σε χαυνός, χαμνός + α' πρόθεμα (Γ. Μπα- μπιν. 338- Α. Κορ. Ατ. 2,76).

«Αχαμνός» = αδύνατος, φτωχός, λεπτός.
Από το «χαόνος» > αχαμνός > χτηνόν. (Γ. Χατζηδ. Αθ. 1, 137 και ΜΝΕ Β, 117. Hoeg I σελ. 175, 183, 105, 237 και Κουκούλες Λεξ. Αρχ. II σελ. 66).

«Αχνα» = ανάσα, πνοή, φωνή ελάχιστη που να μην ακούγεται σχεδόν.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Μη βγάλ'ς άχνα... θα σε σκο­τώσω.»
Από το «άχνη» δωρικός τύπος «άχνα» = παν ελαφρόν και λεπτόν πράγμα, αφρός, σταγόνα δρόσου, δακρύων, ίχνος κα­πνού, κόνις χαλκού.
Ο Γ. Χατζης. το θεωρεί παράγωγο του ρήματος «αχνίζω» (ΜΝΕ I, 76).
Ο δε Ν. Ανδριώτης από το «αχν/ζω» < αχνός < αθνός < ατμός και κατά τον Κ. Αμαντ. στην Αθηνά 29 ΛΑ ε και εξ.

«Αψύς» = οξύθυμος, αυτός που ανάβει - θυμώνει εύκολα, ο μη μου «άπτου», και «αφυώνω» = θυμώνω, γίνομαι αψύς, οξύθυμος.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Τι σό' κανα κι αψυών'ς».
Από το «άφυς, άφεως» = αφή, η πράξις του άπτεσθαι, πιάσιμο, άγγιγμα, από την οποία προέρχεται η ρίζα «αφί», που είναι το πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων (αψίθυμος, αψίκαρ-δος, αψίκορος, αψίχολος). Οι λέξεις αυτές προέρχονται από το ομηρικό «άπτω, άφω, ήφα», που πλην άλλων σημαίνει και βάλλω (δίδω) φωτιάν (I, 379). Σχετικό είναι και το ομηρικό επίρρημα «αίφα» = ταχέως, ευθύς, αμέσως.

"Αψυώνω" = Γίνομαι αψύς, βίαιος, ορμητικός, νευριάζω. Από το αρχ.-ελλ. επίθετο "αψυς"= ορμητικός, δριμύς (Ν. Ανδρ. 47, Γ. Μπαμπ. 342). 

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.